μονόπραχτο για μυστικό Δείπνο
ΣΕ
ΤΡΕΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: Κύριε ταχυδρόμε, το δίχως άλλο είναι ένα λάθος ! Το βλέπετε κι εσείς πως
είναι ένα λάθος!
ΕΥΓΕΝΙΟΣ
ΙΟΝΕΣΚΟ
[....ίσως
μια ακτή ή παραλία. Θαλασσοπούλια. Ηλιοβασίλεμα. Ένα μεγάλο στενόμακρο τραπέζι
με καθίσματα. Υπάρχει κρασί σε ποτήρια και ψωμί μοιρασμένο]
ΤΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ο ΙΟΝΕΣΚΟ [φοράει μάσκα-προσωπείο σε όλη τη διάρκεια]
ΜΕΡΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : .....πάνω κάτω λίγο πριν τα χαράματα ένας
γλάρος χάνει ξαφνικά το αόρατο σύννεφο που τον πήγαινε - απομένει να γραφτεί η μνήμη απ' την αρχή, η γραμμή του ορίζοντα υπόκωφη αμυδρή επειδή επιμελείσαι την ένδεια, το ανεξάντλητο τίποτε, - το νέο φεγγάρι ανακρατεί βροχή - τα ρολόγια ερμηνεύουν με ειρωνεία το χρόνο, αναδεύουν στα ψέμματα μιαν ώρα διαφορετική για τον καθένα [μικρή παύση] και μετά δεν ακούγεται τίποτα.....
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : ....πατάς τη σκιά σου στον κατήφορο τις ντροπαλές μιμόζες που πουλιότανε πανάκριβα ακόμα, - το πρωί -
ανέραστες κι απορριγμένες - τα φώτα των δρόμων αξίζουν περισσότερο.
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : .....από τι ;;; [παύση]
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : ......έτσι καθώς η ενήλικη θύμηση
αποχτά το συνειρμό της - θα προσάπτεις άδικα ελαττώματα στην αγωνία σου όλα δείχνουν γαλήνη
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : ....τέλειωσα χωρίς να μαρτυρήσω τις προ-ιστορικές ειλικρίνειες μ' άλλα
λόγια επιμένω σε μια λογιστική του
χάους σταθμίζω τα τελεσίγραφα
απ' τα δικά μου ετερώνυμα που φιλοξένησαν το τυχαίο μιας ποίησης αφού δέχτηκε
τα πάντα, - το
δικό μου καθημαγμένο άχρονο πρέπει
τώρα να συνοψίσω μιαν εποχή ώστε να υπάρξω και την επόμενη μέρα - δε θυμάμαι γιατί ξεχειλίζει ο
χρόνος σαν την επιστροφή ενός άσωτου
ύπνου που φτάνει γεμάτος
προγενέστερες αθανασίες
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : θα συζούμε σε μια στιγμή
απώλειας το
Αθέατο δεν έχει ανάγκη απ' τον περίπλου της Γης για να
μας δείξει τη μαγεία Του - Δεν
Υπάρχει είναι Νεκρό
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : ....ή αν Υπάρχει είναι κρεουργημένο στον Ιερό του Ακρωτηριασμό
επιστρέφω μ' έναν επίλογο, το τέλος κρύβει την ουσία όσων συνέβησαν μέσα στην
τιποτένια προτεραίότητα της ανάγκης [παύση]
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : .....τι δεν κατάφερα εκείνη τη νύχτα;;
απλά να μάθω την
προφητεία της, - και μόνο αυτό - και πλέον σέρνω μια σύγκρουση που δεν
εξηγείται
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : ...αυτά τα ίδια μάτια το σώμα που αγκαλιάστηκε απ' τον
θεό-ποτάμι ένα πουλί
άλαλο που όταν πέρασε με τράνταξε η σιωπή του
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : .......αναρωτήθηκα αν πετούν τα πεθαμένα πουλιά, ότι κάποιος ψάχνει
έναν μάταιο κόσμο για να ζήσει [μικρή παύση]
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : μια τύχη κλειδωμένη από μέσα της σαν πόρτα που
στοίχειωσε για ν' ανοίξει απρόσμενα
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : ....πανέτοιμη [μικρή παύση]
Ο
ΑΝΤΡΑΣ : ......-κάποτε στα δειλινά ο ήλιος κατακτούσε και μιαν ασήμαντη
λεπτομέρια της ζωής
Η
ΓΥΝΑΙΚΑ : ......έστω μια ασήμαντη
λεπτομέρεια της
ζωής μας [μεγάλη παύση,
σιωπή]
ΕΙΚΟΝΑ
ΔΕΥΤΕΡΗ : Όπου ο Αμεδαίος συναντά
τον Ιονέσκο
[Ο
ΑΝΤΡΑΣ τοποθετεί μια μάσκα, ένα προσωπείο μπροστά στο κοινό - την ώρα της
παράστασης, που απεικονίζει ένα άλλο πρόσωπο -
υποθετικά, του Αμεδαίου]
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....πίσω απ' τον μύθο που έμεινε άδειος στεγνός ή άθλιος φαντάζομαι τα
δέντρα σαν πρόσχημα της
Θείας Κωμωδίας - τα μάτια όσων μίλησαν τελευταία φορά - η δουλειά μου είναι να
πληρώνω τα ναυάγια, έπειτα χρεοκοπώ γιατί ζητώ τη
θέση ενός μεσημεριού στην
ιχθυόσκαλα ή στη σαπίλα των ψαριών που δεν φυγάδευσαν οι γείτονες
ΙΟΝΕΣΚΟ
: ......περασμένες αιθρίες [παύση]
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....καταχτώ τους ήλιους που κρύβονται
ΙΟΝΕΣΚΟ
: ......ελπίζω να μην ήταν κάτι σοβαρό αυτή η κυνηγημένη σιωπή [μικρή παύση]
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....τα πουλιά πώς αγρυπνούν πάνω στα φανάρια ;;- βράδια που σκύβουν δίχως
έλεος - κάποτε θα με βρεί η ευημερία από μόνη της, θα έχω σκάψει μια μεγάλη
απουσία και τα σκυλιά
δρασκελίζουν τη λησμονιά χωρίς τον τυφλό
ΙΟΝΕΣΚΟ
:
....ευτυχώς μια λιγότερη σκέψη για τα στενά σοκάκια που θολώνουν στη βροχή και δεν
υπόσχονται.......
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....έχεις ξεμακραίνει ή ο πυροβολισμός
που με σημάδευε από την άλλη σελίδα γυρίζοντας τις πλάτες ήταν η προδοσία όταν ενδίδεις απολείποντας την αφρόντιστη
ησυχία, έτσι μπορούσα ν' ακούσω το σφυγμό μου [μικρή παύση]
ΙΟΝΕΣΚΟ
: .....ποιος παραμόνευε στο
δάσος δίπλα
στ' ανέγγιχτο νερό ή ανάμεσα στα ξέφωτα
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....δεν είμαστε πλέον οι πιστοί - κάποιος έγραφε, έγραφε σαν η ζωή του να εξαρτιόταν απ' αυτό και μόνο θα κάνω ό,τι μπορώ με τα γυμνά χέρια και τις μελαγχολικές κόγχες [παύση]
- ένα πρωί θα με ζητήσετε στον πονεμένο στεναγμό σας που καταξιώνει το δρόμο
μου κι όταν θα επιστρέφω, εγώ ο Αμεδαίος, θα μου κρατάει τρυφερά το χέρι ο
γέρος με το φλάουτο [γελάει]
ΙΟΝΕΣΚΟ
: ......μεγάλοι έρωτες από το βάθος της ματαιότητας μπορεί και να ζήσουμε την πιο συγκινητική λύτρωση
[ήχοι
θάλασσας, παφλασμοί κυμάτων, πετάγματα πουλιών, η σειρήνα ενός καραβιού - άλλοι
θόρυβοι συγγενικοί προς το τοπίο] - [σιωπή, λίγο φως]
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: .....η ανυπόταχτη φαντασία - θα μοιάζει με τα χαμένα χειρόγραφα - να δείτε θα
μάς περιμένουν ακόμα και την τελευταία στιγμή στο Μυστικό Δείπνο, αλλά μόνο τον
ένα, ο άλλος πρέπει να βρει την πιο σπουδαία προσδοκία για να περάσει
κατευθείαν στον ουρανό....
ΙΟΝΕΣΚΟ
: ....ξέρετε, όλα, έρχονται από ένα μακρινό ύστερα ή ένα παραμελημένο σούρουπο,
μάς βασανίζουν εκείνα τα φαντάσματα στην Αγία Πετρούπολη καμιά φορά [γελάει με
νόημα], ο Δον Ζουάν - ίσως είναι ο τελευταίος μαθητής, καθώς θα βρέχει
συλλογισμένα σε μιαν άκρη στην αληθινή μας ζωή [παύση]
ΑΜΕΔΑΙΟΣ
: ....τι δουλειά έχει ο γλάρος στα χέρια σας, - βαλσαμωμένος;; - μοιάζει με
μάθημα ζωολογίας απ' τα χρόνια που
πέρασαν
ανεξιχνίαστα γεμάτα αποσύνθεση
ΙΟΝΕΣΚΟ
: .....ποιος μπορεί να είναι σίγουρος, μια δανεική αυτάρκεια - μήπως τελευταία
στιγμή, κάποιος, αποφύγει το διχασμό [γέλιο -λίγο φως]
[Η
ΓΥΝΑΙΚΑ τοποθετεί μια μάσκα, ένα προσωπείο μπροστά στο κοινό - την ώρα της
παράστασης, που απεικονίζει ένα άλλο πρόσωπο - υποθετικά της Μαντλέν // πάνω
στο τραπέζι ο ΑΜΕΔΑΙΟΣ, νεκρός, - Η ΦΩΝΗ του αναπαράγεται από μεγάφωνα. Σκηνικό
μυστικού Δείπνου. Όλοι καθισμένοι ως κοινοί συνδαιτυμόνες - θεατές και
ηθοποιοί]
ΦΩΝΗ
: ....τα μανιτάρια ανθίζουν στο σκοτάδι, ωστόσο δεν τα βλέπω γύρω μου
ΦΩΝΗ
: ....στάθηκα, τι θέλεις ;;
ΜΑΝΤΛΕΝ
: ....υπάρχει η λύση να συναντηθούμε στο ρεματάκι
ΦΩΝΗ
: ....πάψε είπα πάψε, πήγαινε σπίτι είναι αργά [παύση]
ΜΑΝΤΛΕΝ
: .....ακίνητη
βουλιαγμένη στο χώμα στη λάσπη
ζούμε απομονωμένοι εδώ
και χρόνια - ποιος ήταν δίπλα σου και τι γύρευε από σένα;;
ΦΩΝΗ
: ...άκουγα τα βήματά μου και μετά έβλεπα τον ουρανό ανάμεσα στα κλαδιά, έβαζα
κάποιο σημάδι ή μάζευα τις πέτρες σε σωρό να περάσουν απ' την άλλη μεριά όσους
ερήμωσε η ανωνυμία
ΜΑΝΤΛΕΝ
: .....δεν κατάλαβα, ακόμα και η θλίψη φαίνεται σαν υποχρέωση, - θυμάσαι;; -
θυμάμαι - σαν να έβλεπα μέσα από χρωματιστό γυαλί τους
νυχτοφύλακες για ποιο λόγο δεν έμαθα σημάδι
όπως εσύ;;, αλλά θαύμαζα με τόσο ηλίθιο τρόπο την υστεροφημία μου, - στην άκρη μιας λευκής νύχτας δυστυχώς
ΦΩΝΗ
: ......θα φύγω από δω όσο πιο γρήγορα, - θ' αρχίσω να ουρλιάζω ή να κλαίω
βιαστικά για να με πλησιάσουν - για να 'ρθείς να κοιμηθείς μαζί μου στο τραπέζι
- θα μοιράσεις μαχαιτο-πήρουνα στους ευγενικούς συνδαιτυμόνες - καταμεσήμερο με
τρεις μετέωρους σερβιτόρους ντυμένους στα λευκά - les anges sont blancs -
ΜΑΝΤΛΕΝ
: ....βαδίζουμε αργά ήσυχα - στο ρυθμό ενός ανύπαρχτου νοσοκομείου, όπως μια
μεγάλη υπόσχεση
ΦΩΝΗ
: .....ξέρω, που γελοιοποιείται ξαφνικά, το λες συχνά
ΜΑΝΤΛΕΝ
: ....τις μέρες εκείνες ξεκινούσα να μετράω, έκανα την καθιερωμένη καταμέτρηση των
υπαρχόντων - είχαν αφαιρέσει τους δείχτες του ρολογιού στην πλατεία του
δημαρχείου, -φως φανάρι, - όλα ξανάρχιζαν
ΦΩΝΗ
: [με λαχτάρα].....θα μετρούσαν τις εποχές με τα τρένα, αν υπήρχε η ελάχιστη
εντιμότητα
ΜΑΝΤΛΕΝ
: .....γιατί κάποτε ξυπνάς στην άκρη του κρεβατιού και δεν είσαι παρά η
τελευταία σκιά στο φθινόπωρο ενός άλλου αιώνα [σκοτάδι-ησυχία-αυλαία]
ΕΥΓΕΝΙΟΣ
ΙΟΝΕΣΚΟ, ΑΜΕΔΑΙΟΣ ή ΠΏΣ ΝΑ ΤΟ
ΞΕΦΟΡΤΩΘΟΥΜΕ, θεατρικό, Δωδώνη, μτφρ. Μαρία Πορτολομαίου, αχρονολ.