Η δίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, μια «δίκη ρήξης»
Από το βιβλίο του
Jacques Vergès, “De la stratégie judicaire”, Éditions de Minuit (1968,1981)*
(για τη μεταφορά: Καπυμπάρα)
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΙΣΤ΄
Η κατηγορούσα αρχή σπανιότατα παίρνει την πρωτοβουλία μιας δίκης ρήξης. Εκ
φύσεως είναι συντηρητική. Όμως μπορεί, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να υψώσει τη
δική της φωνή σ’ εκείνους που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη: τότε η δίκη
αναποδογυρίζει. Τί παράδοξη κατάσταση, όπου ο κατηγορούμενος απαιτεί το σεβασμό
του νόμου, όπου η κατηγορούσα αρχή ανοιχτά τον αρνείται.
Πρώτη δίκη της σύγχρονης εποχής στάθηκε η δίκη του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Σε
συνεδρία της, την ημέρα της νίκης του Βαλμύ (1792), η Συμβατική Συνέλευση
ανακήρυξε της Δημοκρατία. Τί θα απογινόταν ο έκπτωτος βασιλέας; Το πρόβλημα
υπερέβαινε την προσωπικότητά του, είχε προαχθεί στον επικίνδυνο ρόλο του
συμβόλου. Για την μετριοπαθή πλειοψηφία της Κυβέρνησης και της Συμβατικής, ένα
εξτρεμιστικό μέτρο μπορούσε να οδηγήσει στην επικίνδυνη περιπέτεια τόσο του
εξωτερικού, όσο και του εμφυλίου πολέμου. Για τη μειοψηφία, συγκεντρωμένη γύρω
από τον Ροβεσπιέρο, απελευθέρωνε την Επανάσταση από ό,τι την συνέδεε με το
παρελθόν, την υποχρέωνε να συνεχίσει την πορεία της έως το τέλος. Και από τις
δύο πλευρές η ανάλυση ήταν η ίδια, όμως οι προσδοκίες αντίθετες. Το πεδίο της
«μονομαχίας» ήταν η δίκη του βασιλέα.
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄
Άρχισε με την κεφαλαιώδη διαδικαστική σύγκρουση. Ο βουλευτής της Βανδέας
(περιοχής που πλειοψηφούσαν οι βασιλόφρονες) υπερασπίστηκε το απαραβίαστο του
προσώπου του βασιλέα και τη δικονομική μη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης, με
ένα αυθόρμητο χιούμορ μιας απόλυτης δικανικής λογικής:
«Για να μπορέσουμε να δικάσουμε τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, έπρεπε να υπάρχει
θετικός προϋπάρχων νόμος που να μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του Όμως
αυτός ο νόμος δεν υπάρχει. Ο ποινικός κώδικας δεν περιέχει καμμία διάταξη, η
οποία να μπορεί να εφαρμοστεί στον Λουδοβίκο. Έως τότε που διέπραξε τις
εγκληματικές πράξεις υπήρχε ένας θετικός νόμος που τον ευνοούσε, αναφέρομαι στο
Σύνταγμα».
Όμως το Σύνταγμα δεν διακήρυσσε το απαραβίαστο, παρά μόνο για τις πράξεις
που αφορούσαν κυρίως το θεσμό της Βασιλείας, και ο βασιλέας μπορούσε να έχει
διαπράξει εγκλήματα ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως πρώτου δημοσίου
λειτουργού. Αναμφιβόλως, παραδεχόταν ο Μορισσόν, «όμως ο κυρίαρχος λαός έχει
προσδιορίσει την ποινή που μπορεί να επιβληθεί, και αυτή η ποινή είναι μόνο η
έκπτωση από το αξίωμά του».
Εισηγητής της νομοθετικής επιτροπής, ο Μαιλ απέρριπτε αυτή την
επιχειρηματολογία με περισσότερη επινοητικότητα παρά με ορθότητα σκέψης. «Το
απαραβίαστο», ισχυριζόταν, ήταν συνδεδεμένο με τη λειτουργία του Συντάγματος.
Αφού αυτό καταργήθηκε, το απαραβίαστο εξαφανιζόταν. «Το έθνος είχε ανακτήσει
τα δικαιώματά του» και ο Λουδοβίκος, καθώς έγινε πάλι απλός πολίτης, δεν μπορούσε
να του αντιπαραθέσει ένα ακυρωμένο Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, ο Μαιλ υποστήριξε,
παραδόξως, ότι ο πολίτης Καπέ (παρωνύμιο του Ούγου, πρώτου βασιλέα της τρίτης
«φυλής») δεν ανήκε στην αρμοδιότητα των κανονικών δικαστηρίων αλλά της
Συμβατικής, που συνεδρίαζε ως Ανώτατο Δικαστήριο «επειδή το συνταγματικό του
απαραβίαστο μπορούσε να εκλείψει μόνο ενώπιον ολόκληρου του έθνους»,
εκπροσωπούμενου από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Κατέληγε προτείνοντας τη
σύσταση μιας ανακριτικής επιτροπής, της οποίας τα συμπεράσματα θα
κοινοποιούνταν στον Λουδοβίκο, που εκπροσωπείτο από δικηγόρους της επιλογής
του.
Τότε ο Σαιν-Ζυστ [ο στενότερος συνεργάτης του Ροβεσπιέρου, των Ορεινών
δηλαδή της ΑριστεράςΣ.τ.Μ.] έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο βήμα.
Αποφάνθηκε ταυτόχρονα κατά των δύο προηγούμενων θέσεων:
«Η άποψη του Μορισσόν, που διατηρεί το απαραβίαστο, και η γνώμη της
Επιτροπής, που θέλει να δικαστεί ως απλός πολίτης, είναι το ίδιο εσφαλμένες.
Εγώ λέω ότι ο βασιλέας πρέπει να δικαστεί ως εχθρός».
Ο Σαιν-Ζυστ
Για να αντικρούσει τον Μορισσόν, ο Σαιν-Ζυστ δεν τοποθετείται στο ίδιο
πεδίο με αυτόν, δηλαδή στο πεδίο του Αστικού Κώδικα, αλλά στο πεδίο όπου δύο
κόσμοι συγκρούονται: «Καθήκον μας είναι λιγότερο να τον κρίνουμε και
περισσότερο να τον καταδικάσουμε. Οι μορφές της διαδικασίας δεν υπάρχουν στον
Αστικό Κώδικα, αλλά στον Κώδικα των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων… Κάποτε θα
εκπλήσσονται ότι στο 18ο αιώνα ήμασταν λιγότερο προχωρημένοι
από ό,τι στον καιρό του Καίσαρα. Ο τύραννος θυσιάστηκε παρούσης της Συγκλήτου,
χωρίς άλλες διατυπώσεις εκτός από είκοσι δύο μαχαιριές, χωρίς άλλο νόμο εκτός
από την ελευθερία των Ρωμαίων. Και σήμερα κάνουμε ευσεβάστως τη δίκη ενός
ανθρώπου, δολοφόνου ενός λαού που συνελήφθη επ’ αυτοφόρω, με τα χέρια του
βουτηγμένα στο αίμα! Αυτοί που προσδίδουν κάποια σημασία στη «δίκαιη» τιμωρία
ενός βασιλέα δεν μπορούν να θεμελιώσουν μια Δημοκρατία».
Μέμφεται με την ίδια βιαιότητα τη Νομοθετική Επιτροπή ότι αποπροσανατολίζεται,
μπερδεμένη στις δικανικές λεπτομέρειες, την ίδια κατηγορία που βαραίνει το
βασιλέα:
«Να δικαστεί ένας βασιλέας ως απλός πολίτης! Αυτό θα καταπλήξει τους
αμερόληπτους απογόνους μας. Δίκη λέγεται η εφαρμογή του Νόμου. Ένας νόμος είναι
μία σχέση δικαιοσύνης. Τί σχέση δικαιοσύνης μπορεί να υπάρχει όμως μεταξύ της
ανθρωπότητας και των βασιλέων; Υπάρχουν γενναιόφρονες ψυχές που σε
άλλες εποχές θα έλεγαν ότι η δίκη ενός βασιλέα δεν πρέπει να διεξαχθεί σχετικά
με τα εγκλήματα της διοίκησής του αλλά για το μόνο έγκλημά του, ότι ήταν
βασιλέας. Δεν μπορεί οιοσδήποτε να βασιλεύσει εν πλήρει αθωότητι».
Και ο Σαιν-Ζυστ μέμφεται όλους τους ρήτορες ότι έθεσαν το πρόβλημα της
δίκης με όρους συναίνεσης και όχι ρήξης: «Για μένα δεν υπάρχει μέσος όρος:
αυτός ο άνθρωπος πρέπει να βασιλέψει ή να πεθάνει».
«Η βαναυσότητα αυτής της ιδέας, η κλασικά πομπώδης μορφή του λόγου, η
στομφώδης σκληρότητα», γράφει ο ιστορικός του 19ου αιώνα
Μισελέ, «ξεσήκωσε τους παριστάμενους. Ένιωσαν το χέρι ενός αφέντη». Ο
Σαιν-Ζυστ είχε δώσει τον τόνο.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Ροβεσπιέρος παρενέβη προς την ίδια κατεύθυνση,
για να εμποδίσει τη δίκη να πελαγοδρομήσει:
«Ο βασιλέας δεν είναι κατηγορούμενος. Εσείς δεν είσθε δικαστές. Δεν
έχετε να διατυπώσετε μια ετυμηγορία υπέρ ή κατά ενός ανθρώπου, αλλά να λάβετε
ένα μέτρο εθνικής σωτηρίας. Ο Λουδοβίκος υπήρξε βασιλέας, τώρα έχει θεμελιωθεί
η Δημοκρατία. Το «περίφημο» ζήτημα που σας απασχολεί ρυθμίζεται με αυτές μόνο
τις λέξεις… Το δικαίωμα της τιμωρίας του τυράννου και το δικαίωμα της
εκθρόνισης είναι το ίδιο πράγμα, το ένα δεν εμπεριέχει άλλες μορφές από το άλλο».
Και η κατακλείδα: «Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει, για να ζήσει η
Πατρίδα».
Ο Ροβεσπιέρος
Με την ευκαιρία της δικαστικής διαμάχης, ο Σαιν-Ζυστ και ο Ροβεσπιέρος
είχαν εκφωνήσει το πραγματικό κατηγορητήριο. Τί θα έκανε η υπεράσπιση; Ο
βασιλέας θα αντιπαρέθετε την αντίληψη της ελέω Θεού βασιλείας (στην οποία
πίστευε ακράδαντα)στο δημοκρατικό ιδεώδες; Θα αντιπαρέθετε τις θρησκευτικές του
πεποιθήσεις στην πολιτική των μελών της Συμβατικής; Θα απαιτούσε απλώς το
σεβασμό του Νόμου; Θα διέκοπτε το διάλογο και θα απηύθυνε έκκληση στο λαό, όπως
ο Κάρολος Α΄; Τίποτα από όλα αυτά. Αντικρίζοντας μια κατηγορία ρήξης, ο
έκπτωτος βασιλέας υιοθέτησε μια νομοταγή υπεράσπιση. Αποκήρυξε τους εμιγκρέδες
αδερφούς του, ισχυρίστηκε ότι δεν αναγνώριζε τις ιδιόχειρες σημειώσεις, τη
σφραγίδα, την υπογραφή του, κρύφτηκε ασυστόλως πίσω από την υπευθυνότητα των
υπουργών του, επικαλέστηκε ότι «ήταν ικανοποιημένος που έδινε χρήματα σε
όσους είχαν ανάγκη», όταν ο Μπαρέρ, μέλος της Συμβατικής, του υπενθύμισε τα
εκατομμύρια φράγκα που σκόρπισε «αγοράζοντας συνειδήσεις». Ο ακόλουθος διάλογος
συνοψίζει αυτή την εξευτελιστική υπεράσπιση:
«Λουδοβίκε, ο γαλλικός λαός σας κατηγορεί ότι είστε η αιτία που χύθηκε
το αίμα των Γάλλων. Τί έχετε να απαντήσετε;»
-«Όχι κύριε, δεν είμαι εγώ που το έκανα!»
Ύστερα από αυτό αγόρευσε ο συνήγορός του ντε Σεζ. «Επιδέξιος και
περιπαθής», γράφει ο ιστορικός του 20ου αιώνα Πιέρ
Γκαζότ, «η αγόρευσή του θα είχε πείσει ένα συνηθισμένο δικαστήριο», αυτή
είναι όμως η πιο βαριά μομφή που θα μπορούσε κανείς να του απευθύνει. Η δίκη
ήταν χαμένη εκ των προτέρων.
Οι Γιρονδίνοι αποπειράθηκαν έναν τελευταίο αντιπερισπασμό, την προσφυγή στο
λαό. Όμως την έκαναν εν πλήρει συγχύσει. Για ορισμένους η ετυμηγορία έπρεπε να
επικυρωθεί από τις Πρωτοβάθμιες Συνελεύσεις, για άλλους η Συμβατική δεν έπρεπε
να εκφέρει γνώμη ως προς την ενοχή ή όχι του βασιλέα, αφήνοντας στις Συνελεύσεις
την ευθύνη να προσδιορίσουν την ποινή. Οι μετριοπαθείς ήγειραν το επιχείρημα
του εξωτερικού κινδύνου. Ακριβώς, όμως, επικαλούμενοι την ανάγκη προάσπισης της
πατρίδας και των κατακτήσεων της Επανάστασης, οι Ορεινοί παρέσυραν όσους
δίσταζαν: «Η νίκη θα αποφασίσει αν είστε στασιαστές ή ευεργέτες της
ανθρωπότητας», κραύγασε ο Ροβεσπιέρος.
Η επί του ακροατηρίου ψηφοφορία άρχισε στις 15 Ιανουαρίου. Η πρώτη ερώτηση
αναφερόταν στην ενοχή: «Ο Λουδοβίκος Καπέ, τέως βασιλέας των Γάλλων, είναι
ένοχος συνωμοσίας κατά της ελευθερίας και απόπειρας κατά της ασφάλειας του
Κράτους; Ναι ή όχι;». Υπήρξαν 691 ναι, κανένα όχι και 27 αποχές. Η δεύτερη
ερώτηση αναφερόταν στην προσφυγή στο λαό. Υπήρξαν 287 ψήφοι υπέρ, 424 κατά και
12 αποχές. Αυτό ήταν για τους Γιρονδίνους μια απρόσμενη ήττα. Η τελευταία
ονομαστική ψηφοφορία ως προς την ποινή άρχισε στις 16 Ιανουαρίου, στις οκτώ το
βράδυ. Παρατάθηκε καθ’ όλη τη νύχτα και τη «συννεφιασμένη μέρα» της 17ης.
Η ψηφοφορία κατά νομό άρχισε από το γράμμα y, επιλεγμένο με κληρωτίδα: 9 Γιρονδίνοι
βουλευτές στους 12, περιλαμβανομένου του ηγέτη τους Βερνώ, ψήφισαν υπέρ της
θανατικής ποινής. Η πρόταση θανατικής ποινής για τον βασιλέα επικράτησε με 387
ψήφους υπέρ, έναντι 334 κατά και 28 αποχών. Στις 19 Ιανουαρίου η αναστολή
απορρίφθηκε με 380 ψήφους, έναντι 310. Δύο μέρες αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου
1793, ο βασιλέας εκτελέστηκε στην πλατεία Κονκόρντ, κυκλωμένοι από μια
λαοθάλασσα και από ένοπλους άνδρες. «Στις 10 η ώρα και 10 λεπτά, το
κεφάλι του αποκολλήθηκε από το σώμα του και ύστερα επιδείχθηκε στο λαό.
Ταυτόχρονα ακούστηκαν από παντού ζητωκραυγές για τη Δημοκρατία».
Η εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄
Οι βασιλόφρονες ιστορικοί αρέσκονται στην αναπόληση της βαρβαρότητας του
θεάματος, σαν να μπορούσε να είναι αρεστός ένας θάνατος. Περιγράφουν τις
γυναίκες του λαού, ντυμένες με έξωμα φουστάνια, να παριστάνουν τη Μοίρα Άτροπο
στα θεωρεία της Συμβατικής, που σημάδευαν με μια βελόνα τις ψήφους υπέρ της
θανάτωσης τη νύχτα της ψηφοφορίας για την ποινή. Αποσιωπούν όμως την ελευθερία
της υπεράσπισης που είχε δοθεί στον Λουδοβίκο, την άδεια να του συμπαρασταθεί
ένας ιερέας που είχε ορκιστεί στη Δημοκρατία, να μείνει επίσης στη φυλακή του
Ταμπλ με τους υπηρέτες του και τους μαγείρους του. Ούτως ή άλλως δεν έγκειται
εκεί το πρόβλημα.
Επρόκειτο για μια πολιτική δίκη, μία από τις σοβαρότερες της Ιστορίας.
Ολόκληρη η αντίληψη της ελέω Θεού εξουσίας ήταν υπό αμφισβήτηση. Επανευρίσκουμε
στη δίκη αυτή όλα τα χαρακτηριστικά των δικών ρήξης: την αγνόηση της
προσωπικότητας του κατηγορουμένου, την καθαρή πολιτική σύγκρουση, τη βίαιη
αδιαλλαξία. Όμως η πρωτοβουλία, κατ’ εξαίρεση, ανήκει στην Κατηγορούσα Αρχή:
παρά τη θέλησή του και σαστισμένος, ο Λουδοβίκος είναι ο πρωταγωνιστής χορευτής
αυτού του χορού του θανάτου και της επίκλησης του κρατικού συμφέροντος.
_________________________________________________________________________________
Ο Jacques Vergès είναι δικηγόρος. Γεννήθηκε στην Ταϋλάνδη το 1925 από πατέρα από τη Ρεϋνιόν, νησί του Ινδικού Ωκεανού και γαλλική αποικία και Βιετναμέζα μητέρα. Υπήρξε αντιστασιακός, κομμουνιστής και στρατευμένος αντιαποικιοκράτης. Υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης σε σημαντικές πολιτικές δίκες (Κλάους Μπάρμπι, Ιμπραήμ Αμπντάλα, Κάρλος, Μιλόσεβιτς κ.ά.) Μετά την αμφιλεγόμενη στάση του να υπερασπιστεί τον ναζιστή εγκληματία πολέμου Κλάους Μπάρμπι ο Vergès ασκεί την τέχνη του να είναι ο Vergès, δηλαδή ο δικηγόρος του διαβόλου. Ο λόγος: «Οι φίλοι του Κάρλος δεν είναι αρκετά πολυάριθμοι για να είναι η κύρια δραστηριότητα ενός δικηγορικού γραφείου». Είναι συγγραφέας, μεταξύ άλλων των έργων “De la stratégie judicaire”-1968/1981, “Beauté de crime”-1988, “Je défends Barbie”-1988, “L’apartheid judiciaire”-2002 (σε συνεργασία με τον P.M. Gallois).
"Πηγή:parallhlografos.wordpress.com"