Σύμφωνα με εκτενή μελέτη του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου που δημοσιεύθηκε στο Gastroenterology, η κατανάλωση κόκκινου κρασιού σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας και LDL («κακής») χοληστερόλης.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 916 Βρετανές δίδυμες γυναίκες και ανάμεσα στα αλκοολούχα ποτά των οποίων την επίδραση στο εντερικό μικροβίωμα και τη συνολική υγεία μελέτησε η ομάδα των ερευνητών, ήταν η μπίρα, ο μηλίτης, το κόκκινο και το λευκό κρασί. Σημειώνεται ότι ο υψηλότερος αριθμός βακτηριακών ειδών στο εντερικό μικροβίωμα ενός ανθρώπου θεωρείται δείκτης της εντερικής υγείας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το εντερικό μικροβίωμα όσων έπιναν κόκκινο κρασί είχε μεγαλύτερη βιοποικιλότητα σε σύγκριση με των υπολοίπων, πράγμα που δεν ίσχυε και στην περίπτωση των άλλων αλκοολούχων ποτών που εξετάστηκαν.
Η βασική συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Caroline Le Roy αναφέρει σχετικά: «Παρόλο που γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό για τα -μέχρι στιγμής ανεξήγητα- οφέλη του κόκκινου κρασιού στην καρδιακή υγεία, η μελέτη αυτή δείχνει ότι μέτρια κατανάλωσή του σχετίζεται και με μεγαλύτερη ποικιλία αλλά και με καλύτερη υγεία του εντερικού μικροβιώματος. Το φαινόμενο αυτό εξηγεί εν μέρει και τον διαρκή διάλογο σχετικά με τις θετικές επιδράσεις του κόκκινου κρασιού στην υγεία». Η ερευνητική ομάδα θεωρεί ότι βασικός λόγος αυτού του συσχετισμού είναι οι πολλές πολυφαινόλες που περιέχονται στο κόκκινο κρασί. Οι πολυφαινόλες είναι χημικά στοιχεία που βρίσκονται σε πολλά φρούτα και λαχανικά και συμβάλλουν στην άμυνα του οργανισμού.
Η μελέτη απέδειξε επίσης ότι η κατανάλωση κόκκινου κρασιού σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας και LDL («κακής») χοληστερόλης, πράγμα που εν μέρει οφείλεται στο εντερικό μικροβίωμα. Η εν λόγω επίδραση του κόκκινου κρασιού, σύμφωνα με τη μελέτη, διατηρείται ακόμα και αν κάποιος πίνει σπάνια κόκκινο κρασί δηλαδή μία φορά στις δύο εβδομάδες.