διήγημα/ πρόζα για έναν άγνωστο
....- στους στίχους που λοξοδρόμησαν για να γραφούν τα ρέκβιεμ παλιών
ηδονιστών - κανείς δε θα γυρίσει να μιλήσει από κοντά, εμάς, τους
νεοσύλλεκτους...
''I was
And I no
more exist;
''Here
drifted
''An
edonist // EZRA POUND// HUGH SELWYN MAUBERLEY
....μετά
τα μεσάνυχτα γαλήνιος θα ξοδέψεις την τυραννία σου, ο άνεμος θα συντηρεί τις εξορίες της
θάλασσας,
-
θα πριονίζει το βυθό στο μυαλό σου, - το σωστό είναι να ξαγρυπνήσουμε -μονάχα
θα νύχτωνε, - στις πλατείες περιπολούν οι μεγάλες χίμαιρες όπως εκείνα τα χοντρά σχοινιά που μάς
δείχνουν τον καιρό ή την εμπιστοσύνη- και
την
άλλη μέρα καθρέφτισαν τους στεναγμούς στις αυλές για ν' αποδώσουν δικαιοσύνη
-ποιος
πίστευε- εγώ είχα φύγει απ' την αντίθετη μεριά, εκεί που συνήθως φώλιαζαν οι
νοσταλγίες , ήταν κι
εκείνος
που έλεγε ''πρέπει να συμμετέχουν και οι νεκροί, αλλοιώς πώς θα μοιράσω το
ένστιχτό μου στα δύο,
ποιον
θα ρωτήσω για τα δέντρα που ξέμειναν στη πίσω νιότη'',και τέφρα, τέφρα ώστε
κάθε ασχήμια να χαθεί -, αιμορραγώ με ξένα είδωλα καθώς το ποίημα πεθαίνει και
μετατρέπουν τα τεχνάσματα σε θυσία για το Ανέκφραστο
-Προσεύχομαι
στη Συμπόνια Του, στην Περιούσια Γαλήνη :
''Στόλισε
τη μοναξιά μας, συγύρισε το ξύλινο πόδι μας -
κρυμμένες απόπειρες ενός μεταίχμιου για να φροντίζεις, Αιώνιε Στολιστή, την
Απουσία-
δε μου χρειάζονται οι οπλές και τα παλιά βήματα, - διαβάζω τα βιβλία όσων δεν
έγραψαν τίποτε, κανείς δεν ξέρει για μένα, ούτε
για το θέαμα που έχω προσφέρει δωρεάν στην παρέα των θεών - το πρότερο σώμά της
το δέρμα
του φιδιού στα χέρια των νοσοκόμων'' : αυτό με σώζει
.....
οι ενοχές μου, - συναίνεσα στη μεγαλύτερη μανία εναντίον μου- πόθησα την
καταδίκη μου, την απώλεια κάθε υστεροφημίας στην πιο σκιερή γωνιά του
μυθιστορήματος - εγώ ο Ρασκόλνικοφ[1*]- όπου το έγκλημά μου εξισώθηκε στη
συνείδηση του λεμβούχου με τη λάσπη στα πορθμεία-, με τη θεολογία του θανάτου
μου, τιμωρούμαι τώρα στην αναμονή- επιρρεπείς οι προκυμαίες να κουβαλάνε
φέρετρα και πλήθη, - ''εθαύμασαν οι όχλοι''
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Κατεργάρη, σ' έχω ξαναδεί στον Πύργο [2*], στην υψικάμινο της βασιλεύουσας
εξουσίας, στο Φαλλό της,- σε πλήρη στύση [γελάει δυνατά]- [παύση]
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: [αμήχανα] : ''Η αλήθεια βρίσκεται πάντα πιο πέρα -Τότε να ξέρεις οι μέρες εκείνες μοιάζουν με ιέρειες, Φεύγουν αργά, τινάζοντας τα πούπουλά τους-[μικρή παύση]
Σαν τους ληστές όταν μοιράζονται την ίδια καταδίκη
Γι' αυτό - αν μάς ανακαλύψει κανείς είναι σαν να μην έγινε τίποτα
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: [μεγάλη παύση] : Έναν καφέ;; Θα έχουμε μακρύ ταξίδι - να μαζέψουμε όλα τα
υπάρχοντα-μικρά τετράγωνα χαρτιά- θεσπέσια κτερίσματα-, όσο το χώμα που πατάνε οι πεθαμένοι κι όλη αυτή η
διαδικασία ήταν απολύτως απαραίτητη.
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
:Μπορεί να κουβαλήσαμε μαζί τίποτε μικροπράματα, ό,τι σώθηκε απ' τις
πολλές μετακομίσεις,- πάντα υπάρχει κάποιος που κανείς δεν τον θυμάται -μέσα σε μια κορνίζα - μέσα σε μια παραθυρόκασα, - κοιτάζοντας προς την άλλη εποχή
.....κάποτε
θα σάς διηγηθώ τις ασωτείες μου, πώς έγινε και βρέθηκα εδώ σ' αυτές τις
αποβάθρες, γιατί ο καθένας έχει τον τόπο του, αλλά σε μια στιγμή ξεσπιτώνεται
και φεύγει για μέρη που δεν είδαν τα μάτια του ποτέ, έτσι γνωριστήκαμε εγώ κι ο
Γράκχος - κυνηγούσε, λέει, αγρίμια και ληστές, και τον πληρώνανε αδρά, οι
διάφοροι προεστοί και κτηνοτρόφοι στις περιοχές που κινδύνευαν,- μπήκα, λοιπόν,
στη δούλεψή του κι αφού περάσανε πολλοί καιροί και χρόνια δίσεχτα, μάς στήσανε
καρτέρι - ό,τι κάναμε κι εμείς,- να ξέρετε πως δεν υπάρχουνε λεμβούχοι που δεν
αγοράζεις τον ήχο απ' τα κουπιά
τους στα νερά, -σχεδόν γυμνοί, επιστρέψαμε, δολοφονημένοι- πέρα για
πέρα.....
.....ο
καθένας με τη νεκρική του σιγή κι ασυνόδευτος, πολλοί υπήρχανε μεταξύ μας,
ακόμα και ακήδευτοι, άκλαυτοι κι απορριγμένοι σαν ψόφια σκυλιά, ασαβάνωτοι,
δέχονταν τις πρώτες βοήθειες για την Κοιλάδα των Νεκρών,- στην προκυμαία ο
συνωστισμός ατέλειωτος κι επικίνδυνος, ''μετατρέπεις
τη φυλακή σου σ' ενυδρείο'', σκέφτηκα,- ο Σίσυφος θα πλήρωνε για πολλοστή φορά
ξεχωριστά για την πέτρα του, ο λεμβούχος στεκόταν ανένδοτος,- ήταν κι ο πιο
έμπειρος, αμέτρητοι ερχομοί, ταξίδια και μετακινήσεις -, οι μεγάλοι χερσότοποι
παραμένουν αδιάβατοι,- έπειτα είμαι μοναχικός, αλλά και άκαρδος, η Σόνια αργεί
ακόμα, μερικοί κουβαλούσαν τον ήχο του χειμώνα που πλησίαζε ή έναν αμίλητο
παπαγάλο να ειρωνεύεται τις σιωπές, ''ακούστε τον άνεμο και τα κύματα'' είπε
ένας,-- μια γυναίκα έκλαιγε, - έκλαιγε, τα μακριά μαλλιά της λύθηκαν,-
χρειαζόταν βιαιότητα για να μιλάς ή να κοιμάσαι, πόσα χρόνια ήταν ξεχασμένα τα
μυστικά μας, - το σπίτι με τις λεύκες το άφησα πίσω γκρίζο κι αδιάφορο
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Η υπόθεσή σας είναι πολύ πιο ανέγγιχτη απ' όσο νομίζατε - έτσι άκουσα - θα
καθυστερήσει, κι οι
συνομωσίες
κάνουν απαραίτητες τις φιλίες καμιά φορά, δε νομίζετε;; [χαμογελάει]
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: Καμιά βεβαιότητα,- μήπως;;
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Μόνο μια βραχνή φωνή θα καθορίζει τον τόπο ανέλπιδα - ίσως αυτό - να
χρωματίζει το χτύπημα στην πόρτα....
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: Κάτι σαν άσπονδο φως, λοιπόν, ποια μπορεί να είναι η έκβαση μιας ανεπίκαιρης
δίκης;;;
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Άρχισαν να φωνάζουν ονόματα - πρέπει να πηγαίνουμε [βάζει την παλάμη του
χεριού σαν γείσο καπέλου στο μέτωπο. Μαζεύουν τις αποσκευές από κάτω, φεύγουν
με προσοχή και ιδιαίτερη σπουδή. Σκοτάδι]
.....η
ζωή στο λιμάνι αυτό αφορά μόνο αναχωρήσεις, δεν υπάρχουν τόσες αφίξεις- αυτές,
έχουν συμβεί σε απίθανα μέρη, -όλα έχουν υπονομευθεί, ακόμα κι αυτά τ' ανήμπορα
αραξοβόλια - γραμμές δίχως δέντρα, απεραντοσύνες βουτηγμένες στο πουθενά ή στο
αλλού, - ύστερα ήρθε ένας άντρας σιωπηλός μες στο ξεθωριασμένο χρώμα του
δειλινού,- έβλεπε στο αμυδρό φως τα πάντα,- έβλεπε και για μάς-, ''από δω'',
μου λέει, ''περιμένω τη Σόνια'' του λέω, -''θα έρθει, μου το υποσχέθηκε, θα
φέρει μαζί της μια λιακάδα απ΄' την Αγία Πετρούπολη, - όπως κανείς ξαπλώνει
απέναντι στον ήλιο και σώζεται-μ' ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα θα είναι'', ''θα
ταξιδέψει με άλλο μέσον, μόλις που προλαβαίνετε'', ''έρχεται από μακριά, το
φεγγάρι θα ήταν αθέατο - ξέρω πως άργησε'' - δεν απάντησε, έπρεπε να συναινέσω
αυτόβουλα στο βάρος της απουσίας της και στην προτροπή του, σαν να επρόκειτο
για μια ασήμαντη λεπτομέρεια,- όπως η απρόσμενη τιμωρία που γεννάει ξαφνικά ένα
έγκλημα και πρέπει να πληρώσεις για τον άλλο, ή όταν ψηλαφίζεις έναν αρμό μες
στο σκοτάδι, για λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ στ' αλήθεια.
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: Πέστε μου αν βρίσκει κανείς μια ευσεβή πόρνη σήμερα, άλλωστε πάντα έχουμε
κείνη τη σκιά που δε τη δείχνουμε όσο διαρκεί η αφοσίωση, - εσείς, πού
πηγαίνετε, αν επιτρέπετε;; - ακούστηκε ότι θα ψάξουνε να δούνε ποιοί είμασταν -
[γελάει] ο θάνατος, λέει, έχει τη δική του γραφειοκρατία
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Εγώ ήμουν ηθοποιός, έπαιζα πέρα δώθε σε διάφορα μπουλούκια, έχω κρατημένους
τους ρόλους μου σ' έναν αυτόματο τηλεφωνητή - ίσως, έτσι, κρατήσω ζωντανά στη
μνήμη μου ποιος ήμουν [πατάει με το δάχτυλο κι ακούγεται ένα θεατρικό κείμενο με
τη φωνή του για λίγα λεπτά] [παύση]
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: Σκέφτομαι και λέω, ο εισβολέας, μάς έχει καταδικάσει στα τυφλά, - ένα
εκκρεμές που σπέρνει τον τρόμο.
ΗΘΟΠΟΙΟΣ
: Ακούστε,- τους θύμισα μια μέρα-, ήμουν κι εγώ στις τελευταίες σελίδες κι
ένοιωθα ανακούφιση, άλλωστε τώρα τέλειωσε το συναρπαστικό περιεχόμενο της
απολύτρωσης σαν απρόσμενη ευκαιρία [μικρή παύση]
θα
ζήσουμε όλοι ξένοι μεταξύ μας και με το ίδιο κηροπήγιο στην άκρη της κάμαρης
[οχλοβοή-λίγο φως-σκοτάδι]
......
ένα βράδυ πάλι, - που χιόνιζε- επιστρέφοντας με τη Σόνια - συνάντησα- ποιον,
λέτε;;- τον ίδιο τον Φίοντορ Μιχαήλοβιτς- με λίγο μακρύτερη γενειάδα,
αδυνατισμένο - μόλις είχε αποδράσει απ' το κάτεργο, - ''ψάχνω τον
Ρασκόλνικοφ'', μου λέει συνομωτικά, ''έχει φύγει για την άλλη ζωή την ώρα που
έκλεινα το εγχειρίδιο- για την αθανασία του'', ''λυπάμαι,- πώς έγινε κάτι
τέτοιο;;- αναρωτήθηκα'' κι από κείνη τη στιγμή, άλλαξα ταυτότητα - ''εγώ είμαι'',
του λέω, ''ο Ρασκόλνικοφ - γι' αυτό τελειώνει έστω και η ευημερία του έρωτα, ή
ο χρόνος της απόλυτης απόστασης όταν σταματώντας να πηγαίνω προς τα πίσω, όπως
τ' αγρίμια, μένεις με μια βουβή χειρονομία'', ''ακριβώς, είμαστε οι
αφιονισμένες ιδέες'', απάντησε, ''ή κάποιοι δουλοπάροικοι, ή απλά εμείς -/ σε
τι χρειάζονται τα λείψανα των ποιητών;;'', ''η Σόνια'', έκανα αμήχανα, κοίταξε
προς την άλλη πλευρά, ''τα ερείπια διεγείρουν τ' αμόλυντα χαμόγελα αρχαίων
αρραβώνων'', ψιθύρισε, ''χωρίς αμφιβολία το τρένο έρχεται να μπει στη μέσα
τσέπη του γιλέκου μου όπως οι ευπρόσδεκτες νύφες'' κι έβηξε δυνατά απ' την
αρρώστια του, εκείνη συγκρατούσε μια οχλαγωγία στα στήθη της, σαν παλινδρόμηση
ηδονής- κρυφής- που αφήνει να κρέμονται φρούτα εποχής σε απύθμενα μάτια, ''γέρασα
μια νύχτα'', του λέω, ''σαν παιχνίδι ή μια κυνηγημένη ζωή'', είδα που χάιδευε
ελαφρά τα λιγοστά μαλλιά του, ''θάρχονται άγνωστοι δίπλα μας σαν το Διόνυσο,
τον Τζέρεμυ ή τον Κάρλος Μποτέλλα'', είπα, ''ίσως μάθουμε τον μεγάλο κόσμο
χωρίς ν' απαντήσουμε- θα είμαι η μεταμόρφωση ή η εγκατάλειψη, ένα τοπίο που
αναδύεται διφορούμενο ή χειροπιαστό - σαν εγκαρτέρηση'', τού έπιασα το χέρι,
''κυρίως αυτό'', -/ ''θα μιλάμε με νοήματα'', είπε η Σόνια, ''και προιστορικές
θωπείες, όσα με κάνουν να ξεχνώ ή εκείνα τα πλοία με ακατονόμαστους
προορισμούς, - να το θυμάστε'', ήταν, βέβαια, πολλοί στην προκυμαία
νεοφερμένοι, άνθρωποι με ακραίες πολιτικές αντιλήψεις, λέγανε, ''εγώ'', μάς
είπε ένας ''έχασα τον αδερφό μου στον Τίβερι - πασχίζαμε για τους φτωχούς, αλλά
οι φτωχοί χάσανε το πεπρωμένο τους στα ζάρια, σ' ένα παιχνίδι τυχερό, τέλος
πάντων, που δε θυμάται κανένας πια - κάποιος μάς δολοφόνησε, αλλά δεν είναι
αυτό, τι σημασία μπορεί να έχει -εδώ πάνω υπάρχουμε σε μια περίεργη εξίσωση-
είμαι ο Γράκχος'', είπε, ''τώρα σάς κατάλαβα, κυνηγούσαμε, μαζί -αγρίμια και
ληστές κάπου στο Μέλανα Δρυμό, είστε ο Ρασκόλνικοφ - αυτός που καθάριζε τους
τοκογλύφους''- αγκαλιάστηκαν, θυμήθηκε- ''και η Σόνια;;'', ''θάρχεται πάντα η
φωνή της από ένα ανώφελο παρελθόν, - δεν μάς πρόλαβε, ίσως βρίσκεται σε κάποιο
άλλο πλωτό μέσο από τα τόσα, - εδώ όλα είναι ακυβέρνητα, καμιά φορά πληρώνεις
τα διαπύλια πολλές φορές - δε σε θυμούνται δήθεν - κι οι λεμβούχοι δε γίνονται
ποτέ φίλοι σου''
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : Ποιος άραγε ξέρει να πει με σιγουριά - ερχόμαστε;;-πηγαίνουμε;;-
πού είναι η Επανάσταση, εκεί που θα στήνονταν τα μεγάλα δείπνα για όσους έχασαν
τους συλλογισμούς τους ή το δρόμο που πήρανε- κι οι γυναίκες μας;;- καταντούν
απειλητικές όταν αδειάσουν τα δωμάτια - σα νάχει τελειώσι κάθε εξέγερση, κι η
Επανάσταση, χρειάζεται να είναι με το μέρος της ο Θεός, - ''φρόντισέ μας ,
Αιώνιε Στολιστή, γιατί η Απουσία μεγάλωσε , όπως ένα ανυποψίαστο τρένο, που
χάνεται σαν καταδίκη, σαν αταίριαστη εικασία....
ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ
: Κι έπειτα ποιος έχει δίκιο, αφού όλα συμβαίνουν σαν μια απροσχημάτιστη
περιπέτεια που ξεχνάει τον εαυτό της κουλουριασμένη κι ανώνυμη στη πιο
ματαιόδοξη βαθμίδα του ποιήματος
[παύση- ήχος κυμάτων]
ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ : Κι είναι πια ώρα ν' ανάψουμε το κηροπήγιο, ν' αλλάξουμε τις
βάρδιες στους σταθμούς γιατί άλλοι πεθαίνουνε για μάς μ' ένα νόημα παράδοξο κι
ανεξήγητο, - κι ο Μυστικός Δείπνος καθυστερεί σκόπιμα περιμένοντας τον
Τελευταίο,- ψιλοβρέχει, οι εποχές έχουν περάσει χωρίς προειδοποίηση.
[Σκοτάδι. Φως. ΑΥΛΑΙΑ.]
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
:
[*],
με αφορμή το γοητευτικό διήγημα του Franz Kafka, Ο Κυνηγός Γράκχος [μτφρ.
Θοδωρη Δασκαρόλη, Η λέξη, τ.66.
ιούλιος -αύγουστος 87. [Γάιος κ Τιβέριος Γράκχος, πολιτικοί μεταρρυθμιστές στην
αρχαία Ρώμη - πιθανά ο Kafka να υπαινίσσεται τη δολοφονία τους,- γνωστή η
συμμετοχή του ιδίου σε κοινωνιστικά και αριστερά κινήματα
της εποχής του. Οι αδερφοί Γράκχοι, δολοφονήθηκαν για μια σειρά νόμων υπερ των
πληβείων και κατά των πατρικίων - λέγεται ότι τα πτώματά τους πετάχτηκαν στον
Τίβερι.
[1*],
Ρασκόλνικοφ - περιώνυμη φιγούρα στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι
[Φίοντορ Μιχαήλοβιτς]
Είναι
παροιμιώδης η αγάπη της Σόνιας που ακολουθεί τον Ρ. στη εξορία της Σιβηρίας
[2*],
υπονοείται ο Πύργος του Kafka και ο ηγεμόνας του Πύργου [η φαλλικότητα της
εξουσίας]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου