γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Η
επιγραμματική ποίηση των μεγάλων φωνών του παρελθόντος στηρίχθηκε στο
υπονοούμενο. Σ΄εκείνο δηλαδή το αίσθημα που διαπερνά την αποσπασματική
καταγραφή και εκτείνεται στο γενικό. Με μια δυναμική ικανή να διασώσει στους
αιώνες την ανθρώπινη εντύπωση. Την αιώνια εντύπωση. Η επιγραμματοποιία,
προσηλωμένη στ΄ανθρώπινο αίσθημα θα ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο
αφήνοντας κορυφαία δείγματα του δέους και του αισθήματος με τα οποία προλογίζει
κανείς τον θάνατο και τον έρωτα. Τις πιο δημιουργικές και ανεξάντλητες πηγές
του πόνου και του οράματος.Οι μεταγενέστεροι ποιητές διατήρησαν αμείωτο το
ενδιαφέρον τους για την επιγραμματοποιία. Μετέφρασαν ό,τι διασώθηκε, ανέδειξαν
και παραδέχτηκαν για πάντα την ευστοχία με την οποία οι δημιουργοί του
παρελθόντος συνέλαβαν τις αξίες και τα δράματα.
Η νεότερη, ποιητική δημιουργία επρόκειτο
ν΄αρθρώσει νέους φθόγγους, καινούριους λαρυγγισμούς, ρυθμούς νέους που στέκουν
πια σε μια απόσταση από το συλλογικό των επιγραμμάτων. Οι εντυπώσεις
προσηλώθηκαν άλλοτε στο προσωπικό όνειρο, στη στράτευση των κοινωνικών αγώνων,
στα σκοτεινά, ψυχικά μεγέθη που ορίζουν το βίο μας, στα κλειστά δωμάτια, τον
Ελπήνοτα και άλλους ανθρώπινους κλονισμούς.
Και όμως μες σε τούτη τη δημιουργία που μιμείται
τους ανεμοδείκτες η παράδοση δεν κάμφθηκε. Τα επιγράμματα, ο ρυθμός, το αίσθημα
και η λυρική στόχευση παρέμειναν συνθετικά στοιχεία της ποίησης, στάθηκαν
παράδοση και ένας δεσμός μυστικός, υποσυνείδητος που ανταποκρίνεται περισσότερο
στα χνάρια της γλώσσας, στην ολοένα και πιστότερη αναπαράσταση του εθιμικού. Τα
επιγράμματα πια γίνηκαν εκείνες οι σκόρπιες καταφάσεις, αδέσποτα συνθήματα μες
στους αιώνες των θορύβων. Μες στους εξωφρενικούς ρυθμούς του παρόντος,
υφίστανται πάντα μυστικοί και ανθεκτικοί οι τυχαίοι και αναλλοίωτοι
επιγραμματοποιοί, κοινωνοί μιας παράδοσης που αν και στηρίζεται στην επιφάνεια
και την εντύπωση, εντούτοις αποκαλύπτουν έναν κώδικα που ανταποκρίνεται στην
άβυσσο. Κάτω απ΄τις λέξεις μας ένας Χριστός, όπως εκείνος της αβύσσου που
έλκεται απ΄το φως.
Ο Κώστας Μπούζας ανήκει λοιπόν σ΄αυτούς τους νέους
επιγραμματοποιούς. Σ΄εκείνους που αποσπούν από την ιστορία και την
καθημερινότητα την ανθρώπινη λαλιά, τις αφορμές της. Τα επιγράμματά του,
συνθήματα αδιάκοπα, οι οδηγίες μιας πίστης που αναγνωρίζουν τον άνθρωπο ως το
μόνο και ικανό είδωλο προκειμένου ν΄αποτυπωθούν μ΄ευκρίνεια τα επίκαιρα
δράματα, οι πληγές που μαίνονται. Τα γήινα δάκρυά του Μπούζα κατέχουν ακριβώς
το αίσθημα, περιγράφουν την ατμόσφαιρα μιας μελαγχολικής εποχής, ανταποκρίνοται
στα παγωμένα βλέμματα των οδοιπόρων στην οδό Φιλελλήνων του Ανδρέα Εμπειρίκου
και αλλού. Είναι γήινα, δάκρυα και λόγια από χώμα και ανθρωπιά. Πρόκειται για
αξίες σκοτωμένες, λησμονημένες φωνές ενός δρόμου που οδηγούσε κάποτε στους
ωκεανούς και την ακμή. Ο Κώστας Μπούζας είναι οδοδείκτης, είναι λυρικός και
θαρραλέος. Πολλοί θα πουν περιγράφει τα γκρεμισμένα πια θερμοκήπια, πολλοί θα
πουν πως χαράζει τρελές φιγούρες σε μια ατμόσφαιρα θολή. Και όμως πίσω απ΄τα
φώτα του θεάτρου άνθρωποι όπως ο ποιητής Κώστας Μπούζας κρατούν ακόμη την
υγεία ενός θερινού βλέμματος, την ευλογημένη εντύπωση απ΄τον κήπο των πριγκήπων
του Καρόλου Τσίζεκ. Ακόμη και αν οι θεοί κηλιδώθηκαν, ακόμη και αν εσύ Φρύνη
δεν φαντάστηκες ποτέ την κατάπτωση του έρωτα και εκείνα τα επίκαιρα
υποστυλώματα στην κορυφή των Αθηνών, υπάρχουν ακόμη ποιητές. Τα χαρακτικά, οι
πολύχρωμοι χαρταετοί που μας αφήνουν αδιάφορους και όμως κρατούν κάτι απ΄τον
πόνο και τη ρίζα μας και αναπλάθουν με την αρχαία συνταγή τις καινούριες αξίες.
Εδώ και αιώνες, στα παλιά, βυζαντινά μας σπίτια,
οι καθρέφτες που κοιτούν προς τους τοίχους, τα μάτια που απατώνται μες στον
αστικό βυθό. Σε τούτα τα μέρη το σώμα έγινε βία, η ερωτική πράξη ανάγνωση. Με
μια επαίσχυντη ομολογία ανακηρήξαμε φτωχά τ΄αλφάβητα, τους περασμένους κώδικες.
Την ιστορία, τη μνήμη, την προϊστορία. Δοσμένοι στις προκαταλήψεις μας ορίσαμε
αυθαίρετα το αληθές και το ψεύτικο. Απαιτήσαμε απ΄την τέχνη τη στράτευση στις
ιδεολογίες, τα κοινωνικά οράματα, λησμονώντας για πάντα ανθρώπους και
αισθήματα. Και όμως η επίκαιρη κρίση που θα΄ταν καλύτερα να λογιστεί ως το τέλος
μιας μακράς παρακμής φέρνει στα νερά της στέρεες φωνές, κραυγές που κρατούν το
ρυθμό και την τεχνική του ελληνικού, αστείρευτου μυθιστορήματος. Παιδιά του
Ομήρου, οι χαράκτες των νέων κεραμεικών, ποιητές γεμάτοι αγωνία. Δημιουργοί που
πονούν τις φλέβες τους με το σκοτεινό, ελληνικό φεγγάρι και αποστρέφονται για
πάντα τις μεροβίγγειες δυναστείες και τους διασώστες.
Ποιητές όπως ο Κώστας Μπούζας προβλέπουν σε μια
τέχνη δίχως κανόνες. Μια τέχνη που περιφρονεί τους κανόνες της ομορφιάς και
στηρίζεται εξολοκλήρου στο ένστικτο, το μυαλό και την παράδοση, πέρα από
κανόνες. Ίσως για αυτό ανάμεσα σ΄αυτούς τους δημιουργούς μπορεί κανείς να βρει
τη γνήσια φωνή. Η ποίηση του Μπούζα περιφρονεί τις αλυσίδες της τεχνικής,
στρατεύεται στο πλευρό του ανθρώπου μιας εποχής όπως η δική μας. Η ανταπόκρισή
μας εμπρός σε τέτοιες προτάσεις δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί. Ίσως γιατί όπως
επισημαίνει ο Πέτρος Χάρης στις «Ημέρες Οργής» κανείς δεν γνωρίζει ως πού θα
φτάσει εκείνος που σπάει τις αλυσίδες. Εκείνος που κρατά ακόμη αναλλοίωτο το
καρδιόσχημο πρόσωπό του. Η τέχνη του αφορά τις χαμένες καρδιές μας.
Κατεβάστε το βιβλίο από (εδώ)
Κατεβάστε το βιβλίο από (εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου