Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε ολόκληρη συνέντευξη στο "Βήμα" για να
εφαρμόσει ένα παλιό κόλπο: Οταν δεν είσαι σε θέση να αμυνθείς, βγαίνεις στην
επίθεση.
Μιλάμε για το Σκοπιανό, τον
πραγματικό λόγο για τον οποίο "συνεντευξιάστηκε" χριστουγεννιάτικα
(τα υπόλοιπα ήταν περιτύλιγμα). Διόλου τυχαία η εφημερίδα το ανέδειξε: Ο
πρόεδρος της ΝΔ καλεί την κυβέρνηση να παραιτηθεί αν τα δύο κόμματα που τη στηρίζουν
δεν συμφωνούν με την ελληνική πρόταση. Μεγάλα λόγια.
Αυτή είναι η επίθεση. Η άμυνα
είναι ότι προσπαθεί να δείξει ότι σε αυτό το θέμα η κυβέρνηση έχει πρόβλημα.
Μπλόφα. Αν έχει κάποιος πρόβλημα, αυτός είναι ο ίδιος και το κόμμα του. Ετσι
και αλλιώς, το Σκοπιανό στοιχειώνει τη ΝΔ. Για όσα συνέβησαν και τα πληρώνουμε
ακόμη. Για το τεράστιο διπλωματικό κεφάλαιο που δαπανάται εξαιτίας της 25
χρόνια τώρα. Αλλά και γιατί στο εσωτερικό της παραμένει ένα άλυτο ζήτημα ̶ όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ιστορικά.
Το Σκοπιανό, ως ελληνικό
πρόβλημα, είναι αποκλειστικό δημιούργημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Για την
ακρίβεια, του υπουργού Εξωτερικών εκείνης της εποχής Αντώνη Σαμαρά. Πρώτα
σταύρωσε τη χώρα και μετά έριξε την κυβέρνησή του. Πρόσχημα. Κατά τις
καταγγελίες του πατρός Μητσοτάκη, η ανατροπή έγινε χάριν -και με υποκίνηση- των
"διαπλεκόμενων συμφερόντων". Να μην ξεχνιόμαστε.
Ο Μητσοτάκης, ωστόσο, ήταν ο
πραγματικός υπεύθυνος. Στη Σύνοδο Κορυφής του Μάαστριχτ το 1992, όπου
συζητήθηκε η αναγνώριση των κρατών που προέκυπταν από τη διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας, άφησε στο πόδι του τον άπειρο Σαμαρά για τη διατύπωση των
συμπερασμάτων και πέταξε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού προκειμένου να δει τον
Μπους.
Ο Σαμαράς δεν κατάλαβε τι
έλεγε η απόφαση και επιστρέφοντας παραπληροφόρησε τους πάντες, με πρώτον τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. "Πρόδωσε το δάκρυ του
Εθνάρχη" του καταλόγισε αργότερα ο Μεϊμαράκης. Οταν φάνηκε τι ακριβώς είχε
αποδεχθεί, έκανε τον μακεδονομάχο, αυτοπροβαλλόμενος ως μετεμψύχωση του Παύλου
Μελά, που βρίσκεται στο οικογενειακό δέντρο του.
Ως τότε ο πρωθυπουργός
προτιμούσε το παρασκήνιο και με τον Γκλιγκόροφ και τον Μιλόσεβιτς, μέσω του
στρατηγού Γρυλλάκη (άπαντες μακαρίτες σήμερα). Τελικά, κατέληξε ότι το όνομα
του νέου κράτους δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί "Ποιος θα το θυμάται
σε δέκα χρόνια;".
Τα
υπόλοιπα κόμματα παρασύρθηκαν από τον υπερεθνικιστή Σαμαρά. Μπήκε στο παιχνίδι
και η Εκκλησία με τον δημοφιλή Χριστόδουλο και η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια
απέραντη διαδήλωση από την οποία η πολιτική ηγεσία εμπνεύστηκε τη θέση
"Δεν δεχόμαστε το όνομα “Μακεδονία” ή παράγωγό του".
Χρειάστηκαν χρόνια, και αφού
ανά τον κόσμο ολοένα και περισσότερο άρχισαν να αποκαλούν τους Σκοπιανούς με το
όνομα που εκείνοι επέλεξαν, προκειμένου να διαμορφωθεί η ελληνική θέση για
σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προορισμό έναντι όλων (erga omnes) και χωρίς
αλυτρωτισμούς.
Ως τώρα πρώτα ο Ανδρέας
Παπανδρέου με την Ενδιάμεση Συμφωνία και μετά ο Κώστας Καραμανλής με το βέτο
στο Βουκουρέστι διέσωσαν ό,τι μπορούσε να διασωθεί από την αξιοπρέπεια και τη
σοβαρότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Αλλά η πολιτική εκδικείται.
Οσοι κρύβονταν έως τώρα πίσω από τη σκληρή θέση των Σκοπιανών για να μην
απολογηθούν μένουν μετέωροι από τη στιγμή που τα Σκόπια στέλνουν μήνυμα
συνδιαλλαγής. Η Ελλάδα πρέπει να πάει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μια
θέση μακριά από τα συνθήματα του 1991, και το έδαφος κάτω από τα πόδια του
Κυριάκου Μητσοτάκη τρέμει: Ο Σαμαράς, βουλευτές και πολιτευτές από τη
Μακεδονία, οι ψηφοφόροι της ΝΔ στον Βορρά, η Εκκλησία τον περιμένουν στη γωνία.
Με προφανή αδεξιότητα
εκμεταλλεύεται τις δηλώσεις του Καμμένου, επιχειρώντας να μεταφέρει το πρόβλημα
στην κυβέρνηση και να σκεπάσει την αγωνία του. Αυτό στην ψυχολογία λέγεται
"προβολή".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου