Η εξέλιξη αυτή δεν είναι καθόλου περίεργη. Μετά την
(υποτιθέμενη, ως μη) αναμενόμενη ήττα του γερακιού της Ουάσινγκτων, που ακούει
στο όνομα της καταγέλαστης Hillary Clinton, η οποία, ως
υποψήφια των Δημοκρατικών, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 8ης
Νοεμβρίου 2016, κατάφερε το, περίπου, ακατόρθωτο, δηλαδή να ηττηθεί - και
μάλιστα, κατά κράτος και χωρίς καμμία δυσκολία - από τον δεύτερο Donald Trump, αν και έλαβε,
κάπου 2,3 εκατομμύρια ψήφους περισσότερες, από εκείνον, η αγωνία και η αύξηση
των αγχών και των φόβων όλων αυτών, ως προς το τί μέλλει γενέσθαι, δεν είναι
καθόλου αδικαιολόγητες. Είναι, απολύτως, φυσιολογικές.
Ο Donald Trump, το επιτελείο του
και εκείνο το τμήμα της αμερικανικής ελίτ, που στήριξε την εκλογή του νέου
προέδρου των Η.Π.Α., δεν επιφυλάσσουν τίποτε το καλό, για τα συμφέροντα
εκείνων, οι οποίοι έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους, με την σύγχρονη
παγκοσμιοποιητική διαδικασία, η οποία, άλλωστε, ούτως ή άλλως, όπως πολλές
φορές έχουμε περιγράψει, σε αυτό εδώ το μπλογκ, έχει εισέλθει, σε μια ατέρμονη
φάση αποδιοργάνωσης, ύστερα από μια συνειδητή πολιτική και οικονομική
επιλογή του συνόλου της αμερικανικής ελίτ, η οποία, από τα τέλη του 2008,
άρχισε να εφαρμόζει ένα σχέδιο, που αποτελείται, από μια σειρά πράξεων, οι
οποίες στόχευσαν, στο φρενάρισμα και το κόψιμο ταχύτητας της
παγκοσμιοποίησης.
Αυτό, λοιπόν, συνέβη, όταν οι άρχοντες της
Ουάσινγκτων και του βαθέος αμερικανικού κράτους, στην ύστερη εποχή της
προεδρίας του ανεκδιήγητου George W.
Bush και από τις αρχές
της προεδρίας του αποτυχημένου warlord Barack Hussein
Obama, συνειδητοποίησαν, προς μεγάλη λύπη
της γραφειοκρατικής τεχνοδομής, που διοικεί τους αμερικανικούς και λοιπούς
πολυεθνικούς κολοσσούς, ότι η εξέλιξη και η περαιτέρω ανάπτυξη της
παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, αποτελούσαν φαινόμενα, τα οποία
αντιστρατεύονταν τα στρατηγικά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα.
Εδώ είναι, που ο Donald Trump και το επιτελείο
του, έρχονται να κάνουν την διαφορά, σε σχέση με τα πεπραγμένα των προκατόχων
τους, αφού, όσο και αν, επιφανειακά, φαίνεται το αντίθετο, βαδίζοντας, στην
γραμμή, που εκείνοι χάραξαν, οι νέοι ένοικοι του Λευκού Οίκου και της
αμερικανικής διοίκησης, απλούστατα, σκοπεύουν να επιταχύνουν την διαδικασία
αποδόμησης της παγκοσμιοποίησης, φαινομενικά, αδιαφορώντας για (και στην
πραγματικότητα, επιδιώκοντας) τις ουσιαστικές και μεγάλες - έως δραματικές -
αρνητικές επιπτώσεις, που θα έχουν οι πράξεις τους, στο σύνολο της παγκόσμιας
οικονομίας, ως προς το σκέλος της εξέλιξης του διεθνούς εμπορίου, το οποίο, στο
μέτρο, που θα προχωρήσει ο σχεδιασμός αυτός, θα υποστεί μια μεγάλη συρρίκνωση.
Το επιτελείο του Donald Trump, όπως φαίνεται, έχει
αντιληφθεί τρία πράγματα, όσον αφορά τα συμφέροντα και την ακολουθητέα
στρατηγική των Η.Π.Α. Στα δύο, εξ αυτών (που αφορούν την γερμανική Ευρώπη και
την Κίνα), προφανώς, συμφωνεί, με τους προηγούμενους ηγέτες της Ουάσινγκτων.
Εκεί, που διαφέρει, πιθανότατα, είναι, στην ένταση και την έκταση των μέτρων,
που η διοίκηση Donald Trump είναι διατεθειμένη να
πάρει, σε σχέση με όσα ήσαν διατεθειμένοι να πράξουν οι προηγούμενοι. Στο
τρίτο, που αφορά την Ρωσία, υπάρχει σαφής διάσταση απόψεων. Οι προηγούμενοι δεν
ήσαν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν όσα σκέπτεται το επιτελείο του νέου
Αμερικανού προέδρου.
Ας δούμε αυτά τα
πράγματα, για τα οποία κάνουμε λόγο, που αφορούν το τρίπτυχο Γερμανία - Κίνα -
Ρωσία και τα οποία η αμερικανική διοίκηση τα αντιμετωπίζει, μέσα από την
οπτική της προστασίας της αμερικανικής παραγωγής και (το κυριότερο) της
διατήρησης, σε ένα, όσο το δυνατό μεγαλύτερο βάθος χρόνου της
πλανητικής πρωτοκαθεδρίας του αμερικανικού κράτους :
Η διοίκηση Donald Trump έχει συνειδητοποιήσει
δύο πολύ σημαντικά λάθη της πρότερης αμερικανικής πολιτικής, τα οποία επιδιώκει
να διορθώσει. Το ένα έχει τις ρίζες του, από παλαιά, ενώ το δεύτερο είναι,
σχετικά, πρόσφατο, αν και αυτό είναι περισσότερο οδυνηρό και δυσκολότερο, ως
προς την αντιμετώπιση και την ανάταξή του.
Το πρώτο και
παλαιότερο, ιστορικά, σφάλμα της αμερικανικής πολιτικής έχει να κάνει, με την
συγκρότηση της μεταπολεμικής Γερμανίας. Δεν είναι, απλώς, το γεγονός ότι η
Γερμανία ανασυγκροτήθηκε, ύστερα από την ολοκληρωτική και ισοπεδωτική ήττα της,
από τους Συμμάχους - ουσιαστικά, δηλαδή, από τους Αμερικανούς -, στον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν ποταμό δωρεάν αμερικανικών κεφαλαίων. Δεν είναι
αυτό το ζήτημα, που τίθεται. Η Γερμανία έπρεπε να ανασυγκροτηθεί και τα
αμερικανικά κεφάλαια ήσαν απαραίτητα. Θα μπορούσαν, βέβαια, οι Αμερικανοί να
είναι περισσότερο σκληροί, ως προς την ρύθμιση των προπολεμικών και των
πολεμικών χρεών του γερμανικού δημοσίου, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία
του σύγχρονου προβλήματος, που συνιστά η Γερμανία.
|
Ανάμεσα σε εκείνες τις χώρες, που κάτω από την αμερικανική καθοδήγηση, κατά την περίοδο 1953 - 1956, έσπευσαν να χαρίσουν τα προπολεμικά χρέη του γερμανικού κράτους, ήταν και η Ελλάδα. Αυτή η πράξη, όσο και αν, τότε, φαινόταν ότι ήταν (και υπό προϋποθέσεις, ήταν) ορθή, κάτω από τις τωρινές συνθήκες, αντιμετωπίζεται, ως σφάλμα... |
Αυτό το γεγονός, που προφανώς δεν έχει αλλάξει,
στις ημέρες μας, παρά το ότι οι γερμανικές εξαγωγές φθίνουν, ως αποτέλεσμα της
κακής πορείας του διεθνούς εμπορίου, που επέφερε η
αποδιοργάνωση της παγκοσμιοποίησης, από το τέλος του 2008 και
μετά, αλλά και η σκληρή πραγματικότητα, που θέλει την Γερμανία, ως μια περιοχή
υψηλού κόστους και την συντεταγμένη φυγή των βιομηχανιών της, προς άλλες
περιοχές του πλανήτη, που είναι περισσότερο κερδοφόρες (Κίνα, Μεξικό, Ινδία κλπ),
η αναλογία τους, σε σχέση με το γερμανικό ΑΕΠ, καλά κρατούν και παραμένουν
υπερτροφικές.
Έτσι, ενώ το γερμανικό ΑΕΠ, το 2016, διαμορφώθηκε, σύμφωνα,
με τα υπάρχοντα προσωρινά στοιχεία, στα 3,581 τρισ. €, οι γερμανικές εξαγωγές
έφθασαν στα 1,155 τρισ. €, αντιστοιχώντας στο 32,25% του ΑΕΠ της χώρας,
γεγονός που σημαίνει ότι, πάνω από το 40% της γερμανικής παραγωγικής
μηχανής προσανατολίζεται προς το εξωτερικό εμπόριο. (Τα αντίστοιχα στοιχεία,
για το 2015, δείχνουν ότι το γερμανικό ΑΕΠ ήταν στα επίπεδα των 3,461 τρισ.
€ και οι γερμανικές εξαγωγές έφθασαν στα 1,158 τρισ. €, ποσόν το οποίο
αντιστοιχεί στο 33,46% του ΑΕΠ της χώρας αυτής).
Με δεδομένο το σημαντικό πλήγμα, που έχει δεχθεί η
αμερικανική παραγωγή, από την γερμανική εξαγωγική βιομηχανία, αλλά κυρίως, επειδή
αυτό το τμήμα της αμερικανικής ελίτ, που, τώρα, διοικεί την Ουάσινγκτων,
δεν βλέπει με καλό μάτι την "γερμανική Ευρώπη", η διοίκηση του Donald Trump δεν είναι διατεθειμένη να χαριστεί, στην
Γερμανία της Angela Merkel, ή του οποιουδήποτε άλλου, αύριο. Αυτή η
"Ευρώπη" (δηλαδή η αυτοαποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση), την οποία η
γερμανική ελίτ οδηγεί στο γκρεμό, με την, χωρίς ευρύτερη στρατηγική
θέαση, μικροσυμφεροντολογική πολιτική της και την συναφή επαρχιωτική
νοοτροπία της, ή θα συρρικνωθεί, ή, για να επιβιώσει, θα υποχρεώσει την
Γερμανία να αναλάβει, ευθέως, τα κόστη της λειτουργίας της (ή θα συμβούν, μέσα
από ένα διαστροφικό σλάλομ της Ιστορίας και τα δύο μαζύ), χωρίς να
αποκλείεται και η διάλυσή της, ή ο μετασχηματισμός της, σε κάτι, που θα μπορούσε
και να θυμίζει την παλαιά Ε.Ο.Κ., σε μια σύγχρονη εκδοχή της.
Έτσι, ο Donald Trump ξεκαθάρισε, στους Γερμανούς και σε κάθε άλλον
ισχυρό Ευρωπαίο ενδιαφερόμενο, ότι το τζάμπα τέλος. Η γερμανική παραγωγική
μηχανή θα ξεχάσει την εύκολη πρόσβαση, στις αχανείς αμερικανικές
αγορές και τα παίγνια, που οδηγούν, σε χαμηλό παραγωγικό κόστος, μέσω της
παγκοσμιοποίησης. Το αποκαλούμενο ελεύθερο εμπόριο φθάνει στο τέλος του και ως
εκ τούτου τα γερμανικά προϊόντα θα υποστούν μια άγρια δασμολόγηση και
φορολόγηση, που θα εξανεμίσουν και θα αντιστρέψουν τα ανταγωνιστικά
πλεονεκτήματα (πραγματικά και κατασκευασμένα), που, έως τώρα, απολάμβαναν.
Αλλά δεν είναι, μόνον, στον τομέα του εμπορίου και της
παραγωγής, που θα κτυπηθεί η Γερμανία και η γερμανική Ευρώπη. Η πολιτική
του "τζάμπα τέλος", που θα ακολουθήσει ο Donald Trump, σημαίνει ότι η Γερμανία - όπως και οι
άλλες χώρες της "παλαιάς" Ευρώπης - θα κληθεί να
συμβάλει στις δαπάνες της άμυνάς της, μέσα στο ΝΑΤΟ, γεγονός, που σημαίνει ότι
θα επιβαρυνθεί, ακόμη περισσότερο, το κόστος, για την γερμανική οικονομία.
Στα πλαίσια αυτά, η πλήρης στήριξη του Brexit και η ενίσχυση
της αμερικανοβρετανικής συμμαχίας, όπως και η προαναγγελία, στην
οποία προέβη, δημοσίως, ο Donald Trump, όσον αφορά την, περαιτέρω, συρρίκνωση της
(ψευδ)Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποτελούν καθόλου καλά σημάδια, για τις
προθέσεις και την ακολουθητέα πολιτική της νέας αμερικανικής διοίκησης,
έναντι της ίδιας της Ε.Ε. (και της Γερμανίας). Για την "Ευρώπη",
τα νέα δεδομένα, που έχουν προκύψει, είναι πολύ δυσμενή. Και η αναμενόμενη -
μικρή ή μεγάλη - αμερικανορωσική προσέγγιση κάνει τα πράγματα, ακόμη χειρότερα,
για τις διάφορες ευρωελίτ.
Όσον αφορά την Κίνα, για την διοίκηση Donald Trump, έχει καταστεί σαφές αυτό, που εδώ και πολύ
καιρό λέμε. [Δείτε το παλαιό
κείμενο, σε αυτό εδώ το μπλογκ, με τίτλο : Αντικρίζοντας
το μέλλον, από την δεκαετία του 2010, προς την δεκαετία του 2040 : Οι ρωγμές
στην πλανητική κυριαρχία των Η.Π.Α., η εσφαλμένη γεωστρατηγική εχθρότητα της
Δύσης προς την Ρωσία και η επιταχυνόμενη πορεία της Κίνας, προς την παγκόσμια
πρωτοκαθεδρία. Όποιος επιθυμεί, μπορεί να δει και το, προ
τετραμήνου κείμενό μου, με τίτλο : 1 - 2008
μ.Χ. : Η άνοδος και η πτώση των Η.Π.Α. και του Δυτικού Κόσμου και η ακάθεκτη
πορεία της Κίνας, προς την πρωτοκαθεδρία, μέσα από την ανακατανομή των
ποσοστιαίων μεριδίων των μεγάλων χωρών, στο παγκόσμιο ΑΕΠ. (Η διάσπαση των
αμερικανικών ελίτ, οι επισφαλείς αμερικανορωσικές σχέσεις και οι κρίσιμες
αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου) Όλα
ειπώθηκαν, πολύ νωρίτερα. Ακριβώς, τότε, που έπρεπε να ειπωθούν].
Ο πραγματικός αντίπαλος των Η.Π.Α.,
μεσομακροπρόθεσμα, σε πλανητικό επίπεδο, είναι η Κίνα. Και ακριβώς, επειδή
η αμερικανική υπερδύναμη δεν σκοπεύει (παρά τα όσα, ανοήτως, θρυλούνται) να
αποσυρθεί και να αποποιηθεί, ή να παραδώσει την πλανητική της
κυριαρχία, για τον λόγο αυτόν, είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει μια πολιτική
επιθετικής ανάσχεσης της Κίνας. Αυτή την πολιτική είναι που εκφράζει ο Donald Trump και το τμήμα της αμερικανικής ελίτ, που τον
στήριξε. Και αυτή την πολιτική η νέα αμερικανική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη
να εφαρμόσει.
Βέβαια, η
επιβράδυνση της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας, που ήλθε ως αποτέλεσμα της
πολιτικής των προκατόχων του νέου προέδρου των Η.Π.Α. κατάφερε να επιβραδύνει
τους θηριώδεις αναπτυξιακούς ρυθμούς της κινεζικής οικονομίας, αφού οι παλαιοί
ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 10% και 12% του κινεζικού ΑΕΠ, πριν το
2014, έχουν πέσει, τώρα, στα επίπεδα του 6,7%, το 2016. (Την ίδια
στιγμή, το 2016, οι κινεζικές εξαγωγές έφθασαν στα 1,810 τρισ. € -
ή 2,011 τρισ. $ -, έναντι των 1,896 τρισ. € - ή 2,143 τρισ.
$, το 2015, με το 18% αυτών να στρέφονται, στην αμερικανική οικονομία, ενώ
το απόθεμα των κινεζικών επενδύσεων, στο εσωτερικό, φθάνει, το 2016, στα 1,312
τρισ. €, ή των 1,458 τρισ. $, έναντι των 1,221 τρισ. $, ή
των 1,080 τρισ. €, το 2015. Κατά την ίδια περίοδο, οι άμεσες
κινεζικές επενδύσεις, στο εξωτερικό φθάνουν, το 2016, στα 1,156 τρισ.
€, ή στα 1,285 τρισ. $, ενώ το 2015, βρίσκονταν, στα 0,983 τρισ.
€, ή στα 1,010 τρισ $). Αλλά και οι
ρυθμοί αυτοί είναι πολύ μεγάλοι και ξεπερνούν, κατά πολύ τους μέσους ετήσιους
αμερικανικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που το 2016, προσγειώθηκαν, στο 1,6% του
αμερικανικού ΑΕΠ.
Έτσι, το αμερικανικό ΑΕΠ, το 2016, έφθασε, στα 16,71 τρισ. €
(18,56 τρισ. $), ενώ το κινεζικό ΑΕΠ απογειώθηκε, κατά το ίδιο έτος, στα
επίπεδα των 19,14 τρισ. €, ή 21,27 τρισ. $ (την ίδια στιγμή, το 2016,
οι αμερικανικές εξαγωγές έφθασαν στα 1,323 τρισ. € - ή 1,471 τρισ. $ -,
έναντι των 1,336 δισ. € - ή 1,359 τρισ. $, το 2015, ενώ το απόθεμα των
αμερικανικών επενδύσεων, στο εσωτερικό, φθάνει, το 2016, στα 3,283
τρισ. €, ή στα 3,648 τρισ. $, έναντι των 2,903 τρισ. €, ή των 3,280 τρισ. $, το 2015. Κατά την ίδια
περίοδο, οι άμεσες αμερικανικές επενδύσεις, στο εξωτερικό φθάνουν, το
2016, στα 5,009 τρισ. €, ή στα 5,566 τρισ. $, ενώ το 2015,
βρίσκονταν, στα 4,663 τρισ. €, ή στα 5,269 τρισ $) και με αυτούς τους ρυθμούς, σε λίγες
δεκαετίες, εάν αυτή η διαδικασία δεν αντιστραφεί, η Κίνα, με δεδομένη την
τεράστια τεχνογνωσία, που έχει αποκτήσει, χάρη στην αφελή πολιτική της
παγκοσμιοποίησης, που ακολούθησαν οι Αμερικανοί και οι Δυτικοί, στις
προηγούμενες δεκαετίες, θα έχει μετασχηματισθεί, σε μια ακλόνητη υπερδύναμη,
η οποία θα διεκδικήσει, χωρίς περιστροφές (και λογικά, θα δικαιούται) την
πλανητική πρωτοκαθεδρία.
Η διοίκηση του Donald Trump θεωρεί ότι μπορεί
να ανακόψει την Κίνα. Και αυτό θα επιχειρήσει, παρά το γεγονός ότι το κυβερνόν
Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας αυτής και η κομματική και κρατική ηγεσία της,
βλέποντας την έλευση των δύσκολων καιρών, που έρχονται, προθυμοποιείται να
καταστεί ο νέος παγκόσμιος λαμπαδηδρόμος της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας,
από την οποία τόσο πολύ και απολύτως, σκανδαλωδώς, επωφελήθηκε η ίδια και η
κινεζική οικονομία.
Το τωρινό θέαμα
του προέδρου της Κίνας Xi Jiping, που, για πρώτη
φορά, στην κινεζική πολιτική και οικονομική ιστορία, μετέβη, στο forum των
παγκόσμιων κυβερνοελίτ, στο Νταβός της Ελβετίας, όπου απηύθυνε το
κήρυγμα του, υπέρ της παγκοσμιοποίησης, του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου και
κατά του προστατευτισμού, εγγυώμενος, στις δυτικές ελίτ και στους πολυπληθείς
εκπροσώπους των πολυεθνικών εταιρειών, ότι η επιβιώσασα σύγχρονη
εκδοχή του λενινισμού, δηλαδή η κινεζική κομματική και κρατική γραφειοκρατία,
μαζύ με τους ευρισκόμενους, υπό την κηδεμονία του κινεζικού κράτους,
κομματικούς καπιταλιστές, θα σώσουν την παγκοσμιοποιητική διαδικασία και τον
σύγχρονο γραφειοκρατικό καπιταλισμό, θα ήταν, άκρως, διασκεδαστικό, εάν
δεν ήταν προϊόν μιας αδήριτης ανάγκης, για την κινεζική οικονομία και το
καθεστώς του Κ. Κ. Κίνας.
Η κινεζική ηγεσία
βλέπει ότι υποσκάπτονται οι βάσεις της κυριαρχίας του κόμματος και της ιδίας,
κατ' αρχήν, σε μακροπρόθεσμη βάση, στο εξωτερικό και - γιατί όχι; - και
στο εσωτερικό, αφού δεν μπορούν να προβλεφθούν οι όποιες κοινωνικές και λοιπές
επιπτώσεις της επιταχυνόμενης αποδιοργάνωσης της παγκοσμιοποιητικής
διαδικασίας, μέσα στην ίδια την Κίνα. Όσο και αν η εσωτερική κατάσταση, στην
πολυάνθρωπη αυτή χώρα, παραμένει, υπό έλεγχο. Ως εκ τούτου, η εμφάνιση και οι
θέσεις του προέδρου της Κίνας καθίστανται, άκρως, ενδιαφέρουσες και ακόμη περισσότερο,
καθίσταται ενδιαφέρουσα η εκτύλιξη του πρακτικού σχεδίου, πάνω στο οποίο
αυτές οι θέσεις εδράζονται.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν αποτελεί έκπληξη η νέα
στάση της διοίκησηςDonald
Trump και της αμερικανικής ελίτ, που στηρίζει την νέα
αμερικανική κυβέρνηση. Όπως πολλές φορές έχουμε πει, οι Η.Π.Α. και η Δύση δεν
μπορούν να αγνοήσουν την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ή οποιουδήποτε άλλου. Το μακροπρόθεσμο
συμφέρον τους συνίσταται, στην αποδοχή και στην ενσωμάτωση της Ρωσίας, στους
δυτικούς θεσμούς.
Η αντιμετώπιση του κινεζικού γίγαντα, σε πλανητικό επίπεδο,
δεν απαιτεί, για την αμερικανική υπερδύναμη, απλώς, την ουδετεροποίηση της
Ρωσίας. Αυτή δεν αρκεί. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι, η Ρωσία, ως άμεσα
ενδιαφερόμενη και ως πυρηνική υπερδύναμη, δεν πρόκειται να μείνει
ουδέτερη, στην αντιπαράθεση Η.Π.Α. - Κίνας. Ως εκ τούτου, οι Η.Π.Α. και η Δύση,
αυτό που χρειάζονται είναι την συμμαχία της Ρωσίας. Αυτή η συμμαχία θα
αποδυναμώσει, πλήρως, την Κίνα, η οποία δεν θα έχει την ασφάλεια της
ρωσικής πυρηνικής ομπρέλλας. Και όχι, μόνον, αυτό, αλλά θα ευρίσκεται, υπό την
διπλή σαρωτική απειλή δύο τεράστιων πυρηνικών οπλοστασίων και πολεμικών
μηχανών. Των Η.Π.Α. και της Ρωσίας.
Αλλά, για να υλοποιηθεί μια τέτοια συμμαχία των Η.Π.Α. και
της Ρωσίας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η ρωσική ηγεσία θα θέσουν τους δικούς
τους όρους, οι οποίοι, ούτως, ή άλλως, θα αφορούν, ως επί το πλείστον, την
κατάσταση στην ευρωπαϊκή υποήπειρο. Αυτή η πραγματικότητα, που γνωρίζει πολύ
καλά η νέα κυβέρνηση του Donald Trump, είναι που καθιστά το ΝΑΤΟ παρωχημένο. Η
Ευρώπη δεν μπορεί να παραμείνει, έτσι όπως διαμορφώθηκε, μετά την πτώση της
"Ε.Σ.Σ.Δ." και του "υπαρκτού σοσιαλισμού".
Για να πραγματοποιηθεί ένα συμμαχικό, ή ένα
"εταιρικό" σχήμα των Η.Π.Α., με την Ρωσία, η ευρωπαϊκή πολιτική
γεωγραφία πρέπει να αλλάξει. Και αυτός είναι ο βαρύς λογαριασμός, που θα
κληθεί να πληρώσει ο παραπαίων "υπαρκτός ευρωπαϊσμός", μαζύ με διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι
χώρες των οποίων τελούν, υπό πλήρη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση.
Σε διαφορετική περίπτωση, η ρωσική ηγεσία δεν πρόκειται να
συναινέσει στα σχέδια των Αμερικανών. Κάτι, το οποίο εύχονται οι πολιτικοί
απόγονοι του Mao
Zedong και του Deng Xiaoping, αφού είναι σαφές ότι αυτό τους συμφέρει.
Αλλά αυτό, που συμφέρει, στους Κινέζους ηγέτες, δεν συμφέρει,
μακροπρόθεσμα, στους Αμερικανούς. Και αυτό, που συμφέρει στους
Αμερικανούς, δεν συμφέρει, μεσοπρόθεσμα, στους "Ευρωπαίους".
Το τι θα γίνει μένει να το δούμε. Και φυσικά, θα το δούμε.
O tempora, o mores! (Είπε κανείς ότι η προεδρία Donald Trump δεν θα έχει ενδιαφέρον; Αν το είπε, είναι
προφανές ότι σφάλλει)...