Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 – 31 Οκτωβρίου 1985).
[…]
Εδώ θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυγκροτήσουμε αυτό το πλέγμα ιδεών αρχίζοντας από ό,τι ενδιέφερε ρητά τους δύο συγγραφείς, δηλαδή την συνάφεια του ανατολικού ζητήματος με την προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης, περνώντας κατόπιν σ’ ό,τι οι ίδιοι έκαναν όχι βέβαια ασυνείδητα, αλλά πάντως παρεμπιπτόντως μόνο, δηλαδή την κοινωνικοϊστορική τους ανάλυση της Τουρκίας και της Ελλάδας, και τελειώνοντας με μια σύντομη συζήτηση των θεωρητικών εκείνων προβλημάτων πού οι ίδιοι δεν έθεσαν, αλλά πού αναγκάζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη τους να θέσει.
[…]
III
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
ΚΛΙ ΤΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Όπως είδαμε, οι Marx και Engels πιστεύουν ότι οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων ήσαν, ήδη εξαιτίας της αριθμητικής τους υπεροχής, οι φυσικοί διάδοχοι των Τούρκων στην περιοχή πού γύρω στα μέσα του 19ου αι. αποτελούσε την αποκαλούμενη ευρωπαϊκή Τουρκία· εύχονταν μόνο να πραγματώσουν οι Νοτιοσλάβοι αυτή την φυσική τους αποστολή όχι ως όργανα τής Ρωσσίας, παρά ως αντίπαλοι του αντεπαναστατικού επεκτατισμού της. Οι Έλληνες ως εθνικό σύνολο δεν θεωρούνται υπολογίσιμος παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων στον ίδιο χώρο, μολονότι κι αυτοί διαθέτουν ένα ελεύθερο κρατικό κέντρο, όπως οι Νοτιοσλάβοι διαθέτουν την Σερβία. Όταν ο Marx προβάλλει κάπου —παρεμπιπτόντως κι ολότελα υποθετικά— ως εναλλακτική λύση για την αναδόμηση της ευρωπαϊκής Τουρκίας την ίδρυση ή μιας ελληνικής επικράτειας ή μιας ομοσπονδίας σλαβικών κρατών[95], τότε ως προς το πρώτο σκέλος του διαζεύγματος δεν εκφράζει μια δική του θέση, παρά αναφέρεται σιωπηρά στην πρόταση του χαρτιστή Ε. Jones, που κι αυτός ήταν εναντίον του status quo, αλλά ως φιλέλληνας ήθελε να το αντικαταστήσει κατά κύριο λόγο με μια Μεγάλη Ελλάδα[96]. Άλλωστε ο Marx παραθέτει αλλού επιδοκιμαστικά την άποψη, ότι ο μικρός αριθμός των Ελλήνων δεν επιτρέπει την δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, χώρια που ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνεπαγόταν την δραστική αύξηση της ρωσσικής επιρροής[97]. Υπάρχουν βέβαια περιοχές της ευρωπαϊκής Τουρκίας, στις οποίες οι Έλληνες αποτελούν την πλειοψηφία· ο Engels αναφέρει την Θεσσαλία και «ίσως» την Ήπειρο[98], όμως δεν θεωρεί αποφασιστικό το γεγονός αυτό, γιατί δεν έχει κατά νου τις δυνατότητες και τα όρια επέκτασης του ελληνικού κράτους, παρά την Βαλκανική στο σύνολό της. Η αποφασιστική σημασία της περιορισμένης αριθμητικής παρουσίας των Ελλήνων για τον καθορισμό του γενικότερου πολιτικού τους ρόλου στην περιοχή καταφαίνεται αρνητικά, αλλά επίσης ξεκάθαρα, από το γεγονός ότι ο Engels δεν τους αποδίδει άλλα μειονεκτήματα σε σύγκριση με τους Νοτιοσλάβους· απεναντίας τους διαφοροποιεί αισθητά από τους Αλβανούς π.χ. και επισημαίνει ότι είναι οι σημαντικότεροι έμποροι στα λιμάνια και σε πολλές μεσογειακές πόλεις, ότι η εμπορική τους δραστηριότητα πιάνει από την Μ. Ασία και φτάνει ως το Μάντσεστερ κι ότι η ελληνική κι η σλαβική αστική τάξη είναι γενικά οι φορείς της προόδου στην (ευρωπαϊκή) Τουρκία[99].
Ακολουθώντας τον Fallmerayer, του οποίου γνωρίζουν καλά και υπολήπτονται το έργο[100], οι Marx και Engels πιστεύουν ότι ο σύγχρονός τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής, που διατήρησε την ελληνική γλώσσα· αν εξαιρεθούν μερικές ευγενείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, λίγο καθαρό αίμα ελληνικό έμεινε στην Ελλάδα[101]. Όπως τεκμαίρεται εύκολα από την σημασία που αποδίδουν οι Marx και Engels στους Σλάβους της Βαλκανικής, η ιδιότητα της σλαβικής καταγωγής δεν αποτελεί στα μάτια τους eo ipso κάποιο εγγενές στοιχείο κατωτερότητας· ωστόσο, και μολονότι η θέση του Fallmerayer επαναλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερη έμφαση και περισσότερο ως απλή εγκυκλοπαιδική πληροφορία, η υιοθέτησή της έχει μια ιδιαίτερη σημασία: υποδηλώνει την απόρριψη των οραμάτων του φιλελεύθερου φιλελληνισμού για ανάσταση της αρχαίας Ελλάδας στα χώματα της σύγχρονης — απόρριψη έντονη γιατί, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, κατά την εκτίμηση των Marx και Engels ο φιλελεύθερος φιλελληνισμός έπαιξε αφελώς το ρωσσικό παιγνίδι. Η ανυπαρξία φυλετικού χάσματος μεταξύ Ελλήνων και Νοτιοσλάβων και συνάμα ή θρησκευτική τους κοινότητα στους κόλπους της ορθοδοξίας προσδίδει στην ονομασία «Έλληνας» νόημα υπερεθνικό, έτσι ώστε να σημαίνει τους ορθόδοξους Χριστιανούς, τους Ελληνορθόδοξους της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην αντίθεσή τους προς τους Μουσουλμάνους· ακολουθώντας τον Fallmerayer[102], ο Marx χρησιμοποιεί ρητά την λέξη «Έλληνας» με την θρησκευτική της μόνο σημασία και σημειώνει ιδιαίτερα, πότε αυτή χρησιμοποιείται όχι με την έννοια του μη ορθόδοξου Χριστιανού, παρά με την έννοια του μη Σλάβου[103]. Η τελευταία αυτή χρήση γίνεται αναπόδραστη, όταν προβάλλονται (και γίνονται δεκτές) πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικοί πληθυσμοί μισούνται από τούς υπόλοιπους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, ότι τούτοι εδώ ζητούν την θρησκευτική τους αυτονόμηση κι ότι όπου την κέρδισαν έδιωξαν αμέσως όλους τους παπάδες ελληνικής καταγωγής[104].
Μιλώντας για την κοινωνική οργάνωση των ‘Ελλήνων της Τουρκίας ο Marx έχει ως αυτονόητη εννοιολογική του αφετηρία την αντίθεση Δύσης και Ανατολής, εκκοσμικευμένου φιλελευθερισμού και θεοκρατικής δεσποτείας, αντίθεση με βάση την οποία κατανόησε και το τουρκικό καθεστώς. Στην «Ανατολή», με την ιστορική και κοινωνιολογική σημασία του όρου, δεν ανήκει όμως μόνο η Τουρκία, αλλά εξίσου και το Βυζάντιο ή η Ρωσσία. Η βασική δομή δεν άλλαξε όταν οι Τούρκοι διαδέχθηκαν τους Βυζαντινούς, ούτε και θ’ αλλάξει, αν οι Ρώσσοι διαδεχθούν τους Τούρκους· στην τελευταία αυτή περίπτωση απλώς η «Ανατολή» θα γίνει επιθετικότερη[105]. Ακρογωνιαίος λίθος της δομής αυτής είναι, καθώς γνωρίζουμε, η ενότητα Κράτους και Εκκλησίας, Πολιτικής και Θρησκείας ή Δημόσιου και Ιδιωτικού, μολονότι η χροιά και τα πρόσημα αλλάζουν όταν το ιερό βιβλίο δεν είναι το Κοράνι παρά το Ευαγγέλιο. Εξαιτίας αυτής της θεμελιώδους συνάφειας η παραπάνω ενότητα πέρασε αβίαστα και αυτούσια από το Βυζάντιο στην Τουρκία. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων απορρέει από το γεγονός, ότι έχουν δεχθεί να υποταγούν με συνθηκολόγηση, πράγμα που σύμφωνα με το Κοράνι τους εξασφαλίζει το δικαίωμα της ανοχής. Ακριβώς επειδή το Κοράνι θεωρεί ως θεμελιώδη διάκριση την θρησκευτική —εκείνη μεταξύ πιστών και απίστων—, ενώ παράλληλα αγνοεί την διάκριση Εκκλησίας και Κράτους, δίνει την πολιτική διοίκηση των ραγιάδων στον κλήρο τους, επιτρέπει δηλαδή την συνέχιση τής βυζαντινής θεοκρατίας, αυτή την φορά όμως υπό την ηγεσία της Εκκλησίας κι όχι του αυτοκράτορα.
Κάνοντας τον πατριάρχη αυτοκράτορα των Χριστιανών, μολονότι τον υπέταξαν ταυτόχρονα σ’ έναν αυτοκράτορα αλλόθρησκο, οι Τούρκοι εδραίωσαν ακόμα περισσότερο την ιερατική οργάνωση της κοινωνίας κι επέτρεψαν στην βυζαντινή θεοκρατία ν’ αναπτυχθεί σε έκταση πού ούτε οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν είχαν βάλει με το νου τους. Εφόσον η τουρκική κατάκτηση εξάλειψε την βυζαντινή στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία, τώρα ένα μεγάλο μέρος των εργασιών και των απολαβών της τελευταίας —το μέρος δηλαδή πού δεν κρατά για τον εαυτό του ο κατακτητής— περνά στα χέρια του κλήρου, με αποτέλεσμα την συγχώνευση πνευματικών και διοικητικών λειτουργιών ακριβώς την εποχή πού στην Δύση αρχίζει ο χωρισμός τους χάρη στην ανάπτυξη ενός κρατικού μηχανισμού ικανού να εκτοπίσει την Εκκλησία από τον έλεγχο τής κοινωνικής ζωής. Έτσι οι Τούρκοι, ξεκινώντας από όσα τους επέτασσε η ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής, όπως την έβλεπαν από την σκοπιά του Κορανιού, ενισχύουν την ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής μέσα στην μάζα όσων δέχονταν το Ευαγγέλιο, δεν περικόπτουν δηλαδή τα προνόμια του χριστιανικού κλήρου, παρά απεναντίας αφήνουν στην Εκκλησία τον ουσιαστικό έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι το παράδοξο, όσο και θεμελιώδες, σημείο για την κατανόηση της κοινωνικής οργάνωσης των ραγιάδων: ακριβώς επειδή ο κατακτητής τους ομολογεί πίστη στο Κοράνι, γι’ αυτό επικεφαλής τους βρίσκεται ο χριστιανικός κλήρος. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων δεν είναι λοιπόν κάτι το αυτοφυές ούτε αποτελεί συνέχεια του Βυζαντίου, η οποία θα επιζούσε οπωσδήποτε κάτω από οποιονδήποτε κατακτητή, παρά αναγκαία απόρροια της τουρκικής κατάκτησης. Το Κοράνι επιβάλλει τη συνένωση πολιτικής και πνευματικής εξουσίας στους ραγιάδες· κι αν αυτό θυμίζει Βυζάντιο, ο λόγος είναι ότι Βυζάντιο και Κοράνι είναι εξίσου «Ανατολή» με την ιστορική και κοινωνιολογική έννοια. Αρνητική απόδειξη της ταυτότητας αυτής είναι ότι η εισαγωγή του Code Civil στην ευρωπαϊκή Τουρκία κι ο εκσυγχρονισμός της ζωής δεν θα σημάνουν μόνο την κατάρρευση της μουσουλμανικής, αλλά και της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας[106]
Όπως, τώρα, στον θεοκρατικό χαρακτήρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αντιστοιχεί μια στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία ολότελα ξένη προς τους κανόνες συμπεριφοράς της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής, το ίδιο και ο φορέας της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας, ο χριστιανικός κλήρος, ασκεί τα πολιτικά και διοικητικά του καθήκοντα χωρίς να κάνει διάκριση προσώπου και αξιώματος, το αξίωμα δηλαδή χρησιμοποιείται κατά κανόνα και δημόσια για προσωπικό όφελος. Όπως ο κατακτητής πουλά τα ιερατικά αξιώματα σε χριστιανούς κληρικούς για όφελος δικό του, έτσι και οι ανώτεροι κληρικοί (μετα)πουλούν όσα αξιώματα μπορούν να διαθέσουν σε κατώτερους, ενώ όλος ο κλήρος εμπορεύεται τις πράξεις του λειτουργήματός του, δηλαδή τις ιεροτελεστίες[107]· παράλληλα, οι (μεγάλες) μονές προσπαθούν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατό πιο εκτεταμένη γαιοκτησία[108]. Εξίσου εμπλεγμένη στο παιγνίδι τής διαφθοράς, στο οποίο τον τόνο και το παράδειγμα δίνει η τουρκική αφρόκρεμα, είναι και η άλλη ηγετική ομάδα των Ελλήνων ραγιάδων, δηλαδή οι Φαναριώτες. Ο Engels τους αποκαλεί πανούργους και μηχανορράφους, διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων[109], ενώ ο Marx ζωγραφίζει με ζοφερά χρώματα την διοίκηση τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα δώρα, με τα όποια οι οσποδάροι αγόραζαν το αξίωμά τους, ισοφαρίζονταν με φόρους επιβαλλόμενους αμέσως κατόπιν στους υπηκόους τους· αν η Πύλη τους άλλαζε ή τους σκότωνε, το έκανε για να φανεί ότι εισακούει τα παράπονα των δυσαρεστημένων, για να τους αρπάξει τα πλούτη ή για να τους τιμωρήσει επειδή συχνά έπαιζαν το παιγνίδι της Ρωσσίας[110]. Ακόμα και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες Φαναριωτών ηγεμόνων στον τομέα των αγροτικών σχέσεων έχουν κίνητρα ιδιοτελή: αν θέλουν να παραμερίσουν ως ένα βαθμό τους βογιάρους και να δώσουν γη στους αγρότες, περιορίζοντας την δουλοπαροικία, αυτό το κάνουν για να τους υπαγάγουν κατευθείαν στο κρατικό ταμείο και έτσι ν’ αυξήσουν το μερίδιο του κρατικού (του δικού τους) κορβανά στην εκμετάλλευσή τους[111].
Ακριβώς επειδή η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων στηρίζεται σε μιάν έξαρση του θρησκευτικού στοιχείου, η επίσης θεοκρατική και συνάμα δεσποτική Ρωσσία βρίσκει εύκολα την γλώσσα πού μπορεί να τους επηρεάσει ιδεολογικά: είναι η γλώσσα της ορθοδοξίας και της ομοδοξίας, η οποία δεν θα έβρισκε βέβαια ίση απήχηση, αν έβρισκε καθόλου, σε πληθυσμούς μαθημένους να ζουν υπό καθεστώς χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, Πολιτικής και Θρησκείας, ή εν πάση περιπτώσει υπό συνθήκες διαφορετικές από εκείνες όπου ευδοκιμούσε η δυσκίνητη και πατριαρχική αγροτική οικογένεια ως το πιο σίγουρο κοινωνικό στήριγμα της θρησκείας· γι’ αυτό και ο Marx επισημαίνει με ευμένεια απόψεις, σύμφωνα με τις όποιες η ανάπτυξη του εμπορίου και των δεσμών με την Δύση ενισχύει σ’ Έλληνες και Σλάβους την αποκοπή από την Ρωσσία[112]. Ωστόσο η τάση αυτή δεν έχει προφανώς προχωρήσει αρκετά, και καθοριστικό παραμένει το γεγονός, ότι οι Έλληνες της Τουρκίας και της Ελλάδας, το ίδιο όπως και οι Σλάβοι, θεωρούν την Ρωσσία φυσικό τους προστάτη[113]. Αυτοπροβαλλόμενη εμφατικά ως προστάτης της ορθοδοξίας και των Ορθοδόξων και χρησιμοποιώντας έτσι ως σημαία μιάν ιδεολογία υπερεθνική, η Ρωσσία κερδίζει επιρροή ανάμεσα στους ομόδοξους πληθυσμούς της ευρωπαϊκής Τουρκίας και προπαρασκευάζει την επέκτασή της προς το Νότο. Η διαρκής συνηγορία της για τα θρησκευτικά δικαιώματα ή προνόμια των Ελληνορθοδόξων της Τουρκίας αποτελεί έτσι το κύριο πολιτικό και διπλωματικό της όπλο. Αυτό τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο Marx, ο όποιος δεν εγκρίνει τις επεμβάσεις της Αγγλίας για τα θρησκευτικά δικαιώματα των Χριστιανών της Τουρκίας, εφόσον εδώ βρίσκεται το κατεξοχήν πεδίο των μηχανορραφιών της ρωσσικής διπλωματίας· όποιος λοιπόν αναμοχλεύει το θέμα γίνεται εξ αντικειμένου αρωγός των Ρώσσων, των μόνων πού επιθυμούν να το κρατούν συνεχώς ανοιχτό[114].
Ιδιαίτερα υστερόβουλες φαίνονται στον Marx οι ρωσσικές αξιώσεις «προστασίας», επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει κάποια οξεία θρησκευτική διαμάχη ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς υπηκόους τους κι ότι είναι ακόμα ζωντανό το πνεύμα του Λουκά Νοταρά, πού προτιμούσε τους Τούρκους από τους Λατίνους[115]. Χωρίς να ζυγίζει το ενδεχόμενο, ότι η επενέργεια του ίδιου αυτού πνεύματος υπό τις συνθήκες των μέσων του 19ου αι. θα μπορούσε και να υπαγορεύσει στους Ελληνορθοδόξους την προτίμηση της ρωσσικής επιρροής απέναντι στην αγγλογαλλική π.χ., ο Marx αναφέρει επιδοκιμαστικά θέσεις ή γεγονότα πού φαίνονται ν’ αμφισβητούν την ταυτότητα συμφερόντων και βλέψεων Ανατολικής και Ρωσσικής Εκκλησίας και αφήνουν να εννοηθεί ότι οι Ελληνορθόδοξοι της Τουρκίας σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιημένοι με τις ελευθερίες πού τους παρέχει η τουρκική διοίκηση[116]. Οι υφιστάμενες ελευθερίες και οι προνομίες των Χριστιανών είναι στην πραγματικότητα ήδη μεγαλύτερες από όσες ζητά ιδιοτελώς η Ρωσσία[117].
Τα αληθινά κίνητρα της ρωσσικής πολιτικής τα δείχνει απτά η συμπεριφορά της απέναντι στις εξεγέρσεις των υπόδουλων Ελλήνων, τις όποιες η ίδια υποκίνησε. Αυτό πού έγινε στα 1770, όταν Ρώσσοι πράκτορες ξεσήκωσαν τούς Έλληνες και κατόπιν τους άφησαν έκθετους[118], δείχνει πολύ καλά πόσο υποκριτική είναι η συμπάθεια της Ρωσσίας για τους Έλληνες, τους οποίους χρησιμοποιεί ως όργανα για να τους αφήσει στη συνέχεια στην εκδίκηση του σουλτάνου[119]. Και ακόμα παραπέρα: εγκαταλείποντάς τους προσφέρει συνάμα την βοήθειά της στον σουλτάνο εναντίον τους, για να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο την δική της επέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας σε περίπτωση πού δεν της δώσει την σχετική δυνατότητα η επιτυχής εξέγερση των Χριστιανών[120]. Στην προοπτική αυτή η ελληνική επανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία του ελληνικού κράτους εμφανίζεται ως η επιτυχέστερη από τις ρωσσικές προσπάθειες διάβρωσης της ευρωπαϊκής Τουρκίας, εκείνη δηλαδή όπου η Ρωσσία δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψει στη μέση τα σχέδιά της και μαζί τους εξεγερμένους Έλληνες. Όπως γράφει ο Engels, η ελληνική επανάσταση του 1821, όπως κι η σερβική του 1804, λίγο-πολύ οφείλεται στο ρωσσικό χρυσάφι και στην ρωσσική επιρροή[121]. Η Φιλική Εταιρεία βρισκόταν εξαρχής κάτω από ρωσσική καθοδήγηση κι οι Φιλικοί ήσαν συνειδητοί ή ασυνείδητοι πράκτορες της Ρωσσίας· ωστόσο η καθοδήγηση αυτή κρατήθηκε μυστική, για να μπορούν οι Ρώσσοι κάθε στιγμή ν’ αποκηρύξουν την Εταιρεία, αν χρειαζόταν, όπως και έκαναν υποκριτικά μετά την ήττα του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία[122]. Στην ρωσσική δραστηριότητα οφείλεται όμως όχι μόνο ή έναρξη, αλλά και η αποπεράτωση της ελληνικής εξέγερσης, χάρη στην επέμβαση των Δυνάμεων την στιγμή πού οι Έλληνες βρίσκονταν στα πρόθυρα της τελειωτικής ήττας. Χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς της το φιλελεύθερο φιλελληνιστικό κίνημα και την συναισθηματική ατμόσφαιρα πού αυτό δημιούργησε, όχι δίχως και την δική της βοήθεια, η Ρωσσία παρέσυρε τις Δυτικές Δυνάμεις να συμπαρασταθούν στους Έλληνες[123]. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, ενέργεια «δόλια» και παράνομη, γιατί έγινε σε καιρό ειρήνης, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας[124]. Τέλος, η ελληνική ελευθερία και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επισφραγίστηκε από την ρωσσική προέλαση του 1829, η οποία συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη φιλελληνική παρέμβαση ενός Palmerston καθοδηγούμενου στις ενέργειές του από τις ρωσσικές επιθυμίες[125].
Θα ήταν πρόωρη η επίκριση, ότι εδώ επιχειρείται μια μονομερής πολιτική και διπλωματική ανάλυση, πού επιπλέον δεν παίρνει καθόλου υπόψη της τις ενέργειες εκείνων, οι οποίοι ήσαν εξ ορισμού απαραίτητοι, έστω και στον ρόλο του ανδρεικέλου, για να στηθεί η πλοκή και να σταθεί δυνατή η έκβαση όλης αυτής της ιστορίας. Γιατί, θέλοντας ακριβώς να εξηγήσει, ποιοι ενδογενείς λόγοι έκαναν τους Έλληνες του 1821 —ή εν πάση περιπτώσει μια βαρύνουσα μερίδα τους— ευεπίφορους σε επαναστατικά κηρύγματα ή έστω σε επαναστατικές υποκινήσεις, ο Engels προσφέρει συνοπτικά μια κοινωνιολογική ερμηνεία, η οποία μόλις ύστερα από λίγες δεκαετίες εμφανίστηκε στην ελληνική ιστοριογραφία, και μάλιστα με αξιώσεις πρωτοτυπίας. Όπως ξέρουμε, ήδη στα 1853 ο Engels είχε επισημάνει ότι το ελληνικό στοιχείο ανήκε στους προχωρημένους εκπροσώπους της εμπορικής δραστηριότητας στον χώρο της ευρωπαϊκής Τουρκίας, και όχι μόνο σ’ αυτόν.
Στα 1890 αποκαθιστά μιάν απευθείας σχέση ανάμεσα στο γεγονός τούτο και στην επαναστατική διάθεση των ‘Ελλήνων στα 1821 σε αντίθεση με την στάση άλλων βαλκανικών λαών. Ως εμπορικός λαός, γράφει, οι Έλληνες υπέφεραν περισσότερο από την τουρκική κυριαρχία, εφόσον αυτή, μη μπορώντας να δημιουργήσει συνθήκες έννομης σταθερότητας απαραίτητες για την ανάπτυξη αστικής ιδιοκτησίας και οικονομίας, έθετε ανυπέρβλητους φραγμούς στην δραστηριότητά τους- αντίθετα οι αγρότες, μη αντιμετωπίζοντας παρόμοια προβλήματα και έχοντας χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο, συμβιβάζονταν πολύ ανετότερα με τον Τούρκο κυρίαρχο, στον οποίο πλήρωναν απλώς ένα φόρο, ενώ συνάμα διατηρούσαν τους θεσμούς και την αυτοκυβέρνησή τους[126]. Αλλά οι Marx και Engels έχουν δίκιο, τουλάχιστον σ’ ένα κρίσιμο κάθε φορά σημείο, όχι μόνο σ’ ό,τι άφορα τις κινητήριες δυνάμεις, αλλά και σ’ ό,τι άφορα την έκβαση της ελληνικής επανάστασης· πρόκειται για το σημείο εκείνο, πού η νεοελληνική συνείδηση —ως γνωστόν άκρως επιρρεπής και επιτήδεια στην υποκατάσταση ταπεινωτικών πραγματικοτήτων με αυτάρεσκους θρύλους— συστηματικά απωθεί, παρασύροντας και τη νεοελληνική ιστοριογραφία, η οποία συνήθως είτε το αποσιωπά είτε αρνείται να εκτιμήσει όσο πρέπει την σημασία του. Όπως ορθά τονίζουν οι Marx και Engels, η δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν ήταν προϊόν μιας νικηφόρας, σ’ όλη της την έκταση κι ίσαμε το τέλος, ντόπιας επανάστασης, παρά συντελέστηκε την στιγμή ακριβώς πού η επανάσταση αυτή είχε ηττηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά — και συντελέστηκε ως αποτέλεσμα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στην πάλη τους για σφαίρες επιρροής. Πέρα από κάθε κοινωνιολογική ανάλυση κι από κάθε κοινωνιολογισμό, μονάχα αν αναγνωρίσουμε ανεπιφύλακτα αυτό το πολιτικοδιπλωματικό factum brutum, θα είμαστε και σε θέση να κατανοήσουμε το φαινόμενο πού εύστοχα ονομάστηκε «η ξενοκρατία στην Ελλάδα». Όποιος διαπιστώνει την έκταση του αποτελέσματος χωρίς να θέλει να δει όλη την έκταση της αιτίας κάνει ένα λογικό άλμα.
Σε αντίθεση με πλείστους όσους Νεοέλληνες ιστορικούς, οι Marx και Engels είναι συνεπείς. Θεωρώντας την σύσταση του νεοελληνικού κράτους ως έκβαση (ιδιοτελών) ενεργειών των Μεγάλων Δυνάμεων, το συγκαταλέγουν φυσιολογικά στα πολιτικά φαντάσματα της Ευρώπης, πού μπορούν να παραβληθούν με το τεχνητό βαγνερικό ανθρωπάριο στον «Φάουστ»[127]. Και πράγματι, δύσκολα θα μπορούσε ν’ αποκομίσει κανείς διαφορετική εντύπωση για τον γενετικό χαρακτήρα του νεοφανούς κρατιδίου, ακούγοντας τον λόρδο Aberdeen να διηγείται, πως o δούκας του Wellington κι o ίδιος οδηγήθηκαν, αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της συνθήκης της Αδριανούπολης, να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο βασίλειο, ενώ πρώτα ήθελαν να την κάνουναπλά υποτελές κράτος υπό την επικυριαρχία τής Πύλης[128]. Ο Marx, βέβαια, είναι της γνώμης ότι με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πρωταρχικά ωφελημένη βγήκε η Ρωσσία, και ως πειστήριο θεωρεί την επιλογή του «infamous» Καποδίστρια[129] ως κυβερνήτη. Αλλά και κατόπιν, όταν στην Ελλάδα ήρθε να βασιλέψει ο «ηλίθιος Βαυαρός νεανίας», στηριζόμενος σε ασκέρια Γερμανών μισθοφόρων[130], ο προσανατολισμός της εξάρτησης δεν άλλαξε ουσιαστικά.
Γιατί ο Palmerston, όργανο της Ρωσσίας κατά τον Marx, εξασφάλισε με διάφορους τρόπους, άμεσους και έμμεσους, τις ρωσσικές θέσεις ισχύος στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα προώθησε όσο μπορούσε τους ρωσσόφιλους Έλληνες, από τον Καποδίστρια ως τον Καλλέργη, και επιπλέον φρόντισε να ρυθμιστεί το θέμα των ελληνικών εθνικών δανείων έτσι ώστε να ωφεληθεί η Ρωσσία[131]. Η αποθάρρυνση, στην οποία ρίχνει τον ελληνικό λαό η δράση αυτή του Palmerston, παράλληλα με ενέργειες όπως η εκστρατεία του Πατσίφικο, εξωθεί την Ελλάδα στην αγκαλιά της Ρωσσίας. Ο Marx επισημαίνει το αντιδυτικό πνεύμα πού επικρατούσε στην Ελλάδα την εποχή του κριμαϊκού πολέμου και εκφράζει την λύπη του γι’ αυτό, συνάμα όμως το κατανοεί αποδίδοντάς το στα σφάλματα της αγγλικής πολιτικής, για το αληθινό πρόσωπο της οποίας άλλωστε δεν έχει καμμιά ψευδαίσθηση, όπως δείχνει η περιγραφή των προετοιμασιών για την κατάληψη της Ελλάδας στα 1854[132]. Ακόμα πιο εύγλωττη είναι η περιγραφή της πολιτικής καταπίεσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης των Ιονίων Νήσων από την Αγγλία[133]. Κι επίσης ο Marx, μολονότι στο πλαίσιο της γενικής του αντίληψης για το ανατολικό ζήτημα επιμένει ιδιαίτερα στα όσα αφορούν την ρωσσική επιρροή στην Ελλάδα, ωστόσο δεν παραλείπει να σημειώσει και με ποιόν τρόπο η αγγλική δανειοδοτική πολιτική καταλύει την εθνική κυριαρχία στην ίδια αυτή χώρα, όπως άλλωστε και στην Τουρκία[134].
Αν τώρα το ελληνικό πολιτικό φάντασμα έχει κάποια παρουσία κι επίδραση στα διεθνή πολιτικά πράγματα, τούτο οφείλεται στην παρατεινόμενη ύπαρξη του προβλήματος των Ελλήνων πού ζουν ακόμη υπό τουρκικό καθεστώς. Ο Marx γνωρίζει, ότι οι Έλληνες του ανεξάρτητου κράτους επιθυμούν την απελευθέρωση των υπολοίπων, και μάλιστα ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου, μολονότι, προσθέτει, «γενικά είναι λαός αρκετά ξύπνιος για να μην πιστεύει σε μια τέτοια ονειροφαντασία»· ευρύτερη πολιτική σημασία έχουν επομένως τα όνειρα τούτα όχι καθαυτά παρά μόνο στον βαθμό πού χρησιμοποιούνται ως μέσα πραγμάτωσης των ρωσσικών επεκτατικών σχεδίων[135]. Εφόσον η αντιμετώπιση του ρωσσικού επεκτατισμού παραμένει ύψιστο αίτημα και κριτήριο, το πρόβλημα του αλύτρωτου Ελληνισμού βλέπεται από τον Marx όπως και το πρόβλημα των βαλκανικών κι ευρωπαϊκών εθνικοτήτων γενικά: η χειραφέτησή τους επιτρέπεται μόνο αν δεν ενισχύει τις διεθνείς αντεπαναστατικές δυνάμεις. Ο Marx πιστεύει ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ρωσσική υποκίνηση των κινημάτων των αλυτρώτων Ελλήνων[136], και θεωρεί την εξέγερση του 1854 στην Ήπειρο ως έργο «Μοσχοβιτών πρακτόρων»· η εντύπωση αυτή προφανώς στηρίζεται στο αναμφισβήτητο γεγονός, ότι το χρονικό σημείο της εξέγερσης, μέσα στην καρδιά του κριμαϊκού πολέμου, ήταν μοναδικά ευνοϊκό για τους Ρώσσους, αφού η ύπαρξη Ελλήνων ανταρτών στα νώτα του τουρκικού στρατού του Δούναβη θα εξασθένιζε αναγκαστικά τον τελευταίο, όπως άλλωστε έδειξαν οι τάσεις αυτομόλησης των Αλβανών[137]. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος συνεργάζεται με τους Ρώσσους πράκτορες ή τουλάχιστον διευκολύνει εξ αντικειμένου τα σχέδιά τους, όταν ενισχύει με διαφόρους τρόπους τα κινήματα των αλυτρώτων[138]. Σέ συμφωνία με την άποψη της εξωτερικής υποδαύλισης των κινημάτων αυτών, ο Marx δεν πιστεύει ότι τα ακολουθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού· τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στον άμαχο αγροτικό ή αστικό πληθυσμό, ο όποιος κρατά στάση αναμονής ή δυσπιστίας, και στους εξεγερσίες, οι οποίοι ή είναι ήδη ορεσίβιοι ληστές ή συμπεριφέρονται σαν τέτοιοι, εκβιάζοντας τους αμάχους να τους ενισχύουν χωρίς να ορρωδούν μπροστά σε αγριότητες[139]. Είτε πάντως για τις πράξεις του Τζαβέλλα στην Ήπειρο γίνεται λόγος είτε για τα όσα κάνουν οι «Κρητικοί προβατοκλέφτες»[140], σκοπός παραμένει ν’ αντικρουσθεί η φιλελεύθερη-φιλελληνική εξιδανίκευση των Νεοελλήνων, η οποία μόνο την ρωσσική πολιτική μπορεί να ωφελήσει. Όσα λέγονται για τουρκική βαρβαρότητα και ελληνικό πολιτισμό, πιστεύουν οι Marx και Engels, είναι συνθήματα πού διαδίδει η Ρωσσία· η φιλελεύθερη κοινή γνώμη μεροληπτεί, μιλώντας πάντα για τις βαρβαρότητες των Τούρκων και ποτέ για εκείνες των Βαλκανίων αντιπάλων τους[141]. Πέρα από εύλογες εθνικές συμπάθειες, αντιπάθειες και προκαταλήψεις, πρέπει να επισημάνουμε εδώ, ότι οι Marx και Engels δεν επιχειρούν κάποιαν απόκρυψη των τουρκικών ωμοτήτων, εκεί όπου πράγματι γίνονται[142], ούτε επίσης ενδιαφέρονται να κάνουν υψηλά μαθήματα ηθικής και ανθρωπισμού προς όλες τις κατευθύνσεις, κατά την συνήθεια μικρών επαρχιωτών δημοσιογράφων, σκοπός τους είναι να εξετάσουν την συγκεκριμένη πολιτική επήρεια ορισμένων απόψεων και κρίσεων για τους εθνικούς χαρακτήρες. Αν, όπως ήδη είπαμε, αντικρούουν όχι μόνο τους θετικούς, αλλά και τους αρνητικούς θρύλους για την Τουρκία, συγκεκριμένο κίνητρό τους είναι η επιθυμία ν’ αφαιρέσουν ένα ιδεολογικό και πολιτικό επιχείρημα από την αντεπαναστατική Ρωσσία. Όμως η αντίκρουση των αρνητικών θρύλων για την Τουρκία συνεπαγόταν αναπόφευκτα την αντίκρουση ορισμένων θετικών θρύλων για την Ελλάδα. Όπως ξέρουμε σήμερα, οι θετικοί αυτοί θρύλοι, αντίθετα απ’ ό,τι φοβούνταν οι Marx και Engels, στην πραγματικότητα ελάχιστα ωφέλησαν την τοτινή ρωσσική πολιτική. Μακροπρόθεσμα όμως έβλαψαν σημαντικά τους ίδιους τους Έλληνες.
Παραπομπές
[95] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 23, σ. 157.
[96] Κατά την ορθή διαπίστωση του Rjasanoff, Gesammelle Schriflen (βλ. Σημείωση για τα κείμενα), I, 470/1.
[97] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, σ. 186.
[98] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 8, σ. 99.
[99] Ο.π. και επίσης κείμ. άρ. 10,11, σ. 107/8,118.
[100] Βλ. τον πίνακα των αναφερομένων έργων. Πρβλ. τις επιστολές του Marx στον Engels από 18.1.1856 και 14.3.1863 καθώς και την μνεία στο κεφ. VII του έργου του Marx, Herr Vogt (1860) = Marx – Engels – Werke, τ. 14, 472.
[101] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 12, 8, σ. 122, 98/9.
[102] Geschichte (βλ. πίνακα αναφερομένων έργων), τ. I, σ. Υ.
[103] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 44, 28, σ. 287,186.
[104] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, 46, σ. 186, 294.
[105] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 24, σ. 164.
[106] Για το περιεχόμενο αυτής της παραγράφου βλ. παρακ. κείμ. άρ. 46, 49, 56, α. 296, 332/3, 353.
[107] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 49, α. 332.
[108] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 77, σ. 412.
[109] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 112, 114.
[110] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 75, σ. 404.
[111] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 76, σ. 409/10, 411.
[112] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, σ. 185.
[113] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 114.
[114] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 47, σ. 299. Ιδιαίτερα ύποπτο φαίνεται στον Marx το αίτημα προστασίας των Χριστιανών της Τουρκίας, όταν προβάλλεται από φιλελεύθερους ειρηνιστές όπως ο Cobden, οπότε εμφανίζεται η κατ’ εξοχήν μισητή του αλληλουχία: ειρηνισμός – φιλελευθερισμός – αντιτουρκισμός – ρωσσοφιλία (βλ. παρακ. κείμ. άρ. 43, σ. 276).
[115] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 44, σ. 288.
[116] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 27,15, σ. 170,131.
[117] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 19, 21, σ. 142, 151. Υπάρχουν ωστόσο και περικοπές όπου γίνεται απερίφραστα λόγος για καταπίεση των Χριστιανών από μέρους των Τούρκων, βλ. π.χ. άρ. 12, σ. 119/20.
[118] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 118, σ. 472.
[119] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, σ. 216.
[120] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 42, σ. 271.
[121] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 113.
[122] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 78, σ. 414, 416. Αλλού ο Marx θεωρεί τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ ως τον μυστικό ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας, βλ. κείμ. άρ. 80, σ. 422.
[123] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 79,118, σ. 421, 474.
[124] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 21, 33,118, σ. 152/3, 214/5, 476.
[125] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 12, 33, σ. 120, 215.
[126] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 118, α. 473.
[127] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, σ. 218.
[128] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 61, σ. 359.
[129] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 56, σ. 353.
[130] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33,1β, α. 218, 82.
[131] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 67, 68α, σ. 372/3, 375. Και οι δύο αυτές επικρίσεις για την πολιτική του Palmerston στην Ελλάδα στηρίζονται στην έκθεση του Parish (βλ. τον πίνακα των αναφερομένων έργων), ιδ. σ. 312/3, 326/7, και κεφ. VIII-IX.
[132] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 55, 58, σ. 351/2, 354/5.
[133] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 72,18. σ. 399/400.
[134] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 69, σ. 378.
[135] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 46, σ. 295.
[136] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 55.
[137] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 45, σ. 291, 292, 293.
[138] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 51, σ. 341.
[139] Ο.π. και επίσης άρ. 46, 52, 53, σ. 294/5, 347, 348/9.
[140] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 116, σ. 468.
[141] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, 87, σ. 214, 428.
[142] Βλ. π.χ. παρακ. κείμ. άρ. 55, σ. 351.
Ευχαριστούμε τον φίλο και αναγνώστη μας Νίκο Δ., που μας έστειλε το κείμενο.
Δ.Τ.
|