Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

το δείπνο με τις Άρπυιες - του φωτη μισοπουλου


Προσεύχομαι για σένα Μαίρη. Θέλω να ζήσεις αιώνια.
ΤΡΟΎΜΑΝ ΚΑΠΌΤΕ [1]


  
ΠΟΔΆΡΓΗ [2]
......έτσι όμως ησύχασα από αυτόν τον άνθρωπο με το ξυράφι και το λέγειν του - γιατί πήρατε τόσο στραβά μια τυχαία κουβέντα δε μου πέρασε ποτέ απ' το νου να προσβάλω εσάς ή κάποιον άλλο Την κοίταζα κρυφά απ' τις κουβέρτες που κρατούσα σφιγμένες πάνω απ' το λαιμό - θεληματικά δεχόμουν να υποφέρω με κατάρες κι ενθουσιασμούς ακούγοντας τον μυστικό ψίθυρο του αίματός της κι έδωσα μια στο τραπέζι που αναπήδησαν τα ποτήρια - βρισκόταν έξω στη βεράντα - μαζί τους - πίνοντας ακόμα - τα γράμματα δεν επιστράφηκαν ποτέ ούτε έλαβα απάντηση - όταν ήρθε μέσα για το δείπνο δεν μπορούσε μήτε να περπατήσει - σχεδόν μόλις τελείωνε η δόξα της παρεκτροπής το βλέμμα σαρκαστικό ήθελε να πει ότι εκείνος περίμενε από ώρα την πρόκληση της καταιγίδας Η Νάστενκα [3] γέμιζε το χολ ολόκληρο το σπίτι - με τον βραχνό πνιχτό θόρυβο των πρόστυχων βρισιών της εγώ όμως δε βρίσκω σ' αυτό καμιά δικαιοσύνη μολονότι ήθελα να φύγω δεν μπορούσα να βγω απ' το δωμάτιο. Ο Ένοικος: Ο Αιώνιος Σύζυγος την έφερε πίσω Το γλυκό της αδιαπέραστο πρόσωπο κοιτούσε με τη σειρά του δίπλα απ' τον ώμο μέσα απ' το νεκρό χαμόγελο Η γυναίκα έγνεψε απλώς το κεφάλι το περίεργο είναι πως δεν έδειχνε καμιά ταραχή σα να είχε υποταχθεί στη μοίρα μεσολάβησε ο διαυγής παρατατικός διαρκείας. Μεθαύριο. Αυτή είναι η τελευταία προθεσμία έστω μια ιδιότητα κάπως θετική το καλοκαιρινό μισόφωτο και οι ψίθυροι που αφήνουν άδειους τους δύο βολβούς ο ακίνητος κόσμος βαλτώνει βαθιά σαν αόρατο πιθάρι Σαν τις νωπογραφίες στους τοίχους που δεν προλάβαμε ως ένοικοι. Και παραστάτες. Ο Πάβελ Πάβλοβιτς οριζόταν καχύποπτος Η Νάστενκα: Ετερώνυμο του Ομήρου. Παρών στον τοκετό της ο Ένοικος: Τ' άλογα του Αχιλλέα Είτε ο σύντροφος Αλεξέι Βελτσάνινωφ [4] καθώς ξανάβρισκε τις λευκές νύχτες του - δεμένη γυμνή ανάσκελα σ' ένα ίδιο αυτοκίνητο Μέσα από μια μαύρη σήραγγα η σκοτεινιά κυλάει γύρω στο κεφάλι με προδιάθεση γενναιόδωρης υποχονδρίας Το ταβάνι το είχαν σκεπάσει οι αράχνες


ΑΕΛΛΏ [5]
.......χωρίς παλτό - έχω γυρίσει σπίτι αντί να πάω στην Καρολίνα Ιβάνοβνα πέρασα την πάροδο Κιριούσκιν συχνά εκφραζόταν σα να περιέγραφε κάποιον αντικατοπτρισμό ήταν δυσάρεστο να μην καταλαβαίνει την εποχή παρατηρούσε με το είδος της αδιάκριτης περιέργειας εκεί ήταν το αδιέξοδο το οριστικό αδιέξοδο οπωσδήποτε η μετακίνηση δεν προμηνούσε τίποτε καλό άλλωστε μου άρεζε τρομερά τα βράδια να διαβάζω με ήσυχη μονότονη φωνή όπως διαβάζουν σε νεκρούς Όσο για μένα την είδα αργότερα στη γέφυρα Ομπούκωφ κρατούσε επί πλέον την τσάντα της με περίσσια χάρη μια πελώρια τσάντα σε χρώμα πορτοκαλί πολύ έντονο πορτοκαλί έμοιαζε αδυνατισμένη πλεονεκτικό πλάσμα για παράδειγμα σκίουρος ή ποντικός ο στενός σκοτεινός δρόμος που ήξερα και πιο μέσα ακουγόταν μουσική κι ακόμα πιο πέρα διαπεραστικές φωνές βήματα εκείνο το μεγάλο φύλλο λαμαρίνας κρεμασμένο στον τοίχο αντανακλούσε μερικές θαμπές ακτίνες φωτός κάνοντας θόρυβο στο λιγοστό άνεμο ή επίσης οι δανεικές ζωγραφιές όπως η αντίστροφη μέτρηση στις αποβάθρες το σούρουπο με τις ανέμελες φωτογραφίες - σύντροφε Βελτσάνινωφ ευχάριστες στιγμές προτού το μάτι συνηθίσει στο σκοτάδι Εδώ βρίσκεσαι πάντα ; - τον ρωτάω - ΓΈΦΥΡΑ ΚΑΛΙΝΚΙΝ [6] : .....Απαντούσε μόνη της: - Ε λοιπόν τίποτα Τίποτα Τελείωσε -/ Κουβαλούσα το παλτό πάνω στο μπράτσο κι ένα λερωμένο ανοιχτόχρωμο καπέλο σβηστό τσιγάρο στο στολισμένο με δαχτυλίδια χέρι της γεννημένος με άσκημα δόντια υιοθετώ αβασάνιστα τη γνώμη των άλλων εξακολουθούσε να βρέχει σταγόνες χοντρές που έβλεπες να σκάνε χωριστά μία μία στο χώμα σαν ενοχές η αναφορά μου θα είναι μεγάλη κι εγώ ξεχασμένος σε λίγο καιρό - ταξίδι χίλια μίλια χωρίς εισιτήριο - στάθηκα ακίνητος εξιδανικευμένα τίμιος κατά βάθος - έμεινα μακριά να παρατηρώ τη χαρούμενη έξαψη που έτεινε το στήθος της στην αγκαλιά του σύρθηκα ακόμα λίγο πιο μπροστά κρατώντας το κρανίο μου όσο πιο χαμηλά μπορούσα : Τελευταίος λόγος και ποιητική για την πόλη 



Η ΘΑΛΑΣΣΑ : ΩΚΥΠΈΤΗ 
......έπρεπε όμως να τολμήσει ήταν περισσότερο παιχνίδι παρά κόπος τραύλισμα νερού και πέτρας ιστορία απορημένη καθώς ξετύλιγε το πανάρχαιο δράμα που μόνο μια φορά μπόρεσε να ξεγελάσει εμένα έναν άνθρωπο με αμφίβολο ποιόν - Λίγο πιο φόρτε το τύμπανο, Κουέντιν [7] - θυμήθηκα - δεν είχα σκοπό να κάνω τίποτα μέχρι αύριο - πάντως ούτε να πεθάνω - η γερασμένη θλίψη είναι ασυνήθιστη γενικά - ο νόμος δεν προβλέπει ρητά την ύπαρξη υπεράσπισης απλά την ανέχεται μόλις που άγγιξε το φαγητό της με πλησίασε - μάλιστα - εσύ κάτι ετοιμάζεσαι να κάνεις - τι είναι - θα γίνει είπα κάποιο άλλο βράδυ όταν αυτό θα έχει τη δική του θεολογία Η Νατάλια Βασίλιεβνα [8] ποτέ δε θα χανόταν όσο έκλαιγε σκοτάδι σκοτάδι σιωπή σιωπή υποθέτω τη βαθιά σιωπή του λάρυγγα αρπαγμένος από τρελή ελπίδα αυτοπροσώπως όπου όλα συμβαίνουν βράδυ αλλά είναι η ίδια νύχτα Δώστε της ένα άνθος να το κρατεί και άπλωσα χέρι κατά την ανθοδέσμη - από πού το πήρα ; από κάποιο όνειρο ή τοπίο προφανώς προτού αποκτήσουν σχήμα - δε θα 'χουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα ώστε να μιλάμε για ηττημένους εκεί κάτω έζησα θελκτικά και μυστήρια υπήρχαν όλα και δεν υπήρχαν ατέλειωτα στιλπνοί βγαλμένοι από αιώνια φεγγάρια η αληθινή ζωή υπάρχει μόνο στη νύχτα που αποχαιρέτησα επισκέπτομαι την πόλη που από χτες έχουν κυλήσει σαράντα χρόνια κάτι θα σαλέψει στην άμμο στον ουρανό ή τα ερείπια αναρωτήθηκα αν ήταν όντως καλή ιδέα να ζητήσω βοήθεια τα υπόλοιπα θα έχουν χαθεί η βία η οργή η βροχή θα μάς πάρουν τα μεσάνυχτα όπως βλέπω μίλησα κόντρα στον περαστικό αέρα έκλεισε την πόρτα χρόνια με φαντάσματα που σβήνουν - σαν λεπτεπίλεπτο έντομο ισορροπεί στην μαύρη κόχη με τα γαμψά νύχια τινάζεται στο κάθε μονοπάτι των λέξεων γυάλινοι τοίχοι καθρεφτίζουν τα στήθη της γυμνά κι η γνώση του θανάτου θεμελιώνει ένα θαύμα μοναδικό χαμηλός τόνος φωνής που κολακεύει και δεν ησυχάζει αν δεν βρει εραστή απέναντι στ' αναρίθμητα λάθη : Η ερωμένη - απύθμενη. Δικαιοσύνη


ΤΕΛΟΣ
   

        


ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ΔΟΥΛΕΙΆ, μτφρ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου/ η λέξη τ.38, 1984 
[2] Η Ποδάργη ήταν μία από τις Άρπυιες. Από την ένωσή της με τον Ζέφυρο, έφερε στον κόσμο τον Ξάνθο και τον Βάλλιο, τα δύο άλογα του Αχιλλέα [Διαδίκτυο]
[3] Η Νάστενκα, ο Ένοικος - ο πρώτος είτε ο δεύτερος ένοικος / Λευκές Νύχτες, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι
[4] Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι, Ο αιώνιος σύζυγος : ο εραστής 
[5] Ο Όμηρος στα έργα του αναφέρει μόνο μια Άρπυια, την Ποδάργη. Ωστόσο ο Ησίοδος κάνει λόγο για άλλες τρεις: την Αελλώ, την Ωκυπέτη και την Κελαινώ / βλ. και Απολλόδωρος, Μυθολ. : Άρπυιες [Διαδίκτυο]
[6] ονόματα και τοπωνύμια της Αγίας Πετρούπολης [αναφέρονται στο Παλτό του Ν. Γκογκόλ]
[7] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή κι η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης 2010
[8] η ερωμένη / Ο αιώνιος σύζυγος ο.π.