Αν δεν κάνω
λάθος ο πρώτος που χαρακτήρισε το γένος των ανθρώπων
ως άθλιο ήταν ο Όμηρος.
Ακολούθησαν κι άλλοι, προβάλλοντας κάθε φορά τη δική τους εξήγηση για έναν
τέτοιο χαρακτηρισμό. Ο Ηράκλειτος δεν
μίλησε ανοιχτά για την αθλιότητα του ανθρώπινου είδους, αλλά την υπαινίχθηκε σε
κάποια διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του.
Δύο τέτοια αποσπάσματα είναι τα: πιθήκων ὁ κάλλιστος αἰσχρὸς ἀνθρώπων γένει συμβάλλειν (D, 82) και ἀνθρώπων ὁ σοφώτατος πρὸς θεὸν πίθηκος φανεῖται καὶ σοφίαι καὶ κάλλει καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν (D, 83). Δεν θα σταθώ στις ερμηνείες που έχουν δοθεί, αλλά
στις γεωμετρικές αναλογίες που εισάγουν αυτά τα αποσπάσματα και που σχηματικά
παίρνουν την ακόλουθη μορφή (ο Θεός τοποθετείται λίγο πιο
κάτω απ’ τον άνθρωπο, όχι γιατί βρίσκεται σε σημείο κατώτερο, αλλά για λόγους
που θα φανούν στην πορεία):
Ως προς την ομορφιά και τη σοφία, ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ
του κτήνους και των θεών και ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει η κάθε
προηγούμενη κατηγορία, από άποψη ομορφιάς και σοφίας, είναι κατώτερο απ’ αυτό
της κάθε επόμενης κατηγορίας.
Η αθλιότητα όμως του ανθρώπου δεν έγκειται σ’
αυτή την αντιβολή των αντιθετικών ζευγαριών, πίθηκος-άνθρωπος, άνθρωπος-θεός. Ο
άνθρωπος είναι προορισμένος οντολογικά να στέκεται εφ' όρου ζωής πάνω σ’ ένα
λεπτό σημείο ισορροπίας, μεταξύ κτήνους και θεού, που εύκολα κι ανά πάσα στιγμή
μπορεί να τη διαταράξει κι έτσι να ξεπέσει είτε στην κατάσταση του ζώου είτε
στην κατάσταση της μέθης και της έπαρσης που δημιουργεί η εντύπωση ότι έφτασε
τον θεό! (εξ ου κι η τοποθέτηση του Θεού πιο κάτω απ’ τον
άνθρωπο στο παραπάνω σχήμα, προκειμένου να φανεί κι οπτικά ο ξεπεσμός και στην
άλλη πλευρά).
Η
ευκολία αυτή στον ξεπεσμό και στην επακόλουθη κακομοιριά οφείλεται τόσο στην ακηδία όσο
και στην οίηση προς την οποία
ρέπει, έτσι κι αλλιώς, η ανθρώπινη φύση. Κι η μεν ακηδία ευθύνεται για
τη μεταμόρφωσή του σε ζώο (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), η δε
οίηση για την πεποίθηση ότι έφτασε τον θεό (με
ό,τι σημαίνει για τον καθένα μία τέτοια στάση).
Η
παραπάνω τοποθέτηση οδηγεί στην ιδέα ότι όλος ο αγώνας του
ανθρώπου γίνεται, όχι για να βελτιώνεται συνεχώς και να
κατακτάει όλο και πιο ανώτερες σφαίρες (κι ας έλεγε ο Nietzsche ότι
ο άνθρωπος πρέπει να φτάσει τον υπεράνθρωπο), αλλά για
να μην ξεπέσει είτε στη μία είτε στην άλλη προαναφερόμενη κατάσταση.
Δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει να πασχίζει κάθε στιγμή όχι να βελτιώνει αλλά να μην
χειροτερεύει τη θέση του και έτσι να διατηρεί την ισορροπία του πάνω σ’ αυτό το
λεπτό σημείο, μεταξύ κτήνους και θεού.
Μου
φαίνεται πως ιδωμένη η θέση του ανθρώπου στον κόσμο ως προσπάθεια όχι
ανεβάσματος αλλά ισορροπίας κι αποφυγής της εξαθλίωσής του, μπορεί να μας δώσει
και την κύρια ιδιότητα του άριστου άνδρα κατά
τούτο: Οι
άριστοι πασχίζουν μία ζωή ν’ αντισταθούν τόσο στην ύβρη όσο και στην πάσα μορφή
οκνηρίας, προκειμένου να διατηρήσουν την αρμόζουσα με τη φύση τους θέση, μεταξύ
κτήνους και θεού.
Κατ’ εμέ είναι πιο εφικτό
και μες στ’ ανθρώπινα μέτρα η διατήρηση της θέσης αυτής κι η αποφυγή της
«πτώσης», παρά το αίτημα γι’ αέναη βελτίωση κι ανέβασμα. Εξυπακούεται ότι όλα
τα συστήματα ηθικής μαζί κι οι θρησκείες δεν θ’ άντεχαν και θα κατέρρεαν
μπροστά σε μία τέτοια θεώρηση του ανθρώπου.