narration only a slope or
only a peak
Μα ξαφνικά μου ζήτησε να του δώσω ένα κομμάτι ψωμί
ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤΤ, ΜΟΛΛΌΥ [1α]
L' arte e' lo spettacolo dei nostri desideri, la
rappresenatzione di cio' che noi vorremmo anche, ma la vita non ci da' [A művészet vágyaink látványa, annak ábrázolása, amit mi is
szeretnénk, de az élet nem ad nekünk]
ALBERTO
SAVINIO, IL SIGNOR MUENSTER [1β]
1.
......αυτή η παράξενη επίδραση που ασκούσε πάνω του
άρχισε να εξασθενεί φανερό η μικρή εγκαρδιότητα είχε προσπεραστεί λίγο
πριν το τεράστιο μαύρο μάτι του Θεού κοσκινισμένο από τα βλέμματα των ανθρώπων
ή τη μια γενιά μετά την άλλη ανακρίνοντας τη σιγή να σφαλίσει την πόρτα
και να φύγει σα να μετάνοιωσε την ίδια ώρα έμοιαζε ξαπλωμένος στο αγκάλιασμα
του χρόνου θεώρησε τη βιαιότητα ένδειξη αφοσίωσης ποιους να εξαναγκάσω σε
μια αμφίβολη μεταμέλεια στη βιτρίνα κάνοντας πως την περιεργάζεται όπως να
ήθελε αναγνώριση απ' το σύμπαν θα δημιουργηθεί η πολύ καθημερινή να μη
συμβαίνει τίποτα ατμόσφαιρα αφήνοντας μερικούς ανθρώπους ανήσυχους
στην απέραντη κηδεμονία των αγαλμάτων
παύση Tους κάνει να σκεφτούν γυρίζοντας γύρω γύρω το
μισοκρυμμένο κεφάλι του Κροτάλιζε το ράμφος έβγαλε ένα σφύριγμα ακόμα και μέσα
στη νύχτα η ιδέα να μιλήσει στα παρασκήνια ήταν ελκυστική μόλις που
προφταίνει να δει την εσωτερική αυλή νάρχεται καταπάνω του υπάρχει εκείνο το
ιδιαίτερα φευγαλέο στο θάνατο ενός πουλιού προσπαθώ να βρω μια νεαρή κοπέλα
παραδέχτηκα Ίσως προσπέρασε Και ω αναμνήσεις των χαμένων ημερών αυτό ήταν
το πιο αστείο γιατί από κείνη τη στιγμή δεν ανάσαινα η φωνή που μόλις αρχίζω να
τη γνωρίζω σαν απόκληρα απογεύματα γεμάτα ατμό ή ομίχλη Μιλούσε στοπ
καταλαγιασμένη αγανάκτηση στοπ η γυναίκα επέστρεφε στο κρεβάτι ξάπλωσε
μπρούμυτα μέσα σ' ένα αργό σμίξιμο ακριβών αρωμάτων δεν θα πασκίσω να τον
την περιγράψω δε ανήκε σε καμιά απ' τις κατηγορίες που ήξερα σε σχέση με το
ποίημα κάθε εικόνα ήταν τυραννική είχε απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην ακούσει
το κλειδί όταν χάθηκε είχε επέλθει το τέλος της εμμεσότητας στη Θεία
Κωμωδία έκανε μεταβολή το σπίτι δεν αντιμετώπιζε πιθανότητα
αθανασίας Idylls of the King του Tennyson έβγαλε το καπέλο του γεμάτο
ταπεινωτικές παρακλήσεις και όξινη βροχή μένουμε εκεί αλύγιστοι το χείλος
ανασηκωμένο πάνω απ' τα χαλασμένα μας δόντια στις μεγάλες τετράγωνες
πλάκες με αναπηρικά αμαξίδια ή αναλφάβητοι είμαι ξένος έλεγε οι λέξεις
μοιάζουν το χέρι που γλιστράει κάθετα στην υγρή μαρκίζα από ακηδία.
2.
.....γύρισα πίσω η γυναίκα με τα σκυλιά είχε φύγει το παράθυρο χτύπησε απ' τον
αέρα σα να ήταν πιστολιά ή το αίσθημα οδύνης που κυριεύει τον καθένα μετά την
βεβήλωση ήθελε να δει πόσο είχε προχωρήσει το σούρουπο η όψη μου πήρε
έκφραση αγωνιώδους προσοχής είκοσι μέτρα μακριά θα μπορούσε ν' αρχίσει η
λανθασμένη ερμηνεία προς την έξοδο κινδύνου ενός επίγειου άλλοθι η
αγρύπνια ψάχνει κάτω απ' το μέτωπό μου τη νύχτα
εκείνα τα τοπία ερχόταν σ' επαφή με το ζεστό κρόταφο
της νιότης που αναχώρησε μάλλον θα προσπαθήσω να μη σκέφτομαι λέω να μην κάνω
επισκέψεις Κυριακή απόγεμα οι γαλήνιες κινήσεις του ετοιμοθάνατου ενεστώτα
το τελευταίο φως μαζευόταν υπάκουα στο ρολόι προτού συνηθίσει το
σκοτάδι χρόνια με φαντάσματα που σβήνουν παραγκωνισμένα εκείνα τα λεπτεπίλεπτα
έντομα στα περίχωρα υποχρεωτικά προάστια πριν δεν ησυχάζει η πόλη αν δεν βρει
ακροατή να κολακεύσει το ανοιχτό μπαρόκ ντεκολτέ που επιδεικνύει σα ν'
ασχολείσαι με τη μελέτη των πολύτιμων λίθων όσων δεν ταξινομήθηκαν εκείνα τ'
ανεξερεύνητα ξεσπάσματα ηδυπάθειας η σιωπή είχε με τι ν' απασχολήσει το
μυαλό μου για ώρες Ήμουν στο δωμάτιο ξανά Ο,τι σάς έλεγα Ακριβώς δεν ησυχάζει
πριν βρει ακροατή μπορεί κι εραστή κάποτε θα φώναζαν οι πέτρινοι σκελετοί
θα πύκνωναν στους δρόμους στροβιλίζοντας έντεχνα την ανυπαρξία το φύλλο συκής
πάνω στα μάτια όπως έγειρα απ' τη άλλη πλευρά Φιλοφροσύνη Ή στην ανωνυμία
ενώ παραμονεύουν καινούριες καταστροφές σ' ένα τόνο χαμηλό όπου δεν κολακεύεται
ποτέ κανένας τύπος δακρύων η ζωή ανασταίνει στις στέγες το μοναδικό μονοπάτι
με τα μηνύματα πίστευα πως ήμουν προφυλαγμένος από το βλέμμα κάθε επισκέπτη ή
πάλι το άδειο παρατεταμένο διαπεραστικό φως ο Ένοικος [2] θ' ανθίσει είμαι
σίγουρος ανάμεσα στο σπασμένο μπετόν οι θεοί κατευθύνουν τους μεταλλικούς
βραχίονες που με συνθλίβουν πάντα έτσι τα βήματα προσπερνούν ανεβαίνουν
μερικά σκαλοπάτια ακόμα σταματούν μπροστά στο ρολόι ή το αυτοκίνητο στη βάση
του παραθύρου σαν εξομολόγηση μια μονάχα στιγμή εξουθενωτική ο
απελπισμένος σπαραγμός σε ύφεση επίθετα ακατονόμαστα ψίθυροι χαϊδευτικοί η
Νάστενκα [3] ξαπλωμένη κι ακίνητη τελικά άσχημη όπως η άβυσσος καθώς περνούσα
την άφησα ανέγγιχτη η νύχτα δεν είναι κατάλληλη για ύπνο την αληθινή νύχτα
εννοώ.
3. la
prose : quand l'interrogatoire a cessé [*]
Α' ΕΝΟΙΚΟΣ : ....μιλάτε όπως ο Σίσυφος όλες τις
γλώσσες της γης σύντροφε Φιόντορ Μιχαήλοβιτς έχετε ξοφλήσει την αγαπητική
μαεστρία της γλώσσας που όλο και περισσότερο θα μάς λείπει όλο και
περισσότερο αλλά θα λείπει επίσης η σκιά της λέξης θα υπάρχει
μόνη στο στερέωμα γεμάτη αλλαγμένο φως σαν αντικείμενο που το χτυπάει κάθετα ο
ήλιος ξεσηκώνοντας την αμείλικτη φωτεινότητα σχεδόν αγέννητη
Β' ΕΝΟΙΚΟΣ : .....ευτυχώς δεν ήταν ακόμα μεσημέρι
ούτε ήταν παράξενο να ταξιδεύει κανείς νύχτα με το αυτοκίνητό του ώσπου ο αέρας
να εξαντλείται
Α' ΕΝΟΙΚΟΣ : ......και ποιος μου εγγυάται πως δεν
είναι ένα σχεδίασμα ύποπτο [παύση] οι κίνδυνοι για σκάνδαλα αυξάνουν τη γοητεία
η στριγγή φωνή της γυναίκας έδινε μυστήριο και τρόμο στην οχλαγωγία οι φωνές τα
σκέπασαν όλα εκτός από την παντομίμα μόνιμη επωδό στις συναντήσεις τραγουδούσε
νανουρίσματα οι ηλικιωμένες κραύγαζαν με τραχιά φωνή [Στοπ]
Οι Ένοικοι εμφανίστηκαν εκεί στο πανδαιμόνιο
της ορχήστρας κι απ' ευθείας δίπλα στα σηκωμένα ποτήρια περιέγραφαν
κάποιον που ήταν ο χαϊδεμένος της Αυλής για το ωραίο πρόσωπό του που
όμως δεν του κράτησε παρέα για πολύ ήταν το αδιέξοδο ένα οριστικό
αδιέξοδο δεν άργησα λοιπόν πηγαίνω ράχη ράχη στον υγρό τοίχο είμαι ένας
κανονικός άνθρωπος ένας άλλος είναι αυτός όταν προσπάθησε να συγκρατήσει
τη Νάστενκα μπήκε στη μέση ανάμεσα στους δυο Ενοίκους κι η γυναίκα άρχισε να
βλαστημάει οι μουσικοί στέκονταν πάνω στις καρέκλες κρατώντας τα όργανά
τους κοιτούσα πίσω απ' τα κλειστά παραθυρόφυλλα προς την κεντρική λεωφόρο που
οδηγούσε στα κοιμητήρια η τύχη δούλευε με το μέρος μας είχες την ευκαιρία
για γνωριμίες ανάμεσα στους κατόχους που έπαιρναν τις τελικές αποφάσεις
Α' ΕΝΟΙΚΟΣ : ........κατέληξα στην εκτίμηση να
διηγηθώ το συλλογισμό μου
Β' ΕΝΟΙΚΟΣ : .......οπωσδήποτε αυτή η μετακίνηση δεν
προμηνούσε τίποτα καλό
Α' ΕΝΟΙΚΟΣ : .......έπρεπε να μάς ανακρίνουν κατ'
αντιπαράσταση όπως ανιχνεύεις το σκοτάδι δια παν ενδεχόμενο
Β' ΕΝΟΙΚΟΣ : ......τον κέρδισε για λίγο ο ύπνος ένας
ύπνος αμετακίνητος [Σκοτάδι Σκιές που γέρνουν πλάγια 30 μοίρες] [Στοπ]
Διαλύθηκε δεν άφησε ίχνος αυτό το όνειρο μέσα στο
όνειρο στο έσχατο όνειρο που παραμέρισα
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1α] μτφρ. Β. & Λιλίκας Γεωργίου, Δωρικός 1970
[1β] μτφρ. στα ουγγρικά V. Panczel Eva
/ δίγλωσση έκδοση italiano-ungherese, NORAN 2000 - τίτλος πρωτοτύπου ''La
vita'', Adelphi / Milano 1988 [= η τέχνη είναι το θέαμα των επιθυμιών μας, η
προβολή αυτού, που θα θέλαμε να έχουμε, αλλά η ζωή δεν μάς δίνει / μτφρ. σημ.
του γράφοντα, - στα ελληνικά]
[2] βλ. Λευκές Νύχτες του Φ.Μ.
Ντοστογιέφσκι
[3] βλ. ο.π.
[*] η πρόζα : όταν σταμάτησε η ανάκριση