Ο Λευκός Πύργος αποτελεί την πρώτη σκέψη οποιουδήποτε όταν αναφέρεται η Θεσσαλονίκη. Είναι το κλασσικό φόντο για φωτογραφία στη συμπρωτεύουσα και το θέμα εκατομμυρίων καρτ-ποστάλ και αναμνηστικών. Όμως τι κρύβεται στ’ αλήθεια πίσω από το αυτό το έμβλημα που σήμερα υψώνεται μοναχικό στην παραλία της πόλης;
Ιστορικές ρίζες
Η ιστορία του αγαπημένου χώρου περιπάτου των Θεσσαλονικέων δια μέσου των αιώνων είναι αρκετά σκοτεινή. Η ακριβής περίοδος κατασκευής του δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται όμως, μέσω δενδροχρονολόγησης που πραγματοποιήθηκε σε κάποια ξύλινα τμήματά του, ότι προέρχονται από βελανιδιές του 15ου αιώνα. Αυτό συμπίπτει χρονικά με την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους. Επομένως, ο Λευκός Πύργος φαίνεται να είναι ό,τι διασώζεται από την οθωμανική οχύρωση που κτίστηκε σε αντικατάσταση παλαιότερου βυζαντινού πύργου. Σκοπός της ανέγερσής του ήταν η οριοθέτηση του οχυρωματικού τείχους προς την πλευρά της θάλασσας.
Όσον αφορά στις συνθήκες ανοικοδόμησής του ο όγκος πληροφοριών είναι ελάχιστος. Ωστόσο, ο τρόπος κατασκευής του, που ανταποκρινόταν στη μεταγενέστερη αμυντική τεχνική με χρήση πυροβόλων όπλων, αποδίδεται σε βενετσιάνικο σχεδιασμό. Η συμμετοχή Βενετών τεχνιτών, όμως, διαψεύδεται οριστικά από εσωτερική αναφορά σε «αγγαρεία» του λαού το 1619. Άλλωστε η τοιχοδομία συνάδει με άλλες οθωμανικές κατασκευές της ίδιας περιόδου, για τις οποίες υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες.
Αλλά και για τον αρχιτέκτονα του έργου, το τοπίο παραμένει θολό. Επικρατέστερος για τη διεκδίκηση του «τίτλου» φαίνεται ο Μιμάρ Σινάν, έμπιστος του Σουλεϊμάν. Βέβαια, ίσως πρόκειται για άλλη μία φήμη, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από καμία σχετική μαρτυρία.
Οι ονομασίες του Πύργου
Σε αντίθεση με την ιστορική διαδρομή του, υπάρχει πληθώρα πληροφοριών για τις ποικίλες ονομασίες τού πύργου. Την αρχική ονομασία «Πύργος των Λεόντων» διαδέχθηκαν πολλές άλλες, μέχρι να καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως «Λευκός Πύργος».
Από το 17ο αιώνα ονομαζόταν «Φρούριο της Καλαμαριάς», ενώ το 19ο έγινε ο «Πύργος των Γενιτσάρων», καθώς λειτουργούσε ως κατάλυμά τους. Αργότερα τον ίδιο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και τόπος εκτέλεσης για βαρυποινίτες. Απόρροια αυτής της χρήσης αποτέλεσαν ονομασίες με χροιά θανάτου, όπως «Πύργος του Αίματος» από το χρώμα της όψης του μετά από σφαγές φυλακισμένων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, η τελευταία οφείλεται στην εξόντωση του τάγματος των Γενιτσάρων από το Μαχμούντ Β’ στις 16 Ιουνίου 1826. Τέλος, το 1890 ο φυλακισμένος βαρυποινίτης Nathan Gueledi τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Από τότε αναφέρεται ως Beyaz Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.
Η Αρχιτεκτονική του
Από αρχιτεκτονικής πλευράς ο πύργος είναι πλίνθινος, κυλινδρικός με ύψος 33,90 μέτρα, διάμετρο 22,70 μέτρα και περίμετρο 70 μέτρα. Αποτελείται από ισόγειο και 6 ορόφους, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω εσωτερικού κλιμακοστασίου συνολικού μήκους 120 μέτρων. Οι σκάλες αυτές ελίσσονται κοχλιωτά στη διεπιφάνεια με τον εξωτερικό τοίχο, αφήνοντας έναν κεντρικό κυκλικό πυρήνα διαμέτρου 8,50 μέτρων. Έτσι, σε κάθε όροφο σχηματίζεται μια κυκλική αίθουσα η οποία περιβάλλεται από μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια. Η συγκεκριμένη διάταξη δημιουργεί εσοχές στον περιμετρικό τοίχο, αξιοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το μεγάλο του πάχος.
Στον τελευταίο όροφο υπάρχει μόνο η κεντρική αίθουσα γύρω από την οποία δημιουργείται δώμα. Αρχικά καλυπτόταν από κωνική μολυβδαίνια σκεπή, ενώ ανάμεσα στις πολεμίστρες ξεπρόβαλλαν τα κανόνια που ήλεγχαν το Θερμαϊκό Κόλπο. Χαρακτηριστική έμεινε η δυνατότητά τους να βάλουν βλήματα «40 οκάδων σε μήκος 8 μιλίων». Η εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων, η ύπαρξη τζακιών, καπναγωγών και μικρών αφοδευτηρίων επιβεβαιώνουν τις ιστορικές μαρτυρίες για χρήση του και ως στρατιωτικό κατάλυμα πρόσθετα της αμυντικής.
Στον περιβάλλοντα χώρο υπήρχε χαμηλό οκταγωνικό περίβολο (προτείχισμα), ενισχυμένο με οκταγωνικούς πυργίσκους στις τρεις γωνίες του, εξοπλισμένους με τηλεβόλα. Ούτε για αυτό είναι γνωστό το πότε χτίστηκε. Φανερά, όμως, χρησίμευε για την προστασία του πύργου από τη θάλασσα. Επίσης, εξυπηρετούσε την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων προς έλεγχο του λιμανιού, μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε και κατεδαφίστηκε.
Ο Λευκός Πύργος και η σύγχρονη «καθημερινότητά» του
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, ο πύργος περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και είχε κατά καιρούς διάφορες χρήσεις. Τα πρώτα χρόνια, ένα τμήμα του χρησιμοποιήθηκε ως Εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Ακόμη, εκεί φιλοξενήθηκε και η αεράμυνα της πόλης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πραγματοποιήθηκε αναστήλωση υπό την εποπτεία της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Λίγα χρόνια αργότερα, για τον εορτασμό των 2300 χρόνων από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, στέγασε την έκθεση «Θεσσαλονίκη – Ιστορία και Τέχνη». Με τον τρόπο αυτό, αναδείχθηκαν στοιχεία που διέκριναν διαχρονικά την πόλη και τις ιδιαίτερες πτυχές της ζωής της.
Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και εκθεσιακός χώρος. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι ακόμα και τώρα η αντοχή του μνημείου είναι περιορισμένη. Επιπλέον, λόγω ελλιπούς εξαερισμού, είναι δύσκολη η διατήρηση σταθερών συνθηκών θερμοκρασίας και υγρασίας στο εσωτερικό του. Για αυτούς τους λόγους, οι διεθνείς πρακτικές επιβάλλουν αυστηρό έλεγχο της ροής των επισκεπτών. Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των ατόμων που επιτρέπονται ταυτόχρονα στο μνημείο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 70.
Συνοψίζοντας, ο Λευκός Πύργος είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στο χρόνο, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη νεότερη ιστορία της Νύμφης του Βορρά.
Βιβλιογραφία:
Λευκός Πύργος Θεσσαλονίκη, επίσημη ιστοσελίδα
Μουσείο Λευκού Πύργου, Πολιτιστικός και Τουριστικός Οδηγός Θεσσαλονίκης
Ο Λευκός Πύργος, Ήτο ο Πύργος Ούτος Βαστίλλη της Θεσσαλονίκης, Δημήτριος Τσιρόγλου, Εκδόσεις Σαββάλας
Ο Λευκός Πύργος θυμάται…, Γιώργος Σανιδάς, Εκδόσεις iWrite
από το «https://artic.gr»