Την τελευταία πενταετία, όταν η οικονομική
κρίση που εκδηλώθηκε το 2008 και βαθμηδόν ξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, τόσο μια
μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου, όσο και ορισμένοι Οικονομολόγοι άρχισαν να
προβληματίζονται κατά πόσο η επίσημη καθιέρωση ως ενιαίας νομισματικής μονάδας,
του Ευρώ, που άρχισε την κυκλοφορία του στη χώρα μας από 1.1.2002, ήταν
επωφελής για τα δώδεκα τότε ευρωπαϊκά μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Αλλά και μέχρι σήμερα, κατά διαστήματα, δεν έπαυσαν οι προβληματισμοί.
Φυσικά, δεν επικρατεί ο προ 15ετίας ενθουσιασμός υπέρ του Ευρώ, αλλά, εν πάση περιπτώσει, η πλειονότητα αυτών που εκθέτουν τις απόψεις τους υποστηρίζουν ότι το ευρώ καλώς καθιερώθηκε και πρέπει να περιφρουρηθεί η απρόσκοπτη ορθολογική κυκλοφορία του.
Ανατρέχοντες στις δημοσιονομικές αλλαγές που μεσολάβησαν μέχρι την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στη Μητέρα-Πατρίδα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ύστερα από 638 χρόνων σκλαβιάς, θα εντοπίσουμε τις ανάλογες νομισματικές διαφοροποιήσεις, που έγιναν επί του προκειμένου. Ετσι, σε γενικές γραμμές θα περιοριστούμε στη χρονική περίοδο από το 1900 μέχρι σήμερα, που από το 2002 είμαστε στο ευρώ, όπου είχαμε τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις, λόγω της εναλλασσόμενης ξένης κατοχής.
α) Επί τουρκικής κατοχής, η οποία άρχισε από το 1522 και τερματίστηκε το Μάιο του 1912, κυκλοφορούσε στα Δωδεκάνησα τα πρώτα 12,5 χρόνια του 20ού αιώνα ως επίσημο νόμισμα η τούρκικη λίρα, χρυσή ή χάρτινη, σε μεταλλικά και χαρτονομίσματα αντίστοιχα.
Στην πραγματικότητα, όμως και ειδικότερα στις επίσημες Υπηρεσίες και στο εμπόριο, σαν νομισματική μονάδα χρησιμοποιούνταν η χρυσή λίρα και το χρυσό γρόσι, ως υποδιαίρεση αυτής.
Εκατό γρόσια ισοδυναμούσαν προς μία χρυσή λίρα, που περιείχε 6,615 γραμμάρια καθαρού χρυσού. Το, δε, γρόσι ισοδυναμούσε προς 40 παράδες. Να σημειωθεί, ότι το 1900 τουλάχιστον, και σε μικρότερη κλίμακα μέχρι τον Οκτώβριο του 1923, όταν ανακηρύχθηκε το δημοκρατικό καθεστώς στην Τουρκία και Πρόεδρος εκλέκτηκε ο Μουσταφά Κεμάλ (“ο Ατατούρκ”, που σημαίνει πατέρας των Τούρκων), το ελληνικό κεφάλαιο, δηλαδή οι Έλληνες τραπεζίτες, είχανε σπουδαία δράση στον τραπεζικό κόσμο της Κωνσταντινούπολης, που ήταν η πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους. Λειτουργούσαν εκεί πέντε ελληνικές τράπεζες. Οι, δε, Έλληνες που διέμεναν στη Βασιλεύουσα το 1950, ανέρχονταν σε 105.000 περίπου. Επίσης, την ίδια χρονική περίοδο υπήρχαν 6.700 Έλληνες στην Ίμβρο και 2.000 στην Τένεδο.
Ως προαναφέρθηκε, μέχρι το 1912, χάρτινη λίρα, αλλά περισσότερο η χρυσή, ήσαν το συναλλακτικό μέσο στην οικονομική ζωή της Δωδεκανήσου, όπως γινόταν και στις συναλλαγές στην Τουρκία. Επί του προκειμένου, έρχονται στη μνήμη μου τα λόγια του μακαρίτη πατέρα μου Γιάννη, ο οποίος μου είχε διηγηθεί, πως στη δεύτερη πενταετία του 1890, στα Μούγλα της Μικράς Ασίας, όπου είχε πάει κι αυτός νέος να εργαστεί, όπως συνηθιζόταν από τους Δωδεκανησίους επί Τουρκοκρατίας, ήταν εγκατεστημένος ο Λίνδιος Γεώργιος Π. Ιωαννίδης, που ασχολούταν με το εμπόριο του βαμβακιού. Στην πόλη αυτή, προ της ανταλλαγής των πληθυσμών (1923), κατοικούσαν 3.000 περίπου Έλληνες, επί συνολικού πληθυσμού 20.000 κατοίκων.
Ο Γ. Ιωαννίδης στις συναλλαγές του χρησιμοποιούσε τούρκικες χρυσές λίρες. Για εξοικονόμηση χρόνου, ώστε να μη μετρά κάθε φορά μία-μία τις οφειλόμενες λίρες, ο υπάλληλός του, χρησιμοποιούσε ένα από τα τρία “μετράδια” ανάλογων διαστάσεων, που είχε για κάθε περίπτωση και για τα οποία γνώριζε σε πόσες λίρες αντιστοιχούσε στο καθένα γεμάτο· κι έτσι, τακτοποιούσε έγκαιρα, χωρίς απώλεια χρόνου τις υποχρεώσεις του. Είναι αυτό, που πολυσυζητάμε σήμερα και εναγώνια αναζητούμε να εφαρμόζεται σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας, “η παραγωγικότητα”, την οποία αποτελεσματικά επιτύγχαναν με το εύστροφο πρακτικό μυαλό τους, ήδη προ πολλών χρόνων, οι Ρόδιοι επιχειρηματίες.
β) Κατά την ιταλική κατοχή, 1912-1943, οι συναλλαγές διεξάγονταν με βάση την ιταλική λιρέττα.
Κατά την πρώτη 18ετία τουλάχιστον της ιταλικής κατοχής κυκλοφορούσαν, έστω και μικρή έκταση και οι χρυσές αγγλικές, ως και οι τουρκικές λίρες. Κατά το από 1937-1939 χρονικό διάστημα, η ισοτιμία της χρυσής λίρας ανερχόταν σε 100 λιρέττες, ενώ χαμηλότερη ήταν και της τούρκικης.
Αναμφισβήτητα, πάντως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η λιρέττα ήταν, φυσικά, όχι μόνο το επίσημο, αλλά γενικά το κυρίαρχο νόμισμα στα νησιά του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Η ισοτιμία κατά το 1938, έτος ειρηνικό και με την ιταλική οικονομία αρκετά σταθεροποιημένη ήταν 1 λιρέττα=5,94 δραχμές.
γ) Κατά τη ναζιστική περίοδο, Σεπτέμβριος 1943-8 Μαΐου 1945, κατά την οποία την πολιτική διοίκηση ασκούσαν οι σύμμαχοι των Ναζιστών Ιταλοί φασίστες, επίσημο νόμισμα ήταν η ιταλική λιρέττα και μόνο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1944 οι Γερμανοί, παράλληλα με τα ιταλικά χαρτονομίσματα που προϋπηρχαν, εκτύπωσαν τοπικά, αποκλειστικά για τη Δωδεκάνησο, δικό τους πληθωρικό κατοχικό χαρτονόμισμα, στο οποίο κυριαρχούσε το κίτρινο χρώμα και είχε ως λογότυπο το ελάφι. Αυτά τα χαρτονομίσματα εκφράζονταν σε ονομαστική αξία ιταλικών λιρεττών. Μεταπελευθερωτικά είχαν μηδαμινή αξία, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ιταλικές λιρέττες, τις οποίες αναγνώρισαν οι Άγγλοι, ως κανονικό και μη πληθωρικό νόμισμα, το οποίο και επίσημα είχε την κάλυψη της Γενικής Ιταλικής Τράπεζας.
δ) Οι Άγγλοι που παρέμειναν στο Δωδεκανησιακό σύμπλεγμα από το Μάιο 1945 μέχρι 31 Μαρτίου 1947, παράλληλα με την ιταλική λιρέττα, έθεσαν σε κυκλοφορία και τη χάρτινη στρατιωτική λίρα κατοχής (Β.Μ.Α.). Να σημειωθεί ότι οι Άγγλοι ακολούθησαν, τυπικά στα νησιά μας, σε γενικές γραμμές, το διοικητικό και φορολογικό σύστημα της φασιστικής Ιταλίας.
Επί αγγλικής διοίκησης, η επίσημη ισοτιμία της στρατιωτικής αγγλικής λίρας προς την ιταλική λιρέττα, σύμφωνα με την αρχική προκήρυξη του Αγγλου Αρχιστράτηγου Μέσης Ανατολής Paget στη Δωδεκάνησο, ακολούθησε διαφορετική πορεία εκείνης, που είχε στη Μητροπολιτική Ιταλία. Και είναι γνωστό, ότι πολλοί Ιταλοί υπήκοοι, με την ανοχή των Άγγλων, δεν έφυγαν στην Ιταλία, την Πατρίδα τους, αμέσως με την εγκατάσταση της αγγλικής διοίκησης, αλλά παρέμειναν μέχρι που ανέλαβε η Ελληνική Διοίκηση. Και επόμενο ήταν της κατηγορίας αυτοί οι Ιταλοί να συναλάσσονται κατά τη δίχρονη, περίπου, εκείνη παραμονή τους στα νησιά μας με ιταλικές λιρέττες ή και με αγγλικές στρατιωτικές χάρτινες λίρες.
Με την ανάληψη της Διοίκησης της Δωδεκανήσου από την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση άρχισαν να κυκλοφορούν οι δραχμές στα Δωδεκάνησα. Η ανταλλαγή των αγγλικών χάρτινων λιρών με τις δραχμές έγινε στην ισοτιμία 1 λίρα=400 δρχ. Και των λιρεττών, στην ισοτιμία 1 λιρέττα ιταλικού νομίσματος δύο δραχμές.
Η ανταλλαγή έκλεισε στις 12 Απριλίου 1947.
ε) Μεταπελευθερωτικά: η δραχμή
Από το Μάρτιο του 1947 που ανέλαβε η
Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση, με πρώτο Διοικητή τον Υποναύαρχο Περικλή
Ιωαννίδη, τέθηκε αμέσως στην κυκλοφορία η δραχμή, με όλες τις μετέπειτα
διακυμάνσεις που επακολούθησαν, τόσο ως πληθωριστικές, όσο και
σταθεροποιητικές.
Ως γνωστό, η δραχμή ήταν η βασική μονάδα και του αρχαίου νομισματικού συστήματος. Ηδη, από τον 7ο π.Χ. αιώνα, όταν ο Φείδωνας απόσυρε από την κυκλοφορία τους οβολούς κι έκοψε πρώτος νόμισμα, τη δραχμή, που ισοδυναμούσε προς έξι οβολούς ή ένα εκατοστό της μίας.
Στη νεότερη, όμως, Ελλάδα η δραχμή εισήχθηκε, ως νομισματική μονάδα από της 8ης Οκτωβρίου 1833, επί Βασιλείας του Όθωνα, οπότε αντικατέστησε τον αργυρούν Φοίνικα του Καποδίστρια. Τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, όσο και του δεύτερου, η δραχμή υπέστη διάφορες μεταβολές. Ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της ιταλογερμανικής κατοχής, άρχισε η βαθμιαία υποτίμησή της, εξαιτίας της συνεχούς αύξησης του κυκλοφορούντος χαρτονομίσματος, χωρίς το απαραίτητο τραπεζικό κάλυμμα, με αποτέλεσμα: κατά το τελευταίο έτος 1944, της ναζιστικής κατοχής οι συναλλαγές και για τα μικρότερης αξίας ακόμη είδη γίνονταν σε δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια.
Επίσης, θα πρέπει να αναφερθούν και οι δύο περιπέτειες της δραχμής κατά της δεκαετία του 1920. Το 1922, η Ελλάδα, λόγω του Μικρασιατικού μετώπου, είχε φθάσει στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης. Δεν απόμενε άλλη διέξοδος, παρά ο δανεισμός. Κι επειδή οι φερόμενοι ως Σύμμαχοί μας, Αγγλία και Γαλλία, αρνήθηκαν για λόγους, καθαρά πολιτικούς να μας παραχωρήσουν το αναγκαίο δάνειο, η κυβέρνηση στράφηκε προς τον εσωτερικό δανεισμό, αλλά η διαδικασία αυτή δεν είχε ανταπόκριση από τον κουρασμένο και οικονομικά εξουθενωμένο ελληνικό λαό.
Προς αντιμετώπιση της κατάστασης, ο τότε Υπουργός των Οικονομικών Πέτρος Πρωτοπαπάδης έκανε το αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο (24 Μαρτίου 1922), με τον πρωτότυπο τρόπο της διχοτόμησης των χαρτονομισμάτων. Το ένα κομμάτι με την εικόνα του πρώτου Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Γ. Σταύρου άξιζε τα μισά λεπτά και το άλλο θεωρούταν έντοκη ομολογία και καταθετόταν στην Εθνική Τράπεζα.
Ο πολιτικός και ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης, αναφερόμενος στη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων το 1922, γράφει: «Γεγονός, είναι ότι, ανεξαρτήτως διαμαρτυριών, αντιδράσεων, ενδεχομένως, δε και τινων αδυναμιών, το σχέδιον εκείνου, συνδυάζον φαντασίαν και τόλμην, όχι μόνον έσωσε την ώραν εκείνην το Μέτωπου υπό κατάρρευσιν, αλλά και παρέσχε χρόνον δια κάποιαν αντιμετώπισιν του αδιεξόδου».
Ο, δε, διαπρεπής Καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας Α. Ανδρεάδης γράφει «...ότι το μέτρον δι εν μόνον δύναται να κατηγορηθή, ότι εφηρμόσθη πολύ αργά». Αλλά και ο δικτάτορας Θεόδωρος Παγκαλος, το 1926, έκανε αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο, εξοικονομώντας από το κόψιμο του 1/4 των χαρτονομισμάτων και από τη μετατροπή των εντόκων γραμματίων της Εθνικής Άμυνας σε ομολογίες εξόφλησης μέχρι 10 ετών, περί τα 3 δισεκατομμύρια δραχμών (Γ. Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος. Τόμος Β’ σελ. 496).
• Στις 9.4.1953 επί κυβέρνησης Παπάγου και Υπουργό Συντονισμού τον Σπύρο Μαρκεζίνη έγινε η υποτίμηση της δραχμής. Επακολούθησε μιας 2ετίας κατάλληλη νοικοκυρεμένη δημοσιονομική πολιτική με αποτέλεσμα: κατά την 4ετία 1953-1956, συνέπεια της υποτίμησης, εσημειώθηκαν άμεσοι ευνοϊκοί αντίκτυποι επί της ακαθάριστης εγχώριας παραγωγής, ιδιαίτερα στους κυριότερους τομείς, τη γεωργία, τη μεταποίηση (βιομηχανία-βιοτεχνία), οι οποίοι αντιπροσώπευσαν, πλέον του 50% του συνολικού όγκου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Η ποσοστιαία αύξηση έφθασε το 43% περίπου, ο δε μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης το 7,5% (Οικονομικός ΤΑχυδρόμος, Αύγουστος 1961).
Σημείωση: Διευρύνοντας το θέμα θα μεταφέρουμε σχόλιο του ειδικού δημοσιογράφου Nicholas Wapshott, το οποίο δημοσιεύθηκε στους THE NEW YORK TIMES και αναδημοσίευσαν “ΤΑ ΝΕΑ” στις 6.2.2012, που καταδεικνύει, ότι για κάθε οικονομική κρίση θα πρέπει να εφαρμόζεται το αντίδοτο: «Πριν από 80 χρόνια (σ.σ. το 1932) η κυβέρνηση συνασπισμού του βρετανού πρωθυπουργού Μακ Ντόναλτ, αντιμετώπισε μια, σχεδόν, ταυτόσημη σειρά επιλογών με αυτές που απασχολούν τους σημερινούς ηγέτες της ευρωζώνης.
Εγκλωβισμένος σε μια παγκόσμια ύφεση και αναγκασμένος να υποστηρίζει ένα προβληματικό παγκόσμιο νόμισμα-τη στερλίνα-επέμενε σε αυτό, που έγινε γνωστό ως η Άποψη Λογιστηρίου: ένα πρόγραμμα άγριας περικοπής δημόσιων δαπανών, με την πεποίθηση, ότι η αγορά θα αποκαθιστούσε τελικά την οικονομική ανάπτυξη. Η πολιτική του δεν έφερε αποτελέσματα και το κληροδότημά της ήταν μια χαμένη γενιά.
«Κορυφαίος, μεταξύ των επικριτών της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ο Οικονομολόγος Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος, εκτός των άλλων, πρότεινε έναν επαναστατικό τρόπο για την αναζωογόνηση της αδύναμης βρετανικής οικονομίας. Υποστήριξε, ότι η Τράπεζα της Αγγλίας έπρεπε να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να δανείζονται φθηνά και ότι η φορολογία θα έπρεπε να μειωθεί κατακόρυφα και να δοθεί ώθηση στην κατανάλωση τοπικών βρετανικών αγαθών, προκειμένου να αυξηθεί η απασχόλη στη Βρετανία...».
• Στην 1η Μαΐου 1954 προς διευκόλυνση των συναλλαγών έγινε η περικοπή των τελευταίων τριών μηδενικών από τους αριθμούς, που έδειχναν τις νομισματικές αξίες. Ετσι, οι 1.000 δραχμές έγιναν 1 δραχμή, οι 10.000 δρχ. 10 κ.ο.κ. Το, δε, δολλάριο από 30.000 σε 30 και το ίδιο ακολουθήθηκε και για την αξία σε δραχμές της αγγλικής λίρας, καθώς και των λοιπών ξένων νομισμάτων.
Η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής δραχμής σε ευρώ καθορίστηκε και ισχύει μέχρι σήμερα 1 ευρώ 340,750 δρχ. Τούτο σημαίνει, ότι έχει καθοριστεί αμετάκλητα και η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής με τα άλλα ένδεκα νομίσματα της Ευρωζώνης.
Για να μετατρέψουμε ένα ποσό από δραχμές σε ευρώ, το διαιρούμε απλά δια της τιμής μετατροπής: δηλαδή, η τιμή σε €: τιμή σε δραχμές δια 340,750.
Για να μετατρέψουμε ένα ποσό από ευρώ σε δραχμές πολλαπλασιάζουμε με την τιμή μετατροπής (Eurobank. Ευρώ, το νέο μας νόμισμα).
Το ευρώ κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης
Η καθιέρωση κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος άρχισε να συζητείται ήδη από τα τέλη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι εμπνευστές του εγχειρήματος αυτού, του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, ανέφεραν πως θα συντελούσε, ώστε να γίνουν στενότεροι οι δεσμοί των λαών που θα συγκροτούσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι, πέραν των μεμονωμένων διακηρύξεων με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφτηκε επίσημα στις 7 Φεβρουαρίου 1992, καθορίστηκε η ακόλουθη διαδικασία: «Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα υλοποιηθεί κατά στάδια, έτσι ώστε τα κράτη-μέλη να μπορέσουν να προσαρμόσουν προοδευτικά την πολιτική τους στις απαιτήσεις της.
Οταν ολοκληρωθεί η διαδικασία που θα οδηγήσει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η Κοινότητα θα διαθέτει ενιαίο νόμισμα, το ECU, ενιαία νομισματική πολιτική, την οποία θα ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με πλήρη ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία και με πρώτο στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στην Κοινότητα».
Η καθιέρωση κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος άρχισε να συζητείται ήδη από τα τέλη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι εμπνευστές του εγχειρήματος αυτού, του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, ανέφεραν πως θα συντελούσε, ώστε να γίνουν στενότεροι οι δεσμοί των λαών που θα συγκροτούσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι, πέραν των μεμονωμένων διακηρύξεων με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφτηκε επίσημα στις 7 Φεβρουαρίου 1992, καθορίστηκε η ακόλουθη διαδικασία: «Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα υλοποιηθεί κατά στάδια, έτσι ώστε τα κράτη-μέλη να μπορέσουν να προσαρμόσουν προοδευτικά την πολιτική τους στις απαιτήσεις της.
Οταν ολοκληρωθεί η διαδικασία που θα οδηγήσει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η Κοινότητα θα διαθέτει ενιαίο νόμισμα, το ECU, ενιαία νομισματική πολιτική, την οποία θα ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με πλήρη ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία και με πρώτο στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στην Κοινότητα».
Ωστόσο, πέραν από τα προαναφερθέντα οφέλη από την εισαγωγή του ευρώ και στη χώρα μας, εκ της συμμετοχής μας στη Νομισματική Ένωση, πρέπει απαραίτητα να κατανοήσουμε, ότι από μόνη της η ένταξή μας δεν δίνει την αυτόματη λύση των οικονομικών μας προβλημάτων, ιδιαίτερα του μεγάλου θέματος της ανταγωνιστικότητας, γεγονός που αντανακλάται στην υψηλή ανεργία, που σήμερα ευρίσκεται στο 25%, όσο και στο υπέρογκο εμπορικό έλλειμμα.
Παραφραστικά θα λέγαμε: «Συν ευρώ και χείρα κίνει».
"Πηγή : rodiaki.gr"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου