Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

υλικό ''Οδύσσειας'' - του φώτη μισόπουλου

πρόζα για την κλεψύδρα του άβατου,- σαν την μετανιωμένη Κίχλη [1]
 

Περάσανε τ χρόνια φύλλα βότσαλα Θυμάμαι τ παιδόπουλα τούς ναύτες που έφευγαν Βάφοντας τ πανιά σαν την καρδιά τους Τραγουδοσαν τ τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κι είχαν ζωγραφιστος βοριάδες μς στα στήθια. / ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ



[πιθανό σκηνικό - ένα ναυάγιο στην άκρη της θάλασσας] : 
Η ΚΙΧΛΗ : .......δικαιοσύνη που θα διαρκέσει όσο κι εγώ ή μια γυναίκα με μαύρα που κλαίει δίπλα στην τελευταία απώλεια ή η επίσκεψη από μοχθηρία - ούτε ψυχή ούτε σώμα, - ο κύβος που βαθαίνει ακόμα και η νεκρή λογική - ένα αυτοσχέδιο λιλιπούτειο θέατρο από χαρτόνι- όπου επικρατεί ακριβώς το αντίστροφο - ο φόβος - οι πρωταγωνιστές έκλαιγαν κι έκαμναν χειρονομίες στην πλατεία και στα θεωρεία, οι θεατές συνωστίζονταν στη σκηνή, - δεν ξέρω τίποτα για τις επόμενες μέρες -λαχανιασμένες νωπογραφίες και affreschi-''αγαπάτε τις γυναίκες;;'' με σενάριο του Πολάνσκι - αργόσυρτες φωνές,- / ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη πράξη έχουν περάσει πολλά χρόνια, όσα χρειάζεται ένα πένθος για να μορφοποιήσει τη γραφή μας - αυτή θα είναι κι η απαρχή των φαινομένων   

ΠΡΩΤΟΣ ΝΑΥΤΗΣ : ......η τέχνη των συσχετισμών και των ανέμων έχει τα λάθη και τις συμφορές που δεν ξέρουμε, παίζουμε μέσα στο δυνατό φως του ήλιου αλλάζοντας τη νύχτα με ναρκωμένες σπηλιές ή σπίτια που εξαερώθηκαν σε χρόνους που στοίχειωσαν και προσμονές που έδυσαν στην απομάκρυνση ή τη νοσταλγία - όπως ο Ελπήνορας περνώντας κατά τύχη φριχτός σακάτης και ρακένδυτος - έκανε πως δε γνωρίζει τη ζωή δολοφονώντας τους γλάρους που έμειναν στα χέρια του μέχρι το τέλος της Οδύσσειας, - ανώφελα τεκμήρια ερώτων πώς θα διαβεί το έλεος - την πύλη μιας ραψωδίας


ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ [2]: .......ο παραστατικός χρόνος οι τελεσίδικες νύχτες - περιφρονημένοι, κακοποιημένοι βάναυσα αρχίζουμε απ' την αρχή - έπειτα προχωρούμε στο προσκήνιο καχύποπτοι, σ' ένα στοχασμό ολιγόλεπτο - τα λέμε όλα, λογοκρίνουμε τη μοναξιά- δεν αφήνουμε να ξέρουν - στο τέλος πέρασε κάποιος κατά τύχη, ''θα γυρίσουμε - μετά το γάμο'', είπε, ''οι καλλιτέχνες είναι δολοπλόκοι, -παρασύρονται εύκολα''.   


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΑΥΤΗΣ : ......ίσως ετοιμάσω τα πράγματά μου, [παύση] υπομονή ή αλληγορία, -''στη Νίνα που δεν ανήκει πουθενά''[3], οι γλάροι θάπρεπε να ταφούν με τις τιμές που έχει το πρωτόκολλο - όσοι χρειάζονται ένα πικρό σήμερα, το βλέμμα πεινασμένο σαν κάτι να οφείλουν - οι σάρκες ευτυχώς είναι παραδομένες - μάς κοιτούν απ' το βυθό - φροντίζει τα πάντα μόνη της από το πάτωμα ως το ταβάνι, δεν έχουν νόημα οι Βιβλιοθήκες των Νεκρών στη θάλασσα, το γνωρίζετε καλύτερα από μένα, ένα πρωί θα με ψάχνετε στην πιο χλωμή απομίμηση του χρόνου [με στόμφο] : Κονσταντίν Γαβρίλοβιτς Τρέπλεβ - καλύτερα Ελπήνωρ [4][γελάει] - αν και θαλασσινός απεικονίζεται ως γαιοκτήμονας [γελάει δυνατότερα]  
   
Η ΘΑΛΑΣΣΑ : .......οι φάροι - o αναίσχυντοι φαλλοί, οι υψικάμινοι, ένα πρώιμο βράδυ λερώνει την άκρη - την αρχή της νύχτας - το θέατρο που σάς εξιστορούσα συμβαίνει ανάμεσα στα προσωπεία, -καθώς παρελαύνουν-, και την ακολουθία του άρχοντα - καταφεύγουν σε σκηνικά μεγαλείου κι ερήμωσης, ρόλοι που θα βουλιάζουν στο ποτέ και στο πάντοτε[μεγάλη παύση]


ΤΡΙΤΟΣ ΝΑΥΤΗΣ : [μεθυσμένος τραγουδά una terzina dantesca] :
....μια πέτρινη σχεδία κει στην πλώρη
παληάς απόδρασής μου αντίγραφο
θαμμένοι θησαυροί σε κούφια όρη
-εξορκισμένο τελεσίγραφο
ή ο άντρας που κοιμάται στη σπηλιά
ο,τι μένει πίσω ψευδεπίγραφο
θα ψάχνει στης βροχής την αγκαλιά
την ιστορία της πικρής ζωής του
η περιπλάνηση θυμίζει τη θηλειά
ο θάνατος γυρίζει στο κρεβάτι
αισθάνθηκε στον ύπνο μια μιλιά
άγγιξε του Πολύφημου το μάτι -
η θάλασσα που ανάβλυζε φιλιά 
[μουσική με κρουστά και ήχους από κύματα και θαλασσοπούλια][ησυχία]


ΑΝΤΟΝ ΠΑΒΛΟΒΙΤΣ : ......νοιώθω πως φθείρω τη ζωή μαζί με τη δική μου, τι να οφείλουμε στις μακρινές σιωπές, πώς πεισματώνουν τα είδωλα κι έρχονται κατά πάνω μας αφήνοντας τα δειλινά στις τύχες των ή ένα σύννεφο που αρμενίζει μοιάζοντας με τη σιδερένια μπάλα του φυλακισμένου - για να στεκόμαστε προσεχτικοί ή ακίνητοι- οι γλάροι βρίσκουν τον κόρφο της θάλασσας που σβήνει στ' ακρωτήρια -όπως ξεχνάει κανείς το πεπρωμένο όταν είναι λεύτερος ή ερωτευμένος- ''τι γράφετε;;'', με ρώτησε, ''κάποτε όλα είναι μια απάτη'' και η Κίχλη όταν βυθίστηκε έμοιαζε με το πιάνο στο σαλόνι,-ακατοίκητο - έρημο εδώ και τόσους αιώνες όπως μεταχειρίζονται έναν τυφλό που σκέπασε τη μοίρα του γεμάτος ντροπή- από την μέσα, βέβαια, πλευρά της ζωής [μικρή παύση]


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΟΥ ΤΖΟΥΣ : ......μου αρέσει που φοράτε πάντοτε μαύρα - ταιριάζει με την εξιλέωση,- τα βράδια γίνομαι ο πιο γέρος σ' αυτό το προάστιο για να ζήσω το αδύναμο φως της λάμπας, αυτό που προσέχει τον χαμαιλέοντα ενώ κατευθύνεται εκεί που μεγαλοστομούνε επικήδειους και βρισιές για την καμπούρα του πεθαμένου-/ [παύση] ανάμεσα στους Τέσσερις Πειρασμούς[παύση][5],- αυτή η ζωή έγινε πιο δύσκολη απ' τη δική σας, - θάρχεται να μου στρώνει το κρεβάτι, είπε, στην ανημπόρια μου, - θα ήμουν πιο ομιλητικός διασκεδαστικός για τον καθένα σαν Ο ΤΖΟΥΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ,- νεκρός ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου ή ανύπαρχτος, - όχι πως κι ετούτο είναι εύκολη υπόθεση, αλλά δεν θα χρωστούσε κανείς- ούτε ο ΜΕΝΤΒΕΝΤΕΝΚΟ τα 2000 ρούβλια του - ακούστε, - θα παντρευότανε, λέει, ένα βράδυ που θα ήταν όλα έτοιμα - [μικρή παύση] - σ' εκείνο το υπόγειο αναγνωρίζονταν οι παραδοξότητες και οι κακές συνήθειες του καθένα, ακολουθούσαν φιέστες και γιορτές, βεγγέρες - για να θαυμάσουνε οι όχλοι

Ο ΧΟΡΟΣ : ....ο θάνατος γυρίζει στο κρεβάτι
                           αισθάνθηκε στον ύπνο μια μιλιά
                           άγγιξε του Πολύφημου του μάτι -
                           η θάλασσα που ανάβλυζε φιλιά 

[Ησυχία][Σκοτάδι. Μια κλεψύδρα σ' ένα τραπέζι- σαν σε ''μυστικό δείπνο'', - φωτίζεται εντοπισμένα μόνο αυτή. Ο Ελπήνωρ κείται οριζόντια- γυμνός - πάνω στο τραπέζι]


Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΗΝΩΡ : [Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΑΥΤΗΣ φοράει εναλλάξ το προσωπείο του ΤΡΕΠΛΕΒ ή του ΕΛΠΗΝΟΡΑ] : .....the dead body on the bed starts up and lives [6] - κουβέντες βρώμικες - τα ίδια ξανά και ξανά [σηκώνεται αργά] πριν σάς στρίψω το βρωμολαρύγγι, δεν υπάρχει λίγος τόπος άδειος να πεθάνω - τα μαζεύω κι επιστρέφω , - επιστρέφω στη φωλιά μου μ' ένα στόμα ξένο- αυτά που έχω στο μυαλό είναι η βλακεία - σαν εικόνα στο κρανίο μου γεμάτο κόπρανα και κρασί [παύση] [καταφέρνει να ντυθεί από τη μέση και πάνω, συνεχίζοντας να πίνει, φτύνει - σταματά απότομα, βάζει το προσωπείο του ΤΡΕΠΛΕΒ] : 

ΤΡΕΠΛΕΒ : [τρυφερά].......η Νίνα Ζαρέτσνυ, - Νίνα Ζαρέτσνυ [7] [φωνάζει, μικρή παύση] ......πάντα με συγκινούσε ο αέρας, δεν είμαι τυφλός ποδοπατούσα το ένα βήμα μ' ένα άλλο, μια αργοπορημένη αυταπάτη ή αναχώρηση - και κάποτε σταματούσα χωρίς να πω τίποτα - ''εσείς'', μου λέει τότε, ''ποιο ήταν το έγκλημά σας;; η αλήθεια υπήρχε και πριν από σάς, σαν προαιώνια τιμωρία'', - όμως ένα βράδυ μου λέει πάλι ο νεωκόρος ''δεν θυμάστε, ο θάνατος ήταν στην τελευταία πράξη κι ο έρωτας έμοιαζε μ' εκείνα τα ακίνητα που μεταβιβάζονται ή πουλιούνται πριν τελειώσει για τα καλά η εκφορά της νεκρής'' και ήταν τόσο σίγουρος που όταν έβηχε έκαμνε βιώσιμο το χάος όπως εκείνα τα αρχοντικά που λιώνουν απρόσωπα -ένας βουβός σπαραγμός σαν να υπάρχουμε από την άλλη μεριά του σύνορου και δίχως τους υπόλοιπους

ΤΟ ΣΜΗΝΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΛΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΔΥΣΣΕΙΣ : .....αλλά εκείνη τη μέρα επέμενα ν' αφήσω το κηροπήγιο όπως μάς γνέφει ένας δεύτερος φίλος- κι έτσι φοβήθηκαν οι δολοφόνοι κι οι λογής λογής τυμβωρύχοι, ''άκου '', της λέω, ''όλα είναι ανεπαίσθητα όπως μια νότα που ξεχνιέται στα πόδια μας ή τ' ανυποψίαστα ρημοκλήσια καθώς το μέλλον του κόσμου είναι ανυπόφορο κι είπε ο,τι ωραιότερο σκεφτόμουν, όπως ''να τα φυλάξεις με προσοχή'' -''γιατί πού και πού πρέπει να χανόμαστε για ν' αποκτάει την εξήγησή του ο κόσμος''


Η ΚΙΧΛΗ : .......έτσι αποφάσισα ν' αμυνθώ, - μπορεί από έλλειψη ψυχραιμίας - σε μια κατάφαση αθωώνονται οι χτεσινές ενοχές ή το τίμημα της ύπαρξης που έχει μάθει για τα δέντρα και πρέπει τώρα μ' ένα φτερό να γράψουμε πόσα χάθηκαν από μπροστά μας,  πόσοι πέθαναν ή αν παζαρέψαμε την αλαφροίσκιωτη ζωή μας, τι μένει, τελικά, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι [μουσική]   
ΧΟΡΟΣ : .......ή ο άντρας που κοιμάται στη σπηλιά
                  ο,τι μένει πίσω ψευδεπίγραφο
                  θα ψάχνει στης βροχής την αγκαλιά
                  την ιστορία της πικρής ζωής του


[ΑΥΛΑΙΑ]
  
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ : 
[1] Γ. Σεφέρης, Το ναυάγιο της Κίχλης 
[2] Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωβ, Ο Γλάρος  
[3] παρφρ. ο.π.
[4] Γ. Σεφέρης, Ο ηδονικόςΕλπήνωρ
[5] Τόμας Έλιοτ, Φονικό στην Εκκλησιά, μτφρ. Γ. Σεφέρης, Ίκαρος, 1974 [Ο Τόμας Μπέκετ, κεντρικό πρόσωπο στην τραγωδία, αντιμετωπίζει τους τρεις πειρασμούς όπως εκείνοι στην έρημο του Κυρίου που επιτέθηκαν σ' Αυτόν- ο τέταρτος είναι ο Εαυτός, κενός από κάθε ουσία απέναντι σε Κείνον]
[6] το νεκρό σώμα σηκώνεται απότομα κι εγείρεται [Fernando Pessoa, Αντίνοος, μτφρ.Κ. Λάνταβος, Αρμός, 2006
[7] Νίνα Ζαρέτσνυ, ο ενθουσιώδης και τραγικός έρωτας του Τρέπλεβ στον Γλάρο του Τσέχωβ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου