Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Η συλλογική αυταπάτη πως οι Δημόσιοι Υπαλ. πληρώνουν απο κρατήσεις (πραγματικά χρήματα) στο κράτος.





Το έχω!


Βρήκα τη λύση στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος: Δέχομαι, μόνος μου, εγώ προσωπικά, να προσληφθώ στο δημόσιο, με μισθό €7.000.000.700 το μήνα, και να πληρώνω φόρους €7 δισ. το μήνα. Το κράτος ας με φορολογεί στην πηγή, και ας τα κρατάει απευθείας πριν μου αποδώσει το καθαρό ποσόν του μισθού μου. Θυσία να γίνει, δε πειράζει…
Καθώς τα έξοδα του Ελληνικού Κράτους είναι κατά τι λιγότερα, θα περισσεύει €1 δισ. το μήνα, κιμπάρικο, για επενδύσεις και επέκταση του κοινωνικού κράτους από τους φόρους μου και μόνο. Όλα αυτά με τους δικούς μου φόρους και μόνον.
Οι άλλοι Έλληνες δεν θα χρειάζεται να ξαναπληρώσουν φόρο για τίποτε! Κανένας! Μόνος εγώ θα σηκώσω στους ώμους μου το Ελληνικό κράτος! Ο σύγχρονος Άτλαντας!
Από τους φόρους μου το κράτος θα εισπράττει €84 δισ. το χρόνο, και η Ελλάδα θα γίνει ξανά πλούσια! Δέχομαι επίσης να εργάζομαι για το κράτος ως τα βαθιά γεράματα. Χαλάλι σας βρε!
Βέβαια μη μου ζητάτε και να πηγαίνω και στη δουλειά κάθε μέρα, αχάριστοι! Χάρη σε μένα θα ζείτε όλοι! Μπορεί να παίρνω και τηλέφωνο στην υπηρεσία μια-δυο φορές το μήνα. Αν θέλετε, διορίστε με και γυμναστή στον Αη Στράτη. Δε με ενοχλεί καθόλου!
Όσο για την πρόσληψή μου, δε θέλω βλακείες για πτυχία και μεταπτυχιακά, και εξετάσεις ΑΣΕΠ, και τέτοια άλλα γελοία! Κάντε μου μια οκτάμηνη σύμβαση, και τα άλλα θα τα τακτοποιήσω μόνος μου.
Μέχρι τα 52 θα δουλεύω για σας. Μη φοβάστε όμως, έχω τη λύση και για μετά.



Θα βγω στη σύνταξη και μέχρι τα 125 θα πάρω σύνταξη €7.000.000.920 το μήνα. Πάλι €7 δισ. το μήνα φόρους θα πληρώνω! Θα προσεύχεστε να μη τα τινάξω…
Από το δε εφάπαξ μου, που θα είναι €700 δισ. και €150.000, προτίθεμαι να δώσω σε φόρο τα €700 δισ.! Η Ελλάδα θα γίνει υπερδύναμη. Θα μπορέσει να αγοράσει τις γειτονικές χώρες με αυτά τα λεφτά των φόρων του δικού μου εφάπαξ!
Στο κάτω-κάτω, πληρωμένο θα το έχω το εφάπαξ μου, από τις κρατήσεις μου!



Αν, και να τα τινάξω, πάλι λύση σας έχω! Θα προσλάβετε τα παιδιά μου στο κράτος, και θα τους δίνετε ίδιο μισθό με το δικό μου, και με την ίδια φορολογία. Η Ελλάδα θα γίνει υπερδύναμη χάρη σ’ εμένα και μόνον! Για πάντα…
(Προσοχή: Τα παραπάνω έχουν μόνο χιουμοριστική αξία, και μηδενική οικονομική αξία)



Με την ως άνω συλλογιστική της ΑΔΕΔΥ, πως “οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι οι μόνοι συνεπείς φορολογούμενοι” και το σκεπτικό ότι “χωρίς τους μισθούς του δημοσίου και τις συντάξεις η οικονομία θα ναυαγήσει” αναδεικνύεται η δημιουργία του “Αεικίνητου”! Αυτού ντε, που ψάχνουν οι αλχημιστές ήδη από το μεσαίωνα.
Φυσικά, τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει στο κανονικό σύμπαν. Κάθε ευρώ που πληρώνεται σε μισθούς του δημοσίου και σε συντάξεις, αφαιρείται από την παραγωγική οικονομία. Ίσως μέρος αυτού ξαναγυρνά στην παραγωγική οικονομία (όσα δεν αγοράσουν εισαγόμενα προϊόντα, ή δεν αποταμιευτούν).
Για κάθε ευρώ που πληρώνει το κράτος σε κάποιον χωρίς να παράγει, κάποιος άλλος εργάζεται και το παράγει χωρίς να το πληρωθεί, πλην αν το κράτος το τυπώνει εκ του μηδενός.
Ακόμη και αν το δανείζεται από κάποιον ξένο, αυτό το ευρώ θα πληρωθεί μελλοντικά με δουλειά από την μελλοντική παραγωγική οικονομία που θα μείνει απλήρωτη για όποιον την κάνει.
Η χώρα έχει 1.873.243 άτομα άνω των 65 και 2.707.727 συνταξιούχους. Το σύνολο των χρημάτων που πληρώνει η παραγωγική οικονομία σε συντάξεις υπερβαίνει τα €27 δισ. ετησίως. Μεγάλο μέρος αυτής της δαπάνης πηγαίνει σε ανθρώπους που κάλλιστα μπορούν να εργαστούν, και πολλοί από αυτούς μάλιστα το κάνουν, με μαύρα. Ποιος δεν γνωρίζει κάποιο συνταξιούχο πενηντάρη ή ακόμη και σαραντάρη που εργάζεται αδήλωτα, με μαύρες αμοιβές, για να διατηρήσει ανέπαφη τη σύνταξη που εισπράττει από τα λεφτά των υπολοίπων φορολογούμενων.
Από την άλλη πλευρά, το σύνολο των χρημάτων που πληρώνει το κράτος σε μισθούς δημοσίου για 620.000 υπαλλήλους του (ΟΚ του στενού δημοσίου αν θέλετε) ανέρχεται στα €18,6 δισ. ετησίως.
Όλοι οι παραπάνω δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι και τα εξαρτώμενα μέλη τους, επιβαρύνουν επίσης το κράτος με το κόστος της δωρεάν φροντίδας υγείας και περίθαλψης που τους παρέχεται από τα χρήματα των εργαζόμενων της παραγωγικής οικονομίας.
Ξεκαθαρίσαμε νομίζω την ανύπαρκτη συμβολή στην πραγματική οικονομία, της φορολογίας μισθών δημοσίου τομέα και συντάξεων. Είναι έκπτωση σε εκείνα που το κράτος δίνει στον εαυτό του, για αυτά που πληρώνει σε μισθούς στο δημόσιο και σε συντάξεις.
Αν πούμε ότι γύρω στα €46 δισ. ετησίως αφαιρούνται από την παραγωγική οικονομία, και τα €6 δισ. είναι οι φόροι εισοδήματος των παραπάνω, τότε το πραγματικό κόστος στο φορολογούμενο είναι €40 δισ. το χρόνο.
Το κράτος δεν έχει δικά του χρήματα. Είναι χρήματα των φορολογούμενων της παραγωγικής οικονομίας αυτά που μοιράζει. Τους τα παίρνει ως φόρους και τα μοιράζει ως μισθούς και συντάξεις. Πολλά φυσικά είναι δικαίως μοιρασμένα, σε δασκάλους, γιατρούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς, υπαλλήλους υπουργείων κλπ. Τα περισσότερα όμως δίνονται αδίκως.
Όλα ξεκίνησαν από ένα “λάθος”. Η καταστροφή που βιώνουμε και η κατεδάφιση της οικονομίας με την υπερφορολόγηση δεν είναι άλλο από ένα μικρό λαθάκι το 2000, που απλά δεν έχει ακόμη διορθωθεί.
Το “λαθάκι” αυτό ξεκίνησε στις τότε εκλογές, όταν στο κράτος κόστιζαν οι μισθοί €8,5 δισ. ετησίως, και οι συντάξεις €2,5 δισ. ετησίως.  Σήμερα είναι €18,6 δισ. και €6 δισ. αντιστοίχως, παρά τις πρόσφατες μειώσεις.
Το λάθος ονομάστηκε “Σύγκλιση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο διαβίωσης”.



Ή μάλλον δεν ήταν αυτό το λάθος, αλλά ο τρόπος που προσπάθησε η δεύτερη διακυβέρνηση Σημίτη να υλοποιήσει την “Σύγκλιση”.
Το “λάθος” ήταν η ψευδαίσθηση ανθρώπων τής τότε κυβερνήσεως, ότι η Σύγκλιση μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την αύξηση τής οικονομικής δραστηριότητας τής παραγωγικής οικονομίας. Απλά και μόνο δανειζόμενοι από το εξωτερικό, για να μην ενοχλήσουν άμεσα τους πολίτες με φόρους, θα αύξαιναν τις πληρωμές του δημοσίου σε μισθούς και συντάξεις, ώστε να “κυκλοφορήσει νέο χρήμα” στην οικονομία και να πραγματοποιηθεί η σύγκλιση.
Αυτό που δεν κατάλαβαν τότε, και τώρα είναι σε εμάς ξεκάθαρο διότι το πληρώνουμε, είναι πως δεν είναι δυνατόν να αυξήσεις τον πλούτο σου ως χώρα παρακάμπτοντας την μεγέθυνση της παραγωγικής οικονομίας.
Αντίθετα, αυτό που έγινε ήταν να προσλαμβάνονται όσο δυνατόν περισσότεροι στο δημόσιο, ακόμη και με τα stage που στην υπόλοιπη Ευρώπη αφορούσαν τον ιδιωτικό τομέα, και ταυτόχρονα αυξάνοντας τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων τόσο δραματικά, ώστε η κατανάλωση των προϊόντων πολυτελείας ανέβηκε κατακόρυφα, και μαζί με αυτό και οι εισαγωγές, και τελικά το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, που υποχρέωσε σε εξωτερικό δανεισμό τη χώρα.
Αυτό έφτασε την Ελλάδα στο 60%+ του ευρωπαϊκού μέσου όρου, και μετά με τη συνέχιση της πολιτικής “Σύγκλισης” της πενταετίας Καραμανλή, φτάσαμε στο 75%+.
Στην διαδικασία υλοποίησης αυτού του λάθους, αλώθηκε το Άρθρο 4 του Συντάγματος της Ελλάδας:
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕPΟ
Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα
Άρθρο 4
1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.



Με άλλα λόγια, κάποιος που είναι Έλληνας δημόσιος υπάλληλος, και κάνει την ίδια δουλειά, με τα ίδια πτυχία, και την ίδια εμπειρία με κάποιον της παραγωγικής οικονομίας, είναι πιο ίσος από τον δεύτερο.
Το 2000, ένας βοηθός λογιστής σε λογιστικό γραφείο, λάμβανε 200.000 δρχ. το μήνα καθαρά, ενώ αντίστοιχα κάποιος με τα ίδια προσόντα και προϋπηρεσία στο δημόσιο, ελάμβανε 180.000 δρχ το μήνα, συνυπολογίζοντας τη μονιμότητα, την ελαφρύτερη εργασία, τη νωρίτερη έξοδο στη σύνταξη. Με άλλα λόγια, ο ένας έπαιρνε €587 στην ιδιωτική οικονομία, και €528 στο δημόσιο.
Με τη “Σύγκλιση” έφτασε το 2009 στον ιδιωτικό τομέα να παίρνει €850, ενώ στο δημόσιο ο μισθός της ίδιας θέσης έφτασε τα €2.500. Αυτό μεταφράζεται σε καθαρές αποδοχές 145% σε σχέση με το 2000 στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στο δημόσιο έφτασε επιεικώς στο 470%! Ο συσχετισμός σήμερα ίσως έχει μειωθεί στα €750 επί 14 μήνες για τον ιδιώτη και τα €1800 επί 12 μήνες για τον δημόσιο υπάλληλο.
Αντίστοιχα έγινε και με τις συντάξεις, κυρίως του δημοσίου, που έφτασαν στην έξοδο του δημοσίου υπαλλήλου από τον εργάσιμο βίο σε συνταξιοδότηση, κυρίως από τις ΔΕΚΟ, να παίρνει σύνταξη μεγαλύτερη από το μισθό που βγήκε!
Αυτό δημιούργησε τα τεράστια ελλείμματα προϋπολογισμού, που με τη σειρά τους έφεραν την ανάγκη για υπερδανεισμό, που διόγκωσαν το χρέος σε τεράστια ύψη, που προκάλεσε την διακοπή των δανεικών λόγω αδυναμίας εξυπηρέτησης του δανεισμού, που με τη σειρά του έφερε την υπερφορολόγηση με τη διακοπή των δανεικών, για να διατηρηθεί ένα “λάθος” που κάλλιστα μπορεί και πρέπει να διορθωθεί.
Τί απαιτεί η διόρθωση του λάθους; Μα κυρίως την εφαρμογή του Άρθρου 4 του Συντάγματος:



-Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος λαμβάνει σύνταξη και δεν έχει την ηλικία των 65 όπως υποχρεούνται οι υπόλοιποι, η σύνταξη θα σταματήσει ώσπου να έρθει στην ηλικία των 65. Όπως γίνεται στη Γερμανία. Το δικαίωμα της σύνταξιοδότησης ξεκινά στα 65, ανεξάρτητα αν θεμελιώθηκε στα 60. Αν δεν έχει άλλο τρόπο βιοπορισμού, θα βοηθηθεί με το Εγγυημένο Εθνικό Εισόδημα. Όπως όλοι.
-Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος λαμβάνει για αντίστοιχη δουλειά με αντίστοιχα προσόντα στον ιδιωτικό τομέα €750 μηνιαίως, τα ίδια πρέπει να λάβει και στο δημόσιο, ή και λίγο λιγότερα για να τιμολογηθεί η ελαφρύτερη πίεση και ρίσκο απολύσεως.
-Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι. Αυτό σημαίνει ότι οι συντάξεις του δημοσίου τομέα θα πρέπει να είναι αντίστοιχες με εκείνες του ιδιωτικού τομέα. Αν είναι μεγαλύτερες, θα πρέπει να εξισωθούν, καθώς το άτοπο περί κρατήσεων κλπ έχουμε αναλύσει στο πρώτο μέρος του σημερινού άρθρου περί φόρων και κρατήσεων δημοσίων υπαλλήλων.
-Όλοι οι έλληνες είναι ίσοι. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος έχει εισοδήματα από άλλες πηγές πλην της σύνταξής του, εκείνη θα πρέπει να μειώνεται αναλόγως αλλά όχι σε απόλυτους αριθμούς, καθώς η σύνταξη πλέον στην Ελλάδα είναι προϊόν αναδιανομής, και όχι της αποταμίευσής τους. Τα ταμεία είναι άδεια, και οι συντάξεις πληρώνονται από αναδιανομή εισοδήματος μέσω φόρων. Κάποιος λοιπόν που έχει €1.750 εισοδήματα το μήνα, δεν μπορεί να λαμβάνει και άλλα €750 το μήνα από παραγωγική εργασία κάποιων που εργάζονται για €511 το μήνα. Απλά, όμορφα και δίκαια.
Από την άλλη πλευρά, με την δραστική μείωση του κόστους του κράτους σε δίκαια και ρεαλιστικά επίπεδα, θα πρέπει αντίστοιχα να μειωθεί η υπερφορολόγηση για να πάρει μπροστά η παραγωγική οικονομία, και να αυξηθεί ο ελάχιστος βασικός μισθός της παραγωγικής οικονομίας στα €750 το μήνα, για να μπορεί να ανταπεξέλθει ο εργαζόμενος σε μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση. Φυσικά οι τιμές των κρατικών μονοπωλίων ενέργειας, ύδρευσης, κλπ, θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί προς τα κάτω για να επιστρέψει στην κοινωνία το κόστος που θα μειωθεί με την Συνταγματικά επιβεβλημένη μείωση των μισθών του δημοσίου τομέα.
Αυτά αν κάνει η συγκυβέρνηση θα φέρει την ευημερία σχεδόν άμεσα σε αυτό τον τόπο.



Οτιδήποτε διαφορετικό κάνει, θα επιφέρει την οριστική αυτοκαταδίκη της στο καλάθι των σκουπιδιών, και την πολιτική έλευση των άκρων.
Ένας φόρος ακόμη θα εγγυηθεί την πολιτική αυτοκτονία όσων από τη συγκυβέρνηση είναι σήμερα στη βουλή, και πιθανά θα εξασφαλίσει την ανυπαρξία των κομμάτων τους στις επόμενες εκλογές.
Νομίζω οι εναλλακτικές είναι ξεκάθαρες.


Τίποτε λιγότερο.

Του Άγη Βερούτη

Ακολουθήστε τον Άγη Βερούτη στο twitter: @Agissilaos

Deutsche Bank, η αρχή του τέλους: Η τράπεζα των σκανδάλων, την οποία οι ίδιοι οι Γερμανοί έχουν χαρακτηρίσει ως εγκληματική συμμορία, φαίνεται πως είναι έτοιμη να καταρρεύσει



Οι οικονομικοί θάνατοι της Bear Stearns και της Lehman Brothers ήταν γρήγοροι, όπως συνήθως συμβαίνει στις Η.Π.Α. – όπου η χρεοκοπία είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό στα πλαίσια του καπιταλισμού (άρθρο), ενώ προτιμάται πάντοτε ένα οδυνηρό τέλος, παρά μία οδύνη δίχως τέλος, όμοια με αυτήν που βιώνουμε στην Ελλάδα.
Αντίθετα, η επερχόμενη κατάρρευση της Deutsche Bank, μετά από 147 χρόνια λειτουργίας της, είναι παρατεταμένη και επώδυνη – υπενθυμίζοντας πως κάποτε ανήκε στις μεγαλύτερες στον πλανήτη, συγκρινόμενη με τις Goldman Sachs, JP Morgan, Bank of America ή HSBC. Εν τούτοις, δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – παρά το ότι ο διευθύνων σύμβουλος της το 2009 (J. Ackermann) είχε δηλώσει αλαζονικά πως είχε άφθονα κεφάλαια στη διάθεση της, οπότε ήταν ικανή να τα καταφέρει καλύτερα από τους ανταγωνιστές της.
Όπως αποδείχθηκε όμως, η τράπεζα των σκανδάλων έκρυβε ζημίες ύψους 12 δις $ από τα βιβλία της, για να αποφύγει τη διάσωση της από τη γερμανική κυβέρνηση – ενώ ένα μεγάλο μέρος των εσόδων της προερχόταν από τη χειραγώγηση των επιτοκίων Libor, όπου το ενδεχόμενο πρόστιμο είναι της τάξης των 2,5 δις $. Τελικά αναγκάσθηκε το 2013 να παραδεχθεί ότι, πραγματικά χρειάζεται νέα κεφάλαια – εκδίδοντας ομόλογα ύψους 3 δις € και δηλώνοντας πως θα απαιτηθούν ακόμη περισσότερα.
Στη συνέχεια αύξησε τα κεφάλαια της κατά 1,5 δις €, καθώς επίσης κατά 8 δις € (πηγή), άλλαζε συνεχώς διοικητικά στελέχη, ενώ παράλληλα ευρίσκεται σε εξέλιξη η μείωση του προσωπικού της κατά 9.000 άτομα –  καθώς επίσης η διακοπή των εργασιών της σε δέκα χώρες, έτσι ώστε να εξυγιανθεί.
Φτάνοντας τώρα στο 2016, ανήγγειλε ζημίες ρεκόρ για το 2015, ύψους 6,8 δις € – οπότε αναγκάσθηκε να δηλώσει πως είναι φερέγγυα, όπως κάποτε είχε αναγκασθεί να κάνει η Lehman Brothers. Όταν όμως οι επενδυτές διαπίστωσαν πως ανάλογες δηλώσεις έκανε και ο Γερμανός υπουργός οικονομικών,συμπέραναν αμέσως πως η οικονομική της κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή – πουλώντας όσο το δυνατόν μετοχές και ομόλογα της, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι τιμές τους.
Λίγο αργότερα, το Μάιο του 2016, η Berenberg Bank προειδοποίησε πως η περιπέτεια της εγκληματικής συμμορίας μπορεί να είναι ανυπέρβλητη,σημειώνοντας πως είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα 40 φορές περισσότερα από τα κεφάλαια της – ενώ στις αρχές του Ιουνίου δύο πρώην στελέχη της κατηγορήθηκαν από τις Η.Π.Α. για συμμετοχή στην απάτη των επιτοκίων.
Κάτι ανάλογο ανακοίνωσαν επίσης οι αρχές της Μ. Βρετανίας, αναφέροντας πως συμμετείχαν τουλάχιστον 29 στελέχη της στην απάτη – ενώ το BREXIT ήταν καταστροφικό για την τράπεζα, αφού το 19% των εσόδων της προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αμέσως μετά (29.06) το ΔΝΤ προειδοποίησε πως είναι υπερβολικά εκτεθειμένη σε «συστημικούς κινδύνους» – ενώ η Fed, μία ημέρα αργότερα, δήλωσε πως δεν περνάει τα τεστ αντοχής, λόγω κακής διαχείρισης των κινδύνων και κακού οικονομικού σχεδιασμού.
Η επική πορεία της Deutsche Bank προς την καταστροφή φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί – όπου η τιμή της μετοχής της, από 152,28 $ το 2007 κατέρρευσε στα 12,60 $, με πολλούς επενδυτές, μεταξύ των οποίων ο G. Soros, να στοιχηματίζουν στη χρεοκοπία της (108 εκ. $, πηγή).

Ολοκληρώνοντας, αυτό που οφείλει να αναρωτηθεί κανείς είναι το τι θα συμβεί με τα παράγωγα που κατέχει, αξίας πάνω από 50 τρις €, εάν τυχόν χρεοκοπήσει η τράπεζα – ενώ ακόμη και αν εθνικοποιηθεί (αφού είναι απίθανο να εξαγορασθεί έχοντας πάνω από 6.000 δικαστικές διώξεις εναντίον της και τόσο μεγάλα προβλήματα), το ποσόν είναι τέτοιο (20 φορές το ΑΕΠ της χώρας) που δεν είναι δυνατόν να «ελεγχθεί» από το γερμανικό δημόσιο.
Υποθέτουμε δε πως κανένας επενδυτής δεν θα θελήσει να συμμετέχει σε μία επόμενη αύξηση κεφαλαίου, την οποία θα έχει σύντομα ανάγκη η τράπεζα – ενώ,με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία, της διάσωσης της θα πρέπει να προηγηθούν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες. Ως εκ τούτου, προβλέπονται μεγάλες αναταραχές αφού, όσο πειθαρχημένοι και αν είναι οι Γερμανοί, δεν πρόκειται να συμπεριφερθούν με κατανόηση, όταν χάσουν τα χρήματα τους.

analyst.gr

Πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά: Αναρχία



Ο αναρχισμός σε ποια πλευρά βρίσκεται; Στη δεξιά ή την αριστερά; Η ερώτηση είναι λιγότερο ρητορική απ’ όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά κι έτσι έρχεται ο Νico Berti να επιβεβαιώσει μια διάσημη ρήση της ελευθεριακής κουλτούρας: “Ο αναρχισμός ναι μεν βρίσκεται μέσα στην ιστορία, αλλά και της εναντιώνεται”. Αυτή η άποψη έχει δύο πλευρές θεώρησης: η μία, η ιστορική, βλέπει τον αναρχισμό ως μέρος της πορείας των δυνάμεων της αριστεράς, ενώ η άλλη, η αυστηρώς θεωρητική, οφείλει να αναγνωρίσει ότι ο αναρχισμός βρίσκεται πέραν της αριστεράς και της δεξιάς. Το κείμενο του Νico Berti ; (καθηγητή της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα και ιστορικού στελέχους του αναρχικού χώρου στην Ιταλία) εξετάζει ακριβώς αυτό το σημαντικό ζήτημα, προκειμένου να δώσει μια απάντηση εξαιρετικά χρήσιμη αυτή την περίοδο. Δημοσιεύτηκε στην ιταλική αναρχική επιθεώρηση Volonta. τόμος 3-4. 1996
Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ανήκει στη δεξιά ή στην αριστερά; θα μπορούσαμε αμέσως να πούμε: στην αριστερά. Στην αριστερά γιατί, σύμφωνα με την παραδοσιακή σημασία του όρου, αυτή είναι που από ιστορικο-πολιτικής πλευράς επιθυμεί πάντοτε να εκφράζει τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και. αν θέλετε, της διαφορετικότητας.

Μ’ αυτό το δεδομένο, θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι η συζήτηση έχει ήδη τελειώσει. Απεναντίας, το ερώτημα δεν είναι τόσο απλό, παρά τη φαινομενικά άμεση προδηλότητά του. Όχι μόνο γιατί αυτός ο ορισμός της δεξιάς και της αριστεράς είναι καθ΄ όλα συμβατικός (όπως όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου), αλλά επίσης, και κυρίως, γιατί ο αναρχισμός βρίσκεται πέρα από τη δεξιά και την αριστερά. Ο αναρχισμός είναι, οντολογικά. μια σύνθεση. Έτσι, δεν προσφέρεται σε οικειοποίηση και ταξινόμηση μιας και μόνο κατεύθυνσης. Ο αναρχισμός είναι οικουμενικός.

Ο αναρχισμός, πράγματι, είναι εξ’ ορισμού μια συγκρητική ιδεολογία. Γεννήθηκε σε αντίθεση τόσο με τον φιλελευθερισμό όσο και με τον σοσιαλισμό, κυρίως γιατί ενώ οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές έχουν θεωρήσει τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας σαν ανεξάρτητες μεταξύ τους, αυτός τις εννοεί ως αξίες αδιαχώριστες. Ο αναρχισμός θεωρεί αδύνατον να σκεφτόμαστε να πραγματοποιήσουμε τη μία, αν δεν σκεφτόμαστε, ταυτόχρονους. να πραγματοποιήσουμε και την άλλη. Από δω, ακριβώς, και η συγκρητική φύση της αναρχικής ιδεολογίας: αναφερόμενος σε μια αξία, σε μια έννοια, αμέσως ανακαλεί όλες τις άλλες, οι οποίες δεν στηρίζονται, σύμφωνα με την αναρχική προοπτική, αν δεν σκεφτόμαστε τη μια σε σχέση με μια άλλη, αν δεν σκεφτόμαστε αυτή την άλλη σε σχέση με μια ακόμα άλλη κ.ο.κ.

Ποια ελευθερία;
Κατά την αναρχική άποψη η ατομική ελευθερία πραγματώνεται αληθινά μόνο μέσω της πλήρους ανάπτυξης της κοινωνικής ισότητας και η κοινωνική ισότητα πραγματώνεται αληθινά μόνο μέσω της πλήρους ανάπτυξης της ατομικής ελευθερίας. Εν συντομία. ο αναρχισμός ισχυρίζεται ότι για να πραγματωθεί η ισότητα απαιτείται να δοθεί βάρος στην ελευθερία, και για να πραγματωθεί η ελευθερία πρέπει να δοθεί βάρος στην ισότητα. Για να πραγματωθεί η μία πρέπει να δοθεί βάρος στην άλλη, δηλαδή πρέπει να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις τους, αλλά για να πραγματωθούν αυτές, χρειάζεται να γίνουν αμφότερες αποδεκτές, με όλες τις συνέπειες τους.
Ο αναρχισμός, με άλλα λόγια, επιπλήττει τον φιλελευθερισμό ως ένα μερικό δόγμα της ελευθερίας και τον σοσιαλισμό ως ένα μερικό δόγμα της ισότητας. Η μερικότητα συνίσταται στο ότι αυτά τα δύο δόγματα προτίθενται να πραγματώσουν τις αρχές τους μέσω της προσωρινής εξάρτησης των δύο αξιών, με την έννοια ότι πρώτα πραγματώνεται η μία και μετά η άλλη, ενώ ο αναρχισμός θεωρεί ότι μόνο στην ταυτόχρονη πραγμάτωση τους έγκειται η επιτυχία τους.
Η δεξιά και η αριστερά, πάντοτε σύμφωνα με τη σύμβαση που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, είναι επίσης μια αντίθεση (και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά), ένα παιχνίδι αντιτιθέμενων πλευρών. Από τη μια η δεξιά, με τις αξίες της παράδοσης, της συντήρησης, της αντίδρασης, της ανισότητας, του ιδιοκτησιακού εγωισμού και σαφώς της ιεραρχίας” από την άλλη η αριστερά, με τις αντίθετες αξίες.
Αξίζει να σημειωθεί, πως σύμφωνα με τη διάσημη ερμηνεία του Norberto Bobbio, αυτό που χωρίζει τη δεξιά και την αριστερά είναι το ζήτημα της ισότητας, γιατί ενώ υπάρχουν ρεύματα της αριστεράς που επιδιώκουν εκτός από την ισότητα και την αξία της ατομικής ελευθερίας (η περίπτωση παραδείγματος χάριν του αναρχισμού), ποτέ δεν ισχύει το αντίθετο. Μ’ άλλα λόγια, η αξία της ελευθερίας μπορεί να υπάρχει και στη δεξιά (παραδείγματος χάριν ο κλασσικός φιλελευθερισμός), όμως δεν υπάρχει ποτέ, σ’ αυτήν την πολιτική πλευρά, η αξία της ισότητας. Μέχρις εδώ με τον Bobbio .
Είναι γεγονός όμως, ότι για να μπορέσει να εφαρμοστεί αυτό το σχήμα, θα έπρεπε, πρώτα απ’ όλα, να υπάρχει καθολική συμφωνία στο τι εννοείται ως ελευθερία και ισότητα, που ωστόσο είναι υπό αμφισβήτηση.
Όχι μόνο η ελευθερία και η ισότητα είναι έννοιες πολύ συζητήσιμες, αλλά επίσης, αποδεχόμενοι την παραδοχή του Bobbio σαν “παραδοσιακή” (δηλαδή μια έκφραση της αριστεράς), πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι η ιστορική εμπειρία έχει πολ- λες φορές κυριολεκτικά αντιστρέψει αυτή την ερμηνεία. Αρκεί πράγματι να θυμηθούμε μερικά αλλόκοτα πράγματα: ο σταλινισμός και ο Πολ Ποτ ανήκουν στη δεξιά ή την αριστερά; Προκύπτει, εν συντομία, ήδη απ’ αυτή την κοινότυπη ερώτηση, η δυσκολία μιας σαφούς απάντησης.
Το γεγονός είναι ότι, ακριβώς επειδή δεξιά και αριστερά είναι “χωρικοί” ορισμοί, αυτοί δεν μπορούν να υπερβούν την ιδιαιτερότητα της κάθε πλευράς, δηλαδή την ιδιαιτερότητα της οπτικής γωνίας. Στην πραγματικότητα, ανήκουν στην ίδια λογική: υπάρχει η δεξιά επειδή υπάρχει η αριστερά και υπάρχει η αριστερά γιατί υπάρχει η δεξιά. Δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι με τις λέξεις, αλλά για ένα παιχνίδι εξουσίας. Η κάθε πλευρά διεκδικεί τα πάντα, αλλά δεν παύει (ούτε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο) να είναι η μία πλευρά, και αφού δεν παύει να είναι τέτοια, διαθέτει μία και μόνο λογική υποταγής της άλλης πλευράς , τη λογική της εξουσίας (που πράγματι είναι καθολική).
Να λοιπόν που ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι μπορούμε να δώσουμε μια οικουμενική ερμηνεία των αξιών (όποιες κι αν είναι αυτές), παραμένει πάντοτε το γεγονός ότι, αν έρθουμε σε μια δεδομένη κατάσταση, αυτές παύουν να είναι αυτό που είναι και γίνονται, κατά τρόπο ανεπανόρθωτο, καθ’ ολοκληρίαν ιδιαίτερες. Αυτό ισχύει αν αναλυθούν όλες οι ιδεολογίες οποιασδήποτε πλευράς, καθόσον, και αυτό τις αφορά όλες, δεν καταφέρνουν να υπερβούν τη μοναδική οικουμενική σταθερά που, ακόμη και σε διαφορετική κλίμακα, τις εξομοιώνει: η ουσία τους δηλαδή προκύπτει από τη λογική της εξουσίας, δηλαδή από εκείνη ακριβώς τη μερική λογική που θέλει να υποτάξει καθ’ ολοκληρίαν την ύπαρξη’ μιλάμε ακριβώς για την εξουσία. Πολλοί διεκδικούν την ελευθερία (συμπεριλαμβανομένου του φιλελευθερισμού), αλλά κανείς δεν τη διεκδικεί ως συστατική αρχή, δηλαδή ως άρνηση. “χωρίς περισσεύματα”, της εξουσίας.
Φυσιολογικά οι αξίες πρέπει να ελέγχονται σε σχέση με μια δεδομένη κατάσταση και απ’ αυτό ούτε ο αναρχισμός μπορεί, προφανώς, να ξεφύγει. Ωστόσο ο αναρχισμός διαθέτει ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με όλες τις άλλες ιδεολογίες. Αυτό συνίσταται στο εξής: η οικουμενικότητα του δεν πηγάζει από μια αρχική ιδιαιτερότητα, αλλά από τη μοναδική οικουμενικότητα που είναι δυνατή στην πραγματικότητα: την επιδίωξη της πλήρους εξάλειψης της εξουσίας. Γιατί είναι αυτή η μοναδική δυνατή οικουμενικότητα; Μα είναι προφανές: γιατί η εξουσία, και πώς θα μπορούσε να συνέβαινε διαφορετικά, είναι αυτή που διαιρεί. Επειδή η διαίρεση που δημιουργεί η εξουσία είναι ανυπέρβλητη, να γιατί ευκαιριακά η δεξιά και η αριστερά καταλήγουν να συμπίπτουν σε μία πλευρά, ακριβώς στη θεωρητική πλευρά που εκπροσωπεί, ρεαλιστικά, τη γνώση της αδυναμίας αυτής της υπέρβασης. Τα υπόλοιπα (και αυτή η συζήτηση έχει σημασία κυρίως για την αριστερά, αφού η δεξιά ταυτίζεται σχεδόν με την εξουσία) είναι σκέτη “ιδεολογία”. Ο αναρχισμός, απεναντίας, ξεκινώντας άμεσα από τη συστατική αρχή της ελευθερίας (άρνηση της εξουσίας) δεν φτάνει σ’ ένα παρόμοιο αδιέξοδο, δηλαδή ξεφεύγει από μια τέτοια αξιωματική θεώρηση της πολιτικής.
Νέο κριτήριο
Χρειάζεται όμως ν’ αλλάξουμε κριτήριο προκειμένου να διερωτηθούμε πάνω στη δεξιά και την αριστερά, γιατί η εξουσία είναι στην πραγματικότητα οικουμενική. Μ’ άλλα λόγια, η συζήτηση πρέπει να περάσει από μια χωρο-οριζόντια ανάλυση, σε μια ανάλυση χωρο-κάθετη. Αν παραμείνει η χωρο-οριζόντια (δεξιά και αριστερά) δεν υπερβαίνεται το εγγενές κριτήριο που τελικά ενοποιεί τις δύο πλευρές, δηλαδή η εξουσία, δεδομένου ότι η δεξιά και η αριστερά δεν είναι τίποτ’ άλλο από διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας αρχής. Μετατοπίζοντας αντιθέτως την ανάλυση σε μια καθετοποιημένη διάσταση (ψηλά-χαμηλά, βάση-κορυφή), ενώνονται αμέσως οι δύο αξίες που πριν ήταν χωρισμένες, η αξία της ελευθερίας και η αξία της ισότητας. Μ’ άλλα λόγια, υποστηρίζοντας τη χωρο-κάθετη προοπτική, βλέπουμε αμέσως ότι η ανισότητα και η απουσία της ελευθερίας είναι το ίδιο πράγμα.
Όμως αμέσως θα προσθέσουμε ότι έχοντας έτσι τα πράγματα, η συζήτηση είναι εντελώς ιδεολογική, δηλαδή στερείται της εμπειρικής επαλήθευσης, θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για μια απλή κίνηση των αισθημάτων και των προθέσεων. Πράγματι, μ’ αυτή την έννοια είναι μάλλον εύκολο να φτάσουμε σε συμπεράσματα. Πολύ εύκολο και καθ’ όλα αντιπαραγωγικό: ο αναρχισμός κάθε φορά που μάχεται την εξουσία ως εξουσία, κινδυνεύει πάντοτε να μάχεται την ίδια τη συστατική αρχή της πραγματικότητας, δεδομένου ότι σχεδόν ολόκληρη η πραγματικότητα διαπερνάται από την εξουσία. Όσο περισσότερο μάχεται τη συστατική αρχή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τη λογική της απουσίας της πραγματικότητας, της αρχής της πραγματικότητας. Δηλαδή, περνά από τον αγώνα εναντίον της αξίας της εξουσίας στην άρνηση της αρχής της πραγματικότητας (είναι αυτό, μέσα στ’ άλλα, που σε γενικές γραμμές έχει συμβεί τα τελευταία 50 χρόνια).
Μ’ άλλα λόγια, η συζήτηση πάνω στη δεξιά και την αριστερά δεν μπορεί να είναι, για τον αναρχισμό, μια συζήτηση μονάχα ιδεολογική. Πράγματι, αφού θεωρείται δεδομένο ότι ο αναρχισμός εναντιώνεται στην εξουσία και ότι επομένως είναι πράγματι οικουμενικός, οφείλει πάντοτε να αντιμετωπίζει ένα άλλο ερώτημα. Γιατί ο αναρχισμός θάπρεπε να υπερβαίνει αυτό το σχήμα;
Για να απαντηθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται να περάσουμε από μια συζήτηση ιδεολογική, σε μια συζήτηση πολιτική, ακριβώς με την έννοια της μεταπολιτικής. Για να σκεφθούμε έναν αναρχισμό πέρα από το παράδειγμα δεξιά-αριστερά χρειάζεται πράγματι να κατανοήσουμε τον αναρχισμό αποδεσμευμένο από την ιστορία του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, και, γενικότερα, από την ιστορία της ανατροπής και της επανάστασης. Αλλά το να ξεχωρίσουμε τον αναρχισμό από την ίδια τη θεμελιώδη ιστορία του. συνεπάγεται μια απόσπαση που θα μπορούσε να τον εκφυλίσει. Μπορούμε επομένως να συγκεφαλαιώσουμε βεβαιώνοντας ότι, από μία οπτική γωνία αυστηρά θεωρητική, ο αναρχισμός βρίσκεται πέραν της δεξιάς και της αριστεράς, ενώ βάσει του ιστορικού του προφίλ βρισκόταν και βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, μέσα στην ιστορία της αριστεράς. Η νιοστή επιβεβαίωση, όπως φαίνεται, του ισχυρισμού που θέλει τον αναρχισμό ναι μεν να βρίσκεται μέσα στην ιστορία, αλλά και να της εναντιώνεται.



Το κείμενο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε από την “Ελευθεριακή κουλτούρα” στην Αθήνα το 1999