Στην Ήπειρο ο
χειμώνας έρχεται νωρίς, ανυπόμονος μα και τραχύς. Λες και θέλει να ταιριάξει
στην όψη με τα απόκρημνα βουνά της. Το απόγευμα της Κυριακής 27ης Οκτωβρίου
1940, ο καιρός είχε βαρύνει πολύ και ο αέρας μύριζε νοτισμένο χώμα. Με το
σούρουπο έπιασε δυνατή βροχή και το σκοτάδι της νύχτας που έπεσε νωρίς, ήρθαν
να το αυλακώσουν αστραπές απανωτές. Κι ο αντίλαλος απ’ τις βροντές ταξίδευε
ανάμεσα στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, σε κάθε ρουμάνι και λαγκαδιά.
Στα Γιάννινα,
στα γραφεία της Μεραρχίας, το κλίμα ήταν φορτισμένο. Ο Μέραρχος Υποστράτηγος
Κατσιμήτρος δεν είχε κανένα λόγο να είναι αισιόδοξος. Δύο μέρες πριν, είχε
έρθει μήνυμα από τον Συνταγματάρχη Δαβάκη, που βρισκόταν ψηλά στην Πίνδο. Στα απέναντι
φυλάκια των
συνόρων τα Ιταλικά τμήματα είχαν πάρει κιόλας επιθετική διάταξη. Αυτά τα νέα,
βέβαια, έρχονταν με τη σειρά τους να προστεθούν σε έναν σωρό από παρόμοιες
αναφορές, που έφταναν απ’ όλο το μήκος του μετώπου. Κάθονταν όλοι τους σιωπηλοί
γύρω από το τραπέζι συσκέψεων. Εκτός από τον ίδιο βρίσκονταν εκεί ο
Επιτελάρχης, ο Διευθυντής του γραφείου Επιχειρήσεων και ο Διοικητής Πυροβολικού
της Μεραρχίας. Ο τελευταίος μόλις είχε επιστρέψει απ’ τα προκεχωρημένα φυλάκια
των συνόρων. Όσα τους είχε εκθέσει πριν από λίγη ώρα, ήρθαν να βαρύνουν ακόμη
περισσότερο το ήδη φορτισμένο κλίμα. Οι Ιταλοί είχαν παρατάξει σε επίκαιρες
θέσεις το πυροβολικό τους, έτοιμο για μάχη. Οι κινήσεις τους ήταν πυρετώδεις.
Όλα αυτά δεν άφηναν πλέον καμιά αμφιβολία. Η νύχτα τούτη έμελλε να είναι η
οριστική.
γράφει ο Κώστας Μπούζας |
Την σιωπή
έσπασε ο Μέραρχος, για να ανακοινώσει τηλεφωνικά στο Γενικό Επιτελείο Στρατού,
στην Αθήνα, το συμπέρασμα στο οποίο λίγο πριν είχαν καταλήξει: «Η προσωπική μου
γνώμη είναι πως αύριο πρωί ή μπορεί και τη νύχτα απόψε, θα έχουμε Ιταλική
επίθεση. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, σύμφωνα με τις διαταγές και τις
οδηγίες του Γενικού Επιτελείου. Μπορώ να βεβαιώσω υπευθύνως τον κύριο Αρχηγό
του Γενικού Επιτελείου, και το τονίζω ιδιαιτέρως, ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν
το Καλπάκι».
Η βροχή
συνέχιζε ασταμάτητα και σου ‘δινε την εντύπωση, πως με τις συνεχείς βροντές και
τους κεραυνούς, πάσχιζε να ετοιμάσει ένα σκηνικό όσο πιο ταιριαστό γινόταν για
την μεγάλη νύχτα που ‘χε φτάσει. Η τελευταία αναφορά που πήρε το βράδυ εκείνο ο
Μέραρχος προερχόταν απ’ το Δελβινάκι. Στην μεγάλη αρτηρία από Αργυρόκαστρο προς
Κακαβιά ακουγόταν αδιάκοπο βροντοκύλισμα. Άρματα μάχης και βαρύ πυροβολικό.
Ξεχώριζε καθαρά ο μεταλλικός ήχος απ’ τις ερπύστριες. Μετά κι απ’ αυτά τα νέα
έγειρε λίγο να ξεκουραστεί, μιας και το ‘ξερε ότι οι επόμενες ώρες θα ήταν
εξαιρετικά δύσκολες.
Στις τέσσερις
παρά τέταρτο χτύπησε το τηλέφωνο. Είναι κάποιες φορές που οι λέξεις έχουν τόσο
βάρος, κουβαλούν τέτοιο φορτίο. Η φωνή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, τους
μετέφερε την είδηση. Ο Ιταλός πρεσβευτής είχε επιδώσει πριν από λίγο
τελεσίγραφο στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, ο οποίος με την σειρά του το είχε
απορρίψει. Στις έξι η ώρα θα άρχιζε η επίθεση των Ιταλών. Λίγη ώρα αργότερα το
Επιτελείο της Μεραρχίας έφευγε βιαστικά, για να εγκατασταθεί σε σκηνές δέκα
χιλιόμετρα πιο εδώ απ’ το Καλπάκι, στην Βρύση του Πασά. Η εκστρατεία άρχιζε.
Η νύχτα ήταν
άγρια. Η βροχή με αμείωτη ένταση, λες και ζητούσε να πνίξει την γη. Οι βροντές
συνέχιζαν να συνταράσσουν το στερέωμα. Και τα τμήματα προκάλυψης, εκεί ψηλά στα
σύνορα, να πασχίζουν μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά κάτι ν’ αφουγκραστούν, κάτι
να διακρίνουν τις στιγμές που το πηχτό σκοτάδι κομματιαζόταν απ’ την λάμψη
κάποιου κεραυνού. Και ξαφνικά διαπέρασε όλα τα φυλάκια με μιας, σαν ένα από τ’
αστροπελέκια που ‘πεφταν, ο συναγερμός. Κι απ’ τις σκοπιές στριγκιά η φωνή: Στα
όπλα. Και καλπασμοί πλατάγιασαν και οι κραυγές σαν σπαθιά σκίσαν τη νύχτα:
Πόλεμος. Στα όπλα.
Δεν πέρασε
πολλή ώρα και μέσα στο άγριο μπουμπουνητό άρχισαν να ξεχωρίζουν κάποιες βροντές
πιο δυνατές, πιο κοντινές, που έκαναν τη γη να τρανταχτεί ξαφνιασμένη. Λάμψεις
σκόρπιες εδώ και εκεί σκίζαν το σκοτάδι. Ήταν οι πρώτες οβίδες. Ο πόλεμος είχε
αρχίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου