του Νίκου Βράντση.
Ξέρετε τι μεγάλο δυστύχημα είναι να μη σου αρέσει η πόλη που αγαπάς; Δυστυχώς εμένα μου συνέβη. Έχει πάψει να μου αρέσει αυτή η πόλη.
Δεν μου αρέσει γιατί όταν πηγαίνω στη βιβλιοθήκη της είμαι μονάχος.
Δεν μου αρέσει γιατί βλέπω αποτσίγαρα στους δρόμους πεταμένα, βλέπω τα εκπληκτικά φυσικά της τοπία βεβηλωμένα, βρώμικα.
Δεν μου αρέσει γιατί όποιον δημιουργικό άνθρωπο έχω συναντήσει, μοιάζει απαρηγόρητος, περιθωριοποιημένος και μόνος, βασανισμένος από τους κανίβαλους που πίνουν, δίχως να εκτιμούν, την φαιά του ουσία.
Δεν μου αρέσει γιατί βλέπω ανθρώπους υποταγμένους στα συντηρητικά βλέμματα , μιας συντηρητικής κοινωνίας. Ανθρώπους που κυνηγούν τα λάθος πράγματα, για να κερδίσουν την εκτίμηση λάθος ανθρώπων.
Δεν μου αρέσει γιατί οι πολιτικοί μας πατριάρχες, ζήτησαν ψήφο για την αξιοπρέπεια ενός τίτλου ή μιας θέσης. Aν ξεγυμνώσεις όμως τους ανθρώπους αυτούς απ’ όλα τούτα τα αξιώματα, θα δεις ότι πολύ λίγοι θα έχουν εκείνη την ποιότητα της αξιοπρέπειας που δίνει η ελευθερία του να μην είσαι τίποτα.
Δεν μου αρέσει γιατί ο πολίτης της συνδέει την πολιτική με τους πολιτικούς.
Δεν μου αρέσει γιατί δεν βλέπω ανθρώπους να ονειρεύονται.
Και όσοι το έκαναν, έχασαν τη σπιρτάδα από τα μάτια τους, γιατί προτίμησαν τη σιωπή από τη μοναξιά.
Δεν μου αρέσει η θλίψη, η μιζέρια που αποπνέει αυτή η πόλη.
Eσύ, αλήθεια, δεν ταυτίζεσαι μαζί μου;
Ίσως είσαι απλά από αυτούς που έπαψαν να μάχονται. Εκείνους τους συμβιβασμένους που από καιρό γνωρίζουν τη θλιβερή κατάσταση μα αρνούνται να τη παραδεχτούν, γιατί δεν έχουν επιλογή. Νομίζοντας πως είναι φυλακισμένοι σε μια κόλαση που είναι αδύνατον να αλλάξει, προσπαθούν να σκαρφιστούν τρόπους για να αποσπάσουν την προσοχή τους. Αντί να παλέψουν για να αλλάξουν την πόλη αυτή, μεμψιμοιρούν ή απλά μεθούν και ταξιδεύουν σε απραγματοποίητους πόθους και απωθημένα θέλω. Ίσως έπαψες να νοιάζεσαι.
Ίσως είσαι από εκείνους τους δειλούς που αρνούνται να αγκαλιάσουν το νέο, γιατί φοβούνται την κοινωνική κατακραυγή. Γιατί ξέρουν πως ως κομμάτι του παλιού, ίσως δυσκολευθούν να βρουν μια θέση στο καινούριο όταν και αν αυτό εδραιωθεί. Ακόμα και η θέση του μεμψίμοιρου στην πόλη τούτη είναι μια θέση. Μια θέση, θα έλεγα, που έχει και μια αίγλη, διότι δίνει την εντύπωση πως ο αρνητισμός κρύβει και μια αντιπρόταση, η οποία όμως στην ουσία δεν υπάρχει. Στην πραγματικότητα η θέση σου είναι μια θέση δειλίας. Η δειλία της απάθειας. Διότι αν πάψει να υπάρχει αυτό για το οποίο παραπονιέσαι, θα χάσεις την ταυτότητά σου, θα χάσεις αυτό που σου δίνει νόημα.
Εκτός αν είσαι από κείνους που γνωρίζουν το κενό τους, μα δε ξέρουν πώς να το γεμίσουν. Σε σένα χρειάζεται ένας στόχος, και μια πελώρια προσπάθεια ώστε να σε κάνουμε να πιστέψεις στον εαυτό σου, να πιστέψεις πως είσαι ικανός να αλλάξεις, έστω λίγο, τα πράγματα. Αρκεί να προσπαθήσεις.
Ίσως είσαι από αυτούς που συνεχίζουν μονάχοι, μια μάχη σιωπηλή. Μα η μάχη που δίνεις είναι για να διατηρήσεις το όνειρό σου, τον πόθο σου και τη σπιρτάδα στο δικό σου βλέμμα. Έπαψες να μάχεσαι για μια αλλαγή συλλογική. Μετά από κάθε προσπάθεια συνάντησες την αδιαφορία, την προδοσία. Και πληγώθηκες. Οπισθοχώρησες στο προσωπικό, ιδιωτικό σου χώρο, για να τον σώσεις από τη φθορά. Εσύ σίγουρα τώρα που με διαβάζεις στον ζεστό, μοναχικό και ασφαλή σου χώρο, νιώθεις μια φλόγα που ανάβει τα σωθικά σου, κατανοώντας πως υπάρχουν και άλλοι σαν εσένα, και αναζητάς τώρα τρόπο να τους συναντήσεις για να σκαρφιστείτε μαζί τα παιχνιδίσματα που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν την οργισμένη δημιουργία που συσσωρεύατε στην σιωπή της ιδιώτευσης.
Η μικρή εσωστρεφής μας πόλη είναι μια πόλη σκληρή. Πολύ σκληρή. Μια πόλη αυτάρεσκη και αλαζονική, που εγκλωβισμένη στον μικρόκοσμό της, νομίζει πως είναι ξεχωριστή. Δυστυχώς κάνει λάθος. Για να γίνει μια πόλη ξεχωριστή πρέπει να παλέψει. Και πάει καιρός που η πόλη αυτή έχει παρατήσει τα όπλα. Πάει καιρός που η πόλη αυτή έχει παραδοθεί, διολισθαίνοντας σε μονοπάτια που πολύ εύγλωττα απεικόνισε ο Λάνθιμος στον Κυνόδοντά του.
Ζητούνται, λοιπόν επικίνδυνοι άνθρωποι, να ταράξουν τη σιωπή. Ζητούνται άνθρωποι να βάλουν ένα μεγάλο στοίχημα. Να δώσουν μια μάχη ενάντια σε συντηρητικούς «ηγέτες» και συντηρητικούς πολίτες. Ενάντια σε μια βαθιά θεμελιωμένη λογική.
Επικίνδυνοι, ανικανοποίητοι με την υπάρχουσα σήψη και παρακμή, ονειροπόλοι, θρασύτατοι και αλλόφρονες, των οποίων η ψυχή και η σκέψη βράζει. Αυτούς έχει ανάγκη η πόλη.
Αυτοί πρέπει να δώσουν το παρόν. Απ’ τους υπόλοιπους ζητώ απλά να μην σταθούν εμπόδιο.
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Νάουσας «Νέοι Καιροί».
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Νάουσας «Νέοι Καιροί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου