....σε δυο εικόνες
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ :
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ΑΝΖΕΛ
ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
[ένας χώρος τυχαίος- π.χ. ένα παλιό εργοστάσιο, ένα
ίδρυμα για έγκλειστους, ένας χώρος υπό εγκατάλειψη][Λίγο φως][Ανάμεσα στο κοινό
κάθεται ο Αντρέ Ζίντ[1*] - αμίλητος]
''...μέχρι που στο τέλος μια λέξη θα μου αρκεί :
''ησυχία'', όπως στα νοσοκομεία ή ''πυρ''// Τάσος Λειβαδίτης
1η ΕΙΚΟΝΑ
A' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ...την άλλη μέρα δεν πέθανε κανείς
και το τέλος της ιστορίας ήταν ρηχό, σαν κάτι ν' αντλούσε από το μέλλον ή
εκείνος που προσάραξε καταπίνοντας τη νύχτα γύρω του - έπειτα κατάλαβα,- έκανα
λάθος στον παραλήπτη - αυτόν που θα δικαιούται περισσότερα στο όνομα
''Θάνατος'', όπως μια δικαίωση καθώς επιστρέφουν τα τρία ένοχα πρόσωπα, για τα
οποία σάς μίλησα άλλη φορά [μικρή παύση] αιώνες, και αιώνες, χωρίς
διακοπή[παύση]- χωρίς διακοπή - πώς να περάσει κανείς απ' τη ζωή στη μη ζωή,
αφού ένα πρωί επανέρχεται η ομιλία της πρώτης στιγμής και χρειάζεται ένας φόνος
ή το κρυμμένο δικαίωμα που επικυρώνει τη μαρτυρία μιας άλλης εποχής
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ...όταν γινόταν βράδυ ή έβρεχε -
ήμουν έτοιμος να υποστώ τις συνέπειες : ''Αργήσατε'', μου λέει, ''ναι'', του
λέω, ''αυτή υπήρξε η τελευταία αλήθεια, ένας υπαινιγμός, που μόνο το πέρασμα
των χρόνων κάνει να καταλάβεις πώς ήταν το αντίο που έλειπε'' - και μετά όλα
γυρίζουν κατά τη σιωπή όπως μια άπιαστη σκόνη ή μια χαμένη αλληλογραφία, ένας
έρωτας αφόρητος, ένα παλιό ραδιόφωνο σαν τις νότες που άφησε κάποιος -
αφρόντιστες - ταξίδια που δεν ξεκίνησαν ποτέ [παύση]
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....ορίστε, καρφώνοντας ένα
τριαντάφυλλο στη μια πλευρά του καπέλλου σάς το προσφέρω - δεν ξαναγυρίζω, τα
φεγγάρια στην πόλη ήταν πάνω από τέσσερα, τώρα ούτε μισό...
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....ποτέ δεν είμασταν ζωντανοί - όλα
περιέχουν μια περιττή συγκομιδή αντιθέτως Κυριακή απόγεμα - το κέρδος που τους
ξέφευγε ήταν το εγχειρίδιο μιας πολύτιμης αγνωσίας - καμιά εμπιστοσύνη,
τίποτε, - μεγάλοι στίχοι άπνοιας προφέρονται τα βράδια -, είμαι έτοιμος
να ξεφύγω, έχω νοιώσει πώς γίνεται η αρίθμηση των τρένων [μικρή παύση]. Με την
συγκατάθεση όσων δεν θα επιστρέψουν ποτέ...[παύση]
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....όλα είναι εγκαρτέρηση...
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : οι προαγωγοί είναι κρυμμένοι καλά -
εγώ, χρειάζομαι τη βιβλοθηκάριο που τη λέγανε Ανζέλ [1*] - κανείς μας δε
μιλούσε, η φωνή μου κατέληγε σ' ένα μικρό βηματισμό,- οι λέξεις, ξέρετε,
χορεύουν - τα βιβλία θα έρχονται στο σπίτι, ο Προμηθέας ξέρει -το ίδιο και η
Ανζέλ [1*] - καληνύχτα.....αγάπησα μια έννοια αφηρημένη. - πώς και γιατί;;- τα
πλήκτρα του πιάνου στην άκρη των χεριών τους, - ιδού- επιτήδειοι - αδιάκοπο
χειροκρότημα τους αξίζει [χειροκροτεί], θα κάνουν μια μεγάλη υπόκλιση, θα σκαρφαλώσουν
-εκεί- στο στήθος του πλήθους, όπως χαριτωμένα τρωκτικά όταν τους δείχνεις
ελεύθερο διάδρομο - μια πίστα για υπνοβασίες. Θα έρθουν μαζί μας - θα δεις, ένα
τυχαίο επεισόδιο θα μάς σώσει - θ' αλλάξει οριστικά τη ζωή μας...
[ο Προμηθέας και η Ανζέλ, πηδούν πάνω στους θεατές
με ακροβατική χάρη - ενθουσιασμός, πανδαιμόνιο. Οι υπνοβάτες σωριάζονται στο
πάτωμα - ακίνητοι σε έκσταση-, ενώ βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού και χαράς]
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ : Ζήτω κι από μένα, ζήτω κι από εμάς -
Κυρίες και Κύριοι, σάς έφερα τη φωτιά, τι άλλο περιμένατε;;....
ΑΝΖΕΛ : [σα να διακόπτει] ....κι εγώ έφτασα μέχρις
εδώ για ν' απαντήσω στις ερωτήσεις που δεν κατάφερε ο Οιδίποδας -, είμαι το
άλλο πρόσωπο της Σφίγγας [ζητωκραυγές, επευφημίες] [Λίγο φως] [Ησυχία]
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....πιστεύω στην απαραίτητη νύχτα -
αυτή την πρόφαση όταν λεηλατεί τις ανεκδήλωτες επιθυμίες
ΑΝΖΕΛ : ....θα σου πω πού θα μπορούσες να κοιμηθείς
- είναι για να αποφύγεις τα βλέμματα των υπολοίπων ή να υπερασπίσεις το
δικαίωμα στη λιποταξία απ' όλο αυτό που ονομάζουμε φυγή, - υπεκφυγή - υπεκφυγή
του Σύμπαντος Κόσμου - όλ' αρχίζουν σαν πρόσχημα ακουστικής εντροπίας [γελάει
αινιγματικά]
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....αδυνατώ να περιγράψω τον τρόπο
που θέλω έναν καιρό ορφανό - μόνο για μένα - ή καθώς εποικίζω την υφήλιο με τα
δικά μου σπαράγματα
[παύση] - ανάμεσα στα τόσα δε γεννήθηκα ποτέ, κυρίως
για λόγους προσωπικούς ή βιολογικούς - έζησα στο πανόραμα της άλλης ερήμου -
αυτής που θα απέφευγα, υπάρχω θωπεύοντας τις υποψίες και τα εγκαταλειμμένα
παράθυρα των τελευταίων επιδρομών ή τους φανατικούς χορούς των αστεριών και τις
σιωπές καθώς βαρύνουν τ' ανεξερεύνητα σημεία στις όχθες - από παρόρμηση τάχω
καλά με άστεγους και διαρρήκτες - δεν ήταν η μοίρα μου αυτή -
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : .....δεν ήταν η μοίρα μας αυτή
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ :....χειμώνες, καλοκαίρια - τα χρόνια
που πέρασαν - δε θυμάμαι -, έχω δώσει τ' όνομά μου σ' έναν νεκρό, τελείως
άγνωστο - η καλύτερη πράξη της ζωής μου -, ούτε λουλούδια επιπλέουν, ούτε
τριαντάφυλλα - ούτε η άβυσσος - είναι όλα κρυμμένα όπως οι καθρέφτες που
καταπίνουν τα είδωλα [μεγάλη παύση]
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : .....γυρίζουμε σπίτι σα να πρόκειται
για τη συντέλεια, σημείο μηδέν της βιογραφούμενης μυθοτοκίας, - παλιοί
εντολοδόχοι και το αρκετό σκοτάδι πάνω μου - ό,τι άφησαν οι ίδιοι οι θεοί,
λογοκριτές και λογοκριμένοι, οι κόκκινες φλέβες που διατρέχουν τα μάτια μου κι
από κάτω είσαι σύ - αθεράπευτη- [δείχνοντας προς την Ανζέλ] [μικρή παύση] η
συγκατοίκηση με τα φαντάσματα στην επικράτειά μας είναι δύσκολη κι απαιτητική -
μες στη διαστροφή γινόμαστε όχι απλά υποφερτοί, περίπου όλβιοι, - μακάριοι.
[γελάει] [Σκοτάδι]
2η ΕΙΚΟΝΑ
[Ζητωκραυγές,
επευφημίες][Φως]
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ : .....ζήτω κι από μένα, ζήτω κι από εμάς- Κυρίες και
Κύριοι, σάς έφερα τη φωτιά, τι άλλο περιμένατε;;....τα ίδια μου τα χέρια σταυρώθηκαν
ανάμεσα στο φεγγάρι και στον τοίχο με την ανάμνηση που ταξίδεψε σαν ξεριζωμένο
φυτό γέρνοντας σε τοπία και καγκελόπορτες
ΑΝΖΕΛ : ....αλλά ήταν αργά,
οι Επαναστάσεις σβήνουν γρήγορα, επιστρέφουν στα σπίτια τους νωρίς οι
ηττημένοι, εκεί, στις εκβολές του ποταμού-θεού με τις γυναίκες που κοιμήθηκαν ή
τις άλλες μ' ένα υπερωκεάνειο στα μαλλιά - αρμενίζοντας κατά τη συγνώμη με το
βάρος του λάφυρου, - σάς λέω από πριν - δεν έχω καμιά σχέση με την υπόθεση,
προσπαθώ μάταια να βρω ποια είμαι [μικρή παύση]
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....έπειτα έφταιγε και το χρώμα της
γης, γη που γλιστρούσε πάνω σε γη - περνούσαν οι πεθαμένοι αυτοί που είχαν
ξενυχτήσει κοντά μας για ένα τσιγάρο κι ένα ποτήρι κρασί, ''σύντροφε'', μου
έλεγε ο πιο μικρός, ''εδώ κοιμόταν μια αθυρόστομη που είχε τα στήθια της σαν
κουπαστή για να μαντεύουμε το μέλλον'', αλλά εμείς είχαμε μαζευτεί αλλού,
- χήρες κι ορφανά, ζητιάνοι που περισσέψαν απ' τον πόλεμο - μαντήλες κεντημένες
με παλιές αγκαλιές, καθώς όλοι περίμεναν ένα ξύλο από βαρύ τριαντάφυλλο να τους
περάσει απέναντι. Σάς λέω από πριν - δεν έχω καμιά σχέση με την υπόθεση,
προσπαθώ μάταια να βρω κι εγώ ποιος είμαι [παύση]
ΑΝΖΕΛ : ....τώρα θα έρθει ο γηραιότερος να
ξεφυλλίσει τις νύχτες, τα σκορπισμένα σπίτια, τις τύχες τους - μια κλεψύδρα σαν
εγκατάλειψη και σε κατάσταση πολιορκίας, - ο ήλιος θα περάσει απ' την άλλη
μεριά μ' όλα τα συγκινητικά του αντίο - εκεί στο βάθος μείναν οι υπόλοιποι όσοι
δεν πρόλαβαν το συρμό - ανεκτίμητες συναντήσεις της τελευταίας στιγμής
Α' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ....εσείς, θα ταξιδέψτε μαζί μας;;
ΑΝΖΕΛ : ....όχι
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ : .....έχω φύγει από καιρό κι επέστρεψα
για μια παράλογη οργή που δεν έχει κοπάσει [γελάει] [μικρή παύση]. Είπα
ψέμματα, σάς είπα ψέμματα - όπως είναι ψέμματα και ανακρίβειες όταν κανείς
επινοεί έναν μύθο για τα Βιβλία των Νεκρών ή τους κρεμασμένους μιας εξέγερσης
που σπαταλήθηκαν άδοξα. Θα μείνω κοντά σας, όπως ένα άταφο πτώμα κι ένα ποτήρι
μπύρας μαζί [γελάει τρανταχτά] - στην κίνηση της αγοράς [γελάει ξανά] [παύση] -
ατμόσφαιρα εξαγνισμού και δικαιοσύνης, σκορπίζοντας χαμόγελα σε ρινόκερους
περαστικούς και σε κλουβιά πουλιών που ατενίζουν το μέλλον
[χειροκροτήματα, επευφημίες][ησυχία]
ΑΝΖΕΛ : ....τα παλιά χειρόγραφα - σημαδεμένη
τράπουλα - χαιρέκακη υπομονή - προλέγει κάθε σκοπό που φέρνουν οι κρεμασμένες
σκιές....
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ : ...γιατί παρέδωσες στους εχθρούς μου τον
τρόπο που έβλεπα;; [παύση] Με ποια μποτίλια ταξιδεύουν στο πέλαγος τ' αρχαία
παλίμψηστα οι χτύποι του ρολογιού καθώς σημαίνουν τις υποψίες - από κάπου
έρχεται κείνη η δυνατή φωνή σαν να κατακρίνω τις μέρες που γύρισα την πλάτη -
είμαστε πίσω στην πόλη άνευροι, στα σκοτεινά οδοφράγματα [μεγάλη παύση] κανείς
δεν αντέχει ως τα μεσάνυχτα οι μεγάλες σιωπές αργούν να περικυκλώσουν της
λησμοσύνη- μ' εξουσιάζει, λοιπόν, η εντύπωση ότι θα κοιμηθώ εύκολα - μπορώ να
νοιώθω μη υπαρκτός - το φως κι ο χρόνος καταφέρνουν να χωθούν εκεί που δεν
υπάρχουμε, βασιλεύει ένα χρέος σαν τις παλιές μυρωδιές [μικρή παύση]
ΑΝΖΕΛ : Ω, σώμα απρόσμενο στην ύστερη ύλη σου,
πλασμένο από κάτι αταξινόμητο, κι η πιο λυπημένη γυναίκα ήταν εκείνη κατά το
τέλος της άλλης μέρας όταν ξεσπούσε σε μια πνιχτή ασέληνη αιθρία
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ : ....γιατί δε με ρώτησες;;;
ΑΝΖΕΛ : .....''επειδή ήσουν με τους άλλους'', μου
είπε - τα ιδιόχειρα αποτρόπαια λάθη, απλά δεν υπήρχα, ''θα σε δω σύντομα''
ειπώθηκε αφηρημένα καθώς κι οι εραστές από μια απερίγραπτη νύχτα χάνουν σαν τις
καμέλιες τα πέταλα μιας εποχής...
ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ : .....επιβιβάζονται σε τρένα που
ξαστόχησαν σκόπιμα, ώρα να περάσουν κι αυτές οι ελεγείες - ευγενικές ευθανασίες
- έτσι βρήκα τη θέση μου κάτω απ' τ' άστρα, μια πράξη φονική που διαιώνισε το
είδος των ανθρώπων - τώρα κοιτάζω προς την νεροποντή, οι σάρκες δεν
ανασταίνονται - θα ερμηνεύσω τον τελευταίο τυμπανιστή. Ξημέρωσε.
Β' ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ : ''.....μέχρι που στο τέλος μια λέξη
θα μου αρκεί : ''ησυχία'' όπως στα νοσοκομεία ή ''πυρ''. Ή πρηνηδόν.
[Φως. Σκοτάδι. Αυλαία]
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αντρέ Ζιντ, Ο Προμηθέας ελεύθερος δεσμώτης,
Καστανιώτης, 2010, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου [για τον υπαινιγμό στα πρόσωπα
μόνο, -Προμηθέας και Ανζέλ, με άλλους διαλόγους]