Ο Μίκης Θεοδωράκης δίνει
μια διαφορετική συνέντευξη στους Decadence Times και στον Νίκο Λακόπουλο –
Αναδρομή στο έργο του, στις αναμνήσεις του, στις δουλειές που έκανε και σε
εκείνες που θα ήθελε να κάνει. Και μια “προφητεία” για τη σημερινή κρίση, από το
2006.
Θα ξεκινήσω με μια ερώτηση που ζήτησαν να
σας μεταφέρω. Είναι μια ομάδα νέων καλλιτεχνών- περίπου δέκα- που θέλουν να σας
συναντήσουν με σκοπό λένε ένα μανιφέστο, ένα πλάνο ιδεών, για το μέλλον του
σύγχρονου πολιτισμού. Θα μπαίνατε στον κόπο να τους δεχτείτε; Κι αν όχι τι θα
τους λέγατε μέσα από αυτή την συνέντευξη;
Είναι
θέμα υγείας. Ο γιατρός δεν μου επιτρέπει συχνές επισκέψεις και κατά προτίμηση
όχι πάνω από τρία άτομα. Με αυτούς τους όρους θα μπορούσε να διοργανωθεί η
συνάντηση. Σημειωτέον ότι θα ήθελα κι εγώ να γνωρίσω προσωπικά τους νέους μας
μουσικούς.
Σερφάρετε; Έχετε λογαριασμό το Facebook και
το τουίτερ;
Έχω
έναν τράγο, ονόματι Χανιώτη, που με εκπροσωπεί στο Facebook. Μόνο που η
φωτογραφία του είναι ελλιπής. Κανονικά στο ένα κέρατο θα έπρεπε να είναι
περασμένη η Κρητική λύρα και στο άλλο ένα τουφέκι. Πρόκειται για τον
οικογενειακό μου θυρεό.
Yπήρξατε συνεργάτης – αρθρογράφος της
«Ελευθεροτυπίας» το 1975. Moυ είπαν ότι έχετε υπάρξει και μουσικοκριτικός με το
ψευδώνυμο «Δαφνωτής»! Τι γράφατε; Υπάρχουν αυτά τα κείμενα σας; Θα μπορούσαμε
να τα βρούμε και να τα αναδημοσιεύσουμε;
Μ.Θ.
Στην δεκαετία του ’50 έγραφα μουσική κριτική και άρθρα σε μια ημερήσια
εφημερίδα, την «Δημοκρατική Αλληλεγγύη» με το όνομά μου και παράλληλα στην
«Αυγή» με το ψευδώνυμο Δαφνιώτης (από το χωριό Δάφνη της Ικαρίας, όπου ήμουν
εξόριστος). Πολλά από αυτά, όπως και ορισμένα άλλα που είχαν δημοσιευθεί στο
περιοδικό «Κριτική» του Μανώλη Αναγνωστάκη, κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο
«Για την Ελληνική Μουσική» από τις Εκδόσεις «Θεμέλιο» και αργότερα από τον
«Καστανιώτη».
Αναρωτιέμαι αν δεν ήσασταν
μουσικός τι άλλο θα θέλατε να είστε…
Μ.Θ.
Πριν με χτυπήσει ο κεραυνός Μπετόβεν με την «Ωδή στη Χαρά», στα 1942 που άλλαξε
εκ βάθρων τη ζωή μου, προοριζόμουν για αρχιτέκτονας. Είχα μυαλό μαθηματικό. Τι
θα ήθελα να είμαι γενικότερα.
Πρώτον:
Να μετέφερα εμπορεύματα με καϊκι στο Αιγαίο. Να πιάνω λιμάνια και να κάθομαι
μια βδομάδα (ξεφόρτωμα-φόρτωμα) σε ταβερνίτσες με ωραία παρέα ναυτικών.
Δεύτερο:
Φορτηγατζής μεγάλων αποστάσεων. Με στάσεις σε καθορισμένα στέκια σε πολλές
χώρες, να χαζεύω, να πίνω και να χορεύω με ωραία παρέα σωφεραίων.
Eίναι αλήθεια ότι είστε αξιωματικός της
Λεγεώνας της Τιμής; Πρόσφατα σας τίμησε και η Ακαδημία Αθηνών, μάλλον κάπως
αργά. Θέλετε να μιλήσουμε γι΄ αυτές τις εμπειρίες;
Μ.Θ.
Ας μην ξύνουμε πληγές καλύτερα..
Είχατε πει πως είστε ένας άγνωστος συνθέτης
στην Ελλάδα. Στο τελευταίο λαϊκό κέντρο και ταβερνάκι θα ακούσουμε ένα δικό σας
τραγούδι. Τι εννοείτε όταν λέτε πως είσαστε άγνωστος συνθέτης;
Μ.Θ.
Συνθέτης είναι εκείνος που γράφει συμφωνική μουσική. Αυτός που γράφει τραγούδια
είναι τραγουδοποιός… Όσον αφορά τη συμφωνική μουσική, αυτή βγαίνει από το
κεφάλι, βασικά μαθηματικό, γιατί με τους ήχους χτίζεις από μονοκατοικίες μέχρι
ουρανοξύστες… Γι’ αυτό κι εγώ πιστεύω ότι είμαι ένας «Γερμανός» συνθέτης
γεννημένος στο Αιγαίο και ένας Κρητικός τραγουδοποιός που έζησε στο Παρίσι. Το
ξέρω ότι είμαι πολύπλοκος και κατανοώ ότι είναι δύσκολο να γίνω γνωστός στην
ολότητά μου. Ίσως αυτό να συμβεί σε βάθος χρόνου. Πάντως, επειδή κι εγώ έχω
μεγάλη αδυναμία στο καλό τραγούδι (ομολογώ ότι αυτό με γεμίζει 100%), θεωρώ τον
εαυτό μου ευτυχή γιατί τα τραγούδια μου βρήκανε γόνιμο χώμα για ν’ ανθίσουν
πάνω στις καρδιές γενικά όλων των ανθρώπων και ειδικά των συμπατριωτών μου, που
είναι και το πιο δύσκολο.
Kάπου λέτε πως ο Παρτσαλίδης σας έκανε
κομματικό σεμινάριο για να γίνετε επαγγελματικό στέλεχος αλλά καθώς ένα
γραμμόφωνο έπαιζε τη Σερενάτα του Σούμπερτ του είπατε «Σύντροφε, δεν είμαι γω
γι αυτή τη δουλειά. Θα είμαι μαζί σας, αλλά εγώ έχω δώσει την καρδιά μου στη
μουσική».
Μ.Θ.
Έτσι είναι. Μετά την απελευθέρωση, στα 1944, θυμάμαι στην οδό Ερμού, στα
γραφεία της Ελεύθερης Ελλάδας (της απογευματινής εφημερίδας του Κόμματος) μιαν
ηλιόλουστη μέρα να μας αναλύει το βιβλίο του Στάλιν «Λενινισμός» ο Μήτσος
Παρτσαλίδης κι από το απέναντι σπίτι ένας φωνογράφος να παίζει την Σερενάτα του
Σούμπερτ. Τότε, με μιας μάτωσε η καρδιά μου και σηκώθηκα και είπα στον
Παρτσαλίδη: «Σύντροφε, δεν κάνω για τούτη τη δουλειά. Είμαι μουσικός. Όμως θα
βρίσκομαι πάντα στην πρώτη γραμμή του αγώνα». Κι αυτό ακριβώς έκανα.
Ξέρω ότι ο παππούς σας ήταν ράφτης και κάπου
λέτε ασχολήθηκε με την πολιτική και καταστράφηκε. Εσείς μετανιώσατε που δώσατε
τη ζωή σας στην πολιτική όσο και στην τέχνη;
Μ.Θ.
Ο Μιχάλης Θεοδωράκης, ο παππούς μου, ανήκε σε οικογένεια αγωνιστών. Ο πατέρας
του σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε μάχη. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος,
όμως για να ζήσει σπούδασε ως υπότροφος του Ελληνικού Κράτους στην
Κωνσταντινούπολη φραγκοράφτης. Το ραφείο του στο Συντριβάνι στα Χανιά ήταν
απέναντι από το δικηγορικό γραφείο του Ελευθερίου Βενιζέλου, με τον οποίο
υπήρχε στενή συγγένεια, δεδομένου ότι η αδελφή του είχε παντρευτεί τον αδελφό
της γιαγιάς μου. Διαφωνήσανε όμως, γιατί υπήρχε τότε η διαμάχη ανάμεσα σ’
αυτούς που ήθελαν την Κρήτη ανεξάρτητη και σε κείνους που ζητούσαν την ένωση με
την Ελλάδα. Γνωρίζω ότι ο παππούς μου έραψε το φράκο του Βενιζέλου όταν έγινε
πρωθυπουργός. Όμως στο μεταξύ οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν σε βαθμό που όταν ο
Βενιζέλος του ζήτησε να του ράψει μερικά κοστούμια, εκείνος του είπε
«Λευτεράκη, δεν θέλω τον παρά σου. Και σε παρακαλώ να μην ξαναπατήσεις στο μαγαζί
μου». Και επειδή όσοι ντύνονταν ευρωπαϊκά ήταν Βενιζελικοί, από την άλλη μέρα
δεν πάτησε κανείς πια στο μαγαζί του, με αποτέλεσμα να πέσει μεγάλη πείνα στην
οικογένεια.
Εγώ
που θεωρώ τον εαυτό μου πιστό διάδοχο του παππού μου, γιατί μου αρέσει να λέω τα
σύκα-σύκα και την σκάφη-σκάφη, φυσικά λυπήθηκα που στέρησα από τη μουσική μου
τόσα πολύτιμα χρόνια. Και τι χρόνια! Μαύρα κι άραχλα. Όμως δεν μετανοιώνω,
γιατί αυτό που θεωρείτε εσείς «πολιτική», ήταν για μένα πατριωτισμός. Βλέπετε,
έτυχε να ζήσω μια ξένη κατοχή, έναν εμφύλιο πόλεμο και μια στρατιωτική
δικτατορία. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνω; Να αφήσω τους άλλους να βγάλουν το φίδι
από την τρύπα; Εάν έκανα κάτι τέτοιο, θα ντρεπόμουν για τον εαυτό μου και η
μουσική μου θα ήταν κάλπικη.
Ως μαθητής τρίτης τάξεως το 1940 κάνετε ήδη
συνθέσεις. Κάπου είδα ένα μουσικό τετράδιο που αναφέρετε λέτε σε δυο έννοιες.
Την Πίστη και την Πατρίδα; Είναι τα «Tετράδια για την Πίστη και την Πατρίδα».
Mάλλον δεν έχετε ξεφύγει ποτέ από αυτές τις δύο έννοιες στη ζωή σας….
Ο
Τράγος για τον οποίο σας μίλησα πριν, έχει τη δική του ιστορία. Η μητέρα του
πατέρα μου, η γιαγιά μου Αικατερίνη, συμμετείχε με το όπλο στο χέρι στις μάχες
που έδινε κατά των Τούρκων ο πατέρας της ο Γεώργιος Σπυριδάκης, οπλαρχηγός του
νομού Χανίων. Οι Τούρκοι έκαψαν δυο φορές την περιουσία μας (χιλιάδες ελιές)
και για να σωθούν οι δικοί μου, πήγαιναν με καϊκι πρώτα στη Σύρο και μετά στη
Ζάκυνθο. Όπως και ο Διονύσιος Σολωμός… Η γυναίκα του Γεωργίου Σπυριδάκη ήταν
κόρη του Ιωάννη Χάλη, που μαζί με τους αδελφούς του Βασίλειο και Στέφανο
αναδείχθηκαν σε οπλαρχηγούς όλης της Κρήτης. Για να τους τιμήσει ο Καποδίστριας
έδωσε τον τίτλο του Στρατηγού στον Βασίλειο, ενώ ο Στέφανος που σκοτώθηκε σε
μάχη σε ηλικία 27 ετών φέρεται να είναι ο τραγουδοποιός που έκανε το «Πότε θα κάνει
ξαστεριά».
Δεν ήταν η εποχή μας ηρωική. Εμείς ήμασταν
ήρωες
Από
την γενιά των Θεοδωράκηδων, ο γενάρχης Θεοδωρομανώλης αντικατέστησε το βιολί με
την κρητική λύρα και θεωρείται ως δημιουργός πλήθους χορών και ριζίτικων. Να
λοιπόν ποιος είναι ο ρόλος του πολέμου και της μουσικής, της Λευτεριάς και της
Πατρίδας που τρέχει μέσα στο αίμα μου.
Πατρίδα
και πάλι Πατρίδα. Όπως και Λευτεριά και πάλι Λευτεριά. Μαζί με τον Αγώνα, γιατί
δίχως αυτόν θα ήμασταν σκουλήκια. Εμάς των Κρητικών, το σύμβολό μας είναι ο
Αετός!
Υπάρχει ένα πρόσωπο για το οποίο θέλω να μου
μιλήσετε. Ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης, ο δάσκαλος σας.
Μ.Θ.
Για να καταλάβετε το μέγεθός του, θα σας πω μόνο μια φράση που μου έλεγε: «Θα
πρέπει να μάθεις τόσο καλά τους κανόνες της Αρμονίας και της Αντίστιξης, ώστε
μια μέρα να κατορθώσεις να τους ξεπεράσεις».
Eσείς ζήσατε και διαμορφώσατε ο ίδιος μια
ηρωϊκή εποχή. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχει περιθώριο για ηρωϊσμό, εμβατήρια
πνευματικά και μανιφέστα;
Μ.Θ.
Δεν ήταν η εποχή μας ηρωική. Εμείς ήμασταν ήρωες…
Tι θα λέγατε σε έναν έφηβο;
Σήκω
και στάσου Όρθιος!
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Από
νωρίς το Decadence είχε καθαρισθεί. «Δεν είναι τόσο ο Μίκης, όσο Μυρτώ» είπε η
Εύη η φίλη του Άγγελου. Ο Αλέξανδρος και ο Στέφανος ήρθαν από νωρίς
γραβατοφορεμένοι. Μαζί κι ένας παλιός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού που μου
είπε πως «εγώ τον Μίκη το μεγάλωσα στα πόδια μου και τον ακολουθώ παντού».
Ο
Μίκης ο Εγγονός- dj του Decadence- που οργάνωσε τη βραδυά- φρόντισε να
εξαφανισθεί. Μέσα στο σπίτι του Ζωιτάκη -του Αντιβασιλέως της Χούντας- από τις
έξι το απόγευμα άρχισε να ακούγεται μουσική Μίκη Θεοδωράκη για οχτώ ώρες!
Οι
ανάγκες του djing έπρεπε να κουτσουρέψουν ορισμένα κομμάτια χωρίς ρυθμό- ή τις
εισαγωγές, αλλά ο Μίκης το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Μόνο όταν η Μαργαρίτα
έφερε μια διασκευή ενός τραγουδιού σε τέκνο μου είπε «Mάπα είναι».
Ήμουν πάντοτε αναρχικός
Στην
αρχή τον βάλαμε σε μια γωνιά, όπως είπε να κάνουμε η Εύη. Αλλά σύντομα
διαμαρτύρηθηκε ότι τον βάλαμε στη γωνία. Τον ανέβασαμε δίπλα στον dj σε ένα
βάθρο. «Να σου γνωρίσω τον πατέρα μου» είπε η Μαργαρίτα. «Α, έχω ακούσει για
σένα. Ο αναρχικός!». «Όχι, σοσιαλδημοκράτης» είπα. «Παλιά ήμουνα με τον Αντρέα!
Εσείς πως γίνεται ένας κομμουνιστής να είστε με τον Μητσοτάκη;» «Όχι, κι εγώ
αναρχικός ήμουνα πάντα».
Η
βραδυά κύλησε με απίστευτες ιστορίες από την εξορία, τον Στάλιν, τον Ανδρέα
-που πάντα είχε καλές σχέσεις- και την Μελίνα, τους Rolling Stones και τους
Beatles καθώς η μουσική του σκέπαζε τη φωνή του. Η αίσθηση μου έδωσε είναι πως
ήταν ένας έφηβος πολλών δεκαετιών που και μόνο το ότι ήρθε στο Decadence ή
έδωσε στη συνέντευξη στους Decadence Times μάλλον τα λέει όλα.
Έχω δει την παράσταση για
τη ζωή σας που μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο. Συγκράτησα ένα στιγμιότυπο που
είσαστε νέος στην παρανομία και στέλνετε τα ρούχα να σας τα πλύνει η μητέρα
σας. Μου φάνηκε πολύ αστείο. Ήταν αλήθεια;
Μ.Θ.
Τι σας φάνηκε αστείο; Για όνομα του Θεού! Ήταν αστείο που με κυνηγούσαν για να
με γδάρουν και να με εκτελέσουν, που κοιμόμουν σαν αγρίμι κάτω από τους θάμνους
στο Ζάππειο, γιατί όλες οι πόρτες για μας τους παράνομους ήταν κλειστές. Που
βρωμούσαν τα χνώτα μας από την πείνα… Που η μάνα μου δεν ήξερε αν θα με ξαναδεί
και περίμενε πίσω απ’ το τζάμι του καφενείου για να πάμε σε ένα σκοτεινό μέρος
να μου δώσει ρούχα καθαρά κι ένα κομμάτι ψωμί και να φοβάται να με αγγίξει
γιατί παντού υπήρχαν λύκοι-χαφιέδες έτοιμοι να μας κατασπαράξουν. Και όλα αυτά,
γιατί; Θα τα έκανα όλα αυτά, αν δεν πίστευα βαθειά μέσα μου ότι τα κάνω για τον
Λαό και την Πατρίδα; Είναι για γέλια; Ή για κλάματα; Τότε παλεύαμε αγκαλιά με
τον Παύλο Παπαμερκουρίου. Αυτός δεν γλίτωσε. Από τα μαρτύρια του τσάκισαν τη
μέση και τον εκτελέσανε στο Γουδί, πάνω σε μια καρέκλα.
Πείτε για κείνη την εποχή που ένας νέος
συνθέτης αφήνει το πιάνο για να πιάσει ένα όπλο.
Μ.Θ.
Τα είπα ήδη όλα!
Θυμάμαι σε μια συνέντευξη σας να λέτε πως
στους Λαμπράκηδες το κόμμα απαγόρευε τους χορούς που ήταν κάπως …αντικρυστοί
και κοντινοί. Για μένα η Αριστερά είναι βαθειά συντηρητική και πουριτανική
ομάδα. Δεν θέλω σχόλιο πολιτικό. Θέλω να μου πείτε για την σχέση της Αριστεράς
με τον πολιτισμό, την μουσική και τους …χορούς.
Μ.Θ.
Ελληνική Αριστερά! ΚΚΕ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΔΑ, Λαμπράκηδες. Όλοι μας ξέραμε ότι
το λιγότερο που μας περίμενε ήταν πέντε έως είκοσι χρόνια φυλάκιση. Εάν δεν
ήσουν αποφασισμένος γι’ αυτή τη θυσία, δεν μπορούσες να είσαι μέλος της
Ελληνικής Αριστεράς που στα μέλη της έλαχε να αντιμετωπίσουν καταστάσεις πάνω
από τις αντοχές ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Κάτσε λοιπόν πίσω από τα σίδερα.
Όμως για να αντέξεις, πρέπει να είσαι αναγκαστικά πουριτανός.
Με την δικτατορία πάλι η Αριστερά έβγαλε το
φίδι από την τρύπα
Με
τους Λαμπράκηδες πιστέψαμε πως οι μεγάλες δοκιμασίες πέρασαν πια. Κι αλήθεια,
ποιος πίστευε πως ήταν δυνατόν να υπάρξει Χούντα! Γι’ αυτό το λόγο είπαμε να
γίνουμε κι εμείς … φυσιολογικοί. Ότι έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να χαρούμε και
να χορέψουμε. Τελικά φάνηκε πως οι πουριτανοί είχαν δίκιο… Γιατί με την
δικτατορία πάλι η Αριστερά έβγαλε το φίδι από την τρύπα. Εφτά χρόνια ακόμα
φυλακή, εξορία, στρατόπεδα. Και πάλι ματώσαμε εμείς στην ταράτσα της
Μπουμπουλίνας στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Με ποιο όφελος; Όχι
δικό μας πάντως… Και πάλι για τον Λαό και την Πατρίδα…
Έχετε γνωρίσει τη γυναίκα σας την Μυρτώ στα
17 με 18. Που πηγαίνατε ως νέοι; Πού βγαίνατε ραντεβού; Μιλήστε για την Αθήνα
και την Ελλάδα εκείνης της εποχής…
Μ.Θ.
Το καλοκαίρι, κάθε Κυριακή πηγαίναμε για μπάνιο στο Καλαμάκι. ΠΙο σπάνια στη
Βουλιαγμένη. Δευτέρα βράδυ στο Ηρώδειο με την Κρατική Ορχήστρα. Μια φορά την
εβδομάδα θέατρο και δυο κινηματογράφο. Οι νέοι και οι νέες διασκεδάζανε τότε
κυρίως στην Αθήνα και στις συνοικίες με τα περίφημα «ταράτσεν πάρτυ», δηλαδή με
μοντέρνους χορούς και ψευτομεζέδες. Εκεί ο Χατζιδάκις διέπρεψε ως πιανίστας κι
εγώ ως φωνογραφοτζής… Τέλος υπήρχαν στα σπίτια ομαδικές συζητήσεις για όλα τα
θέματα. Αντίσταση, Μουσική, Φιλολογία, Επιστήμη, Μελλοντολογία. Κι αυτό κάθε
βδομάδα.
Ερωτικά
ραντεβουδάκια στον Βουρλοπόταμο και στου Φιλοπάππου. Εκδρομές στην Πεντέλη και
στη Σαλαμίνα. Λουκουμάδες στην Πανεπιστημίου και στην Χαριλάου Τρικούπη.
Υποβρύχιο σε ένα ζαχαροπλαστείο που είχε τραπεζάκια πάνω από τη θάλασσα στην
Καστέλλα. Πηγαίναμε με το τραμ. Στα 1943-44 ζούσαμε υποφερτά. Δεν πεινούσαμε. Η
ελληνική γη, παρά την αφαίμαξη από τις κατοχικές δυνάμεις, μας έτρεφε μια χαρά.
Ντυνόμαστε φτηνά, απλά, καθαρά. Τα κορίτσια μας ήταν όμορφα. Οι καρδιές μας
αισιόδοξες.
Ο
Χίτλερ έπαιρνε συνεχώς την κάτω βόλτα. ΗΠΑ, Αγγλία, Σοβιετική Ένωση σε ένα
ενιαίο μέτωπο. Εμείς, οι πιο πολλοί, οργανωμένοι. Κάθε νύχτα τουφεκίδι. Κάποια
μάχη στις συνοικίες με τον ΕΛΑΣ να χτυπά τα Τάγματα Ασφαλείας και την Βέρμαχτ.
Στα βουνά οι αντάρτες. Η Εθνική Αλληλεγγύη πλάι σε κάθε αδύναμο. Σε κάνει
όμορφο όταν μπορείς να έχεις το κεφάλι σου ψηλά και τη συνείδησή σου ήσυχη,
γιατί άλλος πολύ, άλλος πιο λίγο, κάναμε το χρέος μας και αντιμετωπίζαμε το
μέλλον με αισιοδοξία.
Eίναι αλήθεια ότι έχετε εργασθεί ως
φορτοεκφορτωτής στα Καμίνια; Πώς έγινε;
Μ.Θ.
Έμενα στη Νέα Σμύρνη, στον θείο μου που ήταν γενικός διευθυντής στο Λογιστήριο
του Κράτους, όμως ο μισθός του δεν έφτανε για να θρέψει τέσσερα πρόσωπα, δηλαδή
τον ίδιο, την γυναίκα του, την ξαδέλφη μου και μένα. Γι’ αυτό έπρεπε να
δουλέψω. Ξεκινούσα στις 6 το πρωί από τη Νέα Σμύρνη με τα πόδια, για να είμαι
στα Καμίνια στις εφτά. Κουβαλούσα βαρειά δέματα από τις εφτά ως τις τρεις
συνεχώς χωρίς διάλειμμα, φόρτωνα και ξεφόρτωνα. Πείναγα κιόλας. Μόλις τελείωνα,
έτρωγα μια φέτα μαύρο ψωμί και έπινα ένα τενεκεδάκι «μπουλουγούρι», ζωμό
αορίστου προελεύσεως.
Από
εκεί έπαιρνα τον ηλεκτρικό. Κατέβαινα στην Ομόνοια κι από κει στο Ωδείο στην
Πειραιώς. Τρίτη και Πέμπτη βράδυ είχαμε πρόβα με την Χορωδία Αθηνών του
Οικονομίδη. Λίγο πριν αρχίσει η απαγόρευση, έπαιρνα το τελευταίο τραμ από το
Σύνταγμα και κατέβαινα στην Καλλιθέα κι από κει με τα πόδια στη Νέα Σμύρνη. Μελετούσα
κι έπεφτα για ύπνο εξουθενωμένος. Έτσι σπούδασα.
To 1965 υπήρχε σχέδιο δολοφονίας σας;
Μ.Θ.
Αυτό είχε γράψει μια εφημερίδα. Εγώ δεν το πιστεύω.
Είναι αλήθεια πως γράφατε τραγούδια για την
εκπομπή για παιδιά ‘Θεία Λένα”.
Μ.Θ.
Βεβαίως. Όταν δούλευα στην Δημοκρατική Αλλαγή, απέναντί μου είχα την ποιήτρια
Μαυροειδή-Παπαδάκη που έγραφε ποιήματα για τη θεία Λένα. Επάνω στο
δημοσιογραφικό χαρτί έκανα πεντάγραμμα κάτω από το ποίημα, εκεί επί τόπου
έγραφα την μουσική και εισέπραττα πενήντα δραχμές, δηλαδή ένα πλούσιο γεύμα!
Έχετε κάνει μουσικές αντιγραφές για
βιοπορισμό;
Μ.Θ.
Πριν τον εμφύλιο, στα 1945-46, ήμουν β΄ διαφωτιστής στην ΕΠΟΝ Αθήνας. Ο α΄ ήταν
ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Πέτρος της ΕΠΟΝ. Τότε κάναμε ένα μεγάλο άνοιγμα προς τους
νέους καλλιτέχνες. Εμείς ουσιαστικά ανακαλύψαμε και αναδείξαμε τον Τάσο
Λειβαδίτη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον δημοσιογράφο
Πασαλάρη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αργύρη Κουνάδη και πολλούς άλλους. Ορισμένοι
από αυτούς, την εποχή που ο Δεσποτίδης κι εγώ ήμαστε εξορία, φυλακή, Μακρόνησο
κλπ. έκαναν καριέρα. Στην Μουσική εκτός των άλλων ήρθε και ο κινηματογράφος που
τους πρόσφερε φήμη και χρήμα.
Κάποτε,
στα 1951, ήρθα επί τέλους στην Αθήνα, αληθινό ναυάγιο. Δεν είχα ούτε στέγη ούτε
χρήματα για να φάω. Πού να πάω; Χτυπώ την πόρτα ενός συναδέλφου από τους
ευεργετηθέντες. Φιλιά. Χαρές. Αστειάκια.
–
Μήπως περισσεύει και για μένα καμιά δουλειά σε κάποιο φιλμ;
Αυτός
σκέφτεται και ξαφνικά μου λέει:
–
Γράφω τώρα μια μουσική σε φιλμ. Κι αυτά είναι τα χειρόγραφα. Σου τα δίνω να
κάνεις τις πάρτες για τους μουσικούς.
–
Πόσο πληρώνεται η σελίδα;
–
Νομίζω πέντε δραχμές. Για να πληρωθείς, θα πας στο γραφείο του παραγωγού στην
τάδε διεύθυνση.
Τρέχοντας
πήγα στο καμαράκι στο σπίτι που με φιλοξενούσαν στην Άνω Νέα Σμύρνη. Η πείνα
έκανε το χέρι μου να τρέχει.
Τριάντα
σελίδες επί πέντε ίσον 150 δραχμές. Χτυπώ την πόρτα του κ. Παραγωγού.
–
Α! εσύ είσαι ο αντιγραφέας.
–
Μάλιστα.
–
Και πόσα θες;
–
Εκατόν πενήντα δραχμές.
–
Είναι πολλά. Θα σου δώσω εκατό και νομίζω ότι είναι αρκετά για σένα.
Έβαλα
το κεφάλι κάτω κι άρχισα να γράφω πάρτες. Ακόμα και ενορχηστρώσεις. Χωρίς όνομα
φυσικά. Το πρόβλημα ήταν αν είσαι έξυπνος ή βλάκας. Δεν ήμουν βλάκας αλλά
πολίτης β΄ κατηγορίας έως ότου πήρα την υπογροφία του ΙΚΥ στα 1954, με την
οποία μπόρεσα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου, να πάω στο Παρίσι και να αισθανθώ
μετά από τόσα χρόνια ελεύθερος. Εκεί ήταν κι άλλοι 3-4 αριστεροί. Πηγαίναμε
λοιπόν όλοι μαζί στο Bois de Boulogne, μπαίναμε βαθειά στο δάσος και φωνάζαμε
εν χορώ «Ελευθερία-Ελευθερία», να ευχαριστηθούμε…
Σε μια παλιότερη συζήτηση μας μου είχατε πει
πως συναντήσατε τον Στάλιν, ο οποίος σας έλεγε ..Μικίν. Για πείτε μου γι’ αυτή
την εποχή. Θα με ενδιέφερε πολύ η άποψη σας για τον Στάλιν, τον Μάο, τον Κάστρο
τους ιστορικούς ηγέτες που συναντήσατε…
Μ.Θ.
Για σας και όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν την απάντησή μου σ’ αυτό το
ερώτημα, είναι πολύ απλό. Πηγαίνετε σ’ ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο και ζητείστε
τους «Δρόμους του Αρχάγγελου». Στο κεφάλαιο «Εφιάλτης» υπάρχει ο υπότιτλος «Στο
Κρεμλίνο». Εκεί θα βρείτε αυτό που ζητάτε. Και κάτι ακόμα: Σε ποια χώρα,
αλήθεια, ζούμε; Αν ήμουν Γάλλος ή Γερμανός και έβγαζα ένα τέτοιο βιβλίο, όπου
ξεδιπλώνεται όλη η νεότερη ιστορία μας, είμαι βέβαιος ότι στους δέκα Γάλλους,
Γερμανούς, Αμερικανούς, Ρώσους, Κινέζους, Ιάπωνες… τουλάχιστον οι οκτώ δεν θα
το είχαν απλώς διαβάσει, θα το είχαν κυριολεκτικά ξεψαχνίσει. Γιατί είναι ένα
βιβλίο γραμμένο με αίμα. Αίμα δικό μου και πολλών συντρόφων μου που χύθηκε στις
χαράδρες για σας. Γιατί χωρίς το αίμα αυτό δεν ξέρω τι θα γινότανε με τους
κατακτητές, τους χουντικούς και τους φασίστες.
Δεν
πιστεύω ότι στην Ελλάδα του άκρατου λαϊκισμού, της λατρείας της μετριότητας,
της βασιλείας της κομπίνας και της ως θανάτου καταδίκης του Ωραίου και
Αληθινού, με τις σημαίες και τα εξαπτέρυγα όλων των εξουσιών από την δεκαετία
του ογδόντα μέχρι σήμερα, δεν πιστεύω ότι ο μέσος Έλληνας έχει τη δυνατότητα να
σκεφθεί σοβαρά το μείζον πρόβλημα της διακυβέρνησης και τον ιδεολογικό
χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει μια ιδανική διακυβέρνηση με στόχο την
εγκαθίδρυση νόμων που θα εξασφαλίσουν τις αρμονικές σχέσεις ανάμεσα σε πολίτες
και θεσμούς.
Ας
μην πετάμε λοιπόν τίτλους συστημάτων όπως κομμουνισμός, σοσιαλισμός,
καπιταλισμός, φασισμός κλπ. Άλλωστε για τους πολλούς οι τίτλοι παραμένουν
τίτλοι χωρίς την βάσανον για την ανάδειξη της ουσίας.
Το συμπέρασμα-πρόβλεψη που διακινδυνεύω να
υποστηρίξω είναι ότι η σημερινή κρίση θα εξαπλωθεί και θα βαθύνει
Για
να σας βοηθήσω, κυκλοφόρησα πρόσφατα δύο βιβλία που περιέχουν το απόσταγμα 70
χρόνων συσσωρευμένης πείρας. Τους «Μονολόγους στο Λυκαυγές» και τους «Διαλόγους
στο Λυκόφως», όπου θέτω όλα τα καυτά προβλήματα του σήμερα και του αύριο της
Ελλάδας και του κόσμου.
Το
συμπέρασμα-πρόβλεψη που διακινδυνεύω να υποστηρίξω είναι ότι η σημερινή κρίση
θα εξαπλωθεί και θα βαθύνει. Τα έθνη που στηρίζουν τα επίπεδα ζωής των κατοίκων
τους στην εξαγωγή του μαύρου θανάτου με την παραγωγή όπλων ολοένα και πιο
καταστρεπτικών, τα έθνη που ο πόλεμος είναι γι’ αυτά ζωτική ανάγκη, θα
οδηγήσουν την ανθρωπότητα σε βιβλική καταστροφή. Κάπου εκεί στα αδιέξοδα
προβλέπω τη χρήση πυρηνικών όπλων. Οπότε η ανθρωπότητα θα μπει μπροστά στο
δίλημμα: Ολική καταστροφή ή Ολική αναγέννηση.
Εάν
και όταν υπάρξει κατάφαση για την δεύτερη εκδοχή, τότε θα έρθει η ώρα του
σημερινού ουτοπικού κομμουνισμού, που τότε μπροστά στο χάος θα καταστεί
αναγεννητικός κομμουνιστής.
Σας
παρακαλώ να μην αντιδράσετε με τη λέξη «κομμουνισμός», εννοώ την κοινωνία στην οποία
δεν θα υπάρχει χρήμα, δεν θα υπάρχει Κράτος, Κυβέρνηση, Αστυνομία, Στρατός.
Αλλά μόνο η συνείδηση του Ανθρώπου. Και φυσικά όλα τα αγαθά κοινά για όλους με
τον όρο ότι όλοι θα δουλεύουν όσο μπορούν και θα παίρνουν ελεύθερα, χωρίς
χρήματα όσα έχουν ανάγκη, με μοναδικό ελεγκτή όπως είπα, τη συνείδησή τους.
Προϋπόθεση,
να υπάρχει διεθνώς τόση αφθονία αγαθών, ώστε τα αγαθά θα πάψουν να έχουν
χρηματική και αγοραστική αξία.
Όπως
ακριβώς το μέγιστο αγαθό, το οξυγόνο που αναπνέουμε και που δεν έχει εμπορική
αξία ακριβώς γιατί είναι άφθονο.
Θα
ρωτήσει κανείς, είναι δυνατόν όλα τα αγαθά να είναι τόσο άφθονα, ώστε να μην
χρειάζονται χρήματα για να αγορασθούν; Η απάντησή μου είναι ότι η εξέλιξη της
τεχνολογίας θα είναι τόσο μεγάλη, δεδομένου ότι οι πολεμικές βιομηχανίες που
εκμεταλλεύονται αποκλειστικά και δι’ ίδιον όφελος όλες τις μεγάλες
επιστημονικές-τεχνολογικές ανακαλύψεις θα έχουν μεταλλαγεί σε βιομηχανίες
ειρήνης παράγοντας μαζικά υλικά αγαθά, ώστε σε συνδυασμό με μέτρα πλήρους
προστασίας της γης, των θαλασσών και του αέρα, να μπορεί να εξασφαλιστεί η
αναγκαία αφθονία αγαθών για πολύ περισσότερους πολίτες από αυτούς που υπάρχουν
σήμερα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου