Η εμφάνιση του φασισμού στο ιστορικό προσκήνιο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για την Ευρώπη του μεσοπολέμου. Ως φαινόμενο, είτε στην ιταλική -φασιστική είτε στη γερμανική – ναζιστική παραλλαγή του, είναι γνωστό από το τέλος ακόμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης που ρέπουν προς το φασισμό ή είναι φασιστικές εμφανίζονται σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες κατά τη δεκαετία του ’20, όπως:
Στην Ουγγαρία το 1920, στην Ιταλία το 1922, στη Βουλγαρία και στην Ισπανία το 1923, στην Αλβανία το 1924, στην Ελλάδα το 1925, στη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το 1926 και στη Γιουγκοσλαβία το 1929. Προκύπτει, βεβαίως, το ερώτημα «τι πραγματικά ήταν ο φασισμός, ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας του;». Στο ερώτημα αυτό, η αστική ιστοριογραφία είτε αρκείται σε απλοποιημένες περιγραφές, είτε καταφεύγει σε ασαφείς ορισμούς, είτε προβάλλει ανοικτά την αδυναμία της να απαντήσει, προτάσσοντας τις ιδιομορφίες του φαινομένου, ιδιαίτερα στις χώρες που επικράτησε, ενώ δε λείπουν – απεναντίας είναι πάρα πολλές και συνεχώς αυξάνονται – οι ανιστόρητες προσεγγίσεις που επιχειρούν να ταυτίσουν το φασισμό με τον κομμουνισμό ή τουλάχιστον να τα εμφανίσουν ως συγγενή ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα.
Ασφαλώς, στο πλαίσιο αυτών των άρθρων δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθούμε στο σύνολο όλων των προαναφερόμενων προσεγγίσεων. Θα δώσουμε όμως το στίγμα των βασικότερων.
Τι ήταν ο φασισμός: Η αστική προσέγγιση
«Στα τέλη του εικοστού αιώνα – γράφει ο Στάνλεϊ Πέιν1- ο όρος φασισμός παραμένει ίσως ο πιο ασαφής από τους σημαντικούς πολιτικούς όρους. Αυτό ίσως πηγάζει από το γεγονός ότι η λέξη καθεαυτή δεν περιέχει μια σαφή πολιτική αναφορά (ακόμα και αφηρημένη), όπως συμβαίνει με τη δημοκρατία, το φιλελευθερισμό, το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό… Επιπλέον, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τους αντιπάλους του παρά από τους υποστηρικτές του, και οι πρώτοι υπήρξαν υπεύθυνοι για τη γενίκευση του επιθέτου σε διεθνές επίπεδο ήδη από το 1923. Η λέξη φασίστας είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες υποτιμητικές πολιτικές εκφράσεις και συνήθως υποδηλώνει “τον βίαιο”, “τον κτηνώδη”, “τον καταπιεστικό” ή “τον δικτατορικό”. Αν, όμως, ο φασισμός δε σημαίνει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό, τότε τα κομμουνιστικά καθεστώτα, για παράδειγμα, θα έπρεπε πιθανόν να ενταχθούν στην κατηγορία των πιο φασιστικών καθεστώτων, αποστερώντας έτσι τη λέξη από κάθε χρήσιμο προσδιορισμό». Πέραν του αντικομμουνισμού που διακρίνει αυτή την τοποθέτηση, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι έτσι μπορεί να τίθεται το ζήτημα του φασισμού μόνο από εκείνους που αδυνατούν, ή δε θέλουν, να προσδιορίσουν, αλλά αντίθετα να συσκοτίσουν, το χαρακτήρα του ως πολιτικού ρεύματος με συγκεκριμένες ταξικές αναφορές. Γι’ αυτό και ο Πέιν, σε άλλο σημείο της μελέτης του για το φασισμό μας πληροφορεί πως «ήταν ένα κοσμοϊστορικής σημασίας ευρωπαϊκό κίνημα των αρχών του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα πολύπλοκο, που πυροδοτήθηκε από τις καινούργιες ιδέες και τις αξίες της πολιτισμικής κρίσης του fin de siecle και της ιδεολογίας του υπερεθνικισμού. Ο φασισμός πρέσβευε συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά δόγματα και οικονομικές προσεγγίσεις, αλλά οι τελευταίες δεν πήγαζαν από κάπου και δε συνιστούσαν ένα απόλυτα διακριτό καινούργιο οικονομικό δείγμα. Τα φασιστικά κινήματα διέφεραν αρκετά μεταξύ τους περισσότερο απ’ ό,τι τα διαφορετικά εθνικά κινήματα μέσα σε άλλα πολιτικά συστήματα. Ο φασισμός δεν ήταν φορέας καμιάς άλλης δύναμης, τάξης ή συμφερόντων ούτε η άλλη αντανάκλαση κάποιας κοινωνικής τάξης, αλλά προϊόν ενός πλέγματος ιστορικών, πολιτικών, εθνικών και πολιτισμικών συνθηκών, οι οποίες μπορούν να διασαφηνιστούν και να οριστούν. Πάνω απ’ όλα ο φασισμός ήταν η πιο επαναστατική μορφή εθνικισμού στην Ευρώπη εκείνη την ιστορική περίοδο»2. Οπως θα δείξουμε παρακάτω, οι ίδιοι οι φασίστες ήταν περισσότερο ουσιαστικοί και περισσότερο ακριβείς, απ’ ό,τι ο Στ. Πέιν, όταν προσδιόριζαν το φαινόμενο που εκπροσωπούσαν. Ο φασισμός ήταν πολιτικό ρεύμα και ως πολιτικό ρεύμα αντανακλούσε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής. Ηταν η συμπύκνωση των αναγκών – οικονομικών και άλλων – συγκεκριμένων τάξεων. Ας δούμε, όμως, πώς προσδιορίζονταν ταξικά οι ίδιοι οι φασίστες.
Πώς αυτοπροσδιορίζονταν ταξικά οι φασίστες
Ο κλασικός ιστορικός του φασισμού – στην ιταλική του εκδοχή – Gioacchino Volpe γράφει μεταξύ άλλων3: «Το φασιστικόν κίνημα, το οποίο, καθ’ όλον το 1919 και μέγα μέρος του 1920, δεν είχε σημειώσει μεγάλας προόδους και ολίγον μόνον είχεν εξέλθει από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου άλλωστε προσέκρουεν επί εργατικών μαζών, αίτινες έμενον σταθεραί εις τα παλαιά των πλαίσια και δεν ήσαν πολύ προσιταί εις τας επικλήσεις του, ήρχισε να ευρίσκη εις την ύπαιθρον διέξοδον, αξιόλογον πεδίον δράσεως και πειραματισμού, στερεόν στήριγμα και την προοπτικήν μελλοντικών δυνατοτήτων, τας οποίας ίσως δεν είχον σκεφθεί οι πρώτοι οργανωταί του. Και ετροφοδοτήθη το κίνημα τούτο τόσον από τους ποικίλους εχθρούς του σοσιαλισμού, όσον και από ανθρώπους που έως τότε είχον πιστεύσει εις τον σοσιαλισμόν, τώρα όμως ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν και ν’ ακολουθούν άλλας σημαίας και άλλους σημαιοφόρους». Στη συνέχεια, αφού αναφέρεται σε πλευρές της οργάνωσης και ανάπτυξης του φασιστικού κινήματος ο Volpe αναρωτιέται: «Είναι όλα αυτά ”μπουρζουαζία”, ‘ αστική τάξις”, ”αστικά συμφέροντα”; Αναμφιβόλως παίζουν ρόλο και τα αστικά συμφέροντα. Αναμφιβόλως εις το κέντρον της αντιδράσεως ταύτης ίσταται η αστική τάξις, ήτις, ταπεινωθείσα και διασπασθείσα ευθύς μετά τον πόλεμον, ανακτά τώρα το φρόνημά της και κάποιο αίσθημα ενότητος… Να έχωμεν όμως υπ’ όψιν ότι ήτο μάλλον αγροτική αστική τάξις παρά βιομηχανική και εμπορική αστική τάξις (διότι η τελευταία, αντιτιθέμενη εις τον σοσιαλισμόν ως προς τας εσωτερικάς και ταξικάς σχέσεις ήτο μάλλον σύμφωνος προς τον διεθνιστικόν ή υπερεθνικόν προσανατολισμόν4). Δεν ήτο η μεγάλη μπουρζουαζία, αλλά μάλλον μικρά αστική τάξις. Η αστική αυτή τάξις συνεπάθη τας ιδέας του εθνικισμού και έφερεν εις τον φασισμόν μέρος από τας εθνικιστικάς αυτάς τάσεις της». Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο Volpe είναι ότι το φασιστικό κίνημα στο ξεκίνημά του στηρίχτηκε στα κατώτερα στρώματα της αστικής τάξης και φυσικά σε ένα στρώμα των μεσαίων στρωμάτων που προσέγγιζε την μπουρζουαζία. Η διαπίστωση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Ομως, ο φασισμός στην εξουσία δεν μπορούσε ποτέ να είναι – διότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο να είναι – η πολιτική έκφραση της μικρομπουρζουαζίας ή των μεσαίων στρωμάτων. Τέτοια πολιτική κυριαρχία της μικρομπουρζουαζίας ή των μεσαίων στρωμάτων δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην ιστορία. Ο φασισμός στην εξουσία ήταν η πιο άγρια δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Τον αστικό χαρακτήρα του φασισμού τον παραδεχόταν ανοικτά ένας από τους επιφανείς ιδρυτές του, ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στο μανιφέστο του για «Το δόγμα του Φασισμού» έγραφε, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στην αντίληψη των φασιστών για τη ζωή. «Μια τέτοια αντίληψις της ζωής κάνει τον φασισμό ν’ αρνείται απόλυτα αυτό το δόγμα που αποτελούσε τη βάση του ψευδο – επιστημονικού σοσιαλισμού ή μαρξισμού: Το δόγμα του ιστορικού υλισμού, κατά το οποίον η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν θα εξηγείτο παρά από τους αγώνας συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και από το μετασχηματισμό (αλλαγή) των μέσων παραγωγής… Ο φασισμός πιστεύει ακόμη και πάντα στην αγιότητα και τον ηρωισμόν, δηλαδή σε πράξεις μέσα εις τας οποίας δεν δρα κανένα οικονομικό μοτίβο κοντινό ή μακρυνό. Η άρνησις του ιστορικού υλισμού …όταν στο βάθος δρουν κι εργάζονται αι ηθικαί κατευθυντήριοι δυνάμεις, συνεπάγεται τη διαρκή και αναπόφευκτον άρνηση της πάλης των τάξεων… και ιδιαίτερα της αρνήσεως της πάλης των τάξεων θεωρουμένης σαν παράγοντος επικρατούντος εις τας κοινωνικάς μεταβολάς»5.
Πέρα, όμως, από τους προαναφερόμενους και ο δικός μας, ο Ελληνας απολογητής του φασισμού Γεώργιος Β. Πάμπουκας είναι εξίσου αποκαλυπτικός όταν γράφει: «Εύκολον είναι να ευρεθούν αι ριζικαί διαφοραί μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού αφ’ ενός και φασισμού αφ’ ετέρου. Ο φασισμός εστηρίχθη επί της αστικής τάξεως, ο κομμουνισμός την κατέλυσεν. Ο κομμουνισμός πραγματοποίησε τον περιορισμόν του κεφαλαιοκρατισμού διά καταργήσεως της ιδιωτικής οικονομίας, ο φασισμός δι’ οργανώσεως αυτής. Ο φασισμός διά των πολιτικών και οικονομικών θεσμών ους εισήγαγε επέτυχε την συνεργασίαν όλων των κοινωνικών τάξεων, ο κομμουνισμός την εξαφάνισιν όλων των τάξεων και την υποδούλωσίν των εις το προλεταριάτον…»6.
Ο θλιβερός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό
Τη θεωρία του φασισμού ως πολιτικής έκφρασης της μικρομπουρζουαζίας και των μικρομεσαίων στρωμάτων – ιδιαίτερα αυτών που ωθούνταν σε προλεταριοποίηση – την υποστήριξε με εκπληκτική επιμονή η σοσιαλδημοκρατία. Ο αυστριακός θεωρητικός της σοσιαλδημοκρατίας Οτο Μπάουερ υποστήριζε πως ο φασισμός είναι μια μορφή διακυβέρνησης που «στέκεται πάνω κι από τις δύο τάξεις, το προλεταριάτο και την αστική τάξη», ενώ ο Αγγλος σοσιαλιστής Μπρέιλσφορντ ισχυριζόταν πως ο φασισμός είναι «τα εξεγερμένα μικροαστικά στρώματα που κατέλαβαν την αστική κρατική μηχανή. Στο ίδιο πλαίσιο προσέγγισης του φασισμού, η σοσιαλδημοκρατία συνέχισε να κινείται και όταν πια ο φασισμός είχε αποσαφηνίσει πλήρως τη φυσιογνωμία του με την άνοδό του στην εξουσία. Ο Βέλγος Σοσιαλδημοκράτης H. De Man έγραφε για παράδειγμα το 1934: «Ο γερμανικός φασισμός, ο ιταλικός φασισμός, ο ουγγρικός φασισμός προδίδουν σημαντικές διαφορές εθνικής ψυχολογίας. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει να εκφράζουν, μέσα από αυτές τις διαφορές τους, μια βαθιά ενότητα αιτιών και προωθήσεων. Λοιπόν, οι κυριότερες από τις αιτίες αυτές υπάρχουν σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Θα ονομάσω τις τέσσερις κυριότερες:
1ο. Την κοινωνική δυσαρέσκεια των μεσαίων τάξεων που προκαλεί η προλεταριοποίησή τους και που στρέφεται εξίσου και κατά της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης και κατά του καπιταλισμού.
2ο. Τον εθνικισμό που αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ των εθνών.
3ο. Την προοδευτική αδυναμία των κοινοβουλευτικών θεσμών απέναντι στις δυνάμεις του χρήματος.
4ο. Το προοδευτικό στένεμα της καθημερινής δράσης του σοσιαλιστικού κινήματος προς αντικειμενικούς σκοπούς περιορισμένης σημασίας, αφιερωμένους στο στενό συμφέρον της βιομηχανικής εργατικής τάξης που τείνουν μάλλον να υπερασπίσουν θεσμούς που υπάρχουν παρά να πραγματοποιήσουν μια καινούρια κατάσταση»1.
Πέραν των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών για τη φύση του φασισμού που επαναλαμβάνει ο H. De Man, ειδικά στο σημείο 4 διατυπώνει μια ουσιαστική κριτική στη ρεφορμιστική πρακτική των σοσιαλδημοκρατών απέναντι στο φασισμό, που όμως θα την εξετάσουμε αναλυτικότερα παρακάτω.
Η άποψη του κομμουνιστικού κινήματος για το φασισμό
Αντίθετα, πάντως, από τους σοσιαλδημοκράτες, εκείνοι που δεν είχαν ψευδαισθήσεις για τον ταξικό χαρακτήρα του φασισμού ήταν οι κομμουνιστές. Το κομμουνιστικό κίνημα είχε απασχοληθεί από πολύ νωρίς με το φαινόμενο του φασισμού, είχε αποκαλύψει τον αστικό του χαρακτήρα αλλά και την επικινδυνότητά του λόγω των δεσμών που ανέπτυσσε με λαϊκά στρώματα. Στην περίφημη εισήγηση στην Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στα 1923, η Κλάρα Τσέτκιν σημείωνε πως ο φασισμός πρέπει να θεωρηθεί «εξαιρετικά επικίνδυνος και τρομερός εχθρός» κι ότι «ο αγώνας κατά του φασισμού είναι υπόθεση ολόκληρου του προλεταριάτου». Παρατηρούσε δε ότι ο φασισμός διαφέρει από τις άλλες μορφές της αντιδραστικής αστικής δικτατορίας με το στήριγμα που ‘χει ανάμεσα σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού – τους μικροαστούς, τα ξεπεσμένα ταξικά στοιχεία και ακόμα στα καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου. «Ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες της μίας ή της άλλης χώρας, ο φασισμός έχει διάφορα γνωρίσματα», είπε η Τσέτκιν. Και πρόσθεσε: «Δύο τον χαρακτηρίζουν παντού: Πρώτο, το δήθεν επαναστατικό του πρόγραμμα που προσαρμόζεται εξαιρετικά επιδέξια στις διαθέσεις, τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις πλατιών κοινωνικών μαζών και, δεύτερο, η εφαρμογή της πιο άγριας και σκληρής τρομοκρατίας… Για την πάλη ενάντια στο φασισμό πρέπει να εφαρμόσουμε ευλύγιστη πολιτική, που θα επιτρέψει να απομονώσουμε το φασισμό και να συσπειρώσουμε ενάντιά του τα πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού, να κερδίσουμε τα μεσαία στρώματα, την αγροτιά, τη διανόηση όλα εκείνα τα στρώματα που η κοινωνική τους θέση τα διαθέτει εχθρικά προς το μεγάλο κεφάλαιο»2.
Μια ακόμη πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση της ταξικής φύσης του φασισμού έδωσε η 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Δεκέμβρη του 1933. Στις θέσεις που ψήφισε η Ολομέλεια αναφέρεται3: «Ο φασισμός είναι η πιο ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο φασισμός προσπαθεί να εξασφαλίσει στο μονοπωλιακό κεφάλαιο τη μαζική βάση μέσα στους μικροαστούς και στρέφεται για το σκοπό αυτό προς τους αγρότες, χειροτέχνες, ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, που πετάχτηκαν από την κανονική τους τροχιά και ιδιαίτερα προς τα ταξικά ξεπεσμένα στοιχεία στις μεγάλες πόλεις. Καταβάλλει προσπάθειες να εισχωρήσει και στην εργατική τάξη. Η ανάπτυξη του φασισμού και η κατάληψη της εξουσίας απ’ αυτόν στη Γερμανία και σε μια σειρά άλλες κεφαλαιοκρατικές χώρες σημαίνει πως: α) Μεγαλώνει η επαναστατική κρίση και η εξέγερση των πλατιών μαζών ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου. β) Οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι πια σε θέση να κρατήσουν τη δικτατορία τους και τις παλιές μεθόδους του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας γενικά. γ) Κι ακόμα ότι οι μέθοδοι του κοινοβουλευτισμού και η αστική δημοκρατία γενικά γίνονται εμπόδιο για τον κεφαλαιοκράτη τόσο στην εσωτερική πολιτική (πάλη ενάντια στο προλεταριάτο), όσο και στην εξωτερική πολιτική (ο πόλεμος για το ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμα του κόσμου). δ) Συνεπώς το κεφάλαιο είναι αναγκασμένο να περάσει στην ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία στο εσωτερικό της χώρας και στον απεριόριστο σοβινισμό στην εξωτερική πολιτική, που ‘ναι μια άμεση προετοιμασία για ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Στο φασισμό που αναπτύσσεται μέσα από το σώμα της αστικής δημοκρατίας, βλέπουν οι κεφαλαιοκράτες ένα μέσο για τη σωτηρία του καπιταλισμού από την κατάρρευση. Μόνο και μόνο για να εξαπατήσει και ν’ αφοπλίσει τους εργάτες, αρνείται η Σοσιαλδημοκρατία τη φασιστικοποίηση της αστικής δημοκρατίας και αντιπαρατάσσει κατ’ αρχήν τις χώρες της δημοκρατίας στις χώρες της φασιστικής διχτατορίας. Από την άλλη μεριά, η φασιστική διχτατορία δεν αποτελεί αναπόφευκτο σταθμό της διχτατορίας της κεφαλαιοκρατίας σ’ όλες τις χώρες. Η δυνατότητα της αποτροπής της εξαρτάται από τις δυνάμεις του αγωνιζόμενου προλεταριάτου που κυρίως τις παραλύει η αποσυνθετική επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας».
Η κομμουνιστική κριτική στη σοσιαλδημοκρατία
Οι απόψεις που διατύπωναν οι κομμουνιστές απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εκείνη την περίοδο έχουν γίνει εκ των υστέρων αντικείμενο οξύτατης κριτικής. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πάντοτε ιστορική και συγκεκριμένη. Κι όσο λάθος μπορεί να ήταν τότε κάποιες γενικεύσεις στο πλαίσιο μιας σκληρής αδυσώπητης ταξικής πάλης, χίλιες φορές περισσότερο λάθος είναι η εξωιστορική προσέγγιση μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας. Η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε θλιβερό ρόλο στην πάλη κατά του φασισμού. Με το θεωρητικό λόγο της, ένα λόγο που περισσότερο συσκότιζε παρά αποσαφήνιζε την ουσία του φασισμού, αλλά και με την πρακτική της παρεμπόδιζε και καθόλου δε διευκόλυνε την ενωμένη αντιφασιστική δράση του προλεταριάτου και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Την αλήθεια αυτή την αναγνώριζαν επιφανείς σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, όταν πλέον ο φασισμός είχε κυριαρχήσει στη Γερμανία και απειλούσε να καταπιεί, τουλάχιστον, την Ευρώπη. Γράφει ο H. De Man4: «Η σοσιαλδημοκρατία αντέταξε στη φασιστική κριτική του συστήματος αυτού την υπεράσπιση του υπάρχοντος δημοκρατικού συντάγματος. Ετσι, το μόνο που πέτυχε ήταν να εμποδίσει κάθε δράση, για να μεταβληθεί η ψεύτικη αυτή καπιταλιστική δημοκρατία σε αληθινή σοσιαλιστική δημοκρατία και να κάνει πιο καταστρεπτική τη διάσπαση ανάμεσα στις εργατικές δυνάμεις, που ακολουθούσαν την κόκκινη σημαία και τις εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σημαία της δημοκρατίας». Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.