Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Η εφεύρεση του καπιταλισμού: Πώς οι αυτάρκεις αγρότες έγιναν μισθωτοί σκλάβοι της βιομηχανίας

“…όλοι εκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να παραμείνουν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.»
— Arthur Young,1771
Η δημοφιλής οικονομική σοφία λέει ότι ο καπιταλισμός ισούται με ελευθερία και ελεύθερες κοινωνίες, σωστά; Αν υποπτεύεστε ότι αυτή η λογική μπάζει νερά, θα σας πρότεινα ένα βιβλίο που λέγεται Η Εφεύρεση Του Καπιταλισμού (The Invention of Capitalism), που το έχει γράψει ένας οικονομικός ιστορικός, με το όνομα Μάικλ Πέρελμαν, ο οποίος έχει εξοριστεί σε ένα μικρό κολλέγιο στην επαρχιωτική Καλιφόρνια, λόγω της έλλειψης συμπάθειας του προς την ελεύθερη αγορά. Ο Πέρελμαν έχει χρησιμοποιήσει ποιοτικά το χρόνο του στην εξορία, ψάχνοντας τα έργα και την αλληλογραφία του Άνταμ Σμιθ και των συγχρόνων του για να γράψει μια ιστορία για την δημιουργία του καπιταλισμού πέρα από το επιφανειακό παραμύθι του «Πλούτου των Εθνών», κατευθείαν από την πηγή, αφήνοντας τον αναγνώστη να διαβάσει τα ίδια τα λόγια των πρώιμων καπιταλιστών, οικονομολόγων, φιλοσόφων, κληρικών και κρατικών αξιωματούχων. Και δεν είναι όμορφα.

Ένα πράγμα που καθιστούν σαφές τα ιστορικά αρχεία, είναι ότι ο Άνταμ Σμιθ και οι φίλοι του του laissez-faire ήταν κρυφο-κρατιστές, οι οποίοι χρειάζονταν σκληρές κυβερνητικές πολιτικές για να μπορέσουν να μετατρέψουν με τη βία τους Εγγλέζους αγρότες σε μια καπιταλιστική εργατική δύναμη, πρόθυμη να αποδεχθεί τη μισθωτή σκλαβιά.
Ο Φράνσις Χάτσεσον, από τον οποίον ο Άνταμ Σμιθ έμαθε τα πάντα για την αξία της φυσικής ελευθερίας, έγραψε: «είναι το μεγάλο σχέδιο των αστικών νόμων να ενδυναμώσουν με πολιτικές κυρώσεις τους πολλούς νόμους της φύσης…Η μάζα πρέπει να μάθει, και να δεσμευτεί από νόμους, για τον καλύτερο τρόπο να διεξάγει τις υποθέσεις της και να ασκεί τη μηχανική τέχνη.»
Ναι, αντίθετα με ότι μπορεί να έχετε μάθει, η μετάβαση σε μια καπιταλιστική κοινωνία δεν έγινε ούτε φυσικά ούτε ομαλά. Βλέπετε, οι Άγγλοι χωρικοί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον αγροτικό κοινοτικό τρόπο ζωής τους, να αφήσουν τη γη τους και να πάνε να δουλέψουν για μισθούς κάτω από το όριο της πείνας σε άθλια, επικίνδυνα εργοστάσια που έστηνε η καινούρια πλούσια τάξη των καπιταλιστών γαιοκτημόνων. Και για καλό λόγο. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Άνταμ Σμιθ για τους μισθούς της εποχής στη Σκωτία, ένας εργάτης εργοστασίου θα έπρεπε να δουλέψει περισσότερο από τρεις μέρες για να αγοράσει ένα ζευγάρι από βιομηχανικά φτιαγμένα παπούτσια. Αντίθετα θα μπορούσαν να φτιάξει τα δικά του παραδοσιακά παπούτσια με το δικό του δέρμα σε λίγες ώρες, και θα μπορούσε να περάσει την υπόλοιπη μέρα του πίνοντας μπύρες. Δεν είναι δύσκολη επιλογή, ε;
Αλλά για να δουλέψει ο καπιταλισμός, οι καπιταλιστές χρειάζονται μία δεξαμενή φτηνού πλεονασματικού εργατικού δυναμικού. Άρα τί πρέπει να κάνουμε; Να φωνάξουμε την Εθνική Φρουρά!
Έχοντας να αντιμετωπίσουν χωρικούς, που δεν ήθελαν να παίξουν το ρόλο του σκλάβου, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί, ηθικολόγοι, και εξέχουσες επιχειρηματικές φιγούρες άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της κυβερνητικής δράσης. Κατά τη διάρκεια των χρόνων, δημιούργησαν μια σειρά από νόμους και μέτρα, σχεδιασμένους έτσι ώστε να πιεστούν οι αγροτές έξω από το παλιό προς το καινούριο, καταστρέφοντας τα παραδοσιακά τους μέσα αυτάρκειας.
“Οι βάρβαρες πράξεις που σχετίζονται με την διαδικασία της αφαίρεσης από την πλειοψηφία του κόσμου των μέσων παραγωγής μπορεί να φαίνονται μακριά από τη φήμη του laissez-faire της κλασικής πολιτικής οικονομίας», λέει ο Πέρελμαν. «Στην πράξη, η αποστέρηση της πλειοψηφίας των μικροπαραγωγών από τα μέσα παραγωγής, και η κατασκευή του laissez-faire είναι στενά συνδεδεμένες, τόσο πολύ που ο Μαρξ, ή τουλάχιστον οι μεταφραστές του, ονομάτισαν αυτή την αλλοτρίωση των μαζών «πρωταρχική συσσώρευση«.
Ο Πέρελμαν περιγράφει τις πολλές διαφορετικές πολιτικές, μέσα από τις οποίες οι χωρικοί εκδιώχθηκαν από τη γη τους-από τη θέσπιση των νόμων που απαγόρευαν στους χωρικούς να κυνηγούν, στην καταστροφή της παραγωγικότητας με τον περιορισμό των ανθρώπων ταπεινής καταγωγής σε μικρότερα μερίδια γης-αλλά το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι εκεί που διαβάζεις τους συναδέλφους πρωτοκαπιταλιστές του Άνταμ Σμιθ να παραπονιούνται που οι αγρότες είναι τόσο ανεξάρτητοι και ζουν άνετα, ώστε δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί κανείς κανονικά, και προσπαθούν να βρουν τρόπους, για να τους εξαναγκάσουν να αποδεχτούν τη ζωή της μισθωτής σκλαβιάς.
Αυτό το φυλλάδιο της εποχής δείχνει τη γενικότερη στάση απέναντι στους επιτυχημένους, αυτάρκεις αγρότες της επαρχίας:
Η απόκτηση μίας ή δύο αγελάδων, με ένα γουρούνι, και λίγες χήνες, φυσικά εξυψώνει τον χωρικό….Σουλατσάροντας πίσω από τα γελάδια του, αποκτά τη συνήθεια της νωχελικότητας. Ένα τέταρτο, μισή και σε περιπτώσεις ολόκληρες μέρες χάνονται ανεπαίσθητα. Η εργασία γίνεται αηδιαστική, η αποστροφή μεγαλώνει με την ανοχή. Και επιπρόσθετα η πώληση ενός μη απογαλακτισμένου μοσχαριού, ή γουρουνιού, παρέχει τα μέσα για πρόσθετη τεμπελιά.
Ενώ ένα άλλο φυλλάδιο έγραφε:
Ούτε εγώ μπορώ να συλλάβω μια μεγαλύτερη κατάρα για ένα σώμα ανθρώπων, από το να ριχτούν σε ένα μέρος γης, όπου τα μέσα παραγωγής για συντήρηση και διατροφή, είναι σε μεγάλο βαθμό, αυθόρμητα, και το κλίμα απαιτεί μικρή φροντίδα για ένδυση ή κάλυψη.
Ο Τζον Μπέλερς, ένας Κουακέρος «φιλάνθρωπος» και οικονομικός διανοητής είδε τους ανεξάρτητους χωρικούς σαν ένα εμπόδιο στο σχέδιο του να εξαναγκάσει τους φτωχούς ανθρώπους σε εργοστάσια-φυλακές, όπου θα ζούσαν, θα δούλευαν και θα παρήγαγαν ένα κέρδος της τάξης του 45% για τους αριστοκράτες ιδιοκτήτες:
“Τα Δάση μας και τα Κοινά μας Αγαθά (μετατρέποντας τους Φτωχούς που πέφτουν πάνω τους σε Ινδιάνους) είναι ένα εμπόδιο στη Βιομηχανία, και τρέφουν την Τεμπελιά και την Αυθάδεια.»
Ο Ντάνιελ Ντεφόε, ο συγγραφέας και έμπορος, σημείωσε ότι στα Σκωτικά Υψίπεδα «οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά καλά εξοπλισμένοι με προμήθειες…το κρέας ελαφιού υπερβολικά άφθονο, και όλες τις εποχές, νεαρό ή παλιό, το οποίο σκότωναν με τα όπλα όπου το έβρισκαν.»
Για τον Τόμας Πέναντ, ένα βοτανολόγο, αυτή η αυτάρκεια είχε καταστρέψει έναν κατά τα άλλα απολύτως καλό αγροτικό πληθυσμό:
“Οι τρόποι αυτών των ντόπιων μπορούν να περιγραφούν ως εξής:  νωχελικοί σε μεγάλο βαθμό, εκτός από την περίπτωση που ξεσηκώνονται για πόλεμο, ή άλλη ζωογονητική διασκέδαση.»
Αν το να έχεις γεμάτη κοιλιά και παραγωγική γη ήταν το πρόβλημα, τότε η λύση για να στρώσουν αυτοί οι άχρηστοι τεμπέληδες ήταν προφανής: διώξτε τους από τη γη τους και αφήστε τους να πεινάσουν.
Ο Άρθουρ Γιανγκ,ένας δημοφιλής συγγραφέας και οικονομικός διανοητής, που τον σεβόταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, έγραφε το 1771: «όλοι παρεκτός από τους χαζούς γνωρίζουν ότι οι κατώτερες τάξεις πρέπει να κρατηθούν φτωχές, αλλιώς δεν θα εκβιομηχανιστούν ποτέ.» Ο σερ Γουίλιαμ Τεμπλ, πολιτικός και αφεντικό του Τζόναθαν Σουίφτ, συμφώνησε και πρότεινε ότι το φαγητό πρέπει να φορολογηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποτραπεί η εργατική τάξη από μια ζωή «τεμπελιάς και  ακολασίας».
Ο Τεμπλ επίσης ήταν υπέρ του να μπαίνουν τετράχρονα στη δουλειά των εργοστασίων, γράφοντας ότι «με αυτόν τον τρόπο, ελπίζουμε ότι η μελλοντική γενιά θα έχει συνηθίσει τόσο πολύ στη συνεχή εργασία, έτσι ώστε θα γίνει ευχάριστη και διασκεδαστική για αυτούς». Μερικοί έβρισκαν ότι τεσσάρων χρονών ήταν ήδη πολύ μεγάλα. Σύμφωνα με τον Πέρελμαν, «Ο Τζον Λοκ, συχνά θεωρούμενος σαν φιλόσοφος της ελευθερίας, υποστήριζε την έναρξη της εργασίας στην ώριμη ηλικία των τριών». Η παιδική εργασία επίσης ενθουσίαζε τον Ντεφόε, ο οποίο αγαλλιούσε με την προοπτική ότι «παιδιά στα τέσσερα ή στα πέντε χρόνια θα μπορούσαν να κερδίζουν το ψωμί τους.» Αλλά αυτό μας βγάζει εκτός θέματος…
Χαρούμενα πρόσωπα παραγωγικότητας…
Ακόμα και ο Ντέβιντ Χιουμ, αυτός ο μεγάλος ανθρωπιστής, εξήρε την φτώχεια και την πείνα σαν θετικές εμπειρίες για τις κατώτερες τάξεις, και ακόμα κατηγορούσε ότι για την «φτώχεια» της Γαλλίας έφταιγε ο καλός της καιρός και το γόνιμο έδαφος :
“‘Παρατηρείται πάντα στα χρόνια της έλλειψης, αν δεν είναι ακραία, ότι οι φτωχοί δουλεύουν περισσότερο, και πραγματικά ζουν καλύτερα.»
Ο αιδεσιμότατος Τζόσεφ Τάουνσεντ πίστευε ότι ο περιορισμός στην τροφή ήταν η σωστή μέθοδος:
“[Άμεσος] νομικός εξαναγκασμός [στην εργασία]… αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, βία και φασαρία…ενώ η πείνα ασκεί  ειρηνική, σιωπηλή, αδιαμαρτύρητη πίεση, αλλά σαν το πιο φυσικό κίνητρο στη βιομηχανία καλεί τα πιο  δυνατά μέτρα εξώθησης…Η πείνα δαμάζει και τα πιο τρομερά ζώα, τους μαθαίνει κοσμιότητα και πολιτισμό, υπακοή και υποταγή ακόμα και τους πιο βάρβαρους, τους πιο ξεροκέφαλους, και τους πιο διεστραμμένους.»
Ο Πάτρικ Καχούν, ένας έμπορος που έστησε την πρώτη ιδιωτική «αποτρεπτική αστυνομική δύναμη» στην Αγγλία, για να αποτρέπει τους εργάτες της αποβάθρας, από το να συμπληρώνουν τους πενιχρούς μισθούς τους με κλεμμένα αγαθά, μας δίνει την πιο διαυγή εξήγηση στο πως η πείνα και η φτώχεια συνδέονται με την παραγωγικότητα και την δημιουργία πλούτου:
Η πείνα είναι εκείνη η κατάσταση και η συνθήκη στην οποία το άτομο δεν έχει αποθηκευμένο πλεόνασμα εργασίας, ή με άλλα λόγια, δεν έχει ιδιοκτησία ή μέσα συντήρησης, αλλά μόνο το παραγόμενο προϊόν που αποδίδει συνεχώς η βιομηχανία στα διάφορα επαγγέλματα της κοινωνίας. Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας, χωρίς το οποίο έθνη και κοινωνίες δεν θα υπήρχαν σε πολιτισμένη κατάσταση. Είναι ο κλήρος του ανθρώπου. Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο.
Η περίληψη του Καχούν είναι τόσο ακριβής, που πρέπει να επαναληφθεί. Γιατί ότι ήταν αληθινό για τους Εγγλέζους χωρικούς είναι ακόμα αλήθεια για εμάς:
“Η πείνα είναι λοιπόν ένα σημαντικό και αναπόσπαστο συστατικό της κοινωνίας…Είναι η πηγή του πλούτου, αφού χωρίς τη φτώχεια, δεν θα υπήρχε εργασία: δεν θα υπήρχαν πλούτη, λεπτότητα, άνεση, και κανένα κέρδος για αυτούς που κατέχουν πλούτο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου