Η εκστρατεία της Κίνας για την εκδίωξη των μεταναστών εργατών από το Πεκίνο έχει σχεδιαστεί για να επιφέρει περισσότερα κέρδη από την αστική γη και να διατηρήσει την πόλη για τις ελίτ.
Στις 18 Νοεμβρίου, σε μια πυρκαγιά στα περίχωρα του Πεκίνου βρήκαν τον θάνατο δεκαεννέα άτομα, ανάμεσά τους και οκτώ παιδιά. Η αλματώδης άνοδος των ενοικίων στον αστικό πυρήνα έχει ωθήσει την εργατική τάξη - ειδικά τους μετανάστες εργάτες που δεν έχουν άδεια παραμονής - σε άθλια κατασκευασμένα, υπερπλήρη, και χωρίς τήρηση κανόνων σπίτια, διαμορφώνοντας το σκηνικό για αυτή την πολύ προβλέψιμη τραγωδία. Οι επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης, οι υπερβολικά μεγάλες μετακινήσεις και η έκθεση σε κινδύνους για την υγεία είναι απλώς το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσουν οι φτωχοποιημένοι μετανάστες για να έχουν πρόσβαση στην ανερχόμενη αγορά εργασίας των αστικών περιοχών.
Μετά τη φωτιά, η κυβέρνηση του Πεκίνου, σχεδόν σίγουρα σε συνεργασία με την εθνική ηγεσία, έδειξε ενδιαφέρον. Μέσα σε λίγες μέρες ξεκίνησε μια καμπάνια σαράντα ημερών για να αντιμετωπίσει τις παραβιάσεις της ασφάλειας των κτιρίων. Αλλά η πραγματική πρόθεση έγινε γρήγορα εμφανής: να απαλλάξει την πόλη από τους ανθρώπους που θεωρούνται ξένοι.
Αυτές οι απελάσεις είναι σύμφωνες με τις μακρόχρονες πολιτικές της Κίνας που αποθαρρύνουν και αποκλείουν τους μετανάστες εργάτες. Όμως, η εκκαθάριση του Πεκίνου από αυτόν τον πληθυσμό θα ελευθερώσει επίσης γη για πιο επικερδείς χρήσεις, δίνοντας στην πεινασμένη για εισοδήματα πόλη πρόσθετα κίνητρα.
Ως αποτέλεσμα, η αρχική τραγωδία μετατράπηκε γρήγορα σε διευθυνόμενη από το κράτος καταστροφή σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, καθώς δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι αντιμετωπίζουν την έξωση, την εκδίωξη και την έλλειψη στέγης μπροστά στον χειμώνα που πλησιάζει γρήγορα. Οι εικόνες κατεδαφισμένων κτιρίων και ποταμών εξαντλημένων ανθρώπων μοιάζουν περισσότερο με μια πολιορκημένη πόλη παρά με μια μεγάλη μητρόπολη, καθώς το κράτος έχει κηρύξει πλήρη πόλεμο στην κατώτερη τάξη της πόλης.
Πολλά στοιχεία αυτής της εκστρατείας φαίνονται άσκοπα σκληρά και έχουν δημιουργήσει αντίσταση όχι μόνο μεταξύ των μεταναστών αλλά και μεταξύ των διανοουμένων που συμπαραστέκονται και από άλλους κατοίκους. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει κλείσει μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς και οργανισμούς ιδιωτών που προσπαθούν να προσφέρουν στέγαση και άλλες μορφές βοήθειας στους εκτοπισμένους.
Η ρητορική της κυβέρνησης για την εξάλειψη των «κατώτερης βαθμίδας πληθυσμών» έχει επίσης προκαλέσει εκτεταμένη οργή. Το κράτος έδωσε σε πολλούς ανθρώπους μόνο λίγες ώρες για να απομακρυνθούν από τα διαμερίσματά τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κόβει τον ηλεκτρισμό και το νερό. Έχει ισοπεδώσει ακόμη και ολόκληρες γειτονιές. Η κλίμακα και η αγριότητα της εκστρατείας ήταν συγκλονιστική, ακόμη και για έναν πολίτη σχετικά συνηθισμένο από ένα δεσποτικό κρατικό μηχανισμό.
Πράγματι, η κεντρική κυβέρνηση περίμενε κάποιο χρονικό διάστημα την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Για πολλά χρόνια, το Πεκίνο και άλλες μεγαλουπόλεις εξέφρασαν την πρόθεσή τους να βελτιώσουν την «ποιότητα» των αστικών πληθυσμών τους. Παρόλο που το Πεκίνο διαρκώς καθορίζει (και μετά υπερβαίνει) τα όρια του πληθυσμού, κάτι άλλαξε το 2014.
Εκείνη την χρονιά, η κεντρική κυβέρνηση υπέβαλε το Εθνικό Σχέδιο Νέας Αστικοποίησης(2014-2020), το οποίο καθιέρωσε την αστικοποίηση και όχι την εκβιομηχάνιση ως κινητήριο μοχλό για ένα πιο ισορροπημένο και βιώσιμο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το σχέδιο καλεί τις «πολύ μεγάλες» πόλεις - εκείνες με πληθυσμό αστικών περιοχών άνω των πέντε εκατομμυρίων - να «ελέγχουν αυστηρά» την αύξηση του πληθυσμού. Πλούσιες πόλεις όπως το Πεκίνο, η Σαγκάη, το Guangzhou και το Shenzhen θα ανήκουν στις ελίτ, ενώ ο κατώτερης βαθμίδας πληθυσμός θα υποχωρήσει στις πόλεις κατώτερης βαθμίδας.
Για να προχωρήσει πιο γρήγορα το πρόγραμμα, το Πεκίνο και άλλες μητροπόλεις κάνουν τη ζωή ανυπόφορη για τους μετανάστες της εργατικής τάξης: κόβοντάς τους την πρόσβαση στην παιδεία για τα παιδιά τους, μεταφέροντας τους τομείς έντασης εργασίας όλο και πιο μακριά από τον αστικό πυρήνα και περιστασιακά κατεδαφίζοντας σχολεία ή οικισμούς. Αυτός ο σημερινός γύρος εκδιώξεων δεν είναι μια νέα προσέγγιση της αστικοποίησης, αλλά η διεύρυνση μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας.
Η πολιτική λογική που υποστηρίζει αυτές τις δράσεις έχει ακόμη βαθύτερες ρίζες. Μετά το σχηματισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να αντιμετωπίσει την εργασία όπως οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Το 1957 ο Μάο Τσε Τουνγκ δήλωσε:
«[Η Κίνα] έχει πλάνο για την παραγωγή στα εργοστάσια, για την παραγωγή υφασμάτων, τραπεζιών και καρεκλών και χάλυβα, αλλά δεν υπάρχει πλάνο για την παραγωγή ανθρώπων. Αυτό είναι αναρχισμός – καμιά διακυβέρνηση, καμιά οργάνωση και κανένας κανόνας. Αυτή η κυβέρνηση ίσως χρειάζεται να έχει ένα ειδικό υπουργείο - τι θα λέγατε για ένα υπουργείο ελέγχου των γεννήσεων;»
Αν και η Κίνα δεν συνειδητοποίησε ποτέ την πρόταση του Μάο, βέβαια ανέπτυξε την πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική πολιτική στον κόσμο για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής. Το 1958, η κεντρική κυβέρνηση εισήγαγε το σύστημα hukou ή σύστημα εγγραφής των νοικοκυριών, το οποίο συνέδεε την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών με συγκεκριμένους τόπους, καθιστώντας πολύ δύσκολη - αν όχι αδύνατη - την απομάκρυνση των πολιτών χωρίς την επίσημη έγκριση. Αυτές οι δύο τεχνικές έδωσαν στο κράτος μια ασυναγώνιστη δυνατότητα να ελέγχει την γέννηση και την κατανομη των ανθρώπινων όντων.
Στην εποχή της καπιταλιστικής μετάβασης, οι ευημερούσες πόλεις χρησιμοποίησαν αυτά τα εργαλεία για να φιλτράρουν τους πληθυσμούς τους, επιδιώκοντας να αναγνωρίσουν ακριβώς τις σωστές ποιότητες και τις ποσότητες εργασίας ακριβώς την κατάλληλη στιγμή - μια προσέγγιση που έχω ορίσει ως «αστικοποίηση της κατάλληλης στιγμής». Η άντληση φθηνού εργατικού δυναμικού έχει τροφοδοτήσει την ταχεία συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά οι ελίτ των πόλεων αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικές πιέσεις για να προσελκύσουν και να αποβάλουν τους εργαζόμενους: πρέπει να εξασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα εύκαμπτων εργαζομένων χωρίς να προκαλέσουν κοινωνικό χάος ή χωρίς να δαπανούν πάρα πολλά για τα σχολεία, την υγειονομική περίθαλψη, τις συντάξεις. Αυτή η ένταση εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, γιατί πόλεις όπως το Πεκίνο υπερβαίνουν συνεχώς τα αυτοεπιβαλλόμενα όρια ανάπτυξής τους.
Αυτή η εκστρατεία μαζικών εξώσεων δείχνει ότι το αστικό κράτος είναι πλέον διατεθειμένο να διακινδυνεύσει να στερήσει το κεφάλαιο από την εργασία για να πραγματοποιήσει την ουτοπία του των τακτοποιημένων και κοινωνικά στείρων μητροπόλεων που γεμίζουν αποκλειστικά με την ελίτ. Υποδεικνύει επίσης ότι το κράτος στρέφει την πλάτη του στους εργοδότες που εξαρτώνται από τη φθηνή εργασία, συμμαχώντας αντίθετα με τα συμφέροντα της αγοράς ακινήτων που θέλουν να αντλήσουν περισσότερα κέρδη από ό,τι μπορεί να προσφέρει το ενοίκιο σε φθηνή κατοικία.
Από τότε που ξεκίνησε η εκστρατεία, οι επιχειρήσεις έντασης εργασίας προσπαθούν να κρατήσουν τους εργαζόμενους στο Πεκίνο, με τους κολοσσούς του ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba και JD.com να κάνουν ρυθμίσεις στέγασης για τους εκτοπιζόμενους ταχυμεταφορείς τους. Οι κάτοικοι έχουν παραπονεθεί ότι οι πλασιέ των δρόμων από τους οποίους εξαρτώνται έχουν εξαφανιστεί και οι εργαζόμενοι που κρατούν το αεροδρόμιο του Πεκίνου σε λειτουργία έχουν επίσης αντιμετωπίσει έξωση. Οι μετανάστες εργάτες μπορεί να είναι μια ανεπιθύμητη κατώτερη τάξη, αλλά η πόλη δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτούς. Αυτές οι αντιφατικές πιέσεις θα ωθήσουν το κράτος σε σχιζοφρενική συμπεριφορά και οι πιο ευάλωτοι του έθνους θα πληρώσουν για αυτή την αστάθεια.
Δεν υπάρχει αστραφτερή πλευρά στους δεκαεννέα περιττούς θανάτους και στους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που έμειναν άστεγοι. Αλλά ένα ελπιδοφόρο σημάδι ήταν οι διάφορες πράξεις υποστήριξης από τους κατοίκους των αστικών περιοχών. Δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τις συνέπειες και το εύρος αυτής της υποστήριξης και κάποιες προσπάθειες αποτελούν αναμφισβήτητα πατερναλιστική βοήθεια παρά πράξεις αλληλεγγύης. Όμως, καθώς οι τιμές κατοικιών συνεχίζουν να ανεβαίνουν, οι μισθοί για τους περισσότερους αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος ζωής και τα σχολεία και η αγορά εργασίας παραμένουν έντονα ανταγωνιστικά, ένα τμήμα επισήμως αναγνωρισμένων ως κάτοικοι των αστικών κέντρων θα μπορούσε να αρχίσει να βλέπει αντανακλάσεις της δικής του θέσης στην επισφαλή ζωή των μεταναστών εργατών.
Εξάλλου, η κρατική προστασία από την αγορά δεν είναι αυτό που υπήρχε πριν, ακόμη και για εκείνους με μια πολυπόθητη κατοικία στο Πεκίνο. Καθώς η κυβέρνηση σέρνει τους μετανάστες μη μονίμους κατοίκους τους έξω από τα σπίτια τους, η αγορά εξασφαλίζει ότι εκατομμύρια περισσότεροι δεν μπορούν να συμμετέχουν στην αστική ζωή - ανεξάρτητα από το καθεστώς διαμονής τους.
Ο Eli Friedman είναι συγγραφέας του Insurgency Trap: Labor Politics in Postsocialist China (Cornell University Press, 2014). Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ.
Σημειώσεις