Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Παν. Κονδύλης: Οι Έλληνες της Τουρκίας και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Οι Μαρξ – Ένγκελς για την επανάσταση του 1821.


Παν. Κονδύλης: «Οι Έλληνες της Τουρκίας και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.»
Το απόσπασμα «III – ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΚΛΙ ΤΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ» είναι από την εισαγωγή στο βιβλίο «Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα», εκδόσεις «Γνώση». Η εισαγωγή, η μετάφραση, ο υπομνηματισμός είναι του Παναγιώτη Κονδύλη. το απόσπασμα περιέχει και αυτά που έγραψαν οι Μαρξ – Ένγκελς για την επανάσταση του 1821. Οι πολιτικές εξελίξεις στα βαλκάνια μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και οι πρόσφατες, ιστορικά σχετίζονται με το διαβόητο «Ανατολικό Ζήτημα». Οι υποσημειώσεις παραπέμπουν στα κείμενα των Μαρξ – Ένγκελς που βρίσκονται μέσα στο βιβλίο. Η αρίθμηση των σημειώσεων είναι ίδια με την αρίθμηση του βιβλίου.
Νίκος Δ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα κείμενα των Marx και Engels για το ανατολικό ζήτημα, μέσα στα οποία βρίσκονται συνήθως και οι εκτενέστερες ή βραχύτερες αναφορές στην Τουρκία, στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη, σκορπίζονται σε μια περίοδο σαράντα περίπου χρόνων, μολονότι ο κύριος όγκος τους χρονικά συμπίπτει, στο πολιτικό επίπεδο, με την όξυνση του ανατολικού ζητήματος στο τρίχρονο διάστημα του κριμαϊκού πολέμου και, στο επίπεδο το προσωπικό, με την επίταση της δημοσιογραφικής δραστηριότητας, ιδίως του Marx, για λόγους βιοποριστικούς. Η μακρά διάρκεια τούτης της ενασχόλησης με το ανατολικό ζήτημα και τα συμπαρομαρτούντα του αποτελεί, βέβαια, καθαυτή μιάν απόδειξη του ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα θέμα ουσιαστικότερης σημασίας για την πολιτική τουλάχιστον σκέψη των πατέρων του ιστορικού υλισμού κι όχι για μια παροδική έξαρση επικαιρικών ενδιαφερόντων υπαγορευμένη από εξωτερικές αφορμές, όσο κι αν αυτές έπαιξαν τον ρόλο τους. Το γεγονός, ότι ανάμεσα στις δημοσιογραφικές και ιδιωτικές τους αποφάνσεις πάνω στο θέμα δεν υπάρχουν ούτε αντιφάσεις ούτε διαφορές ουσίας ή τόνου, ενισχύει την εντύπωση τούτη. Και η εντύπωση γίνεται βεβαιότητα μόλις διαπιστωθεί, ότι οι Marx και Engels βλέπουν το ανατολικό ζήτημα και το συναφές ζήτημα των βαλκανικών εθνικοτήτων μέσα στην κρίσιμη γι’ αυτούς προοπτική — την προοπτική της τακτικής και της στρατηγικής της ευρωπαϊκής επανάστασης.
Νίκος Εγγονόπουλος (21 Οκτωβρίου 1907 – 31 Οκτωβρίου 1985).
[…]
Εδώ θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυγκροτήσουμε αυτό το πλέγμα ιδεών αρχίζοντας από ό,τι ενδιέφερε ρητά τους δύο συγγραφείς, δηλαδή την συνάφεια του ανατολικού ζητήματος με την προοπτική της ευρωπαϊκής επανάστασης, περνώντας κατόπιν σ’ ό,τι οι ίδιοι έκαναν όχι βέβαια ασυνείδητα, αλλά πάντως παρεμπιπτόντως μόνο, δηλαδή την κοινωνικοϊστορική τους ανάλυση της Τουρκίας και της Ελλάδας, και τελειώνοντας με μια σύντομη συζήτηση των θεωρητικών εκείνων προβλημάτων πού οι ίδιοι δεν έθεσαν, αλλά πού αναγκάζουν τον σκεπτόμενο αναγνώστη τους να θέσει.
[…]
III
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
ΚΛΙ ΤΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Όπως είδαμε, οι Marx και Engels πιστεύουν ότι οι Νοτιοσλάβοι των Βαλκανίων ήσαν, ήδη εξαιτίας της αριθμητικής τους υπεροχής, οι φυσικοί διάδοχοι των Τούρκων στην περιοχή πού γύρω στα μέσα του 19ου αι. αποτελούσε την αποκαλούμενη ευρωπαϊκή Τουρκία· εύχονταν μόνο να πραγματώσουν οι Νοτιοσλάβοι αυτή την φυσική τους αποστολή όχι ως όργανα τής Ρωσσίας, παρά ως αντίπαλοι του αντεπαναστατικού επεκτατισμού της. Οι Έλληνες ως εθνικό σύνολο δεν θεωρούνται υπολογίσιμος παράγοντας για την εξέλιξη των πραγμάτων στον ίδιο χώρο, μολονότι κι αυτοί διαθέτουν ένα ελεύθερο κρατικό κέντρο, όπως οι Νοτιοσλάβοι διαθέτουν την Σερβία. Όταν ο Marx προβάλλει κάπου —παρεμπιπτόντως κι ολότελα υποθετικά— ως εναλλακτική λύση για την αναδόμηση της ευρωπαϊκής Τουρκίας την ίδρυση ή μιας ελληνικής επικράτειας ή μιας ομοσπονδίας σλαβικών κρατών[95], τότε ως προς το πρώτο σκέλος του διαζεύγματος δεν εκφράζει μια δική του θέση, παρά αναφέρεται σιωπηρά στην πρόταση του χαρτιστή Ε. Jones, που κι αυτός ήταν εναντίον του status quo, αλλά ως φιλέλληνας ήθελε να το αντικαταστήσει κατά κύριο λόγο με μια Μεγάλη Ελλάδα[96]. Άλλωστε ο Marx παραθέτει αλλού επιδοκιμαστικά την άποψη, ότι ο μικρός αριθμός των Ελλήνων δεν επιτρέπει την δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, χώρια που ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συνεπαγόταν την δραστική αύξηση της ρωσσικής επιρροής[97]. Υπάρχουν βέβαια περιοχές της ευρωπαϊκής Τουρκίας, στις οποίες οι Έλληνες αποτελούν την πλειοψηφία· ο Engels αναφέρει την Θεσσαλία και «ίσως» την Ήπειρο[98], όμως δεν θεωρεί αποφασιστικό το γεγονός αυτό, γιατί δεν έχει κατά νου τις δυνατότητες και τα όρια επέκτασης του ελληνικού κράτους, παρά την Βαλκανική στο σύνολό της. Η αποφασιστική σημασία της περιορισμένης αριθμητικής παρουσίας των Ελλήνων για τον καθορισμό του γενικότερου πολιτικού τους ρόλου στην περιοχή καταφαίνεται αρνητικά, αλλά επίσης ξεκάθαρα, από το γεγονός ότι ο Engels δεν τους αποδίδει άλλα μειονεκτήματα σε σύγκριση με τους Νοτιοσλάβους· απεναντίας τους διαφοροποιεί αισθητά από τους Αλβανούς π.χ. και επισημαίνει ότι είναι οι σημαντικότεροι έμποροι στα λιμάνια και σε πολλές μεσογειακές πόλεις, ότι η εμπορική τους δραστηριότητα πιάνει από την Μ. Ασία και φτάνει ως το Μάντσεστερ κι ότι η ελληνική κι η σλαβική αστική τάξη είναι γενικά οι φορείς της προόδου στην (ευρωπαϊκή) Τουρκία[99].
Ακολουθώντας τον Fallmerayer, του οποίου γνωρίζουν καλά και υπολήπτονται το έργο[100], οι Marx και Engels πιστεύουν ότι ο σύγχρονός τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής, που διατήρησε την ελληνική γλώσσα· αν εξαιρεθούν μερικές ευγενείς οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, λίγο καθαρό αίμα ελληνικό έμεινε στην Ελλάδα[101]. Όπως τεκμαίρεται εύκολα από την σημασία που αποδίδουν οι Marx και Engels στους Σλάβους της Βαλκανικής, η ιδιότητα της σλαβικής καταγωγής δεν αποτελεί στα μάτια τους eo ipso κάποιο εγγενές στοιχείο κατωτερότητας· ωστόσο, και μολονότι η θέση του Fallmerayer επαναλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερη έμφαση και περισσότερο ως απλή εγκυκλοπαιδική πληροφορία, η υιοθέτησή της έχει μια ιδιαίτερη σημασία: υποδηλώνει την απόρριψη των οραμάτων του φιλελεύθερου φιλελληνισμού για ανάσταση της αρχαίας Ελλάδας στα χώματα της σύγχρονης — απόρριψη έντονη γιατί, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, κατά την εκτίμηση των Marx και Engels ο φιλελεύθερος φιλελληνισμός έπαιξε αφελώς το ρωσσικό παιγνίδι. Η ανυπαρξία φυλετικού χάσματος μεταξύ Ελλήνων και Νοτιοσλάβων και συνάμα ή θρησκευτική τους κοινότητα στους κόλπους της ορθοδοξίας προσδίδει στην ονομασία «Έλληνας» νόημα υπερεθνικό, έτσι ώστε να σημαίνει τους ορθόδοξους Χριστιανούς, τους Ελληνορθόδοξους της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην αντίθεσή τους προς τους Μουσουλμάνους· ακολουθώντας τον Fallmerayer[102], ο Marx χρησιμοποιεί ρητά την λέξη «Έλληνας» με την θρησκευτική της μόνο σημασία και σημειώνει ιδιαίτερα, πότε αυτή χρησιμοποιείται όχι με την έννοια του μη ορθόδοξου Χριστιανού, παρά με την έννοια του μη Σλάβου[103]. Η τελευταία αυτή χρήση γίνεται αναπόδραστη, όταν προβάλλονται (και γίνονται δεκτές) πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι ελληνικοί πληθυσμοί μισούνται από τούς υπόλοιπους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, ότι τούτοι εδώ ζητούν την θρησκευτική τους αυτονόμηση κι ότι όπου την κέρδισαν έδιωξαν αμέσως όλους τους παπάδες ελληνικής καταγωγής[104].
Μιλώντας για την κοινωνική οργάνωση των ‘Ελλήνων της Τουρκίας ο Marx έχει ως αυτονόητη εννοιολογική του αφετηρία την αντίθεση Δύσης και Ανατολής, εκκοσμικευμένου φιλελευθερισμού και θεοκρατικής δεσποτείας, αντίθεση με βάση την οποία κατανόησε και το τουρκικό καθεστώς. Στην «Ανατολή», με την ιστορική και κοινωνιολογική σημασία του όρου, δεν ανήκει όμως μόνο η Τουρκία, αλλά εξίσου και το Βυζάντιο ή η Ρωσσία. Η βασική δομή δεν άλλαξε όταν οι Τούρκοι διαδέχθηκαν τους Βυζαντινούς, ούτε και θ’ αλλάξει, αν οι Ρώσσοι διαδεχθούν τους Τούρκους· στην τελευταία αυτή περίπτωση απλώς η «Ανατολή» θα γίνει επιθετικότερη[105]. Ακρογωνιαίος λίθος της δομής αυτής είναι, καθώς γνωρίζουμε, η ενότητα Κράτους και Εκκλησίας, Πολιτικής και Θρησκείας ή Δημόσιου και Ιδιωτικού, μολονότι η χροιά και τα πρόσημα αλλάζουν όταν το ιερό βιβλίο δεν είναι το Κοράνι παρά το Ευαγγέλιο. Εξαιτίας αυτής της θεμελιώδους συνάφειας η παραπάνω ενότητα πέρασε αβίαστα και αυτούσια από το Βυζάντιο στην Τουρκία. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων απορρέει από το γεγονός, ότι έχουν δεχθεί να υποταγούν με συνθηκολόγηση, πράγμα που σύμφωνα με το Κοράνι τους εξασφαλίζει το δικαίωμα της ανοχής. Ακριβώς επειδή το Κοράνι θεωρεί ως θεμελιώδη διάκριση την θρησκευτική —εκείνη μεταξύ πιστών και απίστων—, ενώ παράλληλα αγνοεί την διάκριση Εκκλησίας και Κράτους, δίνει την πολιτική διοίκηση των ραγιάδων στον κλήρο τους, επιτρέπει δηλαδή την συνέχιση τής βυζαντινής θεοκρατίας, αυτή την φορά όμως υπό την ηγεσία της Εκκλησίας κι όχι του αυτοκράτορα.
Κάνοντας τον πατριάρχη αυτοκράτορα των Χριστιανών, μολονότι τον υπέταξαν ταυτόχρονα σ’ έναν αυτοκράτορα αλλόθρησκο, οι Τούρκοι εδραίωσαν ακόμα περισσότερο την ιερατική οργάνωση της κοινωνίας κι επέτρεψαν στην βυζαντινή θεοκρατία ν’ αναπτυχθεί σε έκταση πού ούτε οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν είχαν βάλει με το νου τους. Εφόσον η τουρκική κατάκτηση εξάλειψε την βυζαντινή στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία, τώρα ένα μεγάλο μέρος των εργασιών και των απολαβών της τελευταίας —το μέρος δηλαδή πού δεν κρατά για τον εαυτό του ο κατακτητής— περνά στα χέρια του κλήρου, με αποτέλεσμα την συγχώνευση πνευματικών και διοικητικών λειτουργιών ακριβώς την εποχή πού στην Δύση αρχίζει ο χωρισμός τους χάρη στην ανάπτυξη ενός κρατικού μηχανισμού ικανού να εκτοπίσει την Εκκλησία από τον έλεγχο τής κοινωνικής ζωής. Έτσι οι Τούρκοι, ξεκινώντας από όσα τους επέτασσε η ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής, όπως την έβλεπαν από την σκοπιά του Κορανιού, ενισχύουν την ενότητα Θρησκείας και Πολιτικής μέσα στην μάζα όσων δέχονταν το Ευαγγέλιο, δεν περικόπτουν δηλαδή τα προνόμια του χριστιανικού κλήρου, παρά απεναντίας αφήνουν στην Εκκλησία τον ουσιαστικό έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι το παράδοξο, όσο και θεμελιώδες, σημείο για την κατανόηση της κοινωνικής οργάνωσης των ραγιάδων: ακριβώς επειδή ο κατακτητής τους ομολογεί πίστη στο Κοράνι, γι’ αυτό επικεφαλής τους βρίσκεται ο χριστιανικός κλήρος. Η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων δεν είναι λοιπόν κάτι το αυτοφυές ούτε αποτελεί συνέχεια του Βυζαντίου, η οποία θα επιζούσε οπωσδήποτε κάτω από οποιονδήποτε κατακτητή, παρά αναγκαία απόρροια της τουρκικής κατάκτησης. Το Κοράνι επιβάλλει τη συνένωση πολιτικής και πνευματικής εξουσίας στους ραγιάδες· κι αν αυτό θυμίζει Βυζάντιο, ο λόγος είναι ότι Βυζάντιο και Κοράνι είναι εξίσου «Ανατολή» με την ιστορική και κοινωνιολογική έννοια. Αρνητική απόδειξη της ταυτότητας αυτής είναι ότι η εισαγωγή του Code Civil στην ευρωπαϊκή Τουρκία κι ο εκσυγχρονισμός της ζωής δεν θα σημάνουν μόνο την κατάρρευση της μουσουλμανικής, αλλά και της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας[106]
Όπως, τώρα, στον θεοκρατικό χαρακτήρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αντιστοιχεί μια στρατιωτικοπολιτική γραφειοκρατία ολότελα ξένη προς τους κανόνες συμπεριφοράς της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής, το ίδιο και ο φορέας της ελληνορθόδοξης θεοκρατίας, ο χριστιανικός κλήρος, ασκεί τα πολιτικά και διοικητικά του καθήκοντα χωρίς να κάνει διάκριση προσώπου και αξιώματος, το αξίωμα δηλαδή χρησιμοποιείται κατά κανόνα και δημόσια για προσωπικό όφελος. Όπως ο κατακτητής πουλά τα ιερατικά αξιώματα σε χριστιανούς κληρικούς για όφελος δικό του, έτσι και οι ανώτεροι κληρικοί (μετα)πουλούν όσα αξιώματα μπορούν να διαθέσουν σε κατώτερους, ενώ όλος ο κλήρος εμπορεύεται τις πράξεις του λειτουργήματός του, δηλαδή τις ιεροτελεστίες[107]· παράλληλα, οι (μεγάλες) μονές προσπαθούν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατό πιο εκτεταμένη γαιοκτησία[108]. Εξίσου εμπλεγμένη στο παιγνίδι τής διαφθοράς, στο οποίο τον τόνο και το παράδειγμα δίνει η τουρκική αφρόκρεμα, είναι και η άλλη ηγετική ομάδα των Ελλήνων ραγιάδων, δηλαδή οι Φαναριώτες. Ο Engels τους αποκαλεί πανούργους και μηχανορράφους, διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων[109], ενώ ο Marx ζωγραφίζει με ζοφερά χρώματα την διοίκηση τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τα δώρα, με τα όποια οι οσποδάροι αγόραζαν το αξίωμά τους, ισοφαρίζονταν με φόρους επιβαλλόμενους αμέσως κατόπιν στους υπηκόους τους· αν η Πύλη τους άλλαζε ή τους σκότωνε, το έκανε για να φανεί ότι εισακούει τα παράπονα των δυσαρεστημένων, για να τους αρπάξει τα πλούτη ή για να τους τιμωρήσει επειδή συχνά έπαιζαν το παιγνίδι της Ρωσσίας[110]. Ακόμα και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες Φαναριωτών ηγεμόνων στον τομέα των αγροτικών σχέσεων έχουν κίνητρα ιδιοτελή: αν θέλουν να παραμερίσουν ως ένα βαθμό τους βογιάρους και να δώσουν γη στους αγρότες, περιορίζοντας την δουλοπαροικία, αυτό το κάνουν για να τους υπαγάγουν κατευθείαν στο κρατικό ταμείο και έτσι ν’ αυξήσουν το μερίδιο του κρατικού (του δικού τους) κορβανά στην εκμετάλλευσή τους[111].
Ακριβώς επειδή η κοινωνική οργάνωση των ραγιάδων στηρίζεται σε μιάν έξαρση του θρησκευτικού στοιχείου, η επίσης θεοκρατική και συνάμα δεσποτική Ρωσσία βρίσκει εύκολα την γλώσσα πού μπορεί να τους επηρεάσει ιδεολογικά: είναι η γλώσσα της ορθοδοξίας και της ομοδοξίας, η οποία δεν θα έβρισκε βέβαια ίση απήχηση, αν έβρισκε καθόλου, σε πληθυσμούς μαθημένους να ζουν υπό καθεστώς χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, Πολιτικής και Θρησκείας, ή εν πάση περιπτώσει υπό συνθήκες διαφορετικές από εκείνες όπου ευδοκιμούσε η δυσκίνητη και πατριαρχική αγροτική οικογένεια ως το πιο σίγουρο κοινωνικό στήριγμα της θρησκείας· γι’ αυτό και ο Marx επισημαίνει με ευμένεια απόψεις, σύμφωνα με τις όποιες η ανάπτυξη του εμπορίου και των δεσμών με την Δύση ενισχύει σ’ Έλληνες και Σλάβους την αποκοπή από την Ρωσσία[112]. Ωστόσο η τάση αυτή δεν έχει προφανώς προχωρήσει αρκετά, και καθοριστικό παραμένει το γεγονός, ότι οι Έλληνες της Τουρκίας και της Ελλάδας, το ίδιο όπως και οι Σλάβοι, θεωρούν την Ρωσσία φυσικό τους προστάτη[113]. Αυτοπροβαλλόμενη εμφατικά ως προστάτης της ορθοδοξίας και των Ορθοδόξων και χρησιμοποιώντας έτσι ως σημαία μιάν ιδεολογία υπερεθνική, η Ρωσσία κερδίζει επιρροή ανάμεσα στους ομόδοξους πληθυσμούς της ευρωπαϊκής Τουρκίας και προπαρασκευάζει την επέκτασή της προς το Νότο. Η διαρκής συνηγορία της για τα θρησκευτικά δικαιώματα ή προνόμια των Ελληνορθοδόξων της Τουρκίας αποτελεί έτσι το κύριο πολιτικό και διπλωματικό της όπλο. Αυτό τονίζει σε κάθε ευκαιρία ο Marx, ο όποιος δεν εγκρίνει τις επεμβάσεις της Αγγλίας για τα θρησκευτικά δικαιώματα των Χριστιανών της Τουρκίας, εφόσον εδώ βρίσκεται το κατεξοχήν πεδίο των μηχανορραφιών της ρωσσικής διπλωματίας· όποιος λοιπόν αναμοχλεύει το θέμα γίνεται εξ αντικειμένου αρωγός των Ρώσσων, των μόνων πού επιθυμούν να το κρατούν συνεχώς ανοιχτό[114].
Ιδιαίτερα υστερόβουλες φαίνονται στον Marx οι ρωσσικές αξιώσεις «προστασίας», επειδή ο ίδιος πιστεύει ότι δεν υπάρχει κάποια οξεία θρησκευτική διαμάχη ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και στους Χριστιανούς υπηκόους τους κι ότι είναι ακόμα ζωντανό το πνεύμα του Λουκά Νοταρά, πού προτιμούσε τους Τούρκους από τους Λατίνους[115]. Χωρίς να ζυγίζει το ενδεχόμενο, ότι η επενέργεια του ίδιου αυτού πνεύματος υπό τις συνθήκες των μέσων του 19ου αι. θα μπορούσε και να υπαγορεύσει στους Ελληνορθοδόξους την προτίμηση της ρωσσικής επιρροής απέναντι στην αγγλογαλλική π.χ., ο Marx αναφέρει επιδοκιμαστικά θέσεις ή γεγονότα πού φαίνονται ν’ αμφισβητούν την ταυτότητα συμφερόντων και βλέψεων Ανατολικής και Ρωσσικής Εκκλησίας και αφήνουν να εννοηθεί ότι οι Ελληνορθόδοξοι της Τουρκίας σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιημένοι με τις ελευθερίες πού τους παρέχει η τουρκική διοίκηση[116]. Οι υφιστάμενες ελευθερίες και οι προνομίες των Χριστιανών είναι στην πραγματικότητα ήδη μεγαλύτερες από όσες ζητά ιδιοτελώς η Ρωσσία[117].
Τα αληθινά κίνητρα της ρωσσικής πολιτικής τα δείχνει απτά η συμπεριφορά της απέναντι στις εξεγέρσεις των υπόδουλων Ελλήνων, τις όποιες η ίδια υποκίνησε. Αυτό πού έγινε στα 1770, όταν Ρώσσοι πράκτορες ξεσήκωσαν τούς Έλληνες και κατόπιν τους άφησαν έκθετους[118], δείχνει πολύ καλά πόσο υποκριτική είναι η συμπάθεια της Ρωσσίας για τους Έλληνες, τους οποίους χρησιμοποιεί ως όργανα για να τους αφήσει στη συνέχεια στην εκδίκηση του σουλτάνου[119]. Και ακόμα παραπέρα: εγκαταλείποντάς τους προσφέρει συνάμα την βοήθειά της στον σουλτάνο εναντίον τους, για να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο την δική της επέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας σε περίπτωση πού δεν της δώσει την σχετική δυνατότητα η επιτυχής εξέγερση των Χριστιανών[120]. Στην προοπτική αυτή η ελληνική επανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία του ελληνικού κράτους εμφανίζεται ως η επιτυχέστερη από τις ρωσσικές προσπάθειες διάβρωσης της ευρωπαϊκής Τουρκίας, εκείνη δηλαδή όπου η Ρωσσία δεν χρειάστηκε να εγκαταλείψει στη μέση τα σχέδιά της και μαζί τους εξεγερμένους Έλληνες. Όπως γράφει ο Engels, η ελληνική επανάσταση του 1821, όπως κι η σερβική του 1804, λίγο-πολύ οφείλεται στο ρωσσικό χρυσάφι και στην ρωσσική επιρροή[121]. Η Φιλική Εταιρεία βρισκόταν εξαρχής κάτω από ρωσσική καθοδήγηση κι οι Φιλικοί ήσαν συνειδητοί ή ασυνείδητοι πράκτορες της Ρωσσίας· ωστόσο η καθοδήγηση αυτή κρατήθηκε μυστική, για να μπορούν οι Ρώσσοι κάθε στιγμή ν’ αποκηρύξουν την Εταιρεία, αν χρειαζόταν, όπως και έκαναν υποκριτικά μετά την ήττα του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία[122]. Στην ρωσσική δραστηριότητα οφείλεται όμως όχι μόνο ή έναρξη, αλλά και η αποπεράτωση της ελληνικής εξέγερσης, χάρη στην επέμβαση των Δυνάμεων την στιγμή πού οι Έλληνες βρίσκονταν στα πρόθυρα της τελειωτικής ήττας. Χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς της το φιλελεύθερο φιλελληνιστικό κίνημα και την συναισθηματική ατμόσφαιρα πού αυτό δημιούργησε, όχι δίχως και την δική της βοήθεια, η Ρωσσία παρέσυρε τις Δυτικές Δυνάμεις να συμπαρασταθούν στους Έλληνες[123]. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, ενέργεια «δόλια» και παράνομη, γιατί έγινε σε καιρό ειρήνης, χωρίς δηλαδή να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας[124]. Τέλος, η ελληνική ελευθερία και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επισφραγίστηκε από την ρωσσική προέλαση του 1829, η οποία συνδυάστηκε με την ταυτόχρονη φιλελληνική παρέμβαση ενός Palmerston καθοδηγούμενου στις ενέργειές του από τις ρωσσικές επιθυμίες[125].
Θα ήταν πρόωρη η επίκριση, ότι εδώ επιχειρείται μια μονομερής πολιτική και διπλωματική ανάλυση, πού επιπλέον δεν παίρνει καθόλου υπόψη της τις ενέργειες εκείνων, οι οποίοι ήσαν εξ ορισμού απαραίτητοι, έστω και στον ρόλο του ανδρεικέλου, για να στηθεί η πλοκή και να σταθεί δυνατή η έκβαση όλης αυτής της ιστορίας. Γιατί, θέλοντας ακριβώς να εξηγήσει, ποιοι ενδογενείς λόγοι έκαναν τους Έλληνες του 1821 —ή εν πάση περιπτώσει μια βαρύνουσα μερίδα τους— ευεπίφορους σε επαναστατικά κηρύγματα ή έστω σε επαναστατικές υποκινήσεις, ο Engels προσφέρει συνοπτικά μια κοινωνιολογική ερμηνεία, η οποία μόλις ύστερα από λίγες δεκαετίες εμφανίστηκε στην ελληνική ιστοριογραφία, και μάλιστα με αξιώσεις πρωτοτυπίας. Όπως ξέρουμε, ήδη στα 1853 ο Engels είχε επισημάνει ότι το ελληνικό στοιχείο ανήκε στους προχωρημένους εκπροσώπους της εμπορικής δραστηριότητας στον χώρο της ευρωπαϊκής Τουρκίας, και όχι μόνο σ’ αυτόν.
Στα 1890 αποκαθιστά μιάν απευθείας σχέση ανάμεσα στο γεγονός τούτο και στην επαναστατική διάθεση των ‘Ελλήνων στα 1821 σε αντίθεση με την στάση άλλων βαλκανικών λαών. Ως εμπορικός λαός, γράφει, οι Έλληνες υπέφεραν περισσότερο από την τουρκική κυριαρχία, εφόσον αυτή, μη μπορώντας να δημιουργήσει συνθήκες έννομης σταθερότητας απαραίτητες για την ανάπτυξη αστικής ιδιοκτησίας και οικονομίας, έθετε ανυπέρβλητους φραγμούς στην δραστηριότητά τους- αντίθετα οι αγρότες, μη αντιμετωπίζοντας παρόμοια προβλήματα και έχοντας χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο, συμβιβάζονταν πολύ ανετότερα με τον Τούρκο κυρίαρχο, στον οποίο πλήρωναν απλώς ένα φόρο, ενώ συνάμα διατηρούσαν τους θεσμούς και την αυτοκυβέρνησή τους[126]. Αλλά οι Marx και Engels έχουν δίκιο, τουλάχιστον σ’ ένα κρίσιμο κάθε φορά σημείο, όχι μόνο σ’ ό,τι άφορα τις κινητήριες δυνάμεις, αλλά και σ’ ό,τι άφορα την έκβαση της ελληνικής επανάστασης· πρόκειται για το σημείο εκείνο, πού η νεοελληνική συνείδηση —ως γνωστόν άκρως επιρρεπής και επιτήδεια στην υποκατάσταση ταπεινωτικών πραγματικοτήτων με αυτάρεσκους θρύλους— συστηματικά απωθεί, παρασύροντας και τη νεοελληνική ιστοριογραφία, η οποία συνήθως είτε το αποσιωπά είτε αρνείται να εκτιμήσει όσο πρέπει την σημασία του. Όπως ορθά τονίζουν οι Marx και Engels, η δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν ήταν προϊόν μιας νικηφόρας, σ’ όλη της την έκταση κι ίσαμε το τέλος, ντόπιας επανάστασης, παρά συντελέστηκε την στιγμή ακριβώς πού η επανάσταση αυτή είχε ηττηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά — και συντελέστηκε ως αποτέλεσμα της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στην πάλη τους για σφαίρες επιρροής. Πέρα από κάθε κοινωνιολογική ανάλυση κι από κάθε κοινωνιολογισμό, μονάχα αν αναγνωρίσουμε ανεπιφύλακτα αυτό το πολιτικοδιπλωματικό factum brutum, θα είμαστε και σε θέση να κατανοήσουμε το φαινόμενο πού εύστοχα ονομάστηκε «η ξενοκρατία στην Ελλάδα». Όποιος διαπιστώνει την έκταση του αποτελέσματος χωρίς να θέλει να δει όλη την έκταση της αιτίας κάνει ένα λογικό άλμα.
Σε αντίθεση με πλείστους όσους Νεοέλληνες ιστορικούς, οι Marx και Engels είναι συνεπείς. Θεωρώντας την σύσταση του νεοελληνικού κράτους ως έκβαση (ιδιοτελών) ενεργειών των Μεγάλων Δυνάμεων, το συγκαταλέγουν φυσιολογικά στα πολιτικά φαντάσματα της Ευρώπης, πού μπορούν να παραβληθούν με το τεχνητό βαγνερικό ανθρωπάριο στον «Φάουστ»[127]. Και πράγματι, δύσκολα θα μπορούσε ν’ αποκομίσει κανείς διαφορετική εντύπωση για τον γενετικό χαρακτήρα του νεοφανούς κρατιδίου, ακούγοντας τον λόρδο Aberdeen να διηγείται, πως o δούκας του Wellington κι o ίδιος οδηγήθηκαν, αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της συνθήκης της Αδριανούπολης, να κάνουν την Ελλάδα ανεξάρτητο βασίλειο, ενώ πρώτα ήθελαν να την κάνουναπλά υποτελές κράτος υπό την επικυριαρχία τής Πύλης[128]. Ο Marx, βέβαια, είναι της γνώμης ότι με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πρωταρχικά ωφελημένη βγήκε η Ρωσσία, και ως πειστήριο θεωρεί την επιλογή του «infamous» Καποδίστρια[129] ως κυβερνήτη. Αλλά και κατόπιν, όταν στην Ελλάδα ήρθε να βασιλέψει ο «ηλίθιος Βαυαρός νεανίας», στηριζόμενος σε ασκέρια Γερμανών μισθοφόρων[130], ο προσανατολισμός της εξάρτησης δεν άλλαξε ουσιαστικά.
Γιατί ο Palmerston, όργανο της Ρωσσίας κατά τον Marx, εξασφάλισε με διάφορους τρόπους, άμεσους και έμμεσους, τις ρωσσικές θέσεις ισχύος στην Ελλάδα. Πρώτα-πρώτα προώθησε όσο μπορούσε τους ρωσσόφιλους Έλληνες, από τον Καποδίστρια ως τον Καλλέργη, και επιπλέον φρόντισε να ρυθμιστεί το θέμα των ελληνικών εθνικών δανείων έτσι ώστε να ωφεληθεί η Ρωσσία[131]. Η αποθάρρυνση, στην οποία ρίχνει τον ελληνικό λαό η δράση αυτή του Palmerston, παράλληλα με ενέργειες όπως η εκστρατεία του Πατσίφικο, εξωθεί την Ελλάδα στην αγκαλιά της Ρωσσίας. Ο Marx επισημαίνει το αντιδυτικό πνεύμα πού επικρατούσε στην Ελλάδα την εποχή του κριμαϊκού πολέμου και εκφράζει την λύπη του γι’ αυτό, συνάμα όμως το κατανοεί αποδίδοντάς το στα σφάλματα της αγγλικής πολιτικής, για το αληθινό πρόσωπο της οποίας άλλωστε δεν έχει καμμιά ψευδαίσθηση, όπως δείχνει η περιγραφή των προετοιμασιών για την κατάληψη της Ελλάδας στα 1854[132]. Ακόμα πιο εύγλωττη είναι η περιγραφή της πολιτικής καταπίεσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης των Ιονίων Νήσων από την Αγγλία[133]. Κι επίσης ο Marx, μολονότι στο πλαίσιο της γενικής του αντίληψης για το ανατολικό ζήτημα επιμένει ιδιαίτερα στα όσα αφορούν την ρωσσική επιρροή στην Ελλάδα, ωστόσο δεν παραλείπει να σημειώσει και με ποιόν τρόπο η αγγλική δανειοδοτική πολιτική καταλύει την εθνική κυριαρχία στην ίδια αυτή χώρα, όπως άλλωστε και στην Τουρκία[134].
Αν τώρα το ελληνικό πολιτικό φάντασμα έχει κάποια παρουσία κι επίδραση στα διεθνή πολιτικά πράγματα, τούτο οφείλεται στην παρατεινόμενη ύπαρξη του προβλήματος των Ελλήνων πού ζουν ακόμη υπό τουρκικό καθεστώς. Ο Marx γνωρίζει, ότι οι Έλληνες του ανεξάρτητου κράτους επιθυμούν την απελευθέρωση των υπολοίπων, και μάλιστα ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου, μολονότι, προσθέτει, «γενικά είναι λαός αρκετά ξύπνιος για να μην πιστεύει σε μια τέτοια ονειροφαντασία»· ευρύτερη πολιτική σημασία έχουν επομένως τα όνειρα τούτα όχι καθαυτά παρά μόνο στον βαθμό πού χρησιμοποιούνται ως μέσα πραγμάτωσης των ρωσσικών επεκτατικών σχεδίων[135]. Εφόσον η αντιμετώπιση του ρωσσικού επεκτατισμού παραμένει ύψιστο αίτημα και κριτήριο, το πρόβλημα του αλύτρωτου Ελληνισμού βλέπεται από τον Marx όπως και το πρόβλημα των βαλκανικών κι ευρωπαϊκών εθνικοτήτων γενικά: η χειραφέτησή τους επιτρέπεται μόνο αν δεν ενισχύει τις διεθνείς αντεπαναστατικές δυνάμεις. Ο Marx πιστεύει ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ρωσσική υποκίνηση των κινημάτων των αλυτρώτων Ελλήνων[136], και θεωρεί την εξέγερση του 1854 στην Ήπειρο ως έργο «Μοσχοβιτών πρακτόρων»· η εντύπωση αυτή προφανώς στηρίζεται στο αναμφισβήτητο γεγονός, ότι το χρονικό σημείο της εξέγερσης, μέσα στην καρδιά του κριμαϊκού πολέμου, ήταν μοναδικά ευνοϊκό για τους Ρώσσους, αφού η ύπαρξη Ελλήνων ανταρτών στα νώτα του τουρκικού στρατού του Δούναβη θα εξασθένιζε αναγκαστικά τον τελευταίο, όπως άλλωστε έδειξαν οι τάσεις αυτομόλησης των Αλβανών[137]. Το ελεύθερο ελληνικό κράτος συνεργάζεται με τους Ρώσσους πράκτορες ή τουλάχιστον διευκολύνει εξ αντικειμένου τα σχέδιά τους, όταν ενισχύει με διαφόρους τρόπους τα κινήματα των αλυτρώτων[138]. Σέ συμφωνία με την άποψη της εξωτερικής υποδαύλισης των κινημάτων αυτών, ο Marx δεν πιστεύει ότι τα ακολουθεί η πλειοψηφία του πληθυσμού· τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στον άμαχο αγροτικό ή αστικό πληθυσμό, ο όποιος κρατά στάση αναμονής ή δυσπιστίας, και στους εξεγερσίες, οι οποίοι ή είναι ήδη ορεσίβιοι ληστές ή συμπεριφέρονται σαν τέτοιοι, εκβιάζοντας τους αμάχους να τους ενισχύουν χωρίς να ορρωδούν μπροστά σε αγριότητες[139]. Είτε πάντως για τις πράξεις του Τζαβέλλα στην Ήπειρο γίνεται λόγος είτε για τα όσα κάνουν οι «Κρητικοί προβατοκλέφτες»[140], σκοπός παραμένει ν’ αντικρουσθεί η φιλελεύθερη-φιλελληνική εξιδανίκευση των Νεοελλήνων, η οποία μόνο την ρωσσική πολιτική μπορεί να ωφελήσει. Όσα λέγονται για τουρκική βαρβαρότητα και ελληνικό πολιτισμό, πιστεύουν οι Marx και Engels, είναι συνθήματα πού διαδίδει η Ρωσσία· η φιλελεύθερη κοινή γνώμη μεροληπτεί, μιλώντας πάντα για τις βαρβαρότητες των Τούρκων και ποτέ για εκείνες των Βαλκανίων αντιπάλων τους[141]. Πέρα από εύλογες εθνικές συμπάθειες, αντιπάθειες και προκαταλήψεις, πρέπει να επισημάνουμε εδώ, ότι οι Marx και Engels δεν επιχειρούν κάποιαν απόκρυψη των τουρκικών ωμοτήτων, εκεί όπου πράγματι γίνονται[142], ούτε επίσης ενδιαφέρονται να κάνουν υψηλά μαθήματα ηθικής και ανθρωπισμού προς όλες τις κατευθύνσεις, κατά την συνήθεια μικρών επαρχιωτών δημοσιογράφων, σκοπός τους είναι να εξετάσουν την συγκεκριμένη πολιτική επήρεια ορισμένων απόψεων και κρίσεων για τους εθνικούς χαρακτήρες. Αν, όπως ήδη είπαμε, αντικρούουν όχι μόνο τους θετικούς, αλλά και τους αρνητικούς θρύλους για την Τουρκία, συγκεκριμένο κίνητρό τους είναι η επιθυμία ν’ αφαιρέσουν ένα ιδεολογικό και πολιτικό επιχείρημα από την αντεπαναστατική Ρωσσία. Όμως η αντίκρουση των αρνητικών θρύλων για την Τουρκία συνεπαγόταν αναπόφευκτα την αντίκρουση ορισμένων θετικών θρύλων για την Ελλάδα. Όπως ξέρουμε σήμερα, οι θετικοί αυτοί θρύλοι, αντίθετα απ’ ό,τι φοβούνταν οι Marx και Engels, στην πραγματικότητα ελάχιστα ωφέλησαν την τοτινή ρωσσική πολιτική. Μακροπρόθεσμα όμως έβλαψαν σημαντικά τους ίδιους τους Έλληνες.
Παραπομπές
[95] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 23, σ. 157.
[96] Κατά την ορθή διαπίστωση του Rjasanoff, Gesammelle Schriflen (βλ. Σημείωση για τα κείμενα), I, 470/1.
[97] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, σ. 186.
[98] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 8, σ. 99.
[99] Ο.π. και επίσης κείμ. άρ. 10,11, σ. 107/8,118.
[100] Βλ. τον πίνακα των αναφερομένων έργων. Πρβλ. τις επιστολές του Marx στον Engels από 18.1.1856 και 14.3.1863 καθώς και την μνεία στο κεφ. VII του έργου του Marx, Herr Vogt (1860) = Marx – Engels – Werke, τ. 14, 472.
[101] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 12, 8, σ. 122, 98/9.
[102] Geschichte (βλ. πίνακα αναφερομένων έργων), τ. I, σ. Υ.
[103] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 44, 28, σ. 287,186.
[104] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, 46, σ. 186, 294.
[105] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 24, σ. 164.
[106] Για το περιεχόμενο αυτής της παραγράφου βλ. παρακ. κείμ. άρ. 46, 49, 56, α. 296, 332/3, 353.
[107] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 49, α. 332.
[108] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 77, σ. 412.
[109] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 112, 114.
[110] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 75, σ. 404.
[111] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 76, σ. 409/10, 411.
[112] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 28, σ. 185.
[113] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 114.
[114] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 47, σ. 299. Ιδιαίτερα ύποπτο φαίνεται στον Marx το αίτημα προστασίας των Χριστιανών της Τουρκίας, όταν προβάλλεται από φιλελεύθερους ειρηνιστές όπως ο Cobden, οπότε εμφανίζεται η κατ’ εξοχήν μισητή του αλληλουχία: ειρηνισμός – φιλελευθερισμός – αντιτουρκισμός – ρωσσοφιλία (βλ. παρακ. κείμ. άρ. 43, σ. 276).
[115] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 44, σ. 288.
[116] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 27,15, σ. 170,131.
[117] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 19, 21, σ. 142, 151. Υπάρχουν ωστόσο και περικοπές όπου γίνεται απερίφραστα λόγος για καταπίεση των Χριστιανών από μέρους των Τούρκων, βλ. π.χ. άρ. 12, σ. 119/20.
[118] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 118, σ. 472.
[119] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, σ. 216.
[120] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 42, σ. 271.
[121] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 11, σ. 113.
[122] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 78, σ. 414, 416. Αλλού ο Marx θεωρεί τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ ως τον μυστικό ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας, βλ. κείμ. άρ. 80, σ. 422.
[123] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 79,118, σ. 421, 474.
[124] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 21, 33,118, σ. 152/3, 214/5, 476.
[125] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 12, 33, σ. 120, 215.
[126] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 118, α. 473.
[127] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, σ. 218.
[128] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 61, σ. 359.
[129] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 56, σ. 353.
[130] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33,1β, α. 218, 82.
[131] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 67, 68α, σ. 372/3, 375. Και οι δύο αυτές επικρίσεις για την πολιτική του Palmerston στην Ελλάδα στηρίζονται στην έκθεση του Parish (βλ. τον πίνακα των αναφερομένων έργων), ιδ. σ. 312/3, 326/7, και κεφ. VIII-IX.
[132] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 55, 58, σ. 351/2, 354/5.
[133] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 72,18. σ. 399/400.
[134] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 69, σ. 378.
[135] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 46, σ. 295.
[136] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 55.
[137] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 45, σ. 291, 292, 293.
[138] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 51, σ. 341.
[139] Ο.π. και επίσης άρ. 46, 52, 53, σ. 294/5, 347, 348/9.
[140] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 116, σ. 468.
[141] Βλ. παρακ. κείμ. άρ. 33, 87, σ. 214, 428.
[142] Βλ. π.χ. παρακ. κείμ. άρ. 55, σ. 351.
Ευχαριστούμε τον φίλο και αναγνώστη μας Νίκο Δ., που μας έστειλε το κείμενο.
Δ.Τ.

Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και η προπαγάνδα της μετριοπάθειας …



Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αναφορικά με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων, που οδήγησε στην κατάρρευση του 2008, ο Paul Jorion στο βιβλίο του «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί» είναι καταγγελτικός: «Από τη στιγμή που είχε καταστεί φανερό ότι ο τομέας της τιτλοποίησης των επισφαλών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων κατέρρεε, η Goldman Sachs, που ήταν ακόμη τότε μια τράπεζα που συναλλασσόταν με επιχειρήσεις, κανόνισε να οργανώσει στοιχήματα ποντάροντας στην κατάρρευση αυτού του τομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· και ρίχτηκε στην αναζήτηση πελατών της που θα επιδείκνυαν περισσότερη αισιοδοξία από την ίδια, θεωρώντας ότι η κατάσταση δεν ήταν δα και τόσο απελπιστική, και θα ποντάριζαν στη μη κατάρρευσή του». (σελ. 306).
Με άλλα λόγια, ενώ ήταν βέβαιο ότι τα τιτλοποιημένα ομόλογα των στεγαστικών στην Αμερική θα έχαναν κάθε αξία, η Goldman Sachs μυρίστηκε το κέρδος και επιδόθηκε στην ανίχνευση των «αισιόδοξων» προκειμένου να πουλήσει τέτοια ομόλογα και μετά να στοιχηματίσει εναντίον τους. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για απλούς επενδυτές που είχαν τη διάθεση να ρισκάρουν τις οικονομίες τους, αλλά για διαχειριστές εκατομμυρίων, που πιστεύοντας τα περί σταθερότητας και ανοδικής πορείας των αγορών στο στεγαστικό τομέα, αγόραζαν αυτά τα ομόλογα ρισκάροντας τραπεζικά κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία. Ο Jorion θα γίνει πιο διαφωτιστικός: «Οι υπάλληλοι της Goldman Sachs είχαν […] κατασκευάσει χρηματοπιστωτικά προϊόντα για στοιχήματα, κατά τρόπον που, ποντάροντας στην απώλεια αξίας αυτών των προϊόντων, να βγάλουν κέρδος. Και δεν αρκούνταν στο να το κάνουν αυτό παθητικά: τα κανόνιζαν, με τη συνενοχή ορισμένων hedge funds, ώστε αυτά τα προϊόντα να είναι τα χειρότερα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, επιλέγοντας δάνεια που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να μην αποπληρωθούν, και πολλαπλασίαζαν, έτσι, το ρίσκο». (σελ. 306 – 307).
Το ζήτημα ήταν να κερδηθεί χρόνος, ώστε από τη μια η Goldman να ξεφορτωθεί τα τοξικά ομόλογα που κατείχε κι από την άλλη να βγάλει όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος από τα στοιχήματα σε βάρος εκείνων που δεν ήξεραν τι γίνεται. Ο Jorion θα σχολιάσει: «Αυτό επιβεβαίωνε, όπως θα έπρεπε να αναμένεται, την εκτίμηση ότι, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, η εγωιστική συμπεριφορά συνίσταται στο να ορμάει ο καθένας προς την έξοδο και, περνώντας, να κλέβει τα πορτοφόλια των ποδοπατούμενων· τούτο, βεβαίως δε συνεπάγεται κανένα όφελος για το γενικό συμφέρον». (σελ. 307).
Το σίγουρο είναι ότι οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έδιναν υψηλούς βαθμούς σε τέτοιου είδους χρηματιστηριακά σκουπίδια μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Michael Lewis στο βιβλίο του «Το μεγάλο σορτάρισμα» αναφέρει ότι οι βαθμολογίες παρέμεναν υψηλές ακόμα και τη στιγμή που τα δάνεια είχαν αρχίσει πλέον να μην εξυπηρετούνται: «Πολλά από αυτά τα δάνεια έπαυαν πλέον να εξυπηρετούνται, αλλά τα subprime ομόλογα έμεναν αμετάβλητα – επειδή η Moody’s και η S&P, πράγμα ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεν είχαν αλλάξει τις επίσημες απόψεις τους γι’ αυτά». (σελ. 229 – 230).
Αν κάποιος αναρωτιέται ποια μπορεί να είναι σχέση ανάμεσα στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ και στους οίκους αξιολόγησης, ο Lewis θα το θέσει ξεκάθαρα: «Οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ – η Bear Stearns, η Lehman Brothers, η Goldman Sachs, η Citigroup και άλλες – είχαν τον ίδιο στόχο με κάθε επιχείρηση μεταποίησης: να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερα για πρώτη ύλη (στεγαστικά δάνεια) και να χρεώνουν όσο το δυνατό περισσότερα για το τελικό προϊόν τους (ενυπόθηκα ομόλογα). Η τιμή του τελικού προϊόντος καθοριζόταν από τις βαθμολογίες που του έδιναν τα μοντέλα της Moody’s και της S&P». (σελ. 141 – 142).
Κι όταν οι μεγάλες εταιρείες χρειάζονται οπωσδήποτε το μεγάλο βαθμό για να αυξήσουν τα κέρδη τους, τα πράγματα περιπλέκονται, κυρίως, όταν είναι οι ίδιες που χρηματοδοτούν το βαθμολογητή τους: «Επισήμως, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν τα μοντέλα αποτελούσε μυστικό: η Moody’s και η S&P ισχυρίζονταν ότι ήταν αδύνατο να αποτελέσουν αντικείμενο χειραγώγησης. Αλλά όλοι στη Γουόλ Στριτ ήξεραν ότι οι άνθρωποι που χειρίζονταν τα μοντέλα προσφέρονταν για εκμετάλλευση». (σελ. 142). Αποτέλεσμα αυτής της «ανεξάρτητης» σχέσης ήταν ότι ακόμη και τον Ιούνιο του 2007 – κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την τελική κατάρρευση – έγιναν δουλειές δισεκατομμυρίων: «… από το Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2007 οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ, με πρώτες και καλύτερες τη Merrill Lynch και τη Citigroup, δημιούργησαν και πούλησαν νέα CDO αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων». (σελ. 224).
Από την πλευρά της Γουόλ Στριτ τα πράγματα είναι απλά: «… η Γουόλ Στριτ στήριζε την τιμή αυτών των CDO, έτσι ώστε να είναι σε θέση να φορτώσει τις ζημιές στους ανυποψίαστους πελάτες ή να βγάλει μερικά ακόμα δισεκατομμύρια δολάρια από μια διεφθαρμένη αγορά». (σελ. 225). Από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης τα πράγματα φαίνονται ακόμη απλούστερα – σύμφωνα με τον Στιβ Έισμαν, ο οποίος πόνταρε στην κατάρρευση του συστήματος και κέρδισε εκατομμύρια: «η S&P φοβόταν πως αν απαιτούσε τα στοιχεία από τη Γουόλ Στριτ, η Γουόλ Στριτ απλώς θα πήγαινε στη Moody’s για βαθμολογίες». (σελ. 231).
Ο Lewis, για να καταστήσει σαφές ποια είναι τα «στοιχεία» που δεν απαιτούσε κανένας οίκος προκειμένου να βαθμολογήσει τα ομόλογα που του έφερναν, ξεκινά με τις βαθμολογίες FICO: «Σκοπός των βαθμολογιών FICO – που ονομάζονται έτσι επειδή τις επινόησε μια εταιρεία με την επωνυμία Fair Isaac Corporation τη δεκαετία του 1950 – ήταν να μετρούν τη φερεγγυότητα του κάθε δανειολήπτη. Η υψηλότερη βαθμολογία FICO ήταν 850· η χαμηλότερη 300· η διάμεση τιμή για τις ΗΠΑ διαμορφωνόταν στο 723. Οι βαθμολογίες FICO ήταν υπεραπλουστευμένες. Δε λάμβαναν, λόγου χάρη, υπόψη του εισόδημα του δανειολήπτη. Προσφέρονταν, επίσης, για “μαγείρεμα”. Ο επίδοξος δανειολήπτης μπορούσε να ανεβάσει τη βαθμολογία FICO του σηκώνοντας ένα ποσό μέσω της πιστωτικής του κάρτας και αποπληρώνοντάς το αμέσως». (σελ. 143).
Όμως, η αφερεγγυότητα στην αξιολόγηση του δανειολήπτη για την αποπληρωμή του δανείου ήταν μόνο η αρχή: «Το πρόβλημα με τις βαθμολογίες FICO το επισκίαζε η κακή χρήση τους από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η Moody’s και η S&P δε ζητούσαν από όσους τιτλοποιούσαν τα δάνεια να τους δώσουν μια λίστα με τις βαθμολογίες FICO όλων των δανειοληπτών, αλλά τη μέση βαθμολογία FICO του πακέτου. Για να πληρούνται οι προδιαγραφές των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης – για να μεγιστοποιείται το ποσοστό ομολόγων βαθμολογίας 3Α που δημιουργούνταν από κάθε δεδομένο πακέτο δανείων – η μέση βαθμολογία FICO των δανειοληπτών που απάρτιζαν το πακέτο έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στο 615». (σελ. 143).
Από κει και πέρα, το «μαγείρεμα» είναι μάλλον διαδικαστική υπόθεση: «Υπήρχαν αρκετοί τρόποι για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος μέσος όρος. Κι εκεί κρυβόταν μια τεράστια ευκαιρία. Ένα πακέτο δανείων αποτελούμενο από δανειολήπτες που όλοι είχαν βαθμολογία FICO 615 είχε πολύ μικρότερη πιθανότητα να υποστεί τεράστιες ζημιές απ’ ό,τι ένα πακέτο αποτελούμενο από δανειολήπτες που οι μισοί είχαν βαθμολογίες FICO 550 και οι άλλοι μισοί βαθμολογίες FICO 680. Ένα άτομο με βαθμολογία FICO 550 ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα βαρούσε κανόνι, και δε θα έπρεπε ποτέ να του έχει δανείσει κανείς χρήματα. Όμως η τρύπα στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης καθιστούσε δυνατή τη χορήγηση του δανείου, αρκεί να βρισκόταν ένας δανειολήπτης με βαθμολογία FICO 680, ο οποίος θα αντιστάθμιζε την ύπαρξη του μπαταχτσή και θα διατηρούσε το μέσο όρο στο 615». (σελ. 143 – 144).
Το ζητούμενο δηλαδή για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ ήταν να μπορέσουν να βρουν δανειολήπτες με υψηλή βαθμολογία FICO. Και υπάρχει και συνέχεια: «… τα γραφεία διαπραγμάτευσης ομολόγων της Γουόλ Στριτ εκμεταλλεύτηκαν ένα ακόμη “νεκρό σημείο” στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Προφανώς, οι οίκοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονταν τη διαφορά ανάμεσα σε μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” και μια βαθμολογία FICO με “χοντρό φάκελο”. Μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” υπονοούσε, όπως δείχνει και το όνομα, ένα βραχύ πιστωτικό ιστορικό. Ο φάκελος ήταν λεπτός επειδή ο δανειολήπτης δεν είχε δανειστεί πολλά. Οι μετανάστες που ποτέ δεν είχαν αθετήσει την εξόφληση ενός χρέους τους, επειδή ποτέ δεν τους είχε δοθεί δάνειο, συχνά είχαν εκπληκτικά υψηλές βαθμολογίες FICO με “λεπτό φάκελο”». (σελ. 144).
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι μάλλον αναμενόμενα: «Έτσι, όταν μια Τζαμαϊκανή νταντά ή ένας Μεξικανός εργάτης στη συγκομιδή φράουλας, που είχε εισόδημα 14.000 δολαρίων και επιδίωκε να δανειστεί εφτακόσια πενήντα χιλιάρικα, φιλτραριζόταν από τα μοντέλα της Moody’s και της S&P, αποκτούσε αίφνης μεγαλύτερη χρησιμότητα σε ό,τι αφορούσε το μαγείρεμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Μπορεί, μάλιστα, και να βελτίωνε τη φαινομενική ποιότητα του πακέτου των δανείων και να αύξανε το ποσοστό που μπορούσε να αξιολογηθεί με 3Α. Ο Μεξικανός μάζευε φράουλες· η Γουόλ Στριτ μάζευε της βαθμολογία FICO του». (σελ. 144).
Φυσικά, τα πράγματα έγιναν ανεξέλεγκτα: «Η ξαφνική δυνατότητα της νταντάς […] να λαμβάνει δάνεια δεν ήταν τυχαία: όπως και σχεδόν κάθε άλλη δοσοληψία μεταξύ δανειοληπτών και δανειστών στο χώρο του ενυπόθηκου δανεισμού μειωμένης εξασφάλισης, προέκυπτε από τα μειονεκτήματα των μοντέλων που χρησιμοποιούσαν οι δύο μεγαλύτεροι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας, η Moody’s και η Standard & Poor’s, για να αξιολογούν τα subprime ενυπόθηκα ομόλογα». (σελ. 141).
Το σκηνικό όμως αποθεώνεται από την εμφάνιση του CDO: «Στη σκηνή μπαίνει το CDO. Μπορεί να μην ήξεραν τι ήταν, αλλά τα μυαλά τους είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτό, επειδή μια μικρή αλλαγή στην κατάσταση του κόσμου επέφερε μια τεράστια αλλαγή στην αξία ενός CDO. Κατά την άποψή τους, το CDO ήταν ουσιαστικά μια στοίβα από ενυπόθηκα ομόλογα βαθμολογίας 3Β. Οι εταιρείες της Γουόλ Στριτ είχαν συνωμοτήσει με τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης για να παρουσιάσουν τη στοίβα ως ένα διαφοροποιημένο πακέτο στοιχείων ενεργητικού, αλλά όποιος είχε μάτια μπορούσε να δει ότι αν σταματούσε να εξυπηρετείται ένα subprime ενυπόθηκο δάνειο βαθμολογίας 3Β, τότε θα σταματούσαν να εξυπηρετούνται και τα περισσότερα άλλα δάνεια, μιας και ήταν ευάλωτα στις ίδιες οικονομικές δυνάμεις». (σελ. 180).
Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; «Τα subprime ενυπόθηκα δάνεια που είχαν χορηγηθεί στη Φλόριντα θα έπαυαν να εξυπηρετούνται για τους ίδιους λόγους και την ίδια στιγμή με τα subprime δάνεια που είχαν χορηγηθεί στην Καλιφόρνια. Κι όμως, το 80% του CDO που δεν περιελάμβανε τίποτε άλλο εκτός από ομόλογα 3Β έπαιρνε βαθμολογία μεγαλύτερη από 3Β: 3Α, 2Α ή Α. Για να εκμηδενιστεί η αξία οποιουδήποτε ομολόγου με βαθμολογία 3Β – του ισογείου του κτιρίου – αρκούσε μια ζημιά της τάξης του 7% στο υποκείμενο σύνολο στεγαστικών δανείων. Άρα η ίδια ζημία του 7% θα εκμηδένιζε εντελώς την αξία οποιουδήποτε CDO απαρτιζόταν από ομόλογα 3Β, ό,τι βαθμολογία κι αν είχε λάβει». (σελ. 180 – 181).
Η μετατροπή των έτσι κι αλλιώς αδιαφανών δανείων (αφού και η βαθμολογία FICO περισσότερο συσκότιζε παρά διαφώτιζε την κατάσταση του δανειολήπτη) σε χρηματιστηριακά προϊόντα μέσω της τιτλοποίησής τους σε «στοίβες» ήταν η βόμβα που θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Όμως, τα πράγματα δε σταματάν εδώ: «Ιδού ένα ακόμη αλλόκοτο στοιχείο για τα χρεόγραφα αυτά: πολλές φορές αποτελούσαν απλές τιτλοποιήσεις τμημάτων άλλων CDO, ενδεχομένως εκείνων που οι εκδότες τους στη Γουόλ Στριτ είχαν δυσκολευτεί να πουλήσουν. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η κυκλικότητά τους: το Α CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Β CDO· το Β CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Γ CDO· και το Γ CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Α CDO!». (σελ. 183). Ο Lewis έχει διάθεση να γίνει πολύ παραστατικός: «Το να ψάχνει κανείς για επισφαλή ομόλογα μέσα σε ένα CDO ήταν σαν να ψαρεύει σκατά σε μια φορητή τουαλέτα: το ζήτημα δεν ήταν αν θα ‘πιανε κάτι, αλλά πόσο γρήγορα θα θεωρούσε ότι είχε πιάσει αρκετά. Τα ίδια τα ονόματά τους ήταν ανειλικρινή και δεν έλεγαν τίποτε για τα περιεχόμενα, τους δημιουργούς ή τους διαχειριστές τους: Carina, Gemstone, Octans III, Glacier Funding». (σελ. 183 – 184).
Η δημιουργία του CDO ήταν η χρηματιστηριακή καινοτομία που κατόρθωσε να εκτινάξει τις βαθμολογίες των οίκων στα ύψη: «Οι λεπτομέρειες ήταν περίπλοκες, όχι όμως και η ουσία της λειτουργίας της καινούργιας χρηματομηχανής: μετέτρεπε μεγάλους αριθμούς από δάνεια υψηλού κινδύνου σε ομόλογα τα οποία στην πλειονότητά τους βαθμολογούνταν με 3Α, και στη συνέχεια έπαιρνε όσα ομόλογα απέμεναν, διάλεγε εκείνα με τις χαμηλότερες βαθμολογίες και μετέτρεπε την πλειονότητά τους σε CDO με βαθμολογία 3Α». (σελ. 115).
Κι αν κάποιος θέλει περισσότερες εξηγήσεις ο Lewis είναι διατεθειμένος: «Με κάποιον τρόπο, σχεδόν το 80% των ομολόγων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν υψηλού κινδύνου και βαθμολογούνταν με 3Β, παρουσιάζονταν, πλέον, σαν ομόλογα αρίστης πιστοληπτικής αξιολόγησης (3Α). Τα ομόλογα του υπόλοιπου 20%, που έφεραν χαμηλότερες βαθμολογίες, ήταν κατά κανόνα πιο δύσκολο να πουληθούν, όμως, είτε το πιστεύετε είτε όχι, μπορούσαν απλώς να γίνουν μία ακόμη στοίβα, να περάσουν νέα επεξεργασία και να μεταβληθούν επίσης σε ομόλογα 3Α. Η μηχανή που μετέτρεπε 100% μολύβι σε ένα κράμα αποτελούμενο κατά 80% από χρυσάφι και κατά 20% από μολύβι, δεχόταν όσο μολύβι απέμενε και μετέτρεπε το 80% και αυτού σε χρυσάφι». (σελ. 115).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βαθμολογούσαν ακριβώς όπως θα ήθελαν οι άνθρωποι της Γουόλ Στριτ. Στην ουσία λειτουργούσαν περισσότερο σαν μηχανισμός προώθησης των νέων «προϊόντων». Τα τσακάλια των εταιρειών δεν άργησαν να καταλάβουν τον τρόπο που «αξιολογούσαν» οι οίκοι: «Σύντομα συμπέραναν […] ότι στην πράξη οι άνθρωποι της Moody’s και της S&P δεν αξιολογούσαν τα επιμέρους στεγαστικά δάνεια ή, μάλλον, δεν τους έριχναν ούτε μία ματιά. Το μόνο που έβλεπαν, αλλά και αξιολογούσαν, τόσο εκείνοι, όσο και τα μοντέλα τους, ήταν τα γενικά χαρακτηριστικά του κάθε πακέτου δανείων». (σελ. 143). Η λογική της «στοίβας» είχε επιβληθεί κι όλα είχαν να κάνουν με το μέσο όρο που μαγειρευόταν σωστά. Το ότι μόνο το 7% αρκούσε να καταστρέψει τα πάντα δε φαίνεται να απασχόλησε τους οίκους. Εξάλλου, παίζονταν εκατομμύρια, ενώ το λογαριασμό θα τον πλήρωνε άλλος.
Όμως, για τον Lewis το ζήτημα πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Δεν είναι μόνο η διαπλοκή της σχέσης με τον πελάτη που μπορεί να κίνησε τα νήματα στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά και η ίδια η ανικανότητα των υπαλλήλων τους. Και μόνο η μισθολογική διαφορά των ανθρώπων που δουλεύουν στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ από εκείνους των οίκων αξιολόγησης λέει πολλά. Οι πρώτοι είναι οι άνθρωποι των εφταψήφιων αμοιβών ενώ οι δεύτεροι των πενταψήφιων. Στη συνάντηση που έγινε στο Λας Βέγκας  οι υπάλληλοι των οίκων περιγράφονται σαν φτωχοί συγγενείς: «Ολόκληρος ο κλάδος είχε στηριχτεί στις πλάτες των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά οι άνθρωποι που εργάζονταν στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης μετά βίας ανήκαν στον κλάδο. Αν περιφέρονταν στις αίθουσες μπορεί να τους έπαιρναν για χαμηλόβαθμα στελέχη εμπορικής τραπεζικής από τη Wells Fargo ή τσιράκια των εταιρειών χορήγησης ενυπόθηκων δανείων, όπως η Option One. [… … …] Οι τύποι από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης φορούσαν μπλε κοστούμια από το J. C. Penney, με υπερβολικά ασορτί γραβάτες και πουκάμισα κολλαρισμένα λίγο παραπάνω. Δεν ήταν μπασμένοι στα κόλπα, ούτε ήξεραν εκείνους που ήταν. Πληρώνονταν για να αξιολογούν τα ομόλογα της Lehman και της Bear Stearns και της Goldman Sachs που ‘βγάζαν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις τρύπες στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης». (σελ. 214).
Οι άνθρωποι που αξιολογούσαν τις εταιρείες τρέφονταν με το όνειρο να μεταπηδήσουν σ’ αυτές. Ο Lewis καταφεύγει και πάλι στον Έισμαν: «Οι πιο έξυπνοι φεύγουν για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ, έτσι ώστε να συμβάλουν στη χειραγώγηση των εταιρειών στις οποίες κάποτε εργάζονταν. Για κανέναν αναλυτή δεν έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία από το να ‘ναι αναλυτής στη Moody’s. Έπρεπε να πιστεύει ότι “Δεν μπορώ να φτάσω ψηλότερα ως αναλυτής”. Κι όμως είναι ο πάτος! Χέστηκαν όλοι αν η Goldman γουστάρει χρεόγραφα της General Electric. Αν όμως η Moody’s υποβαθμίσει τα χρεόγραφα της GE, τότε το πράγμα είναι σοβαρό. Γιατί λοιπόν ο τύπος από τη Moody’s να θέλει να δουλέψει στη Goldman Sachs; Ο τραπεζικός αναλυτής της Goldman Sachs θα ‘πρεπε να θέλει να πάει στη Moody’s. Τέτοια ελίτ έπρεπε να ‘ναι». (σελ. 213).
Αν όμως ήταν τέτοια ελίτ, θα μάζευε τους καλύτερους και τους πιο ακριβοπληρωμένους. Με δυο λόγια, θα επιβαλλόταν ως θεσμός, πράγμα που σημαίνει ότι  θα έκανε και σοβαρούς ελέγχους. Αλλά οι σοβαροί έλεγχοι δεν προάγουν τα νέα χρηματιστηριακά «προϊόντα». Ούτε εξυπηρετούν τα μπόνους των εκατομμυρίων, που γεννιούνται μέσα από την απορρυθμισμένη ελεύθερη αγορά. Οι ελεγκτές καλό είναι να νιώθουν εξάρτηση. Να είναι πελάτες και να πρέπει να πράξουν το σωστό, αν θέλουν να μη χάσουν το μισθό τους. Να θέλουν να μεταπηδήσουν στις μεγάλες εταιρείες. Αυτό τους κάνει περισσότερο συνεργάσιμους. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Και η πολιτική βούληση της Αμερικής είναι με το πλευρό των αγορών, που δε χρειάζονται και πολύ έλεγχο.
Ακόμη και ο πολύ «μετριοπαθής» στην κριτική απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό Robert Gilpin στο βιβλίο του «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού» παραδέχεται: «Η προτεραιότητα που δίνεται στο να κρατηθούν οι οικονομίες ανοιχτές στα διεθνή χρηματοοικονομικά αντανακλά την αμερικανική προσήλωση σε μια ιδεολογία σταθερά ταγμένη υπέρ της ελεύθερης αγοράς, τα αμερικανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, για τα οποία του υπουργείο Οικονομικών δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία, και την πεποίθηση ότι η Αμερική διαθέτει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες». (σελ. 398).
Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης κάνουν τη δουλειά τους. Αξιολογούν με 3Α τα σκουπίδια της Γουόλ Στριτ και στηρίζουν τις πωλήσεις των τοξικών ομολόγων μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν όμως πρόκειται για την αξιολόγηση κρατών, δεν είναι το ίδιο ελαστικοί. Στο βιβλίο του Johan Van Overtveldt «Το Τέλος του Ευρώ» υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Παρόλο που η ιρλανδική κυβέρνηση ψήφισε έναν γενναίο προϋπολογισμό που περιλάμβανε περικοπές δαπανών 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Moody’s υποβάθμισε σημαντικά τη χώρα επειδή τα τραπεζικά της προβλήματα ήταν πολύ σοβαρά». (σελ. 173).
Η Ιρλανδία, η οποία ζημιώθηκε κυρίως από τα τοξικά ομόλογα που οι οίκοι αξιολόγησης εγγυούνταν πλήρη αξιοπιστία, είχε τώρα να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των ίδιων οίκων που την υποβίβαζαν κάνοντας την ανάκαμψη ακόμα δυσκολότερη. Οι αποτυχημένοι στην αξιολόγηση των τοξικών ομολόγων, οι παρακατιανοί της χρηματιστηριακής αγοράς που ονειρεύονται να μεταγραφούν σε μια μεγάλη εταιρεία της Γουόλ Στριτ εμφανίζονται ως βαρόμετρο για τις οικονομίες ολόκληρων χωρών. Φαίνεται ότι  ξέρουν καλά με ποιους πρέπει να είναι αρνάκια και με ποιους κέρβεροι: «… η Moody’s υποβάθμισε την Ελλάδα τοποθετώντας τη “βαθιά στην περιοχή των ‘’σκουπιδιών’’ … με τη χρεοκοπία της Αθήνας να θεωρείται τώρα πιο πιθανή από εκείνη της Βενεζουέλας και της Αργεντινής, των δύο απόβλητων χωρών της Νότιας Αμερικής”, και την Ισπανία σε Aa2, δύο επίπεδα κάτω από ΑΑΑ. Υπήρχαν φόβοι ότι το κόστος της πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των ισπανικών τραπεζών μπορεί να έφτανε μέχρι τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο οίκος αξιολόγησης της Κίνας Νταγκόνγκ υποβάθμισε το πορτογαλικό χρέος και η Fitch και η Moody’s ακολούθησαν». (σελ. 187).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης υπηρετώντας απροσχημάτιστα το νεοφιλελεύθερο πνεύμα έπαιξαν στο απόλυτο το παιχνίδι των χρηματιστηριακών κύκλων και στη συνέχεια κατακεραύνωσαν τα κράτη ενισχύοντας τις απαιτήσεις για περικοπές σε παιδεία και υγεία, ώστε να συρρικνωθεί όσο το δυνατό περισσότερο κάθε έννοια κοινωνικού κράτους. Τα παιχνίδια με τη βαθμολόγηση έχουν να κάνουν μόνο με τους μισθούς και τις συντάξεις των εργαζομένων κι όχι με τα μπόνους των ανθρώπων της Γουόλ Στριτ: «Οι αγορές, κεντρισμένες από την υποβάθμιση της Πορτογαλίας από τη Moody’s στην κατηγορία των “σκουπιδιών” και από μια νέα αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ, στράφηκαν κατά της Ιταλίας στις αρχές Ιουλίου, όταν ο πρωθυπουργός της Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκρούστηκε με τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του Τζούλιο Τρεμόντι επειδή αυτός επέμενε ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες περικοπές στον ιταλικό προϋπολογισμό. Τα επιτόκια του ιταλικού δημοσίου χρέους και τα spread σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα αυξήθηκαν σημαντικά». (σελ. 207).
Το να δέχεται την επίθεση των αγορών όποια χώρα δηλώνει την αντίθεσή της στις περικοπές είναι σχεδόν κανόνας. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης αποτελούν συνήθως τον προάγγελο αυτής της επίθεσης. Θα έλεγε κανείς ότι τα κράτη βρίσκονται υπό την ομηρία των οίκων. Είναι η νέα τάξη της παγκοσμιοποιημένης εποχής. Ο Robert Gilpin στο βιβλίο του «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία» δε θέλει να κατηγορείται ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός: «Η τάση να κατηγορείται η παγκοσμιοποίηση για πολλά δυσάρεστα προβλήματα της σύγχρονης ζωής οφείλεται εν μέρει στις εθνικιστικές και ξενοφοβικές στάσεις της πολιτικής Δεξιάς και σε μια αντικαπιταλιστική νοοτροπία της πολιτικής Αριστεράς». (σελ. 450).
Με λίγα λόγια, όποιος δεν τάσσεται με την παγκοσμιοποίηση – με όλα της τα προβλήματα – είτε είναι Δεξιός εθνικιστής είτε αντικαπιταλιστής Αριστερός. Κι αμέσως μετά η δήθεν μετριοπάθεια και τα τσιτάτα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας στην πιο χυδαία τους μορφή: «Παρά τις σοβαρές ατέλειες του καπιταλισμού, τα κακώς κείμενα του σημερινού κόσμου δε θα διορθωθούν με επιθέσεις κατά της παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε να πει κανείς για τον καπιταλισμό αυτό που λέγεται ότι είπε ο Winston Churchill για τη δημοκρατία, ότι είναι το χειρότερο από όλα τα κοινωνικά συστήματα, αν εξαιρέσουμε όλα τα άλλα». (σελ. 450).
Για τον «μετριοπαθή» Gilpin, που αναγνωρίζει τις «ατέλειες», ο καπιταλισμός ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό. Όποιος αρνείται τις καινούργιες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές αρχές σημαίνει ότι αρνείται τον καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν επιλογές: ή είσαι μαζί μας ή όχι. Η προπαγάνδα ξέρει πότε πρέπει να συνδυάζεται με τον εκβιασμό. (Ακριβώς έτσι έθεσε το ζήτημα και ο Φρίντμαν).  Από την πλευρά του καπιταλιστή, ο Χα – Τζουν Τσανγκ στο βιβλίο του «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» θα του δώσει μια απάντηση: «… παραφράζοντας μιαν αλλοτινή δήλωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ περί δημοκρατίας, επιτρέψτε μου να επαναδιατυπώσω μια παλιά θέση μου – ότι ο καπιταλισμός είναι το χειρότερο οικονομικό σύστημα εξαιρουμένων όλων των υπολοίπων. Η αρνητική κριτική μου εστιάζει στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και όχι σε κάθε είδος καπιταλισμού». (σελ. 320).
Για να εξηγήσει: «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για την οργάνωση του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς είναι μόνον ένας εξ αυτών – και μάλιστα όχι απ’ τους καλύτερους. Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταδείξει ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των θιασωτών της, η ελεύθερη αγορά επιβραδύνει την οικονομία, αυξάνει τις ανισότητες και την ανασφάλεια, και οδηγεί σε συχνότερα (κι ορισμένες φορές κολοσσιαία) οικονομικά κραχ». (σελ. 321).
Όπως εκείνο του 2008. Με τα τοξικά ομόλογα. Και την αξιολόγηση ΑΑΑ. Και την καταστροφή των χωρών. Που για τον Gilpin είναι η μόνη καπιταλιστική εκδοχή. Που αν την αρνηθούμε θα είμαστε εθνικιστές…
Χα – Τζουν Τσανγκ: «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2011.
Paul Jorion: «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2012.
Johan Van Overtveldt: «Το Τέλος του Ευρώ, το αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2011.
Michael Lewis: «Το Μεγάλο Σορτάρισμα, ποντάροντας στην οικονομική καταστροφή», εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2010.
Robert Gilpin: «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, η διεθνής οικονομική τάξη», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, Β΄ έκδοση, Αθήνα 2003.
Robert Gilpin: «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, η παγκόσμια οικονομία τον 21ο αιώνα», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, ΣΤ΄ έκδοση, Αθήνα 2007.



Όχι δεν είναι χούντα!

"Θυμάμαι..."


Και έρχεται κάποια ώρα που φευγαλέα περνά απ΄το μυαλό σου το δίλημμα.

"Να φτιάξω τα δόντια μου ή να ψωνίσω τρόφιμα για την οικογένεια."

Λέω φευγαλέα γιατί πάντα προέχει η οικογένεια.

Και βέβαια στην θέση των δοντιών μπορείς να βάλεις, τα φάρμακα, έξοδο με την παρέα, βενζίνη για το αυτοκίνητο, πετρέλαιο για την σόμπα, να αλλάξεις τα τρύπια παπούτσια, να πάρεις καινούρια ρούχα, να επισκεφτείς ένα φίλο στη γιορτή του... κλπ....κλπ...κλπ

Και κάθε τόσο παίρνεις ειδοποίηση από την εφορεία για να περάσεις να δεις τον έφορο διότι έχεις χρέη προς αυτήν.

"Περάστε από την ασφάλειαν δι υπόθεσίν σας"

Όχι δεν είναι χούντα!

Η Μπουμπουλίνας αντικαταστάθηκε από την τοπική εφορία.

Και ναι!

Δεν σε βασανίζουν με ηλεκτροσόκ και φάλαγγα.

Κάνουν κάτι πιο "έξυπνο" σκοτώνουν την συνείδηση και την ψυχή σου όταν σε οδηγούν σε τέτοια διλήμματα.

Αφαιρούν κάθε ίχνος ονείρου! Στεγνώνουν κάθε χυμό ζωτικότητας!

Δεν χρειάζονται λευκά κελιά σε ένα κόσμο χωρίς χρώματα.

Δεν χρειάζεται εξορία ξερονήσια. Ζεις στην διαρκή εξορία της απαξίωσης και της αέναης αγωνίας πότε θα σου χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας.

Μετέτρεψαν μια ηλιόλουστη πατρίδα και ένα αισιόδοξο λαό, σε ένα σκοτεινό στρατόπεδο με ζόμπι.

Ναι!

Έλα πες μου για την 21η Απριλίου Δήμιε μου.

Εκμαυλιστή της Δημοκρατίας...

Ούτε δάκρυ.....