prose - en do majeur - pour l'absence de Treplev
ΝΤΟΡΝ :
......πάρτε από δω με τρόπο την Ειρήνα Νικολάγιεβνα
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
[1α]
Πυροβόλησε τη φωνή
του μέσα από το
.................................................................
Ο Κουέντιν
πυροβόλησε ολωνών τις φωνές από το πάτωμα του δωματίου της Κάντυ
ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ
[1β]
l'
amnésie
de la Révolution
......το βλέμμα
ξεπηδάει σαρκαστικό επίκληση απρόσμενη είναι ανάγκη να μετακομίσει κανείς
κινήσεις ή δοσμένες ευκαιρίες φτάνοντας σ' ένα δέντρο χωρίς συνέχεια
κοιτάζοντας πίσω ή το απότομο τράβηγμα του γλάρου όταν κοιμάσαι γίνεται
απόσπασμα του πραγματικού εαυτού σου Έλεγε Από πέρυσι καλοκαίρι σιωπές ενός
ανέφικτου όπως οι αφηρημένες μορφές της από αιώνων ουδετερότητας προ
δηλώνουν το αίμα στα χέρια μολονότι έβγαινε σπάνια απ' το δωμάτιο δεν
άντεχε ούτε μια στιγμή στημένος στην πόρτα εκείνες οι σκιερές πρασιές με τα
λευκά σπίτια που τον είχαν παρασύρει ως στις φωλιές με τα πουλιά τότε ποιος ο
λόγος ν' ακούσεις γνώμες και θεωρίες μπορούμε να φύγουμε για το άγνωστο όπου
δεν σε ξέρει κανείς και η ζωή μάς αγγίζει με περισσότερη δικαιοσύνη ΤΡΕΠΛΕΒ [2]
: .....καλύτερα τώρα Ρούχα με χαρούμενα και φανταχτερά χρώματα απλωμένα σε
σχοινιά θέλω εξηγήσεις στέκομαι δίπλα σου αλλά θα είναι σα να μην υπάρχω αμέσως
ο ψίθυρος ακούγεται δυνατός ακόμα και στο απόλυτο σκοτάδι ήξερα πού βρισκόταν
το κάθε πράγμα εκείνο το πουλί ήταν αόρατο απομακρύνθηκε μ' ένα ήχο άσκοπο όπως
ο χτύπος του μαχαιριού στην πέτρα απέραντος κόσμος που κουβέντιαζε την
αδιαπέραστη ενοχή οχλοβοή τώρα λιγότερη ο άνεμος πρόσθετε κάτι ακατάπαυστο στον
εξώστη -/ Γύριζα ήσυχα δεν με πείραζε η βροχή ούτε εκείνος ο θόρυβος
ακολουθούσα χωρίς αντίσταση χλευάζοντας το είδος της μοναξιάς σαν τη γνωστή
εξαπάτηση πριν και μετά την Επανάσταση συνήθως έβλεπα κάποιον να διασχίζει τον
κήπο ή τα ζωντανά στάχυα φτάνω σε όχι καλή στιγμή υπήρχαν παράπονα απ' την
ομήγυρη τα πρόσωπα των πουλιών άλλαζαν στα μέσα του καλοκαιριού η στιγμή
ακατάλληλη στο κεφάλι μου είχε κολλήσει άμμος τώρα και την ώρα του θανάτου μας
η πόλη αναπαύεται πού βρίσκομαι πού πηγαίνω καταλήγουμε σ' ένα δρόμο άδειο όπως
η στέρηση η δεκαπλάσια σιωπή ή το συνηθισμένο παιχνίδι που αθωώνομαι γίνομαι
πιο. Ακατάδεχτος Το παράθυρο. Όλα στη θέση τους
une personne muette
......η οικογένεια
με το παλιό σπίτι και τους τέσσερις κορυδαλλούς [επιφωνήματα] ο άντρας μπορούσε
να ξεχωρίζει το θηλυκό απ' το αρσενικό ήταν εκείνος που δεν μιλούσε ποτέ
προχωρούσε αμέτοχος τον αποκαλούσαν κρυφά ''το φάντασμα από την επαρχία'' [3]
θα τον νοικιάζαμε στο τσίρκο [παύση]επέστρεψα στο σπίτι διωγμένος απ' τηνιδιοφυΐα της
πόλης τη νύχτα κάποιοι κλείνουν θέση με το ίδιο τρένο και την κούραση της
αποβάθρας το φαινόμενο έχει ισχύ φυσικού νόμου καθώς τα σπίτια αποβάλλουν τα
ερημικά προσωπεία ή τους νωθρούς καλεσμένους περιτριγυρίζεσαι από πουλιά και
ζώα ζεις κατ' ουσία τη σκοτεινή σκιά σ' ένα κλουβί κι αυτή η σιωπή έμοιαζε τους
υπαινιγμούς του νερού όταν συνωστίζεται στο ακίνητο πεισματικό σούρουπο άφησα
το παλτό όπως αποθανατίζονται οι μεγάλες στιγμές ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ [4] : .....είναι
ανάγκη να παντρευτώ κάποια Όποια Ο Γλάρος είναι οι τελευταίες περίκλειστες
πόρτες της Αγίας Πετρούπολης μια γλυκιά κυρτωμένη γυμνότητα ξεψυχισμένη αλλά
τέλεια σύντροφε Κωνσταντίν Γαβρίλοβιτς κάποτε με τον πιο εύστοχο
τρόπο η αγωνία της Εξέγερσης αστοχεί γιατί όταν παρουσιάζεται κάποιος
απροσδόκητα η πρόγνωση κατοικεί ένα μύθο ξεχασμένο ωστόσο μοχθηρό [δύσκολο να
ειπωθεί ή να εκφράσει τις μέρες που συνηθίζει κανείς η μονότονη υπομονή έπαιρνε
ποικίλες μορφές κι Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΕ ΠΟΤΈ ήταν ο,τι χρειάζεται η σκέψη
ώστε να ζει και να κινείται σαν Ανύπαρκτη Ύπαρξη δίπλα σε κείνο το Άλλο που
αναπνέει αυτό το σάπιο στόμα που φαρμακώνει τις αποστάσεις ανενόχλητο][μεγάλη
παύση] [ΜΟΝΑΔΙΚΌ ΣΗΝΙΚΟ : .....δεν ξέρω να διηγηθώ δεν κατάφερα λοιπόν να
ζήσω είμαι στο σταυροδρόμι όπου οι φωνές διασταυρώνουν το έγκλημα με τους
αθόρυβους μήνες ενός χειμώνα οι άνθρωποι έλκονται απ' το τέρμα των δρόμων τα
μικρότερα ανοίγματα μπορούν να σε κάνουν να χαθείς κι ως κατηγορούμενος έχω
δικαίωμα να γνωρίζω την ημερομηνία της επόμενης ανάκρισής μου ή ακόμα πιο πίσω
στο δρόμο Γαληνεμένος]
desolation
.......είχα αρνηθεί
με αγανάχτηση υποχώρησα η μοναξιά που περίμενε να με φοβίσει έπιανε το χέρι μου
μ' ένα απαλό ροζ στις γραμμές του γυαλιού πάνω στο σημείο που πέφτει η πέτρα
ΤΡΕΠΛΕΒ : ....τώρα και την ώρα του θανάτου μας ΕΝΑΣ ΘΑΜΏΝΑΣ : .....χόρευαν επί τόπου
κοιλιά με κοιλιά μέσα σε μια μουσική που βράζει ξερνούν τις γκριμάτσες τους
πάνω στα τζάμια κάτι παρακμιακό και ίσως πένθιμο ΤΡΕΠΛΕΒ : .....μετά έρχεται η
άδεια ώρα όπου κερδίζεις τη σιωπή στο κρεβάτι σου την κάθεαπλοϊκή νοσταλγία
[έρχεται Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ : ........η μοίρα των μικρών ανθρώπων ν' αγαπούν τον
γεννήτορά τους δηλαδή τον συγγραφέα που αφιέρωσε τις αθώρητες Ερινύες του σε
κάθε ασπόνδυλο ικέτη για περισσότερη σιγουριά ύστερα από το δείπνο με πιάνει ο
ύπνος το μάτι μου διακορεύει το φως ξεθωριάζει από τον ήλιο έχει τη μυρωδιά απ'
το δέρμα κάποιες νύχτες τα βήματα πληθαίνουν στις σκάλες σε μια
πολλαπλασιασμένη προσμονή χαζεύω στις ώρες του ταξιδιού με την παράλογη agonia
εκείνου που αλλάζει γνώμη με τη συνείδηση ήσυχη ξέροντας καλά τι έγινε -/ δεν
ήμουν πια ένας άγνωστος για μένα παρόμοιος και σε άλλα παράδοξος οι παγωμένες
νύχτες αποζητούν καθώς κατεβαίνουν αυτό που προσφέρει η πόλη μια γλώσσα ένα
αφανισμένο φεγγάρι ένα μετέωρο φλάουτο σημαδεύοντας κάθε στίγμα στο Σώμα του
Μινώταυρου τυχερή εξιλέωση συναντώ άπειρα σκελετωμένα αντικείμενα αρκετά καλή
μνήμη για τα παιδικά χρόνια κέρδος τεράστιας γνωστικής τάξης στις δροσερές
υγρές νύχτες η σκέψη ήταν ν' ακολουθήσω το τυλιγμένο εκτυφλωτικό φως καλημέρα
μια πρόφαση ανώδυνες διευθετήσεις ο Τρέπλεβ πυροβόλησε για τα καλά τη φωνή του
μέσα από το. [μεγάλη παύση] Όλη τη νύχτα το σκοτάδι μιλούσε απ' το στόμα μου
κούνησα σε χαιρετισμό το ένα χέρι φωνάζοντας να φύγει κι ο τελευταίος ο
Κουέντιν πυροβόλησε ολωνών τις φωνές από το πάτωμα του δωματίου της Κάντυ Στοπ
Τα πάντα είχαν τελειώσει μπήκε σαν αστραπή ο ΝΤΟΡΝ [5] : ......πάρτε από δω με
τρόπο την Ειρήνα Νικολάγιεβνα
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
:
[1α] Ο ΓΛΑΡΟΣ, μτφρ.
Λυκούργου Καλλέργη, βλ. Α. Τσέχωφ, Θεατρικά έργα, Γκόνης 1960
[1β] Η ΒΟΥΗ ΚΑΙ Η
ΜΑΝΙΑ, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης 2010
[2] Κωνσταντίν
Γαβρίλοβιτς Τρέπλεβ, ο κεντρικός ήρωας στο Γλάρο του Α. Τσέχωβ
[3] βλ. Φραντς
Κάφκα, η Δίκη, μτφρ. Γιάννης Βαλούρδος, Γράμματα 1991
[4] Συμεών
Συμεόνοβιτς Μεντβεντένκο, πρόσωπο στον Γλάρο, δάσκαλος στο επάγγελμα
[5] Ευγένιος
Σεργκέγιεβιτς Ντορν, γιατρός - επίσης στο Γλάρο [η Ειρήνα Νικολάγιεβνα, μητέρα
του Τρέπλεβ, δεν πρέπει να τον δει νεκρό, μετά την αυτοχειρία του]
τα πρόσωπα
ΤΡΕΠΛΕΒ
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ
ΜΙΛΟΥΣΕ ΠΟΤΈ
ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ ή
ΠΡΩΤΟΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΗΣ
ΕΝΑΣ ΘΑΜΏΝΑΣ ή
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΗΣ
Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ή
ΤΡΙΤΟΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΗΣ
ΝΤΟΡΝ ή ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ
[ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΗΣ]