Η σκηνή χωρίζεται νοερά στο μέσον . Το αριστερό μέρος δείχνει ένα δρόμο . Είναι σοκάκι κεντρικής λεωφόρου . Φτάνει ο απόηχος κίνησης αυτοκινήτων, κορναρίσματα και έντονης κυκλοφορίας και ζωής . Στο σοκάκι η ζωή κυλά σε βραδύτερους ρυθμούς.
Είναι Κυριακή πρωί . Ηλιόλουστο πρωινό , ήσυχο . Μια ομάδα παιδιών παίζει και
οι φωνές τους πέφτουν σ' αυτήν την ήρεμη ησυχία σαν βότσαλα στην ακίνητη επιφάνεια
λίμνης . Αριστερά του στενού , ένα τυπικό προσφυγικό σπίτι . Χαμηλό , με μικρά χαμηλά παράθυρα
και μικρή χαμηλή πορτούλα με δυο -τρία σκαλοπάτια εμπρός . Στο περβάζι υπάρχει μία
γλάστρα μ ' ένα μισοξεραμένο τζιράνι . Στα σκαλοπάτια κάθεται μια νέα γυναίκα με πρόσωπο
τσακισμένο . Έχει τα μαλλιά της στα μπικουτί , φοράει καινούργια καπιτονέ ρόμπα , φανταιζί
σοσόνια στα πόδια κι ένα ζευγάρι παντόφλες από άσπρο πλαστικό δέρμα κι άσπρη γουνίτσα γύρω-γύρω
γδαρμένη και βρώμικη . Κρατάει ένα κατσαρόλι με φαί και προσπαθεί να ταίσει ένα κοριτσάκι
γύρω στα 5 χρόνια . Είναι κι αυτό βρώμικο , φτωχοντυμένο και τσαλαβουτάει στις λάσπες του
δρόμου.
Βουτάει τα δάχτυλα μέσα και πασαλείβει τα μάγουλα και τα χείλη όπως έχει δεί να
κάνει η μάνα της όταν βάφεται.
ΜΑΝΑ Μπέμπα ! δεν ακούς καλέ που σου μιλάω ;
ΜΠΕΜΠΑ (Ατάραχη πασαλείβεται με λάσπη )
ΜΑΝΑ (Υστερικά κι απειλητικά ) Μπέμπα ! ! !
ΜΠΕΜΠΑ (Πετιέται πάνω τρομαγμένη και βάζει γοερά κλάματα , χωρίς δάκρυα όμως . Προχωρεί προς τη μάνα της . )
ΜΑΝΑ (Παίρνει μια κουταλιά φαί και της το χώνει στο στόμα . ) Φάε
σκασμένο .Φάε που να ' ναι το ύστερό σου . Εσύ θα μου φας τη ζωή . (ταυτόχρονα της σκουπίζει
μ' ένα πατσαβούρι τα χείλη και της στρώνει τα μαλλιά ).
ΜΠΕΜΠΑ (Μπουκώνεται , σωπαίνει και ξαναγυρνά στις λάσπες της .)
Δίπλα συνεχίζεται χαμηλός μισοερειπωμένος τοίχος με μεγάλη σκουριασμένη
αυλόπορτα.
Στο βάθος φαίνεται το σπίτι διώροφο παλιό , με χαγιάτια , κουρτινάκια στα
παράθυρα , τενεκέδες με φτωχολούλουδα ή με σκέτο χώμα . ΄Ένας κρατάει μέσα του μια θαλερή γαρουφαλιά
με ένα μεγάλο κόκκινο γαρύφαλο που φωτάει όλο το γύρω μίζερο περιβάλλον . Μπροστά στην αυλόπορτα κάθονται σε χαμηλά σκαμνιά δύο γέροι. Φορούν σκούρα ρούχα φτωχικά.
Είναι ρυτιδιασμένοι με σάπια δόντια . Στα πόδια τους αποθεμένος ένας σωρός λεμόνια .
Στη μέση του σωρού μια ταμπελίτσα με την τιμή. Οι γέροι τσακώνονται.
ΓΡΗΑ Και στο 'πα χριστιανέ μου , τί θα τα κάνεις τόσα λεμόνια ;
ΓΕΡΟΣ (Με κατεβασμένο το κεφάλι φτύνει ανάμεσα στα πόδια του και κουνάει
νευρικά το κεφάλι σαν από τικ . )
ΓΡΗΑ (Συνεχίζει με ψιλή στριγγλή φωνή . ) Αμ , απ' ανέκαθεν τέτοιος
ήσουν ξεροκέφαλος κι εγωιστής . Εγώ ήμουν μόνο για να πλένω πιάτα . Αλλά τα τραβάω και γω μαζί με σένα . Εμπόριο με λεμόνια ήθελες . Να, τώρα!!!
ΓΕΡΟΣ ( Ξεσπάει με σπασμένη φωνή και κουνώντας απ' το τικ το κεφάλι του.) Μόλις αγόρασα εγώ τα λεμόνια την επαύριο έπεσε στα μισά η τιμή τους . Φταίω εγώ ή οι μπάσταρδοι που φτιάχνουν αυτά τα τερτίπια ;
ΓΡΗΑ (Τον κόβει ) Σώπα καημένε , κι όλο τα ίδια λες . Πες ότι δεν είσαι
άξιος εσύ για τα εμπόρια .
ΓΕΡΟΣ Πανάθεμα σε γρηά χολέρα . Μ' έφαγες με την γκρίνια σου . Αφ' ότου σε παντρεύτηκα καταστράφηκα !
ΓΡΗΑ (Φουντωμένη ) Εγώ σε κατάστρεψα ή το ξερό σου το κεφάλι ; Σου
βρώμισα που με πήρες καημένε . Νά ! (κάνει μια χαρακτηριστική κίνηση με τα χέρια της
θέλοντας να δείξει πολλούς ) Νά ! με ζητούσαν να με πάρουν .Αλλά εγώ στραβώθηκα και πήρα σένα τον γρουσούζη .
Δεξιά του δρόμου , ανάμεσα στα φτωχόσπιτα , σπίτι αστικό ,δίπατο με φιλοδοξίες μεγαλοαστικού . Φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια, μαρμάρινοι παραστάτες στην πόρτα
πού ' ναι ξύλινη με χρυσά μονογράμματα του ιδιοκτήτη επάνω. Η όλη εικόνα είναι
υπερβολική και πολυτελής κι έρχεται σε αντίθεση με το φτωχικό περιβάλλον.
Στο μπαλκόνι
βγαίνει μια γυναίκα κάπου 40-45 χρονών. Καλοχτενισμένη ,μακριά ρόμπα , πασούμια , δαχτυλίδια και
πολλά βραχιόλια βέργες που κουδουνίζουν . Σκύβει από μπαλκόνι και φωνάζει γλυκά.
ΚΥΡΙΑ Μιχαλάκη , Μιχαλάκη , καλέ Μιχακάκη ! (τα παιδιά συνεχίζουν το
παιχνίδι τους) .
ΚΥΡΙΑ Τούλα , έλα αγάπη μου , πετάξου στο φούρνο να μου πάρεις ένα κιλό ψωμί .
ΤΟΥΛΑ (Μασάει τσίχλα αδιάφορη . )
ΚΥΡΙΑ Έλα εσύ , Δημητράκη , που 'σαι καλό παιδί ! Κράτησε και τα ρέστα να
πάρεις καραμέλλες .
ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Ένα αχαμνό αγοράκι . Το παντελόνι του ξεσκισμένο, ασουλούπωτο .
Στέκεται με κρεμασμένα χέρια και κατεβασμένα μάτια μπροστά στο μπαλκόνι και λέει απολογητικά .) Δεν μπορώ, κυρία .
ΚΥΡΙΑ (Γλυκά ,κι ελαφρώς εκνευρισμένη ) Γιατί, Δημητράκη μου;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Δεν μ'αφήνει ο αρχηγός .
ΚΥΡΙΑ (Απορία ) Και γιατί δε σ' αφήνει ο αρχηγός ;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κάνουμε αντίσταση .
ΚΥΡΙΑ (Εκνευρισμένη) Εναντίον τίνος ;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Δεν ξέρω , κυρία , ο αρχηγός ξέρει.
ΚΥΡΙΑ (Έξαλη ) Και ποιός , τέλος πάντων , είναι ο αρχηγός σας ;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ (Δείχνει παραδίπλα ένα ¥ηλό αγόρι που παρακολουθεί με στοχαστικά
μάτια ). Ο Μιχαλάκης , κυρία.
ΚΥΡΙΑ (Προς το Μιχαλάκη .) Ελεεινό παιδί ! Βρέ , από μένα τρώς ψωμί και
σύ και όλο σου τ' ασκέρι . αν δεν έπαιρνε ο άντρας μου νυχτοφύλακα τον ανεπρόκοπο τον πατέρα σου , θα ζητιάνευες τώρα ,βρέ !
Ανοίγει η πόρτα του πλαινού χαμόσπιτου και βγαίνει μια φτωχοντυμένη τσακισμένη
γυναίκα.
Στρέφεται στο μπαλκόνι .
ΓΥΝΑΙΚΑ (Δουλικά ) Τί ' ναι , κυρά-Μαρίκα μου ;
ΚΥΡΙΑ Ο γυιός σου , ο προκομμένος , μου κάνει αντίσταση . Νά ! αυτό είναι . δεν
πάει να δουλέ¥ει κοτζάμ άντρας παρά τον στέλνετε στα σχολεία . δεν κοιτάτε την φτώχια σας καλλίτερα !
ΓΥΝΑΙΚΑ (Κυνηγάει τον γυιό της ) Τί έκανες πάλι , πανάθεμα σε; Τί
έκανες; που φωτιά να σε κά¥ει βρωμόπαιδο . (Σταματάει το κυνηγητό και λέει πρός το μπαλκόνι.)
Τί θέλεις , κυρία Μαρίκα μου ; να πάω να στο πάρω εγώ.
ΚΥΡΙΑ Ένα κιλό ψωμί τον έστελνα να πάρει τον ακαμάτη και του 'πα να κρατήσει
και τα ρέστα.
ΓΥΝΑΙΚΑ Μήν συγχίζεσαι , κυρία Μαρίκα μου, θα πάω να σου πάρω εγώ . (Λύνει
την ποδιά της και την δίνει στον γυιό της που στέκει πίσω της με καταβασμένο κεφάλι και κλωτσάει με λύσσσα το χώμα. ) Πάρε. Κακοψοφονάχεις ,
αχάριστο σκυλί ! (Φεύγει )
Ολες αυτές οι συνομιλίες μπλέκονται μεταξύ τους ή αντηχούν ξέχωρα . Στιγμές ,
στιγμές γίνονται παύσεις σαν χάσματα . Από τον κεντρικό δρόμο φτάνει συνεχώς ο θόρυβος από την
κίνηση των αυτοκινήτων σαν μουσική υπόκρουση με αυξομειούμενη ένταση.
Παύση μεγάλη , κενή.
Εκείνη είναι γύρω στα 60 , βαριά κατασκευή, πρόσωπο πλατύ, στρογγυλό με γερά
κόκκαλα , φοράει μαύρα και μαύρο τσεμπέρι . Περπατά βαριά .Πού και πού γυρίζει το κεφάλι
και χαιρετά κάποια γειτόνισα. Από το χέρι σέρνει εκείνον. Νέος γύρω στα 25. Άηλός.
Περπατά με τα πόδια να μπερδεύονται τό 'να με τά 'λλο , τα χέρια κρεμασμένα , το κεφάλι
κλυδωνίζεται και τα χοντρά του χείλη μισάνοιχτα. Φορά κουστούμι σκούρο και γραβάτα . Γυρνούν από την εκκλησία.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΑ Βοήθεια σας , κυρά-Θοδώρα.
ΜΑΝΑ Φχαριστώ .
ΓΕΙΤΟΝΙΣΑ Μετάλαβες καιτον Σωτηράκη;
ΜΑΝΑ Ναί ! Με τη χάρη του Θεού.
ΓΕΙΤΟΝΙΣΑ ΄Αντε , Σωτηράκη . Καί του χρόνου λοιπόν .
Προχωρούν και μπαίνουν σε μια σαραβαλιασμένη σκουριασμένη πόρτα. Τοκτίσμα
φαίνεται μισοερειπωμένο , μουχλιασμένο . Κάπου έχει ένα ενοικιάζεται . Μπαίνουν
ανεβαίνουν μια σιδερένια ελεεινή σκάλα και μπαίνουν στο δωμάτιο . Ενόσω διαρκεί αυτή η πορεία
, τα φώτα χαμηλώνουν στο δρόμο αρχίζει να φωτίζεται ή κάμαρη . Η δράση μεταφέρεται εκεί .
Είναι ένα πατάρι μ' ένα κρεββάτι , μία φωτογραφία , ένα καντήλι κάτω από την φωτογραφία ,
πάνω από το κρεββάτι , μια κουρτίνα απέναντι . Το κρεββάτι σιδερένιο με ξεφτισμένη μπογιά
κ.τ.λ.Η φωτογραφία δείχνει έναν άντρα 30-35 χρονών . Όλα αυτά κρέμονται από πάνω
υποδηλώνοντας τους τέσσερις τοίχους .
Μπαίνουν η μάνα κάθεται βαριά σε μιά καρέκλα , βγάζει ένα τσαλακωμένο μαντήλι
και σκουπίζει τον ιδρώτα της . Αυτός στέκει στη μέση στο δωμάτιο . Κάνει μερικά
βήματα πρός μιά κατεύθυνση και σκουντουφλά . Αλλάζει πορεία , κουνά χέρια , πόδια , κεφάλι
ασταμάτητα σαν ξεκούρντιστα . Μουρμουρίζει . Σιγά , σιγά το μουρμουριτό γίνεται άναρθρος λόγος
που όσο πάει και δυναμώνει , όπως και το πήγαινε-έλα.
ΜΑΝΑ Σκάσε πιά χτικιό!
(Τον κοιτά . Σκέπτεται ακίνητη . Εκείνος κοκκαλώνει στοάκουσμα της φωνής της
. Την κυττά κιαυτός με ύφος χαμένο . Τέλος η μάνα σηκώνεται βαριά . Αναστενάζει ,)
Ήμαρτον , Χριστέ μου ! (βγάζει την ζακέτα της ) Έλα δώ κακορίψυχο . (εκείνος στέκει ασάλευτος και χαμένος .Τον κοιτάζει και ξανααναστενάζει . Προχωρεί πρός εκείνον με τα βαριά της μέλη . ) Έλα καμάρι μου , έλα αητέ μου. Κοινώνησε σήμερα το βλαστάρι μου . Έλα, έλα , γυιόκα μου . Έλα να βγάλουμε το σακκάκι . Έτσι μπράβο , γυιόκα μου . Καί τη γραβάτα . Μπράβο του . Γαμπρός ήτανε σήμερα ο γυιός μου γαμπρός ! Όλες οι τσούπρες στην εκκλησιά τον τρωγαν με τα μάτια τους ! ψμ , τί ! Τέτοιο λεβέντη πού ' χω γώ !
Καμάρι μου εσύ ! (τραγουδά . Μάρε γυιέ , μάρε γυιέ , μάρε γυιέ μου κανακάρη κ.τ. λ. ........ Ενώ τραγουδά , τον χαιδέυει , βάζει μια καρέκλα μπροστά στο τραπέζι τον καθίζει και του φέρνει ένα πιατο φαί , ¥ωμί , νερό . Κάθεται
δίπλα του και προσπαθεί να τον ταίσει , χαιδεύοντας τον . Εκείνος την σπρώχνει .Όσω επιμένει , τόσο εκείνος εκνευρίζεται . Μουγκρίζει , γυρνά το κεφάλι από την άλλη , χτυπάει τα πόδια του , συστρέφει τα χέρια του . Εκείνη κάνει υπομονή
.
Έλα , γυιέ μου , φάε μια στάλα φαί . Έλα άνοιξε το σταματάκι σου . αχ , γιατί με σπρώχνεις; Καλά, καλά, μη μου κακοκαρδίζεσαι βλαστάρι μου . Ξέρω γώ.
Έλα , γυιέ μου , φάε μια στάλα φαί . Έλα άνοιξε το σταματάκι σου . αχ , γιατί με σπρώχνεις; Καλά, καλά, μη μου κακοκαρδίζεσαι βλαστάρι μου . Ξέρω γώ.
Θέλεις να φας μόνος σου . Έμ , μεγάλωσες πια . Αύριο , μεθαύριο θα σε παντρέψω , δα ! αχ , και τί κοπελιά που θα σου βρώ ! Όλοι θα την ζηλεύουν , όλοι ! Έλα τώρα , έλα , έλα να φάς μόνος σου . (Του βάζει το κουτάλι στο χέρι . ) Σχώρα με την καημένη . Έχ , για μένα είσαι πάντα μικρούλης .
Σχώρα με , γυιέ μου , σχώρα με . Το ξέρω δα ότι μού 'γινες κοτζάμ άντρας . Αλλά νά . . .
. .η μάνα . . . . . . αχ , αυτή η μάνα . . . . . . (Τον αφήνει ήσυχο με το
κουτάλι στο
χέρι . Εκείνος ασάλευτος κυττά το πιάτο . Μετά με το κουτάλι πετά
το φαγητό τριγύρω . Γελάει άγρια , κτηνώδικα , κουνάει με μανία χέρια και πόδια .
ψγρια
χαρά είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του . Η μάνα γυρνά και τον βλέπει
σαστισμένη . Ξεσπά . ) αχ ! πιά , άχ ! Μεδούλι απ' τα κόκαλα μου σου
δίνω
Τις σάρκες σου θα φάς ! Έχ ! ολημερίς γυρνώ . Μόνη , ολομόναχη .
Ξεχασμένη , κι έρημη . Με σένα πάνω μου να μου βυζαίνεις τα σπλάχνα και να τα φτύνεις με σιχασιά . Μά ποιός Θεός το θέλει αυτό ; Πλάστη μου , τόση ερημιά , τόση ερημιά . (Εκείνος συνεχίζει να πετά και να γελά . Όλη αυτή η σκηνή είναι ένα κρεσέντο . Εκείνος γελά , εκείνη λέει και κλαίει και φωνάζει
.
Τελειώνει εξουθενωμένη . Στέκεται ίδια μάσκα απελπισίας με κρεμασμένα χέρια
.
Η σιωπή συνεφέρει κι αυτόν που σταματά . Τον παίρνει και τον
καθίζει παράθυρο . Γυρνά πίσω . Στέκεται αμήχανη . Κάθεται βαριά στο κρεββάτι με το
βλέμμα άδειο στυλωμένο μακριά . Τέλος σηκώνεται βαριά κι ετοιμάζει να
θυμιατίσει . Ξαφνικά αυτός στο παράθυρο βγάζει ακατάληπτες κραυγές ,
μουγκρίζει . Ακούγονται φωνές απ' έξω . )
Α ΦΩΝΗ Ούστ , από δώ καταραμένε !
Β ΦΩΝΗ Μπέμπα , ή θα φάς ή θα σε δώσω να σε φάει ο μπαμπούλας . Τον βλέπεις στο παράθυρο ; Μια χαψιά θα σε κάνει .
Γ ΦΩΝΗ Τί τον θέμε ανάμεσα μας τον εξαποδώ ;
ΓΥΙΟΣ (Ακούγονται φωνές παιδιών που τον πειράζουν . Εκνευριζεται πάλι . Τους μουτζώνει ) Να!
Α ΦΩΝΗ Απάνω σου καταραμένε .
Φτού σίχαμα .
Β ΦΩΝΗ Κυρά-Θοδώρα , κυρά-Θοδώρα .
Γ ΦΩΝΗ Στο άσυλο , εκεί είναι η θέση του , όχι ανάμεσα μας , ανάμεσα σε νοικοκυραίους ανθρώπους ! Ολημερίς μπροστά μας , μπροστά στα παιδιά μας . Θα φωνάξουμε την αστυνομία να τον πάρει . Αλλιώς δε γίνεται .
Κινδυνεύουν τα παιδιά μας .
Α ΦΩΝΗ Ή να τον κλείσει σε άσυλο ή να σηκωθούν να φύγουν από το σοκάκι μας .
ΜΑΝΑ (Στο παράθυρο ) Δεν πάτε στο διάολο , λέω εγώ ! Και σείς και τα
νοικοκυριά σας και μπαστάρδικα σας . ψν δεν τον πειράξετε , δεν σας πειράζει , θεριά . (Τον ηρεμεί πάλι σιγά, σιγά .Παίρνει το θυμιάτό και θυμιάζει μπροστά στην φωτογραφία του άντρα . ) Μας άφησες και σύ μονους . Ζής ; Πέθανες ;
Ποιός το ξέρει ; Καί να ζείς , Πες πως είσαι πεθαμένος . Ούτ' ακούγεσαι , ούτ' φαίνεσαι πιά ! (Σταυροκοπιέται . Θυμιάτίζει όλο το δωμάτιο . Εκείνος αρχίζει
να
εξάπτεται πάλι . Λέει ακατάληπτες λέξεις . Ουρλιάζει.
Εκείνη αφήνει το θυμιατό και τρέχει στο παράθυρο . Τον τραβά μέσα .)
Α ΦΩΝΗ Φτού σου , πανάθεμασε , φτού σου έξαποδώ .
Β ΦΩΝΗ Από δώ κοπέλλα μου , μήν φοβάσαι , μην δίνεις σημασία , είναι η πληγή ,
το έμπυο της γειτονιάς .
ΜΑΝΑ (Εκείνος χτυπιέται . Τον τραβά μέσα και προσπαθεί να τον καθίσει κάπου
να τον ηρεμήσει . Αυτός γαντζώνεται στα κάγκελα του κρεββατιού . Χτυπιέται , συστρέφεται και ουρλιάζει . Βρίσκεται σε έξαλη κατάσταση . Τον ξεκολάει από
τα κάγκελα . Παλεύουν . Τέλος ακουμπάει πάνω τους , σηκώνει το φουστάνι της και τον αγκαλιάζει . Εκείνος γραπώνεται πάνω της . Σιγά , σιγά ηρεμεί . Τα φώτα σταδιακά σβήνουν και μένει φώς μόνο στο πρόσωπο της . Δείχνει , στρογγυλό , αυλακωμένο από δάκρυα , γαλήνιο , με κλειστά μάτια .
μου . Τυρανισμένε , καταραμένε να οργώνεις μάταια τα σπλάχνα που βγήκες και που
σ' αυτά θα ξαναγυρίσεις . Μάταια , μάταια , μάταια, μάταια ...............................
Ακούγονται η ρυθμική λαχανιασμένη ανάσα εκείνου και η φωνή της μακρινή , ουδέτερη . ) Γυιέ
μου, γυιέ
Το φώς σβήνει από το πρόσωπο της και στον τοίχο πίσω της
προβάλλει η εικόνα
της γής που γυρίζει.-----------------------------
Τ Ε Λ Ο Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου