O διάλογος που είχε ο Σωκράτης και ο Γλαύκων όπου γίνεται η αφήγηση της αλληγορικής ιστορίας με το σπήλαιο του Πλάτωνα και υπάρχει στην Πολιτεία του Πλάτωνα από 514α μέχρι 521β :
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, είπα, ύστερ’ απ’ αυτά, παρομοίασε με μια εικόνα σαν κι αυτή
την ανθρώπινη φύση αναφορικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Φαντάσου δηλαδή
ανθρώπους σε υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή
προς το φως της μέρας, που το μάκρος της πιάνει πέρα πέρα όλη τη πρόσοψη της
σπηλιάς και να βρίσκονται εκεί από την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα
σκέλη και στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μην
βλέπουν παρά μόνο ό,τι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν την δυνατότητα,
εξαιτίας της αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε
αρκετή απόσταση, σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά• και
στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, δρόμος ανηφορικός και
παράλληλα μ’ αυτόν να’ ναι χτισμένος μαντρότοιχος, να, σαν τα χαμηλά
διαφράγματα που τοποθετούν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές, πάνω απ’
τα οποία δείχνουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.
ΓΛΑΥΚΩΝ: Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.
ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα με αυτόν τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο• κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.
ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.
ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα• γιατί πιστεύεις ότι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που τις σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;
ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;
ΣΩ. Και τι θα ‘χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις σκιές τους;
ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια.
ΣΩ. Λοιπόν, αν είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τι νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετέδιδε τις φωνές, κάθε φορά που κάποιος απ’ τους διερχόμενους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φαντάζονταν ότι κάτι άλλο βγάζει φωνή και όχι οι σκιές των διερχόμενων;
ΓΛ. Μα τον Δία, όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.
ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;
ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.
ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα, τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράματα σαν και τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ‘νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φως, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ‘νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ τον φως, θ’ αδυνατούσε να αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις σκιές τους• λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά – βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντάς του ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε να απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ‘ναι αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ‘χε χαμένα και θα θεωρούσε ότι βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;
ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια.
ΣΩ. Λοιπόν, κι αν τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ‘νιωθε πονόματο και δε θα προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του δείχνουν;
ΓΛ. Ναι, αυτό θα νόμιζε, είπε.
ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσ’ απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δε θα ‘ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ΄ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτό τον τρόπο; και, όταν θα ‘φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;
ΓΛ. Αποκλείεται έτσι ξαφνικά.
ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί• έτσι, θα ‘βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και τωνανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τα’ αντικείμενα αυτά καθαυτά• κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ό,τι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τέλος- τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλό του, όπως αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρίσει αυτόν καθαυτόν στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.
ΓΛ. Αυτό επιβάλλει η ανάγκη, είπε.
ΣΩ. Και κατόπι θα κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.
ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.
ΣΩ. Τί λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ‘νιωθε οίκτο για τους άλλους;
ΓΛ. Και με το παραπάνω.
ΣΩ. Και νομίζεις ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόνταν σε προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια ορισμένη στιγμή – τι λες; Θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρίσκονταν στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του:Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ‘χασε τον κλήρο του κι είναι το βιός του λίγο και να ξεπέσει σ’ οποιονδήποτε άλλη κατάσταση, παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή.
ΓΛ. Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε• θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’ εκείνο τον τρόπο.
ΣΩ. Και κάνε και την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;
ΓΛ. Σίγουρα, είπε.
ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), δε θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ΄λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ν’ ανέβει εκεί πάνω να ‘τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά• και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.
ΓΛ. Χωρίς άλλο, είπε.
ΣΩ. Λοιπόν αγαπητέ μου Γλάυκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’ αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που αντικρίζουμε με την όρασή μας• το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η ενέργεια του ήλιου• κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά και τη θέση των όσων βρίσκονται εκεί με την άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ‘χεις εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου …Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας, τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρίσουν το αγαθόν και να επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μην τους επιτρέπεται αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.
ΓΛ. Τι ακριβώς;
ΣΩ. Το να μένουν συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ ‘ εκείνο το σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.
ΓΛ. Αν καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.
ΣΩ. Φίλε μου, ξέχασες και πάλι ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πώς μια κατηγορία πολιτών θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό αυτό να τα’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και με εξαναγκασμό σε σύμπνοια• υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιήσει στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.-
ΓΛΑΥΚΩΝ: Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.
ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα με αυτόν τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο• κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.
ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.
ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα• γιατί πιστεύεις ότι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που τις σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;
ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;
ΣΩ. Και τι θα ‘χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις σκιές τους;
ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια.
ΣΩ. Λοιπόν, αν είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τι νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετέδιδε τις φωνές, κάθε φορά που κάποιος απ’ τους διερχόμενους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φαντάζονταν ότι κάτι άλλο βγάζει φωνή και όχι οι σκιές των διερχόμενων;
ΓΛ. Μα τον Δία, όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.
ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σε αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;
ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.
ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα, τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράματα σαν και τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ‘νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φως, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ‘νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ τον φως, θ’ αδυνατούσε να αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις σκιές τους• λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά – βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντάς του ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε να απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ‘ναι αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ‘χε χαμένα και θα θεωρούσε ότι βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;
ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια.
ΣΩ. Λοιπόν, κι αν τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ‘νιωθε πονόματο και δε θα προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του δείχνουν;
ΓΛ. Ναι, αυτό θα νόμιζε, είπε.
ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσ’ απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δε θα ‘ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ΄ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτό τον τρόπο; και, όταν θα ‘φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;
ΓΛ. Αποκλείεται έτσι ξαφνικά.
ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί• έτσι, θα ‘βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και τωνανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τα’ αντικείμενα αυτά καθαυτά• κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ό,τι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.
ΓΛ. Οπωσδήποτε.
ΣΩ. Και τέλος- τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλό του, όπως αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρίσει αυτόν καθαυτόν στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.
ΓΛ. Αυτό επιβάλλει η ανάγκη, είπε.
ΣΩ. Και κατόπι θα κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.
ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.
ΣΩ. Τί λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ‘νιωθε οίκτο για τους άλλους;
ΓΛ. Και με το παραπάνω.
ΣΩ. Και νομίζεις ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόνταν σε προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια ορισμένη στιγμή – τι λες; Θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρίσκονταν στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του:Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ‘χασε τον κλήρο του κι είναι το βιός του λίγο και να ξεπέσει σ’ οποιονδήποτε άλλη κατάσταση, παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή.
ΓΛ. Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε• θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’ εκείνο τον τρόπο.
ΣΩ. Και κάνε και την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;
ΓΛ. Σίγουρα, είπε.
ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), δε θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ΄λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ν’ ανέβει εκεί πάνω να ‘τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά• και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.
ΓΛ. Χωρίς άλλο, είπε.
ΣΩ. Λοιπόν αγαπητέ μου Γλάυκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’ αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που αντικρίζουμε με την όρασή μας• το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η ενέργεια του ήλιου• κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά και τη θέση των όσων βρίσκονται εκεί με την άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ‘χεις εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου …Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας, τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρίσουν το αγαθόν και να επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μην τους επιτρέπεται αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.
ΓΛ. Τι ακριβώς;
ΣΩ. Το να μένουν συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ ‘ εκείνο το σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.
ΓΛ. Αν καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.
ΣΩ. Φίλε μου, ξέχασες και πάλι ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πώς μια κατηγορία πολιτών θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό αυτό να τα’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και με εξαναγκασμό σε σύμπνοια• υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιήσει στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.-
Η Πολιτεία περιλαμβάνει
την Αλληγορία του σπηλαίου, με την οποία ο Πλάτων εξηγεί τη Θεωρία των
Ιδεών του.
Η σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, λόγω απαιδευσίας, μπορεί να αναπαρασταθεί
άψογα από τον περίφημο μύθο του σπηλαίου που διηγείται ο Πλάτωνας,
στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του.
Η σημερινή κατάσταση του ανθρώπου, λόγω απαιδευσίας, μπορεί να αναπαρασταθεί άψογα από τον περίφημο μύθο του σπηλαίου που διηγείται ο Πλάτωνας, στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του.
Ο άνθρωπος ζει σε μια ψευδαίσθηση
Σύμφωνα με τον αλληγορικό μύθο οι άνθρωποι ζούμε σαν φυλακισμένοι
μέσα στις παραισθήσεις και τις αυταπάτες μας και δεν μπορούμε να
γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί μας εμποδίζουν τα δεσμά των αισθήσεων αλλά
και τα δεσμά των εξουσιαστών, που χειραγωγούν τις αισθήσεις μαςώστε να
αντιλαμβανόμαστε μόνο την πραγματικότητα όπως την καθορίζουν εκείνοι.
Κάποια στιγμή μερικοί δεσμώτες απαλλάσσονται επιτέλους από την επιρροή των δογμάτων, χάρη στην παιδεία και τον ορθό λόγο και επιτέλους με καθαρή σκέψη μπορούν να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε αποδείξεις.
Κάποια στιγμή μερικοί δεσμώτες απαλλάσσονται επιτέλους από την επιρροή των δογμάτων, χάρη στην παιδεία και τον ορθό λόγο και επιτέλους με καθαρή σκέψη μπορούν να γνωρίσουν την αλήθεια βασιζόμενοι σε αποδείξεις.
Η ερμηνεία του μύθου από τον μεγάλο μας
φιλόσοφο
Κατά τον Πλάτωνα,
ο απελεύθερος δεσμώτης είναι ο φιλόσοφος, ο οποίος βλέπει τα ίδια τα όντα,
τις ιδέες, και όχι τα είδωλά τους. Οι αλυσοδεμένοι σύντροφοι του είναι οι
κοινοί άνθρωποι που, έχοντας εθισθεί στις απατηλές παραστάσεις των
αισθητών πραγμάτων, ζουν, χωρίς να το ξέρουν, μέσα στο ψέμα. Πάντοτε
βέβαια, για τον Πλάτωνα, υπάρχει η δυνατότητα απεμπλοκής των αλυσοδεμένων
ανθρώπων από τις πλάνες τους. Για να το πετύχουν αυτό, χρειάζεται να
αποδεσμευτούν από τις αλυσίδες τους. Αυτές συμβολίζουν τις αισθήσεις τους, που
τους υποχρεώνουν να παρατηρούν μόνο τα απατηλά είδωλα των ιδεών, των αληθινών
όντων. Αντί για τις αισθήσεις τους όμως θα πρέπει να εμπιστευτούν το νου
τους.
Ο ρόλος του Μύθου και η θέση του Φιλόσοφου στην Πολιτεία του Πλάτωνα
Η αλληγορία του
σπηλαίου είναι μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της θέσης του φιλόσοφου ως
βασιλιά στην Ιδεώδη Πολιτεία. Οι φυλακισμένοι αρχίζουν να αποδίδουν τα μη
πραγματικά σχήματα των σκιών με όρους και έννοιες, ενώ πιστεύουν ότι οι
σκιές αυτές είναι η πραγματικότητα.
Το ότι οι φυλακισμένοι, ωστόσο, μπορούν να δουν μόνο τις σκιές αυτές, δε σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος περιορίζεται μόνο μες στο σπήλαιο. Αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο, θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μες στο σπήλαιο ήταν απλά αντίγραφα των αληθινών. Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους. Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, και, προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους.
Σωκράτης : « -Και αν κανείς ήθελεν να επιχειρήσει να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους ανεβάσει, δεν θα ήσαν ικανοί να τον σκοτώσουν αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; Αφου θα θεωρούσαν ότι θέλει να τους κάνει κακό και να τους τυφλώσει ενώ αυτός θέλει να τους δείξει το μόνο αληθινό Φώς.» Γλαύκων : «-Το δίχως άλλο!». Έχουμε πολλά θλιβερά ιστορικά παραδείγματα εν προκειμένω. Ο ίδιος ο Σωκράτης είχε τραγικό τέλος, επειδή εισήγαγε καινά δαιμόνια...
Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, οι φιλόσοφοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους.
Συχνά, ο Ήλιος, που συμβολίζει το Αγαθό, ωθεί στην ερμηνεία του Μύθου του Σπηλαίου από θρησκευτικής απόψεως: χωρίς Θεό, οι άνθρωποι ζουν μες το σκοτάδι.
Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο, για ολόκληρο το έργο της Πολιτείας, εκφράζει την εμμονή στα αισθητά πράγματα, όσων μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τις αισθήσεις τους, ενώ η άνοδος στον πραγματικό κόσμο και η όραση των αληθινών Ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην κατα τον Πλάτωνα απόλυτη αλήθεια:
Το ότι οι φυλακισμένοι, ωστόσο, μπορούν να δουν μόνο τις σκιές αυτές, δε σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος περιορίζεται μόνο μες στο σπήλαιο. Αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο, θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μες στο σπήλαιο ήταν απλά αντίγραφα των αληθινών. Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους. Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, και, προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους.
Σωκράτης : « -Και αν κανείς ήθελεν να επιχειρήσει να τους λύσει από τα δεσμά τους και να τους ανεβάσει, δεν θα ήσαν ικανοί να τον σκοτώσουν αν ημπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους; Αφου θα θεωρούσαν ότι θέλει να τους κάνει κακό και να τους τυφλώσει ενώ αυτός θέλει να τους δείξει το μόνο αληθινό Φώς.» Γλαύκων : «-Το δίχως άλλο!». Έχουμε πολλά θλιβερά ιστορικά παραδείγματα εν προκειμένω. Ο ίδιος ο Σωκράτης είχε τραγικό τέλος, επειδή εισήγαγε καινά δαιμόνια...
Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, οι φιλόσοφοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους.
Συχνά, ο Ήλιος, που συμβολίζει το Αγαθό, ωθεί στην ερμηνεία του Μύθου του Σπηλαίου από θρησκευτικής απόψεως: χωρίς Θεό, οι άνθρωποι ζουν μες το σκοτάδι.
Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο, για ολόκληρο το έργο της Πολιτείας, εκφράζει την εμμονή στα αισθητά πράγματα, όσων μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τις αισθήσεις τους, ενώ η άνοδος στον πραγματικό κόσμο και η όραση των αληθινών Ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην κατα τον Πλάτωνα απόλυτη αλήθεια:
Την εναρμόνιση των
τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού.
Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όρασης αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.
Η ανάβαση στον κόσμο του φωτός συνιστά μια πορεία, η οποία ξεκινώντας από μια αρνητική γνώση, από τη γνώση "του τι δεν είναι", απολήγει στην αυτογνωσία και την κοσμογνωσία. Ο κόσμος του σπηλαίου απεικονίζει την εμμονή της ψυχής στο αισθητόν, την υπερεκτίμησή του, την παντελή κυριαρχία των αισθήσεων και του επιθυμητικού τμήματός της επί του λογιστικού. Η προσκόλληση στο γίγνεσθαι επιφέρει ψυχική σύγχυση, νόσον, ενώ η θέασις των όντων εσωτερική ισορροπία , την εναρμόνιση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού μέρους της. Για τονΠλάτωνα, το αίτημα της αυτογνωσίας είναι πρωταρχικό. Ακόμη κι αν δε βρεθεί ποτέ ο φιλόσοφος -ηγέτης που θα διοικήσει την ιδανική πολιτεία, κάθε άνθρωπος χωριστά θα πρέπει να επιδιώξει τουλάχιστον να ρυθμίσει το πολίτευμα της ψυχής του.
Η ερμηνεία της αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα στη σύγχρονη εποχή
Οι άνθρωποι, από
αρχαιότατες εποχές ως σήμερα, ζούμε φυλακισμένοι στα σώματά μας, μέσα στις
παραισθήσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες μας που
δημιουργούνται από τον εγωκεντρισμό, την επιθυμία για απόκτηση και εξουσία, τον
ατομικισμό, την αδιαφορία για τους άλλους, την προσκόλληση μόνο στις σωματικές
μας ανάγκες και σε αυτές που μας προστάζει η αυτοϊκανοποίηση του εαυτούλη μας
και την άκριτη υπακοή σε αυτό που μας παρουσιάζουν ως πραγματικό και ως την μοναδική
μας επιλογή για ζωή .
Για να γνωρίσουμε την αλήθεια, πρέπει ν’ αποτινάξουμε τα
δεσμά των αισθήσεων αλλά και τα δεσμά των ποικίλων εξουσιαστών, που
αφήνουν ν’ αντιλαμβανόμαστε μόνο τα αντίγραφα και τις απατηλές σκιές της
πραγματικότητας.
Έρχεται όμως κάποια στιγμή, που κάποιοι δεσμώτες, καταφέρνουν ν’ απαλλαγούν απ’ την επιρροή των αισθήσεων και των δογμάτων και να γνωρίσουν την αλήθεια, βασιζόμενοι στις αποδείξεις που τους παρέχει μόνο ο ορθός λόγος και η καθαρή σκέψη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι φιλόσοφοι και οι «πεπαιδευμένοι», οι μορφωμένοι, που η παιδεία τους δείχνει τον τρόπο πώς, ξεγλιστρώντας μέσα από τα ποικίλα δογματικά δίχτυα, να ξεφύγουν από τη μοίρα των δεσμωτών της σπηλιάς…
Άλλωστε ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός. Ωστόσο αυτό συμβαίνει και στη δική μας πραγματικότητα που δεδομένα καιαληθινά θεωρούνται μόνο όσα μας δείχνουν τα ΜΜΕ, όσα μάθαμε στο σχολείο, όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας όχι όμως με τον νου μας, όσες επιθυμίες απορρέουν από τις σωματικές μας ανάγκες αλλά και τις ανάγκες επιβεβαίωσης του υπέρμετρου εγώ μας με αποτέλεσμα όλα αυτά να έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο στη ψευδαίσθηση πως είναι μόνος τουκαι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι εις βάρος των άλλων και της φύσης.
Έρχεται όμως κάποια στιγμή, που κάποιοι δεσμώτες, καταφέρνουν ν’ απαλλαγούν απ’ την επιρροή των αισθήσεων και των δογμάτων και να γνωρίσουν την αλήθεια, βασιζόμενοι στις αποδείξεις που τους παρέχει μόνο ο ορθός λόγος και η καθαρή σκέψη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι φιλόσοφοι και οι «πεπαιδευμένοι», οι μορφωμένοι, που η παιδεία τους δείχνει τον τρόπο πώς, ξεγλιστρώντας μέσα από τα ποικίλα δογματικά δίχτυα, να ξεφύγουν από τη μοίρα των δεσμωτών της σπηλιάς…
Άλλωστε ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός. Ωστόσο αυτό συμβαίνει και στη δική μας πραγματικότητα που δεδομένα καιαληθινά θεωρούνται μόνο όσα μας δείχνουν τα ΜΜΕ, όσα μάθαμε στο σχολείο, όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας όχι όμως με τον νου μας, όσες επιθυμίες απορρέουν από τις σωματικές μας ανάγκες αλλά και τις ανάγκες επιβεβαίωσης του υπέρμετρου εγώ μας με αποτέλεσμα όλα αυτά να έχουν οδηγήσει τον άνθρωπο στη ψευδαίσθηση πως είναι μόνος τουκαι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι εις βάρος των άλλων και της φύσης.
Ο πυρήνας του μύθου του σπηλαίου ξαναπροτάθηκε,
σε σύγχρονη εκδοχή, στην ταινία το Matrix (1999) των αδερφών Andy και
Larry Wachowsky (Γουατσόφσκυ).
Η ταινία, ως
γνωστόν, περιγράφει ένα μέλλον στο οποίο ο κόσμος όπως τον ξέρουμε εμείς είναι
ουσιαστικά το Matrix, μιαεικονική πραγματικότητα που δημιουργήθηκε
και συντηρείται από νοήμονες μηχανές προκειμένου να κατευνάσει, υποτάξει και
εκμεταλλευτεί τον ανίδεο ανθρώπινο πληθυσμό ως πηγή ενέργειας (παραγωγής και
κατανάλωσης, θα λέγαμε).
Όπως στο μύθο του σπηλαίου, ο κόσμος του Μάτριξ (σπηλιά -ΜΗΤΡΑ -matrix) , είναι ένας κόσμος παραισθήσεων. Οι άνθρωποι ζουν και κινούνται σε αυτόν, χωρίς να υποψιάζονται την πραγματική «ψεύτικη» κατάστασή του. Η ταινία αναφέρεται δήθεν στο μέλλον, για ευνόητους λόγους, ενώ περιγράφει γλαφυρά τη σύγχρονη κατάσταση της ανθρωπότητας. Στην πρώτη ταινία της σειράς, ο ήρωας ο Neo, διαλέγει το κόκκινο χάπι που του επιτρέπει να προχωρήσει στην αφύπνιση. Ο Σκοτεινός, όπως τον αποκαλούσαν,Ηράκλειτος δηλώνει χαρακτηριστικά :
Όπως στο μύθο του σπηλαίου, ο κόσμος του Μάτριξ (σπηλιά -ΜΗΤΡΑ -matrix) , είναι ένας κόσμος παραισθήσεων. Οι άνθρωποι ζουν και κινούνται σε αυτόν, χωρίς να υποψιάζονται την πραγματική «ψεύτικη» κατάστασή του. Η ταινία αναφέρεται δήθεν στο μέλλον, για ευνόητους λόγους, ενώ περιγράφει γλαφυρά τη σύγχρονη κατάσταση της ανθρωπότητας. Στην πρώτη ταινία της σειράς, ο ήρωας ο Neo, διαλέγει το κόκκινο χάπι που του επιτρέπει να προχωρήσει στην αφύπνιση. Ο Σκοτεινός, όπως τον αποκαλούσαν,Ηράκλειτος δηλώνει χαρακτηριστικά :
« ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΣ
ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΗΤΟΥΣ. ΟΙ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟ».
Όμως δεν θέλουν όλοι οι άνθρωποι να ξεφύγουν από το Μάτριξ!.. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αντικρούσουν την φοβερή πραγματικότητα. Θέλουν σαν το Σάιφερ να ζουν στον ψεύτικο κόσμο. Όταν τους δίνουν «το κόκκινο και το μπλε χάπι», δεν επιλέγουν οι περισσότεροι το κόκκινο που θα τους οδηγήσει στο «ξύπνημα». Προτιμούν να μένουν στο όνειρο, παρά να αντιληφθούν το μέγεθος του εφιάλτη στον οποίο είναι έτσι κι αλλιώς μπλεγμένοι.
Οι παρόμοιες
ερμηνείες του Μύθου και της ταινίας Μάτριξ στη σημερινή πραγματικότητα
Δεν μπορούμε να
αναγκάσουμε κανένα να ξυπνήσει με το ζόρι. Αυτό όμως που έχουμε υποχρέωση είναι
να καταστήσουμε εμφανή και προσβάσιμη την έξοδο από το τούνελ γι' αυτούς, που
έχουν κουραστεί να ζουν στο όνειρο-εφιάλτη και η ψυχή τους είναι έτοιμη να
ανθίσει στη συνειδητότητα. Δεν είναι χρήσιμο να περιμένουμε την έλευση του
Νέου (Νήο=New) εκλεκτού για να μας σώσει από τη μηχανικότητα, γιατί μόνο ο
καθένας μπορεί, με τη δική του προσπάθεια και τη σχετική εξωτερική βοήθεια, να
γίνει o σωτήρας του εαυτού του. Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο
ζοφερά. Αυτή είναι η μία πλευρά της Σελήνης, η σκοτεινή. Υπάρχει όμως και η
άλλη που μας κάνει να είμαστε, υπό όρους, αισιόδοξοι....Είναι η πλευρά που
υπάρχει στην έξοδο του σπηλαίου....
ramnousia.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου