Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

Διογένης ο Κυνικός, ο αναρχικός της αρχαιότητας

Υπάρχουν κάποιες μορφές μέσα στην πορεία των αιώνων, οι οποίες άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού. Άνθρωποι οι οποίοι μας κληροδότησαν μεγάλες αξίες, τις οποίες, δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να τις εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Όμως η άσβεστη μνήμη τους πάντα θα στέκεται αρωγός στην προσπάθειά μας να γίνουμε “αληθινοί” άνθρωποι. Διότι, όσο θα υπάρχει αυτή η αιώνια συντροφιά τους, τόσο θα διατηρείται ζωντανή και η ελπίδα της πνευματικής μας “ανάστασης”. 


Ο Κυνικός Διογένης υπήρξε πράγματι ένα “δαιμόνιο” πνεύμα, ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, που με τη στάση της ζωής του μας έδειξε τον δρόμο προς την αληθινή ευδαιμονία. Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πράξουμε είναι να τον ευχαριστήσουμε μέσα από τα βάθη της καρδιά μας.
Διογένης, λοιπόν, ο Σινωπεύς ή πιο απλά Διογένης ο Κύων, ο διασημότερος και μεγαλύτερος Κυνικός Φιλόσοφος. Γεννήθηκε περίπου το 400 π.κ.ε. αλλά κάποιοι θρύλοι αναφέρουν πως ήρθε στο φως τη μέρα που πέθανε ο Σωκράτης το 399 π.κ.ε. Όσο για τον θάνατό του και αυτός διαποτισμένος με αρκετούς θρύλους, λένε πως συνέβει το 323 π.κ.ε., την ίδια ημέρα που πέθανε ο Αλέξανδρος στην Βαβυλώνα.
Κατά τα μέσα του 4ου π.κ.ε. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του Σινώπη του Πόντου, επειδή με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία είχαν παραχαράξει το νόμισμα της πόλης.
«Διογένης, γιος του Ικεσία, τραπεζίτης στο επάγγελμα, από τη Σινώπη. Ο Διογένης όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για κάποια παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα, σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη, αισθάνθηκε έλξη για τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσία» (Σούδα, “Διογένης” n. 1143).
Είτε λόγω της παραχάραξης είτε λόγω πολιτικών διώξεων, βρέθηκε στην Αθήνα και σχετίστηκε με τον Αντισθένη, εντυπωσιασμένος από την φιλοσοφία του, την οποία ασπάστηκε ώσπου τελικά ξεπέρασε σε φήμη τον δάσκαλό του. Σύμφωνα με αναφορές λίγο μεταγενέστερων συγγραφέων, είχε επιδείξει και συγγραφικό έργο, αλλά δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα. Οι ιστορίες με τον Διογένη θα λέγαμε πως είναι αληθινές και απεικονίζουν την συνέπεια του χαρακτήρα του. Ζούσε σε ένα πιθάρι και σκληραγωγούσε τον εαυτό του ακόμα και στις εναλλαγές του καιρού. Το μόνο που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κύπελλο, το οποίο και αυτό το πέταξε, όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τις χούφτες του.
«Όταν κάποτε ο Διογένης είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε από το δισάκι του το κύπελλο λέγοντας: «Ένα παιδί με έχει νικήσει στην απλότητα» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VII 37.)
Ο Διογένης ο επικαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.κ.ε., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.κ.ε.), και πέθανε το 323 π.κ.ε. στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. 
Η δύναμη της προσωπικότητάς του έγκειται στην εκκεντρικότητά του, το τραχύ χιούμορ και στην τολμηρή αντίσταση σε καθετί καθιερωμένο. Όταν συνελήφθη από πειρατές στην Αίγινα και εκτέθηκε για πώληση, ο πωλητής του απαγόρευσε να κάθεται κάτω και ο Διογένης απάντησε:
«Δεν υπάρχει διαφορά, διότι σε οποιαδήποτε θέση και αν κείτονται τα ψάρια θα βρουν αγοραστές».
Ωστόσο μια από τις πιο φημισμένες ρήσεις του ήταν, όταν στην ερώτηση του πωλητή για το τι ήξερε να κάνει απάντησε:
«Να εξουσιάζω ανθρώπους».
«Εκεί που έπλεε τον έπιασαν πειρατές και τον έδωσαν για πούλημα. Όταν κλήθηκε να τον πουλήσουν και τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει απάντησε πως ήξερε «να εξουσιάζει ανθρώπους». Και βλέποντας κάποιον Κορίνθιο, έναν άσωτο πλούσιο, είπε στον διαλαλητή: «Πούλησε με σ’ αυτόν, αυτός χρειάζεται αφεντικό». Εκείνος τον αγοράζει και τον πηγαίνει στην Κόρινθο και του αναθέτει την ανατροφή των παιδιών του. Έλεγε μάλιστα ότι ένα αγαθό πνεύμα είχε μπει στο σπίτι του». Σούδα, “Διογένης” (n. 1143 – 1144).
Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».
Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».


Ο Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, ήθελε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Εκεί στην Κόρινθο έγινε η περιβόητη συνάντησή του με τον Αλέξανδρο, που ενώ όλοι έτρεχαν ξωπίσω του, ο Διογένης λιαζόταν αδιαφορώντας για το νεαρό επίδοξο κοσμοκράτορα. Όταν ο Αλέξανδρος τον πλησίασε, τον προέτρεψε να του ζητήσει ό,τι θέλει και ο Διογένης του έδωσε την παροιμιώδη απάντηση: «Μη μου κρύβεις τον ήλιο!»
Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε, διότι είχε συνηθίσει να περιτριγυρίζεται από κόλακες, και τον ρώτησε αν τον φοβάται. Ο Διογένης ρώτησε: «Είσαι καλό πράγμα ή κακό;» Ο Αλέξανδρος απάντησε: «Καλό». Ο Διογένης για άλλη μια φορά τον άφησε άναυδο: «Τότε ποιος άνθρωπος φοβάται το καλό;» «Τότε ο Αλέξανδρος είπε σε κάποιον από τους φίλους του: «Πόσο θα’ θελα να γινόμουν Διογένης αν δεν είχα γίνει ο Αλέξανδρος!» (GNOMOLOGIUM VATICANUM 743 n. 91.) Ο Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει:
«Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλύτερη της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο».
Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό, όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «ψάχνω άνθρωπο» O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Η βασική διδαχή του Διογένη ήταν απλή: για να πραγματώσει κανείς την αρετή έπρεπε να περιφρονήσει τις φυσικές απολαύσεις. Ο πόνος και η πείνα βοηθούσαν στην επίτευξη του καλού και ότι η κοινωνική εξέλιξη ήταν ασυμβίβαστη με την καλοσύνη και την αλήθεια. Για τον φιλόσοφο ηθικοποίηση σήμαινε επιστροφή στην φύση και στην απλότητα. Την κοινωνική προβολή που επιδίωκαν οι περισσότεροι συμπολίτες του τη θεωρούσε ανοησία, προσποίηση και ματαιοδοξία.
Το να υποτιμά τις θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, καθώς και την πολιτική εξουσία, δεν σήμαινε πως ήταν ένας άνθρωπος με αρνητισμό. Το έκανε για χάρη της προαγωγής της λογικής και της αρετής. Με θεατρικό τρόπο κρατούσε το φανάρι του τη μέρα λέγοντας ότι έψαχνε για ανθρώπους. Περπατούσε ξυπόλητος στο χιόνι και έσπρωχνε το πιθάρι του το καλοκαίρι πατώντας πάνω στην καυτή άμμο. Γι’ αυτές του τις ακρότητες κατηγορήθηκε και δυσφημίστηκε από την αναμφίβολη ανηθικότητα κάποιων συμπολιτών του. Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έζησε μια ζωή αυτοκυριαρχίας και εγκράτειας. Επέζησε με μια πολύ απλή δίαιτα και διακρίθηκε για την περιφρόνησή του στα πλούτη και την πολυτέλεια.
«Όταν κάποιος έμπασε τον Διογένη σε ένα πολυτελές σπίτι και εκεί του απαγόρεψε να βγάλει τα φλέματα, ο Διογένης, όταν τον έπιασε βήχας, έφτυσε στο πρόσωπο του οικοδεσπότη λέγοντας πως δεν έβρισκε χειρότερο μέρος για να φτύσει». (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 32.)
Οι αναφορές στη φιλοσοφία του Διογένη είναι λιγότερο πενιχρές απ’ ότι οι αναφορές στην ίδια του την ύπαρξη. Έλεγε ότι εκείνοι που είναι συνηθισμένοι σε μια ζωή γεμάτες απολαύσεις αηδιάζουν όταν αντικρίζουν το αντίθετο, κι εκείνοι που έχουν συνηθίσει στην έλλειψη πολυτέλειας αντλούν ευχαρίστηση από την περιφρόνησή της. Είχε πει ότι οι κακοί άνθρωποι υποτάσσονται στη λαγνεία τους όπως οι δούλοι στα αφεντικά τους.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Διογένης υπήρξε μια πραγματική ιστορική φιγούρα, αλλά η ζωή του έγινε θρύλος που εξελίχθηκε σ’ ένα μύθο, καθώς ανέκδοτα και σκάνδαλα προστέθηκαν στην πραγματική του ζωή. Για την αληθινή του ζωή δεν γνωρίζουμε και πολλά, όμως είναι ξεκάθαρο πως έγινε ένας φιλοσοφικός ήρωας. Τόσο εξαιρετική ήταν η αυστηρότητα και η απλότητα της ζωής του, ώστε αργότερα οι Στωικοί τον αποκάλεσαν τέλειο άνθρωπο και σοφό! Θεωρούσε τις ομιλίες του Πλάτωνα ως χάσιμο χρόνου.


«Όταν ο Πλάτωνας διατύπωσε τον ορισμό ότι ο «άνθρωπος είναι δίποδο ζώο χωρίς φτερά», και ο ορισμός αυτός είχε γίνει αποδεκτός, ο Διογένης μαδάει έναν πετεινό, τον βάζει μέσα στη σχολή [του Πλάτωνα] και λέει: «Αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα». Εξαιτίας αυτού προστέθηκε στον ορισμό το “με πλατιά νύχια”. (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 40.)
Περιγελούσε ο Διογένης τους ρήτορες όταν μιλούσαν για δικαιοσύνη ενώ ζούσαν μέσα στην αδικία. Έλεγε ότι όλοι συναγωνίζονται ως προς τα υλικά αγαθά αλλά κανείς δεν αγωνιζόταν να γίνει καλύτερος και αληθινός. Αναρωτιόταν γιατί οι μαθηματικοί παρατηρούσαν τον ήλιο και την σελήνη ενώ παρέβλεπαν τα ζητήματα μέσα τους και γύρω τους. Θύμωνε με αυτούς που θυσίαζαν στους θεούς για να έχουν καλή υγεία και από την άλλη έτρωγαν υπερβολικά. Επίπληττε τους ανθρώπους για τις προσευχές τους, λέγοντας ότι ζητούσαν μάλλον αυτά στα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν αξία και όχι αυτά που ήταν πραγματικά ωφέλιμα για αυτούς. Παρόλη, όμως, την προκλητική του συμπεριφορά του οι Αθηναίοι τον αγαπούσαν. Όταν ένας νέος του έσπασε το πιθάρι, τον ξυλοκόπησαν και του προσέφεραν ένα καινούριο.
Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.
Ήταν το πρώτο άτομο που σκέφτηκε και είπε, “Είμαι πολίτης ολόκληρου του κόσμου”, παρά πολίτης μιας συγκεκριμένης πόλης ή κράτους. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο εφεύρε την ιδέα του κοσμοπολιτισμού. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δε λέει ότι είναι άπολις – χωρίς πόλη – απλώς δηλώνει υποταγή στον Κόσμο και στο Σύμπαν. Οι περιορισμοί της υπηκοότητας και οι αποκλεισμοί που αυτοί συνεπάγονταν ήταν παράλογοι, και με τον Κοσμοπολιτισμό ζητούσε να τους καταργήσει ανοίγοντας τα πολιτικά προνόμια σε όλους. Με λίγα λόγια ο κοσμοπολιτισμός αντιπροσωπεύει μια πρώτη εισήγηση ότι ο δεσμός του ανθρώπου προς την ανθρωπότητα είναι ισχυρότερος του δεσμού προς το κράτος. Στα πλαίσια αυτά, οι Κυνικοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πρωτεργάτες του αναρχισμού!
Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις αρχές του και στον τρόπο που ζούσε.
«Όταν κάποιοι είπαν στον Διογένη ότι «Είσαι γέρος. Από εδώ και πέρα να χαλαρώσεις την προσπάθειά σου», εκείνος είπε: «Μα πώς; Αν έτρεχα σε αγώνες, θα έπρεπε, φθάνοντας κοντά στο τέρμα, να χαλαρώσω την προσπάθεια ή, αντίθετα, να βάλω τα δυνατά μου;» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 34.)
Για τον θάνατό του υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για τον χρόνο ούτε για τον τρόπο θανάτου του. Μια ισχυρή πεποίθηση μας αναφέρει πως πέθανε από βαθιά γεράματα στην Κόρινθο. Μια άλλη πως πέθανε τρώγοντας ωμό χταπόδι, επειδή ήθελε να δείξει πως την τροφή δεν χρειάζεται καν να τη μαγειρεύουμε. Όπως και να έχει όχι μόνο η ζωή του, αλλά και ο θάνατός του υπήρξε μυθιστορηματικός! Οι Κορίνθιοι έστησαν στη μνήμη του μια κολώνα πάνω στην οποία τοποθέτησαν έναν σκύλο από μάρμαρο της Πάρου. Στη συνέχεια οι συμπατριώτες του από την Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγάντια κολώνα με τον σκύλο πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή:
«Ο χρόνος κάνει ακόμα και τον χαλκό να παλιώνει, αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο εύκολο μονοπάτι της ζωής».
*Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετ ποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).
*Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
*Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».
*Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
*Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
*Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε:«Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».
*Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».
*Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
*Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
*Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
*Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».
*Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
*Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
*Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
*Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
*Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
*Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
*Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
*Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
*Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».
*Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».
*Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε,«Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».
*Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!
*Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό.«Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;»
*Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε:«Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη κι ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
*Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας,«Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
*Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
*Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
*Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
*Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.


*Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε:«Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
*Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
*Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή«Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
*Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής.
Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς.
Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
*Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως «Κύνας» (σκυλί), «δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει» κατά την Κυνική φιλοσοφία.
Ο Κύων «δαγκωνει» τον Διδύμωνα: Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην».
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν οικοδεσπότη: Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπι;»
Ο Κύων «δαγκάνει» έναν μοχθηρό πολίτη: Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι” αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;»
Ο Κύων «δαγκάνει» στολισμένο νέο: Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει που πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις «χείρων», δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα «χείρων». Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες «Ευρυτίων». (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).
Ο Κύων «δαγκάνει» τον Αλέξανδρο: Ο Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε Κύων το δώρο μου;” Και ο Διογένης του απάντησε: «Ήταν άξιο για κύωνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα».
Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης
Julie Piering, Cynics.
Luis E. Navia, Diogenes The Cynic: The War Against The World
Νίκος Σκουτερόπουλος «Οι αρχαίοι κυνικοί»
Μαρία Σεφέρου «Αρχές της Κυνικής Φιλοσοφίας»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου