Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Η γερμανική Ευρώπη πνέει τα λοίσθια

Στόχος της Συνθήκης της Ρώμης που υπεγράφη την 25.Μαρτίου 1957 (ΕΟΚ) από τις ιδρυτικές χώρες Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Ολλανδία ήταν η υλοποίηση της ιδέας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. 


Η συμβολή αυτών εις την λειτουργική δόμηση της πολιτικής Ευρώπης αποτέλεσε καθοριστικό βήμα για την πληρέστερη ενοποίηση της, με κοινή δράση για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο καθώς και για τους όρους διαβίωσης και απασχόλησης των λαών της, με συντονισμένες δράσεις για την εμπέδωση των αξιών, της ισότητας, της αλληλεγγύης και της εμπιστοσύνης, αλλά και για την εξασφάλιση της σταθερότητας, της επέκτασης της οικονομίας και της ισορροπίας εις τις συναλλαγές υπό συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Και όλα αυτά προς αποτροπή νέων πολεμικών συρράξεων μετά τις τραυματικές εμπειρίες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων που ξεκίνησαν από ευρωπαϊκό έδαφος και αιματοκύλησαν την ανθρωπότητα.

Η επέτειος των 60 χρόνων από την υπογραφή της ίδρυσης της ΕΟΚ/ΕΕ εορτάστηκε την 25η Μαρτίου 2017 με λαμπρές εκδηλώσεις από τα 27 κράτη-μέλη εις την ειδική Σύνοδο Κορυφής εις την Ρώμη με την υπογραφή της Διακήρυξης των Αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ανούσιες διαβουλεύσεις, ανεφάρμοστες υποσχέσεις και νέες διαβεβαιώσεις, οι οποίες δεν σηματοδοτούν παρά ένα ομιχλώδες σταθμό για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εν ολίγοις η Διακήρυξη της Επετειακής Συνόδου Κορυφής υπογραμμίζει την υποχρέωση για εκπλήρωση στόχων οι οποίοι όμως, ως ήδη γνωστόν, είναι ανεφάρμοστοι λόγω της διαφορετικότητας, της έλλειψης ουσιαστικής σύγκλησης, κατανόησης, αλλά και λόγω των επικρατούντων εθνικών προτεραιοτήτων των κρατών-μελών της Ένωσης.
Διότι πέρα από τις εορταστικές εκδηλώσεις και τις συνηθισμένες γνωστές Συναντήσεις Κορυφής, το καίριο ερώτημα που τίθεται κάθε τόσο από τους πολίτες της Ευρώπης προς τους Ευρωπαίους Ηγέτες αλλά και τους Θεσμούς και τα όργανα της Ε.Ε. είναι το εξής: Σε τι συνίσταται το βαθύ νόημα της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης. και της Ευρωζώνης; Διότι κάθε τόσο ο καθείς από εμάς, γίνεται γνώστης των διαφόρων (έντονων) διχογνωμιών και αντιπαραθέσεων και της παντελούς έλλειψης ενότητας, ισότητας και αλληλεγγύης για τη χάραξη μίας κοινής πολιτικής προς αντιμετώπιση σοβαρότατων κοινών προβλημάτων που υπονομεύουν τις τύχες των Λαών της, αν όχι αυτό το μέλλον της Ευρώπης.

Αναρίθμητες είναι, ως τόσο, οι περιπτώσεις, οι αποφάσεις και οι ενέργειες των ισχυρών τώρα πρωταγωνιστών της Ε.Ε. που ούτε εις το ελάχιστον αντικατοπτρίζουν τους στόχους, τις ιδέες και τα οράματα των Συνθηκών της Ρώμης, του Μάαστριχ και της Λισαβόνας προς εξασφάλιση της ευημερίας των λαών της Ευρώπης, ενώ παράλληλα, προκλητικά και ανεπίσημα, μετέφεραν το κέντρο λήψης των αποφάσεων της Ε.Ε. από τις Βρυξέλλες εις το Βερολίνο.

Μέγα σφάλμα είναι ο χαρακτηρισμός που δίνεται σε όλους εκείνους που εδώ και δύο δεκαετίες δικαιολογημένα ανησυχούν για την κατάντια και το μέλλον της Ε.Ε. τους οποίους και αποκαλούν τώρα «Ευρωσκεπτικιστές». Διότι οι κύριοι υπαίτιοι της λανθασμένης και ολέθριας πορείας που διανύει σήμερα η Ευρώπη χρησιμοποιούν εσκεμμένα τους «Ευρωσκεπτικιστές» ως άλλοθι και «εχθρούς της Ευρώπης», προκειμένου να αποκρύπτουν και να καλύπτουν τις καιροσκοπικές πολιτικές των εις βάρος της πλειονότητας των κρατών-μελών και των Λαών της Ευρώπης. Περί αυτού δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον.
Πολλά παραδείγματα θα μπορούσε να παραθέσει κανείς για την εγκληματική συμπεριφορά των ολέθριων πρωταγωνιστών εις την ευρωπαϊκή αρένα: η άρνηση των για την πολυπόθητη από την πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών πολιτική και οικονομική Ένωση, για χάραξη ενιαίας, κοινής εξωτερικής πολιτικής προς φύλαξη και υπεράσπιση των συνόρων της Ευρώπης. Για ισόρροπη ανάπτυξη και καθιέρωση κοινών αξιών, την προβολή αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών προς αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών ανισορροπιών και προβλημάτων. Η παντελής απουσία της Ε.Ε. από τα διεθνή fora και τις αποφάσεις που λαμβάνονται.
Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που μονομερείς ενέργειες κρατών-μελών που πλήττουν την αξιοπρέπεια, την υπερηφάνεια, τον πολιτισμό αλλά και την ευαισθησία των υπολοίπων εταίρων τους στην Ευρώπη. Όπως για παράδειγμα οι μυστικές διαπραγματεύσεις και η Συμφωνία του προκατόχου της κ.Μέρκελ, καγκελάριου Γκέχαρντ Σρέτερ, με την Ρωσία για την κατασκευή του αγωγού πετρελαίου προς τη Γερμανία και την Ευρώπη, με παράκαμψη του εδάφους της Πολωνίας επίσης κράτους-μέλους της Ε.Ε. μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Η οποία όχι μόνον προσέβαλε και πλήγωσε την εθνική υπερηφάνεια και την εμπιστοσύνη της Πολωνίας, αλλά ταυτόχρονα έφερε εις την μνήμη όλων των Πολωνών το Σύμφωνο του Γ’ Ράιχ με τον Στάλιν για τη διχοτόμηση της Πατρίδας των και μόλις λίγους μήνες μετά, το έτος 1939, τη διμέτωπη επίθεση της Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης κατά της Πολωνίας, που είχε ως συνέπεια την ισοπέδωση της και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αναρίθμητες είναι, ως τόσο, οι περιπτώσεις, οι αποφάσεις και οι ενέργειες των ισχυρών τώρα πρωταγωνιστών της Ε.Ε. που ούτε εις το ελάχιστον αντικατοπτρίζουν τους στόχους, τις ιδέες και τα οράματα των Συνθηκών της Ρώμης, του Μάαστριχ και της Λισαβόνας προς εξασφάλιση της ευημερίας των λαών της Ευρώπης, ενώ παράλληλα, προκλητικά και ανεπίσημα, μετέφεραν το κέντρο λήψης των αποφάσεων της Ε.Ε. από τις Βρυξέλλες εις το Βερολίνο.
Το κλίμα σύρραξης εις την συνάντηση των Ηγετών της G20 στις Κάννες, κατά την δραματική νύχτα της 2ας Νοεμβρίου 2011, το οποίο περιγράφει ο πρώην Πρωθυπουργός της Ισπανίας Θαπατέρο σε βιβλίο του με χαρακτήρα απομνημονευμάτων υπό τον τίτλο «Το δίλημμα – 600 ημέρες ιλίγγου», αποτυπώνει το ζενίθ της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, την άθλια κατάντια και τα διάφορα μέτωπα εντός της Ε.Ε. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη μαρτυρία Ευρωπαίου ηγέτη από τα παρασκήνια της δυσκολότερης ίσως εποχής εις την ιστορία της Ε.Ε. Οι ανεπίτρεπτες για Ηγέτες ύβρεις με «γαλλικές εκφράσεις», οι σφοδρότατες συγκρούσεις και οι εντονότατες πιέσεις είχαν ως συνέπεια, εντός μόλις τριών εβδομάδων, τις παραιτήσεις των Πρωθυπουργών της Ελλάδος, της Ισπανίας και Ιταλίας κ.κ. Παπανδρέου, Θαπατέρο και Μπερλουσκόνι αντιστοίχως.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι εντός της Ε.Ε. οξύνεται η αντιπαράθεση μεταξύ ενός τμήματος κυρίως του Νότου και εκείνων των κρατών-μελών που, ως εκφραστές της δήθεν «προτεσταντικής ηθικής» και της «ιερότητας της εργασίας», κατέστησαν, εις βάρος όμως των Νοτίων, συλλέκτες τεράστιου πλούτου. Και όχι μόνο χρησιμοποιούν τώρα τα τεράστια κεφάλαια των μέσω των χρηματαγορών και των πολυεθνικών εταιρειών που ελέγχουν και μέσω της καιροσκοπικής πολιτικής και της θέσπισης Νόμων και Κανόνων εντός της Ε.Ε., αλλά μάλιστα, εις το όνομα της δήθεν «ιερότητας της εργασίας» και της «προτεσταντικής ηθικής» εκβιάζουν και υποτάσσουν τώρα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, «στραγγαλίζοντας» λαούς και κοινωνίες.
Όπως όμως η ανακήρυξη της ίδρυσης της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από τον Γερμανό Καγκελάριο Οτο φον Βίσμαρκ μέσα εις τα Ανάκτορα των Βερσαλλιών την 18η Ιανουαρίου 1871 μετά την ήττα της Γαλλίας εις το γάλλο-γερμανικό πόλεμο σήμαινε την ταπείνωση της Γαλλίας, έτσι και η συνάντηση των 4 Ηγετών Ολάντ, Μέρκελ, Τζεντιλόνι και Ραχόϊ την 6η Μαρτίου.2017 και πάλιν εις τα Ανάκτορα των Βερσαλλιών σημαίνει την τελευταία πράξη, το προοίμιο της αναπόφευκτης διάλυσης της Γερμανικής Ευρώπης.
Διότι οι Λαοί της Ευρώπης επιθυμούν μία ηγεσία αντί της κυριαρχίας, μία παγκόσμια κοινότητα κοινών συμφερόντων και όχι την δημιουργία αφέντη και υποτελών. Κάτι όλως αντίθετο με την ιδιοφυή στρατηγική και το οικουμενικό όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το πνεύμα του Ελληνισμού.
Γεώργιος Εμ. Δημητράκης
***
Ο αρθρογράφος κρητικής (Μαριού Ν. Ρεθύμνης) και θρακικής καταγωγής γεννήθηκε και διαμένει εις την Ξάνθη. Σπούδασε Πολιτικές-Οικονομικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία εις την Βόννη και Ιστορία και Πολιτιστική κληρονομιά εις την Αθήνα. Διετέλεσε επί 5 χρόνια υπάλληλος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας και επί 30-ετίας Διπλωματούχος Ξεναγός για όλη την Ελληνική Επικράτεια.


Η Ναόμι Κλάιν, ο Πινοσέτ και τα παιδιά από το Σικάγο



Το πραξικόπημα στη Χιλή το Σεπτέμβριο του 1973, όπως και όλα τα πραξικοπήματα, δεν θα μπορούσε να οργανωθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Στηρίχτηκε σε δομές που λειτουργούσαν για λογαριασμό του χρόνια πριν και καλλιεργούνταν με τις ευλογίες της CIA. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» εξηγεί : «Στα χρόνια που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος εκπαιδευτές από τις ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στη CIA, είχαν φροντίσει να εμπνεύσουν παράφορο αντικομουνιστικό μένος στους στρατιωτικούς της Χιλής, πείθοντάς τους ότι οι σοσιαλιστές ήταν ντε φάκτο Ρώσοι κατάσκοποι, μια ξένη εχθρική δύναμη στους κόλπους της χιλιανής κοινωνίας, ένας αυτόχθων “εσωτερικός εχθρός”». (σελ. 108). 


Από την άλλη, η σοσιαλιστικού προσανατολισμού πολιτική του προέδρου Αλιέντε δυσαρεστούσε και τους μεγάλους επιχειρηματικούς κύκλους της χώρας: «Το Σεπτέμβριο του 1971, με τη συμπλήρωση ενός έτους θητείας του Αλιέντε, οι κορυφαίοι επιχειρηματίες της Χιλής συναντήθηκαν επειγόντως στην παραθαλάσσια πόλη Βίνια δεν Μαρ προκειμένου να χαράξουν μια συνεκτική στρατηγική για την αλλαγή του καθεστώτος. Σύμφωνα με τον Ορλάντο Σάενς, πρόεδρο της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών (που τη χρηματοδοτούσαν γενναιόδωρα η CIA και πολλές από τις ξένες πολυεθνικές που επεξεργάζονταν τα δικά τους συνωμοτικά σχέδια στην Ουάσινγκτον), στη συνάντηση αποφασίστηκε ότι “η κυβέρνηση του Αλιέντε δε συνάδει με την ελευθερία στη Χιλή και με την ύπαρξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων, και ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί το τέλος είναι η ανατροπή της κυβέρνησης”». (σελ. 102 – 103).


Το μόνο που απέμενε ήταν η συνεργασία στρατού και επιχειρηματιών να αναλάβει ενεργό δράση: «Οι επιχειρηματίες συγκροτήθηκαν σε μια “πολεμικά διαρθρωμένη οργάνωση”. Κάποιοι θα δρούσαν ως σύνδεσμοι με το στρατό, ενώ άλλοι, σύμφωνα με τον Σάενς, “θα προετοίμαζαν συγκεκριμένα προγράμματα που θα αντικαθιστούσαν τα κυβερνητικά και για τα οποία θα ενημερώνονταν συστηματικά οι ένοπλες δυνάμεις”». (σελ. 103). 


Φυσικά, αυτή η σύμπλευση του στρατού με τους επιχειρηματίες για την «ελευθερία» δεν άφησε ασυγκίνητα τα παιδιά από το Σικάγο που έδρευαν στο Καθολικό Πανεπιστήμιο: «Το Καθολικό Πανεπιστήμιο, η “στέγη” των Παιδιών του Σικάγου, αποτέλεσε το επίκεντρο για τη δημιουργία αυτού που η CIA αποκαλούσε “κλίμα πραξικοπήματος”. Πολλοί φοιτητές έγιναν μέλη της φασιστικής οργάνωσης Πατρίδα και Ελευθερία (Patria y Libertad), παρελαύνοντας στους δρόμους με το βήμα της χήνας, μιμούμενοι απροκάλυπτα τη χιτλερική νεολαία». (σελ. 102). 



Τα παιδιά από το Σικάγο στρατολογήθηκαν από τον Σάενς για να ετοιμάσουν το οικονομικό πρόγραμμα που θα ακολουθούταν μετά την ανατροπή του Αλιέντε: «Η ομάδα, με επικεφαλής τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου του Σικάγου Σέρχιο δε Κάστρο και τον Σέρχιο Ουντουράγα, συνάδελφο του Σέρχιο δε Κάστρο στο Καθολικό Πανεπιστήμιο, πραγματοποιούσε μυστικές εβδομαδιαίες συνεδριάσεις στη διάρκεια των οποίων διατυπώνονταν λεπτομερείς προτάσεις για το πώς θα ανοικοδομούσαν τη χώρα βάσει των νεοφιλελεύθερων αρχών. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη έρευνα της Γερουσίας των ΗΠΑ, “πάνω από 75%” της χρηματοδότησης αυτής της “αντιπολιτευτικής ερευνητικής οργάνωσης” προερχόταν απευθείας από τη CIA». (σελ. 103). 



Τα πράγματα πλέον στη Χιλή είχαν μπει στην τελική τους ευθεία: «Για ένα διάστημα υπήρχαν δύο διακριτοί πόλοι στην προετοιμασία του πραξικοπήματος: Ο στρατός συνωμοτούσε για να εξοντωθούν ο Αλιέντε και οι υποστηρικτές του, ενώ οι οικονομολόγοι συνωμοτούσαν για να εξαλείψουν τις ιδέες τους». (σελ. 103). Αυτό που έμενε ήταν το μανιφέστο που θα πλαισίωνε και ιδεολογικά τους οικονομικούς χειρισμούς της χούντας. Τα παιδιά από το Σικάγο έπρεπε να αναλάβουν δράση αμέσως: «Καθώς το ρεύμα άρχισε να ευνοεί τη βίαιη λύση, ξεκίνησε ένας διάλογος ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, με τον Ρομπέρτο Κέλι, επιχειρηματία ο οποίος είχε σχέσεις με την εφημερίδα El Mercurio, που τη χρηματοδοτούσε η CIA, να ενεργεί ως ενδιάμεσος. Μέσω του Κέλι, τα Παιδιά του Σικάγου έστειλαν μια πεντασέλιδη σύνοψη του οικονομικού τους προγράμματος στο ναύαρχο που ήταν ο αρχηγός του ναυτικού. Το ναυτικό έδωσε τη συγκατάθεσή του και τα Παιδιά του Σικάγου άρχισαν να εργάζονται πυρετωδώς για να έχουν έτοιμο το πρόγραμμά τους όταν θα γινόταν το πραξικόπημα». (σελ. 103).



Το οικονομικό μανιφέστο της χούντας (δια χειρός παιδιών Σικάγο) ήταν η Βίβλος των ιδιωτικοποιήσεων: «Η έκτασης 500 σελίδων βίβλος τους, ένα λεπτομερές οικονομικό πρόγραμμα που θα καθοδηγούσε τη χούντα από τις πρώτες μέρες της, έγινε γνωστή στη Χιλή ως “το Τούβλο”. Σύμφωνα με μια μεταγενέστερη επιτροπή της Γερουσίας των ΗΠΑ, “συνεργάτες της CIA είχαν αναμειχθεί στην επεξεργασία του αρχικού συνολικού οικονομικού σχεδίου, το οποίο θα χρησίμευε ως η βάση για τις πιο σημαντικές οικονομικές αποφάσεις της χούντας”. Οχτώ από τους δέκα συγγραφείς του “Τούβλου” είχαν σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου». (σελ. 103 – 104). 

Η 11η Σεπτεμβρίου του 1973 θα είναι συνταρακτική για τους Χιλιανούς: «Ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοτσέτ και οι οπαδοί του αναφέρονταν συστηματικά στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 ως “πόλεμο” κι όχι ως “πραξικόπημα”. [… …] … ο Πινοτσέτ έλεγχε απόλυτα το στρατό, το ναυτικό, τους πεζοναύτες και την αστυνομία. Εξάλλου ο Πρόεδρος Αλιέντε είχε αρνηθεί να οργανώσει τους υποστηρικτές του σε ένοπλες ομάδες άμυνας, συνεπώς δε διέθετε δικό του στρατό. Η μοναδική εστία αντίστασης ήταν το Προεδρικό Μέγαρο (γνωστό ως Λα Μονέδα) και στέγες γειτονικών κτιρίων, καθώς ο Αλιέντε και ο στενός του κύκλος προσπαθούσαν θαρραλέα να υπερασπίσουν την έδρα της δημοκρατίας. Ήταν ένας άνισος αγώνας. Παρόλο που οι υποστηρικτές του Αλιέντε ήταν μόνο τριάντα έξι, ο στρατός εκτόξευσε εναντίον του μεγάρου είκοσι τέσσερις ρουκέτες». (σελ. 107 – 108). 

Η επικράτηση της χούντας ήταν πια γεγονός: «Με τον Αλιέντε νεκρό, τους υπουργούς του υπό κράτηση και χωρίς εμφανή μαζική αντίσταση, η μεγάλη μάχη της χούντας είχε τελειώσει μέχρι τα μέσα του απογεύματος. [… … … …] Οι στρατηγοί γνώριζαν ότι, για να παραμείνουν στην εξουσία, έπρεπε να τρομοκρατήσουν τους Χιλιανούς… Τις επόμενες μέρες περίπου 13.500 πολίτες συνελήφθησαν, στοιβάχτηκαν σε φορτηγά και οδηγήθηκαν σε φυλακές, σύμφωνα με μια αποχαρακτηρισμένη αναφορά της CIA. Χιλιάδες κατέληξαν στα δύο κυριότερα ποδοσφαιρικά γήπεδα του Σαντιάγο, το Στάδιο της Χιλής και το τεράστιο Εθνικό Στάδιο. Μέσα στο Εθνικό Στάδιο ο θάνατος αντικατέστησε το ποδόσφαιρο ως δημόσιο θέαμα. Κουκουλοφόροι καταδότες περιφέρονταν στις κερκίδες και υποδείκνυαν τους “υπονομευτές” στους στρατιώτες που τους συνόδευαν, οι οποίοι τους έσερναν στα αποδυτήρια και στα θεωρεία των επισήμων, που είχαν μετατραπεί σε αυτοσχέδιους θαλάμους βασανιστηρίων. Εκατοντάδες εκτελέστηκαν. Τα άψυχα σώματα εγκαταλείπονταν στα κράσπεδα μεγάλων αυτοκινητόδρομων ή κατέληγαν να επιπλέουν στα λασπωμένα κανάλια της πόλης». (σελ. 109). 

Η χούντα του Πινοσέτ ήταν η καταστροφή της Χιλής: «Πολύ σύντομα ολόκληρη η χώρα είχε λάβει το μήνυμα: Η αντίσταση ισοδυναμούσε με θάνατο. Παρόλο που ο πόλεμος του Πινοτσέτ ήταν μονόπλευρος, οι επιπτώσεις του ήταν εξίσου σημαντικές με εκείνες ενός εμφυλίου πολέμου ή μιας ξένης εισβολής. Συνολικά, περισσότεροι από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, τουλάχιστον 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 εγκατέλειψαν τη χώρα για πολιτικούς λόγους». (σελ. 109). 

Τα παιδιά από το Σικάγο όμως είχαν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένα: «Για τα Παιδιά του Σικάγου, η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια μέρα πυρετώδους αναμονής και υψηλής αδρεναλίνης. Τις προηγούμενες μέρες ο Σέρχιο δε Κάστρο μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο με το σύνδεσμό του στο ναυτικό, διαβάζοντάς του σελίδα προς σελίδα το τελευταίο τμήμα του “Τούβλου” για να πάρει την τελική έγκριση. Τη μέρα του πραξικοπήματος αρκετά από τα Παιδιά του Σικάγου είχαν στρατοπεδεύσει στο τυπογραφείο της δεξιάς εφημερίδας El Mercurio. Υπό τους ήχους πυροβολισμών στους δρόμους, προσπαθούσαν να τυπώσουν εγκαίρως το “Τούβλο”, ώστε να είναι έτοιμο από την πρώτη μέρα που η χούντα θα άρχιζε να ασκεί την εξουσία. Ο Αρτούρο Φοντέν, ένας από τους εκδότες της εφημερίδας, θυμάται ότι τα πιεστήρια “δούλευαν ασταμάτητα για να τυπώσουν αντίτυπα αυτού του πολυσέλιδου εγγράφου”. Και τα κατάφεραν – έστω και την τελευταία στιγμή. “Πριν από το μεσημέρι της Τετάρτης 12 Σεπτεμβρίου 1973 οι στρατηγοί των ενόπλων δυνάμεων που είχαν αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα είχαν το Σχέδιο στα γραφεία τους”». (σελ. 110). 

Η Χιλή ήταν η μεγάλη ευκαιρία να εφαρμοστούν στην πράξη οι νεοφιλελεύθερες απόψεις του Φρίντμαν: «Οι προτάσεις στο τελικό κείμενο είχαν μια εντυπωσιακή ομοιότητα με εκείνες που υπάρχουν στο Capitalism and Freedom του Φρίντμαν: ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και περικοπές κοινωνικών δαπανών – η αγία τριάδα της ελεύθερης αγοράς. [… … …] “Για εμάς, ήταν μια επανάσταση”, είχε δηλώσει ο Κριστιάν Λαρουλέτ, ένας από τους οικονομικούς συμβούλους του Πινοτσέτ. Πρόκειται για ένα δίκαιο χαρακτηρισμό. Η 11η Σεπτεμβρίου 1973 σηματοδότησε κάτι περισσότερο από το βίαιο τέλος της ειρηνικής σοσιαλιστικής επανάστασης του Αλιέντε: Ήταν η αρχή αυτού που το περιοδικό The Economist θα χαρακτήριζε αργότερα “αντεπανάσταση”, η πρώτη συγκεκριμένη νίκη στην εκστρατεία που διεξήγε η Σχολή του Σικάγου για να ακυρωθούν οι κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί χάρη στην οικονομική της ανάπτυξης και στον κεϊνσιανισμό». (σελ. 110). 

Τα «μεγάλα πνεύματα» του νεοφιλελευθερισμού βρισκόταν σε πελάγη ευτυχίας: «Ο Χοσέ Πινιέρα, απόφοιτος του Τμήματος Οικονομικών του Καθολικού Πανεπιστημίου και αυτοχαρακτηριζόμενος “Παιδί του Σικάγου”, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Χάρβαρντ όταν έγινε το πραξικόπημα. Μόλις έμαθε τα καλά νέα, επέστρεψε στην πατρίδα του “για να βοηθήσω να αναδυθεί μια νέα χώρα, αφοσιωμένη στο όραμα της ελευθερίας, μέσα από τις στάχτες της παλιάς”. Σύμφωνα με τον Πινιέρα, που έμελλε να γίνει υπουργός Εργασίας του Πινοτσέτ, επρόκειτο για “μια πραγματική επανάσταση, […] μια ριζική, ευρεία και αποφασιστική κίνηση προς την ελεύθερη αγορά”». (σελ. 111).


Φυσικά, τα παιδιά από το Σικάγο ήταν οι κύριοι σύμβουλοι του Πινοτσέτ: «… διόρισε αμέσως οικονομικούς συμβούλους του αρκετούς απόφοιτους του Σικάγου, συμπεριλαμβανομένου του Σέρχιο δε Κάστρο, ηγέτη των Παιδιών του Σικάγου και βασικού συγγραφέα του “Τούβλου”. Τους αποκαλούσε technos, δηλαδή “τεχνικούς”, κολακεύοντας έτσι τη ματαιοδοξία των Παιδιών του Σικάγου, που ισχυρίζονταν ότι η ανόρθωση μιας οικονομίας ήταν ζήτημα της επιστήμης και όχι υποκειμενικών ανθρώπινων επιλογών». (σελ. 112). 

Ο Πινοσέτ, εντελώς άσχετος με την οικονομία, υιοθέτησε αμέσως τις νεοφιλελεύθερες απόψεις των Παιδιών: «Παρόλο που ο Πινοτσέτ γνώριζε ελάχιστα πράγματα για τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, οι technos μιλούσαν μια γλώσσα την οποία καταλάβαινε. Για εκείνους, τα οικονομικά ισοδυναμούσαν με δυνάμεις της φύσης τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε και να υπακούμε, επειδή “το να δρας ενάντια στη φύση είναι αντιπαραγωγικό και γεννά αυταπάτες”, όπως εξηγούσε ο Πινιέρα. Ο Πινοτσέτ συμφωνούσε: Οι άνθρωποι, έγραψε κάποτε, πρέπει να υπόκεινται σε δομές, επειδή “η φύση μάς δείχνει ότι μια βασική τάξη και ιεραρχία είναι αναγκαία”. Αυτός ο αμοιβαίος ισχυρισμός ότι δρούσαν σύμφωνα με ανώτερους φυσικούς νόμους αποτέλεσε τη βάση της συμμαχίας του Πινοτσέτ με τα Παιδιά του Σικάγου». (σελ. 112). 

Η χούντα του Πινοσέτ ακολούθησε κατά γράμμα τις νεοφιλελεύθερες υποδείξεις: «Το πρώτο ενάμισι έτος ο Πινοτσέτ εφάρμοσε πιστά τους κανόνες της Σχολής του Σικάγου: Ιδιωτικοποίησε μερικές – αν και όχι όλες – από τις κρατικές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβανομένων κάποιων τραπεζών), επέτρεψε νέες, υπερσύγχρονες μορφές χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας, άνοιξε τα σύνορα για τις εισαγωγές, καταργώντας τους φραγμούς που επί πολλά χρόνια προστάτευαν τους Χιλιανούς βιομήχανους, και περιέκοψε τις δημόσιες δαπάνες κατά 10% – με εξαίρεση το στρατό, όπου σημειώθηκε μια σημαντική αύξηση. Επιπλέον κατάργησε τον έλεγχο των τιμών – μια ιδιαίτερα τολμηρή ενέργεια σε μια χώρα όπου για δεκαετίες ρυθμιζόταν από το κράτος το κόστος βασικών αγαθών, όπως το ψωμί και το λάδι». (σελ. 112 – 113). 

Τα αποτελέσματα ήταν απολύτως χειροπιαστά: «Το 1974 ο πληθωρισμός άγγιξε το 335% – το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρο τον κόσμο, σχεδόν διπλάσιο από το υψηλότερο επίπεδο που είχε φτάσει ο Αλιέντε. Το κόστος βασικών αγαθών, όπως το ψωμί, εκτινάχθηκε στα ύψη. Ταυτόχρονα, χιλιάδες Χιλιανοί είχαν μείνει χωρίς δουλειά, καθώς οι πειραματισμοί του Πινοτσέτ με το “ελεύθερο εμπόριο” είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να κατακλυστεί από φτηνά εισαγόμενα προϊόντα. Οι εγχώριες επιχειρήσεις έκλειναν, αδυνατώντας να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό, η ανεργία έφτασε σε επίπεδα – ρεκόρ, η πείνα αυξανόταν ανεξέλεγκτα». (σελ. 113). 

Τα παιδιά από το Σικάγο όμως δεν αποδέχονταν καμία ευθύνη: «Ο Σέρχιο δε Κάστρο και τα υπόλοιπα παιδιά του Σικάγου ισχυρίζονταν (με τον τυπικό τρόπο της Σχολής του Σικάγου) ότι το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στη θεωρία τους, αλλά στο ότι αυτή δεν εφαρμοζόταν με την αναγκαία αυστηρότητα. Η οικονομία δεν είχε καταφέρει να αυτοδιορθωθεί και να επιστρέψει σε μια αρμονική ισορροπία επειδή εξακολουθούσαν να υπάρχουν “στρεβλώσεις” έπειτα από μισό αιώνα κρατικής παρέμβασης. Για να πετύχει το πείραμα, ο Πινοτσέτ έπρεπε να διορθώσει αυτές τις στρεβλώσεις, πράγμα που σήμαινε περισσότερες περικοπές, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, μεγαλύτερη ταχύτητα στην εφαρμογή τους». (σελ. 113). 

Εντωμεταξύ, άρχισαν να δυσφορούν και οι μεγάλοι επιχειρηματίες, που στην αρχή έκαναν ό,τι μπορούσαν για να οργανωθεί το πραξικόπημα: «Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος πολλοί από τους κορυφαίους επιχειρηματίες της χώρας αγανάκτησαν με το ριψοκίνδυνο εγχείρημα των Παιδιών του Σικάγου να επιβάλουν έναν ακραίο καπιταλισμό. Οι μόνοι που επωφελούνταν ήταν οι ξένες εταιρείες και μια μικρή κλίκα επενδυτών γνωστών ως “πιράνχας”, οι οποίοι αποκόμιζαν τεράστια χρηματικά ποσά κερδοσκοπώντας. Οι βιομήχανοι, που είχαν υποστηρίξει με θέρμη το πραξικόπημα, βρίσκονταν τώρα αντιμέτωποι με το φάσμα της καταστροφής. Ο Ορλάντο Σάενς, ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών, ο οποίος είχε μυήσει τα Παιδιά του Σικάγου στη συνωμοσία για το πραξικόπημα, περιέγραψε τα αποτελέσματα του πειράματος ως “μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην οικονομική ιστορία μας”». (σελ. 113 – 114). 

Το μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα κινδύνευε με φιάσκο. Τώρα πια ήταν η ώρα των μεγάλων σταρ: «Το Μάρτιο του 1975 ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Άρνολντ Χάρμπεργκερ, προσκεκλημένοι μιας μεγάλης τράπεζας, πέταξαν στο Σαντιάγο για να βοηθήσουν να σωθεί το πείραμα. Ο ελεγχόμενος από τη χούντα Τύπος υποδέχτηκε τον Φρίντμαν σαν να ήταν κάποιος σταρ της ροκ, ο γκουρού της νέας τάξης πραγμάτων. Οι ομιλίες του γίνονταν πρωτοσέλιδα, οι ακαδημαϊκές του διαλέξεις μεταδίδονταν από τη δημόσια τηλεόραση και έγινε δεκτός από τον πιο σημαντικό άνθρωπο της χώρας: Συναντήθηκε κατ’ ιδίαν με τον ίδιο το στρατηγό Πινοτσέτ». (σελ. 114).



Ο Φρίντμαν – υπερασπίζοντας βέβαια τα ιδανικά της «ελευθερίας» – είχε την τιμή να συμβουλεύσει προσωπικά το δικτάτορα. Το κακό ήταν ότι ακόμη κι ο Πινοσέτ δεν ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός στην εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων ιδεών του: «Μετά τη συνάντησή του με τον Πινοτσέτ ο Φρίντμαν κατέγραψε μερικά σχόλιά του, τα οποία θα δημοσιοποιούσε δεκαετίες μετά στα απομνημονεύματά του. Παρατηρούσε ότι ο στρατηγός “έβλεπε με συμπάθεια την ιδέα μιας θεραπείας σοκ, αλλά ήταν φανερό ότι τον στενοχωρούσε η πιθανή προσωρινή αύξηση της ανεργίας την οποία θα προκαλούσε”. [… … …] Ωστόσο συνέχισε να επιμένει, και σε μια επιστολή του μετά τη συνάντησή τους, αφού πρώτα εξύμνησε τις “εξαιρετικά σοφές” αποφάσεις του στρατηγού, παρότρυνε τον Πινοτσέτ να περικόψει ακόμα περισσότερο τις δημόσιες δαπάνες, “κατά 25% μέσα στους επόμενους έξι μήνες […] σε όλους τους τομείς”, και παράλληλα να υιοθετήσει ένα πακέτο φιλικών προς τις επιχειρήσεις πολιτικών, που θα οδηγούσαν στο “απόλυτα ελεύθερο εμπόριο”». (σελ. 114 – 115). 

Από κει και πέρα, όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή για τη χιλιανή οικονομία: «Ο Φρίντμαν προέβλεπε ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που θα απολύονταν από το δημόσιο τομέα θα έβρισκαν δουλειά στον ιδιωτικό, ο οποίος πολύ σύντομα θα ανθούσε χάρη στις προσπάθειες του Πινοτσέτ να καταργήσει “όσο το δυνατόν περισσότερους από τους φραγμούς που σήμερα παρεμποδίζουν τη λειτουργία της ιδιωτικής αγοράς”. Ο Φρίντμαν διαβεβαίωνε το στρατηγό ότι, αν ακολουθούσε τη συμβουλή του, θα πιστωνόταν ένα “οικονομικό θαύμα”: Θα μπορούσε να “βάλει τέλος στον πληθωρισμό μέσα σε μερικούς μήνες”, ενώ το πρόβλημα της ανεργίας θα ήταν εξίσου “σύντομο – διάρκειας μηνών – και η ανάκαμψη θα ήταν γρήγορη”». (σελ. 115). 

Ο Πινοσέτ ακολούθησε τις οδηγίες του Φρίντμαν. Έδιωξε μάλιστα και τον υπουργό Οικονομικών που είχε κι έβαλε στη θέση του τον Σέρχιο δε Κάστρο, το καλύτερο παιδί από το Σικάγο. Αργότερα τον προβίβασε και σε υπουργό Οικονομίας. Φυσικά, όλα τα πόστα στελεχώθηκαν με ανθρώπους που επέλεγε ο δε Κάστρο. Τα παιδιά του Σικάγο βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας. Όσο για τον Ορλάντο Σάενς, «που αντιδρούσε στις μαζικές απολύσεις και στο κλείσιμο των εργοστασίων, αντικαταστάθηκε από κάποιον που ήταν πιο δεκτικός στη θεραπεία – σοκ. “Αν υπάρχουν βιομήχανοι που διαμαρτύρονται, ας πάνε στο διάολο. Δε θα τους υπερασπιστώ”, ανακοίνωσε ο νέος πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Κατασκευαστών». (σελ. 115). 

Τώρα πια δεν υπήρχε η ελάχιστη αντίσταση: «Απαλλαγμένοι από όσους πρόβαλλαν αντιρρήσεις, ο Πινοτσέτ και ο Σέρχιο δε Κάστρο άρχισαν να απογυμνώνουν το κράτος πρόνοιας για να φτάσουν στην αγνή καπιταλιστική ουτοπία τους. Το 1975 περιέκοψαν τις δημόσιες δαπάνες κατά 27%, και συνέχισαν τις περικοπές, με αποτέλεσμα το 1980 αυτές να είναι οι μισές από όσες ήταν επί Αλιέντε. Η υγεία και η εκπαίδευση δέχτηκαν τα ισχυρότερα πλήγματα. Ακόμα και ο Economist, ένα περιοδικό που εξυμνεί την ελεύθερη αγορά, έγραψε ότι ήταν “ένα όργιο αυτοακρωτηριασμού”. Ο Σέρχιο δε Κάστρο ιδιωτικοποίησε σχεδόν πεντακόσιες κρατικές εταιρείες και τράπεζες, στην ουσία χαρίζοντας μερικές από αυτές, καθώς το ζήτημα ήταν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα τη θέση που τους άρμοζε στην οικονομική τάξη πραγμάτων. Δεν έδειξε κανένα έλεος ούτε για τις εγχώρειες εταιρείες, καταργώντας ακόμα περισσότερους εμπορικούς φραγμούς, με συνέπεια να χαθούν 177.000 θέσεις εργασίας στη βιομηχανία μεταξύ 1973 και 1983. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η βιομηχανική παραγωγή ως ποσοστό της εθνικής οικονομίας είχε πέσει στα επίπεδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». (σελ. 115 – 116). 

Η Κλάιν θα καταθέσει κι άλλα στοιχεία: «Το πρώτο έτος της εφαρμογής της θεραπείας – σοκ η οικονομία της Χιλής συρρικνώθηκε κατά 15% και η ανεργία, που έφτανε μόνο στο 3% επί Αλιέντε, άγγιξε το 20%, ένα πρωτοφανές ποσοστό για τη Χιλή. Η “θεραπευτική αγωγή” προκάλεσε σπασμούς στη χώρα. Και, σε αντίθεση με τις αισιόδοξες προβλέψεις του Φρίντμαν, η κρίση της ανεργίας κράτησε χρόνια και όχι μήνες». (σελ. 117). Ο κόσμος έφτασε σε κατάσταση εξαθλίωσης: «Περίπου το 74% του μισθού διοχετευόταν μόνο στην αγορά ψωμιού, με συνέπεια οι οικογένειες να περικόπτουν “πολυτέλειες” όπως το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών λεωφορείων για να πηγαίνουν στη δουλειά τους. Κι όλα αυτά ενώ την περίοδο της διακυβέρνησης του Αλιέντε το ψωμί, το γάλα και τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών αντιστοιχούσαν στο 17% του μισθού ενός δημοσίου υπαλλήλου. Επιπλέον, πολλά παιδιά δεν είχαν πια τη δυνατότητα να πίνουν γάλα στο σχολείο, καθώς μια από τις πρώτες ενέργειες της χούντας ήταν να καταργήσει το πρόγραμμα διανομής γάλακτος στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό σε συνδυασμό με την οικογενειακή οικονομική ανέχεια είχε ως αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα παιδιά να λιποθυμούν στις τάξεις, ενώ πολλά σταμάτησαν να πηγαίνουν στο σχολείο». (σελ. 118). 

Παρόλα αυτά, η χούντα συνέχιζε να εφαρμόζει τις οικονομικές επιταγές της «ελευθερίας» του Φρίντμαν: «Απτόητη, η οικονομική ομάδα του Πινοτσέτ προχώρησε σε ακόμη περισσότερους πειραματισμούς, εφαρμόζοντας τις πιο τολμηρές πολιτικές του Φρίντμαν: Το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα αντικαταστάθηκε από κουπόνια φοίτησης σε ιδιωτικά ιδρύματα και από επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παρεχόταν επί πληρωμή, τα νηπιαγωγεία και τα νεκροταφεία ιδιωτικοποιήθηκαν. Η πιο ακραία ενέργεια από όλες ήταν η ιδιωτικοποίηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Ο Χοσέ Πινιέρα, που εισήγαγε το πρόγραμμα, έχει δηλώσει ότι εμπνεύστηκε την ιδέα διαβάζοντας το Capitalism and Freedom». (σελ. 118 – 119). 

Η Κλάιν θα κάνει μια αναφορά στον Γκούντερ Φρανκ, μαθητή του Φρίντμαν που διαφώνησε κι έγινε οικονομικός σύμβουλος του Αλιέντε, θέτοντας το ζήτημα στην ορθή του βάση. «… υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στις βάναυσες οικονομικές πολιτικές που είχαν επιβάλλει οι πρώην συμφοιτητές του και στη βία που είχε εξαπολύσει ο Πινοτσέτ. Οι συνταγές του Φρίντμαν ήταν τόσο στραγγαλιστικές, ώστε ο αποστάτης του Σικάγου να γράψει πως δεν μπορούσαν “να υλοποιηθούν ή να επιβληθούν χωρίς τα δύο στοιχεία στα οποία βασίζονταν: τη στρατιωτική ισχύ και την πολιτική τρομοκρατία”». (σελ. 118). 

Κι αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας της «ελευθερίας» του Φρίντμαν: η τρομοκρατία που θα αναγκάσει τον κόσμο να αποδεχτεί την ισχύ της. Και δε χρειάζεται κατ’ ανάγκη να καταφύγει κανείς στον Πινοσέτ. Ο οικονομικός εκβιασμός, η απειλή της χρεοκοπίας, η διαφθορά και η αδιαφάνεια των πολιτικών αποφάσεων μπορούν να παίξουν τον ίδιο ρόλο επίσης αποτελεσματικά. Το θέμα είναι να βρεθεί ο τρόπος, ώστε να αποδεχτεί ο λαός τη νέα τάξη πραγμάτων. Το σίγουρο είναι ότι η αγάπη του Φρίντμαν για την «ελευθερία» δεν έδειξε να ενοχλείται από τις μεθόδους του Πινοτσέτ: «Ο Φρίντμαν επικροτούσε. Όταν ρωτήθηκε από ένα δημοσιογράφο “αν το κοινωνικό κόστος αυτών των πολιτικών θα είναι υπερβολικό”, απάντησε: “Ανόητη ερώτηση”. Σε έναν άλλο δημοσιογράφο είπε: “Η μοναδική μου ανησυχία είναι αν θα επιμείνουν για όσο χρόνο και όσο σκληρά απαιτείται”». (σελ. 117). 

Τελικά, «το 1982, παρά την αυστηρή προσήλωση στο δόγμα του Σικάγου, η οικονομία της Χιλής κατέρρευσε: Το χρέος της πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, η χώρα βρέθηκε για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με τον υπερπληθωρισμό και η ανεργία έφτασε στο 30% – ποσοστό δεκαπλάσιο από ό,τι επί Αλιέντε. Η βασική αιτία ήταν ότι τα “πιράνχας”, οι ιδιοκτήτες χρηματοοικονομικών εταιρειών τύπου Enron στις οποίες τα Παιδιά του Σικάγου είχαν επιτρέψει να δρουν ανεξέλεγκτα, είχαν αγοράσει τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας με δανεικά χρήματα, δημιουργώντας ένα τεράστιο χρέος 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων». (σελ. 120). 

Το νεοφιλελεύθερο δόγμα οδήγησε τη Χιλή σε αδιέξοδο αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ανάπτυξη του κράτους ούτε με τις επενδύσεις ούτε με την ευημερία των πολιτών, αλλά με τις αρπακτικές διαθέσεις μιας ελάχιστης ελίτ, που απομυζεί τον εθνικό πλούτο: «Ο πόλεμος αυτός (που πολλοί Χιλιανοί δικαιολογημένα τον αντιμετωπίζουν ως έναν πόλεμο των πλουσίων εναντίον των φτωχών και της μεσαίας τάξης) είναι η πραγματική ιστορία του οικονομικού “θαύματος” της Χιλής. Μέχρι το 1988, όταν η οικονομία σταθεροποιήθηκε και άρχισε να μεγεθύνεται με γρήγορους ρυθμούς, το 45% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ωστόσο τα εισοδήματα όσων ανήκαν στο πλουσιότερο 10% των Χιλιανών είχαν αυξηθεί κατά 83%. Ακόμα και εν έτει 2007 η Χιλή παρέμεινε μια από τις κοινωνίες με τις μεγαλύτερες ανισότητες στον κόσμο (από τις 123 χώρες στις οποίες καταγράφουν στοιχεία για την ανισότητα στα Ηνωμένα Έθνη η Χιλή ήταν στην 116η θέση, δηλαδή όγδοη στην κατάταξη από άποψη ανισοτήτων)». (σελ. 121). 

Το πώς κατάφερε ο Πινοσέτ να επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης πετυχαίνοντας το «οικονομικό θαύμα» της Λατινικής Αμερικής δεν έχει καμία σχέση με τις «φυσικές δυνάμεις» του νεοφιλελεύθερου δόγματος: «Η κατάσταση ήταν τόσο ασταθής, ώστε ο Πινοτσέτ υποχρεώθηκε να κάνει ό,τι ακριβώς είχε κάνει και ο Αλιέντε: να εθνικοποιήσει αυτές τις εταιρείες. Καθώς η οικονομία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, σχεδόν όλα τα Παιδιά του Σικάγου έχασαν τα κυβερνητικά τους αξιώματα, συμπεριλαμβανομένου του Σέρχιο δε Κάστρο. Πολλοί άλλοι απόφοιτοι του Σικάγου κατείχαν σημαντικές θέσεις στις χρηματοοικονομικές εταιρείες των “πιράνχας” και τέθηκαν στο μικροσκόπιο προανακριτικών ερευνών για απάτη, με συνέπεια να πέσει το προσεκτικά φιλοτεχνημένο προσωπείο της επιστημονικής ουδετερότητας, που διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στην ταυτότητα των Παιδιών του Σικάγου». (σελ. 120). 

Και η Κλάιν θα συμπληρώσει: «Το μόνο πράγμα που έσωσε τη Χιλή από την ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ήταν το γεγονός ότι ο Πινοτσέτ δεν είχε ιδιωτικοποιήσει την Codelco, την κρατική εταιρεία εξόρυξης χαλκού, την οποία είχε εθνικοποιήσει ο Αλιέντε. Το 85% των εσόδων από τις εξαγωγές της Χιλής προερχόταν από αυτή την εταιρεία, κάτι που σήμαινε ότι, όταν έσκασε η χρηματοοικονομική “φούσκα”, το κράτος εξακολουθούσε να έχει μια σταθερή πηγή κεφαλαίων». (σελ. 120). 

Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι θα μπορούσαν να λένε οι υποστηρικτές του νεοφιλελεύθερου δόγματος μετά τη Χιλή, η Κλάιν θα δώσει μια μικρή γεύση: «Ακόμα και τρεις δεκαετίες μετά, οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς εξακολουθούν να θεωρούν τη Χιλή απόδειξη ότι ο φριντμανισμός λειτουργεί. Όταν το Δεκέμβριο του 2006 πέθανε ο Πινοτσέτ (ένα μήνα μετά το Φρίντμαν), οι New York Times τον εκθείασαν επειδή “είχε μεταμορφώσει μια χρεοκοπημένη οικονομία στην πιο ευημερούσα της Λατινικής Αμερικής”, ενώ το κύριο άρθρο της Washington Post ανέφερε ότι “εισήγαγε τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς που δημιούργησαν το οικονομικό θαύμα της Χιλής”. Ωστόσο τα δεδομένα πίσω από το “θαύμα της Χιλής” εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο έντονων συζητήσεων». (σελ. 119 – 120). 

Κλασικό παράδειγμα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας αποτελεί η στάση του (δήθεν μετριοπαθούς) Niall Ferguson στο βιβλίο του «Η εξέλιξη του χρήματος». Στο ζήτημα της ιδιωτικοποίησης της ασφάλισης των εργαζομένων από τον Πινιέρα γράφει: «Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ενθουσιώδης. Ως το 1990 πάνω από το 70% των εργαζομένων είχε πραγματοποιήσει τη μεταστροφή προς το ιδιωτικό σύστημα. Ο καθένας έπαιρνε ένα αστραφτερό ολοκαίνουριο βιβλιάριο μέσα στο οποίο καταχωρούνταν οι εισφορές και οι αποδόσεις της επένδυσης. Ως το τέλος του 2006 περίπου 7,7 εκατομμύρια Χιλιανοί είχαν Προσωπικό Συνταξιοδοτικό Λογαριασμό· 2,7 εκατομμύρια είχαν επίσης κάλυψη από ιδιωτικούς υγειονομικούς φορείς, υπό το επονομαζόμενο “ σύστημα ISARPE”, το οποίο έδινε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να αποσυρθούν από το σύστημα κρατικής υγειονομικής ασφάλισης υπέρ ενός ιδιωτικού παρόχου. Μπορεί να μην ακούγεται έτσι, όμως – μαζί με τις υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις που εμπνεύστηκαν οι άνθρωποι από το Σικάγο και τέθηκαν σε εφαρμογή επί Πινοσέτ – αυτό αντιπροσώπευσε μια τόσο μεγάλη επανάσταση, που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα από όσα είχε σχεδιάσει ο μαρξιστής Αλιέντε χρόνια πριν, το 1973». (Β΄ τόμος, σελ. 57).


Το ότι τελικά ο Πινοσέτ απομάκρυνε τα Παιδιά από το Σικάγο και προχώρησε σε εθνικοποιήσεις δεν απασχόλησε τον Ferguson. Ούτε οι χαοτικές ταξικές διαφορές που δημιουργήθηκαν φαίνεται να τον ενδιαφέρουν. Το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η υποστήριξη της γραμμής Φρίντμαν. Εξάλλου, κατά τον Ferguson πάντα, και για την δωδεκαετή παταγώδη αποτυχία του μοντέλου δεν ευθύνονταν οι θεωρίες από το Σικάγο: «… η μεταρρύθμιση έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια περίοδο ακραίας οικονομικής αστάθειας, η οποία ήταν αποτέλεσμα της κοντόφθαλμης απόφασης να προσδεθεί το χιλιανό νόμισμα στο δολάριο, το 1979, τότε που φαινόταν πως ο δράκος του πληθωρισμού είχε σκοτωθεί. Όταν λίγο μετά, τα επιτόκια των ΗΠΑ αυξήθηκαν, η αποπληθωριστική πίεση βούτηξε τη Χιλή σε μια ύφεση που απειλούσε να εκτροχιάσει εντελώς την ταχεία Σικάγο – Χάρβαρντ. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 13% το 1982, δικαιώνοντας φαινομενικά τους κριτικούς της αριστερής πτέρυγας για τη “θεραπεία-σοκ” του Φρίντμαν. Μόνο προς τα τέλη του 1985 έγινε σαφές ότι η μεταρρύθμιση ήταν επιτυχής: οι μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πρόνοια ήταν εξολοκλήρου υπεύθυνες για το 50% της μείωσης των συνολικών κρατικών δαπανών, από 34% του ΑΕΠ, σε 22%». (Β΄ τόμος, σελ. 57 – 58). 

Το ότι ακόμη και η αποτυχημένη σύνδεση του χιλιανού νομίσματος με το δολάριο ήταν επιλογή της χούντας δε χρειάζεται να τονιστεί, αφού ήταν ο «δράκος του πληθωρισμού» που έφερε την ευθύνη. Το γιατί πέρασαν τόσα χρόνια οικονομικής καταστροφής, ενώ ο Φρίνταμν υποσχόταν μερικούς μήνες, επίσης δε διευκρινίζεται. Όπως και το γιατί ο Πινοσέτ προχώρησε σε εθνικοποιήσεις προκειμένου να σώσει την κατάσταση. Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα δε χρειάζεται να διευκρινίσει. Λίγη θολούρα οικονομικής ορολογίας είναι απολύτως αρκετή. Ο Ferguson (καθηγητής του Χάρβαρντ) δε θα αλλάξει τη συνταγή. 

Αυτό που πραγματικά εκπλήσσει όμως, είναι ότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον Πινοσέτ ως προστάτη της δημοκρατίας, υποδηλώνοντας ότι τα Παιδιά από το Σικάγο άξιζε να ασχοληθούν μαζί του: «Άξιζε τον κόπο; Άξιζε το τεράστιο ηθικό στοίχημα που έβαλαν τα παιδιά από το Σικάγο και το Χάρβαρντ, να ανακατευτούν σε τέτοιες δουλειές με ένα δολοφόνο, βασανιστή στρατιωτικό δικτάτορα; Η απάντηση εξαρτάται από το αν νομίζετε ή όχι ότι αυτές οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην προλείανση του εδάφους για την επιστροφή σε ένα σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα στη Χιλή. Το 1980, μόλις επτά χρόνια μετά το πραξικόπημα, ο Πινοσέτ αναγνώρισε ένα νέο σύνταγμα το οποίο υπαγόρευε μια δεκαετή σταδιακή μετάβαση στο παλιό δημοκρατικό καθεστώς. Το 1990, έχοντας αποτύχει σε δημοψήφισμα σχετικά με την ηγεσία του, παραιτήθηκε από την προεδρία (αν και παρέμεινε επικεφαλής του στρατού για οκτώ επιπλέον έτη). Η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί και από εκείνη τη στιγμή το οικονομικό θαύμα βρισκόταν σε εξέλιξη, βοηθώντας να διασφαλιστεί η επιβίωσή της». (σελ. 58). 

Με άλλα λόγια, υιοθετείται πλήρως η χουντική προπαγάνδα που έχει να κάνει με την εξυγίανση του τόπου. Η «διασφάλιση της επιβίωσης» της δημοκρατίας αφορούσε το δικτάτορα Πινοσέτ κι όχι τον δημοκρατικά εκλεγμένο Αλιέντε. Και βέβαια άξιζε τα Παιδιά από το Σικάγο να τον στηρίξουν. Τίποτε δε θα μπορούσε να σταματήσει «το ρεύμα των λαμπρών νέων Χιλιανών οικονομολόγων» (Β΄ τόμος, σελ. 54), όπως αποκαλεί ο Ferguson τους φοιτητές της Χιλής, που υποστήριζαν το δόγμα Φρίντμαν και περπατούσαν φασιστικά για να δείξουν την υποστήριξή τους στη χούντα – γεγονός που αποφεύγει να αναφέρει. 

Από την πλευρά του ο Νόαμ Τσόμσκι στο βιβλίο «Ισχύει ό,τι πούμε εμείς» θα σημειώσει την περίπτωση των Times, που θα παίξουν με τη σειρά τους το ρόλο του αβανταδόρου της χούντας: «Το άρθρο των Times αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί ο Πινοσέτ να μην ήταν και ο καλύτερος άνθρωπος, αλλά άφησε πίσω του μια καταπληκτικά ακμάζουσα οικονομία, με την καθοδήγηση των “Παιδιών από το Σικάγο”». (σελ. 90). Και θα συμπληρώσει: «Η αλήθεια όμως, και οι Times το ξέρουν […] είναι ότι τα “Παιδιά από το Σικάγο” όχι μόνο βασίστηκαν στον τρόμο για να διευθύνουν την οικονομία, αλλά επιπλέον προκάλεσαν και ύφεση στη χώρα, τη χειρότερη ίσως στην ιστορία της. Το 1982 χρειάστηκε παρέμβαση του κράτους για να μην καταρρεύσει ο ιδιωτικός τομέας. Η περίοδος Πινοσέτ συνολικά ήταν ολέθρια». (σελ. 90). 

Και προκειμένου να γίνουν τα πράγματα απολύτως κατανοητά ο Τσόμσκι προβαίνει σε μια υποθετική αντιστροφή αντιπαραβάλλοντας την 11η Σεπτεμβρίου του 1973 με την 11η Σεπτεμβρίου των Δίδυμων Πύργων: «Για να καταλάβεις καλύτερα τι συνέβη τότε, πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στη δική μας 11η Σεπτεμβρίου. Ας φανταστούμε ότι τα γεγονότα ήταν στην ίδια κλίμακα με αυτά που συνέβησαν στη Χιλή το 1973, στα οποία παίξαμε οργανικό ρόλο. Για να δεις ρεαλιστικά τις ομοιότητες, πρέπει να κάνεις αναγωγή στο συνολικό πληθυσμό, επειδή οι ΗΠΑ είναι πολύ μεγαλύτερη χώρα. Θα έπρεπε, λοιπόν, να φανταστείς, ότι στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001 η Αλ Κάιντα βομβάρδισε το Λευκό Οίκο, σκότωσε τον πρόεδρο, προκάλεσε στρατιωτικό πραξικόπημα, δολοφόνησε 50.000 έως 100.000 πολίτες, βασάνισε 700.000, και εδραίωσε στην Ουάσινγκτον ένα κέντρο τρομοκρατίας, το οποίο θα υποκινούσε ή θα στήριζε παρόμοια στρατιωτικά πραξικοπήματα σε κάθε γωνιά του ημισφαιρίου και θα δολοφονούσε όποιον ήθελε, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Φαντάσου, ακόμη, ότι έφερε ένα σωρό οικονομολόγους – ας τους ονομάσουμε “τα Παιδιά από το Κανταχάρ” – οι οποίοι γκρέμισαν την οικονομία, δοξάστηκαν και μετά γύρισαν πίσω και πήραν βραβεία Νόμπελ. Ας υποθέσουμε ότι όλα αυτά είχαν συμβεί. Θα είχαν αλλάξει τον κόσμο; Όλοι λένε ότι η δική μας 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο. Δεν είναι υποθέσεις, όμως. Αυτά συνέβησαν στις 11 Σεπτεμβρίου 1973». (σελ. 90 – 91). 

·                     Ναόμι Κλάιν: «Το Δόγμα του Σοκ, η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.
·                     Νόαμ Τσόμσκι: «Ισχύει ό,τι πούμε εμείς, για την εξουσία των ΗΠΑ σ’ έναν κόσμο που αλλάζει», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2008.
·                     Niall Ferguson: «Η Εξέλιξη του Χρήματος, μια οικονομική ιστορία του κόσμου», Β΄ τόμος, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, για λογαριασμό της εφημερίδας «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Αθήνα.


Έκτακτα οικονομικά μέτρα για την Ιταλία


Σε έκτακτα οικονομικά μέτρα προχωρά η ιταλική κυβέρνηση χωρίς ωστόσο αυτά να προβλέπουν απολύσεις. Διαλλακτικός εμφανίστηκε πάντως ο υπουργός Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Πάντοαν στις Βρυξέλλες.


Η ιταλική κυβέρνηση εγκρίνει σήμερα τα νέα έκτακτα οικονομικά μέτρα που ζητήθηκαν από τις Βρυξέλλες. Το συνολικό τους ύψος αγγίζει τα 3 δισεκατομμύρια 400 εκατομμύρια ευρώ, όπως προβλέπει η Κομισιόν. Σύμφωνα με τα όσα γράφει ο ιταλικός τύπος, από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αναμένεται να εξασφαλισθεί 1 δις ευρώ. Παράλληλα θα δοθεί λύση και σε χρόνιες φορολογικές διαφορές. 

800 εκατ. ευρώ υπολογίζεται ότι θα προκύψουν από την αύξηση των φόρων στα τυχερά παιχνίδια. Θα επιβληθούν και περισσότεροι φόροι στα καπνά, όπως αναφέρει  η εφημερίδα της Ρώμης La Repubblica. 
Από την  περικοπή των συνολικών δαπανών όλων των υπουργείων η κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι εκτιμά ότι μπορεί να εξασφαλίσει μέχρι και 700 εκατ. ευρώ. Υπάρχει όμως δέσμευση ότι δεν θα γίνουν απολύσεις. Σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο των ιδιωτικοποιήσεων, φέρεται να έχει επιλεγεί μια μέση λύση: κάποιες κρατικές επιχειρήσεις θα περάσουν στην κυριότητα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Στόχος της κίνησης αυτής είναι να μην επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός. 

Η διαλλακτική στάση της ιταλικής κυβέρνησης
O ιταλός υπουργός Οικονομικών Πιέρ Κάρλο Πάντοαν επέλεξε την οδό της διαπραγμάτευσης και των χαμηλών τόνων με τις Βρυξέλλες. Αντίθετα ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός Ματτέο Ρέντσι επιθυμούσε μια πιο σκληρή στάση. Μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ωστόσο, σχολίασαν ήδη ότι η ιταλική κυβέρνηση κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση. 

Κύριος στόχος για την κυβέρνηση Τζεντιλόνι ήταν και παραμένει να αποφύγει την διαδικασία επιβολής κυρώσεων. Αφενός διότι θέλει να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα των «αδύναμων ιταλικών τραπεζών», αρχίζοντας από την Monte dei Paschi di Siena και αφετέρου διότι όλοι γνωρίζουν ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα θα προκύψουν το φθινόπωρο, όταν η Ιταλία θα πρέπει να καταφέρει να υιοθετήσει νέα, επώδυνα οικονομικά μέτρα, στα πλαίσια του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε να αποφευχθεί η αύξηση του φόρου προστιθέμενης αξίας. 

Αθανασία Συγγελλάκη, Ρώμη  

«Δεν αποκλείεται νίκη της Λεπέν στο δεύτερο γύρο»

Οι σφυγμομετρήσεις «βλέπουν» τον Μακρόν ως βέβαιο νικητή. Αλλά πόσο αξιόπιστες είναι; Ο Στεφάν Βανίχ από το SCP Communication προειδοποιεί για την ασφάλεια των προγνωστικών. «Δεν αποκλείονται μεγάλες εκπλήξεις».

Πλησιάζει ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, προγνωστικά δημοσιεύονται καθημερινά για τους κύριους διεκδικητές της εξουσίας στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αλλά το ερώτημα είναι πόσο ασφαλή είναι μετά από τις απανωτές αποτυχίες των δημοσκόπων σε προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες, για παράδειγμα στη Βρετανία με το Brexit ή ακόμη και στις εκλογές των ΗΠΑ.

Στην κάλπη για τη Λεπέν

Υπάρχει βέβαια μια διαφοροποίηση στην περίπτωση της Γαλλίας, όπως επισημαίνει ο Στεφάν Βανίχ, πολιτικός επιστήμων και διευθυντής του έγκυρου Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων SCP Communication. Η διαφορά έγκειται στο ότι σε αντίθεση με τις δύο προαναφερθείσες χώρες στη Γαλλία οι δημοσκοπήσεις υπολογίζονται με βάση τις τελευταίες εκλογές, όπου το εκλογικό σώμα ψήφισε σε γενικές γραμμές 50% δεξιά και 50% αριστερά.  Ωστόσο, η σημερινή εικόνα  είναι εντελώς διαφορετική, υποστηρίζει. Υπάρχει και στη Γαλλία ο κίνδυνος υποτίμησης δημοσκοπικά της εκλογικής δύναμης των δεξιών υποψηφίων, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες;
«Βεβαίως», απαντά ο Βανίχ, «είναι μάλιστα πολύ πιθανό. Η Μαρίν Λεπεν από το Εθνικό Μέτωπο συγκεντρώνει μέχρι στιγμής το 24% των ψήφων, αλλά η δική μου άποψη είναι ότι βρίσκεται στο 30%. Ο λόγος οφείλεται στο ότι πολλοί ακροδεξιοί ψηφοφόροι στις δημοσκοπήσεις δεν αποκαλύπτουν ποιον θα ψηφίσουν. Τόσο η Λεπεν, όσο και ο Μακρόν δεν ανήκουν στο παραδοσιακό γαλλικό πολιτικό σύστημα. Για αυτό είναι πιθανό, ορισμένοι ψηφοφόροι, όταν ρωτούνται να δηλώνουν ότι θα στηρίξουν τον μετριοπαθέστερο υποψήφιο, δηλαδή τον Μακρόν, αλλά στην κάλπη να ρίχνουν το ψηφοδέλτιο της Μαρίν Λεπέν».
Υπερκτιμημένες οι σφυγμομετρήσεις
Ο γάλλος εμπειρογνώμων είναι της άποψης ότι οι γαλλικές εκλογές κρύβουν εκπλήξεις. Θεωρεί ότι η διαφορά ανάμεσα στον Μακρόν και την Λεπέν θα είναι πολύ μικρότερη, γιατί πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι θα απέχουν από τον δεύτερο γύρο, ενώ πολλοί συντηρητικοί θα ψηφίσουν την Λεπέν. Άρα, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει τον κίνδυνο να γίνει πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας η Μαρίν Λεπέν; «Όχι, δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει με βεβαιότητα. Τα προγνωστικά που φέρουν τον Μακρόν βέβαιο νικητή μπορούν να οδηγήσουν σε δυνητικούς του ψηφοφόρους να απέχουν από τον δεύτερο γύρο, γιατί ως νέος στην πολιτική δεν διαθέτει πιστούς ψηφοφόρους, σε αντίθεση με τη Λεπέν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη μεγάλη έκπληξη να εκλεγεί η Λεπέν πρόεδρος»
Όλοι μιλούν για το φαινόμενο Μακρόν, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, αλλά κατά την άποψη του Βανίχ έχει υπερεκτιμηθεί στις σφυγμομετρήσεις. Αυτό που κάνει επίσης ακόμη πιο δύσκολο το έργο των δημοσκόπων είναι ότι το γαλλικό εκλογικό σώμα είναι ασταθές και αναποφάσιστο. Το ¼ αποφασίζει την ημέρα των εκλογών. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζει  ο Βανίχ,  τα προγνωστικά που  βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας είναι γενικά υπερεκτιμημένα. 

DW/Ντόρις Πούντι/Ειρήνη Αναστασοπούλου

Δεν πρόλαβαν να βγουν στους δρόμους και ήδη μετράμε νεκρούς


Ένας νεκρός και δύο τραυματίες είναι ο απολογισμός τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη λίγο μετά τη 1 μετά το μεσημέρι, στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Νέων Μουδανιών.




Ένας νεκρός και δύο τραυματίες είναι ο απολογισμός τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη λίγο μετά τη 1 μετά το μεσημέρι, στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Νέων Μουδανιών, κοντά στο εμπορικό κέντρο «Κόσμος».

Σύμφωνα με την Αστυνομία, ΙΧ αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν τρεις άνδρες και κινείτο στο ρεύμα προς Χαλκιδική, υπό συνθήκες που ερευνώνται, ξέφυγε από την πορεία του κι ανετράπη σε παράδρομο.

Αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστεί θανάσιμα ένας εκ των επιβατών, ενώ οι άλλοι δύο τραυματίστηκαν και διακομίστηκαν στο νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης.

Από το αρμόδιο τμήμα τροχαίας διεξάγονται έρευνες για τις ακριβείς συνθήκες του τροχαίου.

Σε άλλο τροχαίο δυστύχημα, ένας ποδηλάτης τραυματίστηκε θανάσιμα, μετά τη σύγκρουση με φορτηγό, στην παλιά εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Έδεσσας. Το περιστατικό συνέβη πριν από λίγο στο ρεύμα προς Έδεσσα και ερευνάται από την Αστυνομία.


Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Το ξεπούλημα της Πορτογαλίας - Η τρομοκρατία των γερμανικών επιχειρήσεων



Ντοκυμαντέρ που προβλήθηκε στις 7/12/15 στο κανάλι WDR της γερμανικής τηλεόρασης. Η Πορτογαλία, η χώρα-πρότυπο της Τρόικας, βγήκε από τα μνημόνια. Σε τι κατάσταση βρίσκεται τώρα;

Η κατάργηση των λαών και η αντικατάσταση τους από τη δικτατορία των εκλεκτών.


Το ξεπούλημα της Πορτογαλίας άφησε πίσω του πολίτες ερείπια, καθώς επίσης μια χώρα υπό την κατοχή των βιομηχανικών και λοιπών γερμανικών επιχειρήσεων.



Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έχουν εγκατασταθεί στην Πορτογαλία, όπως η Bosch και η Volkswagen, πληρώνοντας μισθούς πείνας, στο 1/4 των γερμανικών (περί τα 500-600 € μικτά) – παράγοντας μηχανήματα και αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια εξάγουν στη Γερμανία!



Φυσικά με τον τρόπο αυτό πιέζονται αντίστοιχα οι υψηλοί μισθοί των γερμανών εργαζομένων, οι οποίοι είναι πάντα μεγαλύτεροι από τους βασικούς, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη δυναμική του νεοφιλελευθερισμού – καθώς επίσης τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για την επιβολή του. 



Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι το ότι η Πορτογαλία αποκαλείται ως «η χώρα της Lidl», αφού η αλυσίδα σουπερμάρκετ είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης, διαθέτοντας περί τα 220 καταστήματα. Φυσικά δεν μπορεί να την ανταγωνισθεί κανείς, αφού διαθέτει συνολικά πάνω από 10.000 καταστήματα σε 28 χώρες – έχοντας τη δυνατότητα να υιοθετεί μία «τιμολογιακή πολιτική dumping» στα κράτη που πρωτοεισέρχεται, με αποτέλεσμα να χρεοκοπούν οι τοπικές αλυσίδες.



Η πολιτική τώρα που εφαρμόζει η επιχείρηση στην Πορτογαλία, σύμφωνα πάντοτε με το ντοκιμαντέρ, είναι κάτι περισσότερο από ληστρική, όσον αφορά τους εργαζομένους – οι οποίοι αρνούνταν ακόμη και να εμφανισθούν στην τηλεόραση, φοβούμενοι την απόλυση τους. Σε γενικές γραμμές, δε, απαγορεύεται να μιλούν για το χώρο ή μέσα στο χώρο εργασίας τους, εάν δεν θέλουν να βρεθούν ξαφνικά στο δρόμο – χωρίς αποζημίωση, καθώς επίσης με μία πολύ εύκολη διαδικασία.



Η εικόνα που ακολουθεί διακωμωδεί ακριβώς αυτές τις συνθήκες – τόσο τη σιωπή που επιβάλλεται στους εργαζομένους, όσο και τη θέση τους απέναντι στους Γερμανούς πλέον εργοδότες τους, στην κατεχόμενη Πορτογαλία. Σε μία χώρα λοιπόν που δεν αντιστάθηκε καθόλου στην τρόικα, που οι κυβερνήσεις της λειτούργησαν συναινετικά, καθώς επίσης που λεηλατήθηκε όσο καμία άλλη στον πλανήτη, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.

anemosanatropis

Η Ελλάδα καταρρέει

O μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας σήμερα είναι η ουτοπική ελπίδα των Πολιτών της – την οποία συντηρούν πολύ έξυπνα οι δανειστές, επειδή εξυπηρετεί όσο τίποτα άλλο τα συμφέροντα τους, μαζί με τον εκφοβισμό που επιχειρείται μέσω της γειτονικής μας χώρας.
 .
«Η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων με νέα, καθώς επίσης με συνεχώς μεγαλύτερες επιβαρύνσεις, οδηγεί στην καταστροφή και στο χάος – μέσα από κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, οι οποίες θα ξεσπάσουν νομοτελειακά όταν οι Έλληνες χάσουν τα πάντα, αδυνατώντας πλέον ακόμη και να επιβιώσουν».
 .

Άρθρο

Θέλω να υπενθυμίσω με τη σειρά μου πως δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Ελλάδα – ενώ όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα. Η πατρίδα μας έχει εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, καθώς επίσης πολιτισμικής της κατάρρευσης – ενώ δεν υπάρχει κανένα απολύτως κόμμα που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με όλα αυτά τα προβλήματα.
Εκτός αυτού, η Ελλάδα δεν κινδυνεύει μόνο να μετατραπεί σε μία αποικία των δανειστών της στο διηνεκές αλλά, επίσης, απειλείται όσο ποτέ μέχρι σήμερα η εδαφική της ακεραιότητα – από πολλές διαφορετικές πλευρές.
Μόνο εάν συνειδητοποιήσουμε όλοι μαζί, κόμματα και Πολίτες, τη θλιβερή κατάσταση, στην οποία έχουμε οδηγηθεί, ίσως υπάρξει μία αμυδρή ελπίδα για το μέλλον – αφού, μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση ενεργοποιείται ολόκληρο το Έθνος απέναντι στους κινδύνους, ενώνεται και κυριολεκτικά μεγαλουργεί.
Εάν όχι, η κατάρρευση δυστυχώς ολοκληρώνεται και το Έθνος διαλύεται ολοσχερώς, καταλήγοντας στα σκουπίδια της ιστορίας – λεηλατημένο, εξαθλιωμένο και ανίκανο να αμυνθεί απέναντι στις δυνάμεις που το ωθούν στην εξαφάνιση του.
Ως εκ τούτου, θεωρώ σωστό να προειδοποιήσω τους Έλληνες ότι, πρέπει να πάψουν πια να έχουν ψευδαισθήσεις – πιστεύοντας πως η χώρα θα επανέλθει σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης, με πρόγραμμα τα μνημόνια και με έλεγχο τήρησης τους τις αξιολογήσεις.
Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατονόταν επιβάλλονται νέοι φόροι, καθώς επίσης καινούργιες επιβαρύνσεις στο ασφαλιστικό, ενώ την ίδια στιγμή έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός. Πόσο μάλλον με νέες μειώσειςτων δημοσίων δαπανών, οι οποίες προκαλούν διπλάσια πτώση του ΑΕΠ, σχετικά με τους φόρους – ενώ η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών έχει σχεδόν μηδενισθεί και το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Οι Έλληνες πρέπει να πάψουν επίσης να ελπίζουν ότι, με νέες εκλογές, καθώς επίσης με μία καινούργια κυβέρνηση, θα λυθούν τα προβλήματα τους – αφού, εκτός του ότι θα πρόκειται για μία επανάληψη του πειράματος της διετίας 2012-2014, όπου ως γνωστόν θεωρείται ως ο ορισμός της ανοησίας κατά τον Αϊνστάιν, οι συνθήκες είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από τότε.
Ακόμη χειρότερα όταν το ευρύτερο περιβάλλον της πατρίδας μας, ολόκληρος ο πλανήτης δηλαδή και όχι μόνο η Ευρώπη, ευρίσκεται σε κατάσταση συναγερμούαπειλούμενος από αλλεπάλληλα κραχ που θα τον βύθιζαν στο χάος – γεγονός που σημαίνει ότι, αρκεί μία μικρή σπίθα για να ξεσπάσει μία καταστροφική πυρκαγιά, με συνέπειες που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
Περαιτέρω, αυτοί που θεωρούν πως η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να υπογράψει ένα τέταρτο μνημόνιο (όλοι εμείς εδώ πιστεύουμε πως θα έχει ανάγκη από 5ο, 6ο κοκ., αφού δεν βλέπουμε πώς θα χρηματοδοτούταν από τις αγορές), πιθανότατα δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις διαθέσεις των δανειστών – με την έννοια πως αμφιβάλλουμε πάρα πολύ, σχετικά με το εάν θα είναι πρόθυμοι να μας δώσουν επί πλέον χρήματα, κυρίως επειδή δεν θα έχουν πια κανένα συμφέρον.
Αντίθετα, κάποια στιγμή θα τους συμφέρει (2018) η μετάβαση της χώρας μας στη  δραχμή, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η μετατροπή των Ελλήνων σε δουλοπάροικους – δηλαδή, σε χαμηλού κόστους εργαζομένους της γερμανικής και λοιπής βιομηχανίας. Επίσης για να μπορούν να αγοράσουν όλα όσα «πάγια» θα έχουν απομείνει (ακίνητα, οικόπεδα, νησιά, επιχειρήσεις κλπ.), έναντι υποτιμημένων δραχμών – οπότε να επιστρέψει η Ελλάδα σε πορεία ανάπτυξης, από την οποία όμως δεν θα έχουμε πια κανένα απολύτως όφελος όλοι εμείς οι ιθαγενείς.
Το άρθρο μου αυτό δεν είναι απαισιόδοξο, αφού πιστεύω πως ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας σήμερα είναι η ουτοπική ελπίδα των Πολιτών της – την οποία συντηρούν πολύ έξυπνα οι δανειστές, επειδή εξυπηρετεί όσο τίποτα άλλο τα συμφέροντα τους, μαζί με τον εκφοβισμό που επιχειρείται μέσω της γειτονικής μας χώρας.
Τη συντηρεί επίσης η κυβέρνηση, όπως και τα άλλα πολιτικά κόμματα εξουσίας, επειδή φοβούνται την τιμωρία, εάν ξυπνήσουν οι Έλληνες και αντιδράσουν. Η ελπίδα αυτή, καθώς επίσης η εκκωφαντική σιωπή των αμνών που επικρατεί στην Ελλάδα, είναι δηλητήριο για το μέλλον μας – οπότε δεν πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν.