Θα γίνουμε πιο συντηρητικοί ή ριζοσπάστες; Θα καταστρέψουμε ή
μήπως θα δημιουργήσουμε; Πανεπιστημιακοί και συγγραφείς εξηγούν με ιστορικά
παραδείγματα πώς επηρεάζουν τους λαούς οι ακραίες συνθήκες σαν αυτές που ζούμε
κι εμείς σήμερα
Νομίζουμε
ότι ονειρευόμαστε και όταν ξυπνήσουμε ο εφιάλτης θα έχει φύγει. Ομως, η μείωση
των μισθών, η εξαθλίωση των κατώτερων στρωμάτων, οι απολύσεις, η ανεργία, οι
βίαιες συμπεριφορές δεν είναι όνειρο, αλλά η σκληρή πραγματικότητα.
Απογοήτευση, ανασφάλεια, οργή ή όπως καυστικά το θέτει ο συγγραφέας Γιώργος
Σκαμπαρδώνης: «Είναι σα να σου λένε στα γεράματά σου ότι είσαι υιοθετημένος.
Είναι αυτό που λέει ο Καραγκιόζης, θα φάμε θα πιούμε και νηστικοί θα
κοιμηθούμε...»
Πώς όμως η παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση επιδρά
στην ψυχολογία του καθενός και όλων μας διαμορφώνοντας νέες στάσεις και
συμπεριφορές; Πώς μια κοινωνία αλλάζει όταν αισθάνεται πως δεν υπάρχει διέξοδος
στο μέλλον, ούτε δικαίωση από το παρελθόν; Παρότι σήμερα βιώνουμε μια
πρωτόγνωρη κατάσταση, οι συνομιλητές μας επιχειρούν να περιγράψουν πώς
διαμορφώνεται το πρόσωπο της κοινωνίας σε κρίσιμες περιόδους συνεκτιμώντας και
τα ιστορικά παραδείγματα.
«Τα τελευταία 36 χρόνια και οι δύο μεγάλες πολιτικές
παρατάξεις πρότειναν ένα αναπτυξιακό μοντέλο που βασιζόταν στην κατανάλωση και
στον δανεισμό. Δανειζόμασταν για να περάσουμε καλά και το λογαριασμό θα τον
πλήρωναν τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Τελικά, όμως, τον πληρώσαμε εμείς», λέει
ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος. «Την ώρα που βρεθήκαμε στο στόχαστρο της
αγοράς ήμασταν τελείως απροετοίμαστοι ψυχολογικά. Δεν είχαμε την ψυχολογία που
είχε ο Ελληνας μέχρι τη Δικτατορία, ότι δηλαδή είμαστε φτωχοί, "αυτά
έχουμε, με αυτά θα ζήσουμε". Είχαμε περάσει σε ένα καταναλωτικό πρότυπο.
Τώρα υπάρχει μεγάλη απογοήτευση και όσο περισσότερο πιεζόμαστε τόσο περισσότερο
εξοργιζόμαστε».
Παρανοϊκή βία
Ενας άλλος πόλος που αναπτύχθηκε ανεξάρτητα είναι, κατά την
απόψή του, «η κουλτούρα της βίας». Οπως τονίζει: «Θεωρούνταν δεδομένο ότι και
στην πιο ειρηνική διαδήλωση μπορούσαμε να πετάξουμε και μια μολότοφ. Ομως όταν
πετάς μια μολότοφ, οι πιθανότητες να κάψεις κάποιον είναι τεράστιες. Αν την
πετάξεις σε έναν κλειστό χώρο και μετά ρίξεις και βενζίνη, όπως έγινε στη
Marfin, τότε μιλάμε για έγκλημα. Είχε γίνει ένα είδος νοσηρής λοταρίας, εάν θα
προλάβουν οι άνθρωποι να βγουν ζωντανοί. Και το άλλο αποκρουστικό ήταν ο
χλευασμός προς την αγωνία των θυμάτων. Αυτό δεν λέγεται απλώς ασύμμετρη βία,
αλλά παρανοϊκή και ηλίθια βία».
Οταν ένα κράτος ενδιαφέρεται να σώσει μόνο την οικονομία,
όχι την κοινωνία, τότε το κόστος είναι μεγάλο. Οι άνθρωποι θα πληρώνουν μόνο
φόρους, χωρίς να έχουν το «δικαίωμα» να ονειρεύονται, να ελπίζουν για το
μέλλον. Θα ακυρώνεται το ίδιο το νόημα της ύπαρξής τους, όπως επισημαίνει ο
καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νίκος Παναγιωτόπουλος.
«Πράγματι, γνωρίζουμε πως η "τρέχουσα τιμή" της
ανεργίας, του αποκλεισμού, προσμετράται, όπως έδειξε ο Μπουρντιέ, ακόμη σε
πόνο, οδύνη, με βία που μπορεί να κατευθυνθεί τόσο ενάντια στους άλλους,
παίρνοντας διάφορες μορφές κακοποίησης και βιαιοπραγίας, όσο και εναντίον του
ίδιου μας του εαυτού, με τη μορφή του αλκοολισμού, των ναρκωτικών, της
κατάθλιψης κ.λπ. Το τίμημα της τεράστιας ανεργίας, της αθλιότητας, της χωρίς
όρια εκμετάλλευσης, του αποκλεισμού, της απανθρωπιάς, το τίμημα της επιλογής να
δένουμε, όπως έλεγε ο Λάιμπνιτζ, περισσότερα σκυλιά με λιγότερα λουκάνικα,
είναι η εγκατάσταση μιας υπόγειας μορφής εμφυλίου πολέμου. Και πώς θα μπορούσε
να γίνει διαφορετικά, όταν η σημερινή κρίση και η οικονομιστική λογική της
διαχείρισής της επιχειρεί να καταστήσει πιθανή και ανεχτή την εμπειρία της
έλλειψης μέλλοντος σε ευρύτατα στρώματα. Οι πολιτικές ισοπέδωσης των εργασιακών
σχέσεων που έως τώρα γνωρίζαμε δεν ακυρώνουν μόνο τη δυνατότητα ύπαρξης πολλών
ανθρώπων (και βέβαια την αξιοπρεπή ύπαρξη πολύ περισσότερων), ακυρώνουν,
επίσης, και το λόγο ύπαρξής τους, τους αποστερούν, με άλλα λόγια, τη ζωτικής
σημασίας ψευδαίσθηση της λειτουργίας τους, της αποστολής που οι ίδιοι οφείλουν
να έχουν».
Μεταναστευτικά ρεύματα
Στο «δράμα των ανθρώπων» εστιάζει και ο συνεργάτης της «Ε»,
καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Κώστας Βεργόπουλος,
υπογραμμίζοντας ότι στο παρελθόν, σε κρίσιμες καταστάσεις δημιουργήθηκαν
μεταναστευτικά ρεύματα: προς στην Αμερική μετά τη χρεοκοπία, επί Τρικούπη και
προς την Αυστραλία μετά τον Εμφύλιο.
«Η λαϊκή αγανάκτηση μπορεί να πάρει άγριες μορφές, ακόμα και
καταστροφικές, ανεξάρτητα από πολιτικές προοπτικές. Ο λαός θέλει να τιμωρήσει ή
να εκδικηθεί πολιτικούς και ολόκληρο το σύστημα που τον έχει φέρει σε κρίσιμη
κατάσταση. Αυτό όμως δεν προσδιορίζει πού θα στραφεί στην επόμενη φάση», εκτιμά
ο ίδιος ενώ φέρνει ιστορικά παραδείγματα: «Η χρεοκοπία επί βασιλείας Λουδοβίκου
και τα μέτρα λιτότητας οδήγησαν στη Γαλλική Επανάσταση. Δεν ήταν όμως σαφές
εξαρχής πού θα οδηγούσε η Επανάσταση, καθώς ένα χρόνο μετά το ξέσπασμά της, το
1790, οι επαναστάτες έδωσαν τα χέρια με το βασιλιά και συμφιλιώθηκαν, προσωρινά
όπως αποδείχτηκε. Επομένως το αποτέλεσμα κάθε φορά εξαρτάται από τον εκάστοτε
συσχετισμό δυνάμεων. Στην Ιταλία το 1920, πάλι, την πολύ μεγάλη κοινωνική
δυσαρέσκεια κατόρθωσε να καρπωθεί ένα άτομο που προερχόταν από την αριστερά, ο
Μουσολίνι, ο οποίος έκανε δικτατορία που κράτησε 20 χρόνια. Το ίδιο συνέβη με
τον Χίτλερ, ο οποίος, ως εθνικός σοσιαλιστής, ανταποκρίθηκε στο αίτημα του λαού
που ζητούσε προστασία μπροστά στην οικονομική κρίση και ακολούθησε κι αυτός τη
μέθοδο του συντεχνιακού κράτους».
Τι συνέβη στην Ελλάδα σε πολύ κρίσιμες περιόδους; «Στη
διάρκεια της Κατοχής ο κόσμος πέρασε στην άλλη πλευρά, στο ΕΑΜ, και αυτό
οδήγησε στα γεγονότα που όλοι ξέρουμε. Η αριστερά τότε έχασε το τρένο της
Ιστορίας, όχι γιατί συνετρίβη στρατιωτικά, αλλά γιατί ήταν σε πλήρη σύγχυση στο
πολιτικό πεδίο», συνεχίζει ο Κ. Βεργόπουλος, ο οποίος επιθυμεί να διαλύσει,
όπως λέει, ένα μύθο: ότι σε περιόδους κρίσης η κοινωνία στρέφεται προς τον
συντηρητισμό.
«Ο κόσμος στρέφεται προς ριζοσπαστικές λύσεις» τονίζει.
«Είναι έτοιμος να δεχτεί όχι μόνο αριστερές, αλλά και δεξιές ριζοσπαστικές
λύσεις. Εγκειται στην ικανότητα των πολιτικών δυνάμεων να μπορέσουν να
εκφράσουν αυτή την επιθυμία του κόσμου. Στην Ελλάδα οι αριστερές λύσεις έχουν
μεγαλύτερη κοινωνική απήχηση, αλλά είναι αδιαμόρφωτες κι αυτό μπορεί να αποβεί
μοιραίο. Καθώς βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή, οι ευθύνες της αριστεράς
είναι πολύ μεγάλες, αλλά δεν έχουμε και καμία εγγύηση ότι θα σταθεί στο ύψος
των περιστάσεων. Προς το παρόν παραμένει αδρανής και εσωστρεφής».
Υγιής και νοσηρός εαυτός
Ο πανεπιστημιακός και συγγραφέας Βασίλης Καραποστόλης εκτιμά
πως σε περιόδους κρίσης αποκαλύπτονται τα βαθύτερα στοιχεία της ψυχοσύνθεσης
ενός λαού, καθώς και οι διαφορές του με άλλους. Μάλιστα, συγκρίνει τους
Γερμανούς με τους Ελληνες. Ενώ αυτοί μετακυλίουν προς τα έξω τον υποβιβασμό
τους, εμείς στρεφόμαστε εναντίον το εαυτού μας. Και εξηγεί:
«Πώς αντέδρασαν οι Γερμανοί στην ταπείνωση που γνώρισαν μετά
την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο; Αρχισαν αμέσως την προσπάθεια να
ανασυντάξουν εκείνο ακριβώς που είχε διαλυθεί: το στάτευμά τους. Στον
οικονομικό τομέα, έχοντας χάσει το χρήμα που διέθεταν (εξαιτίας του πολέμου όσο
και του κραχ του '29), επέλεξαν να καταδιώξουν εκείνους ακριβώς που έμοιαζαν
ταυτισμένοι με το χρήμα, τους Εβραίους. Ταπεινωμένη και χωρίς πόρους, η
Γερμανία πίστεψε ότι έπρεπε να εκμηδενιστούν άλλα κράτη και φυλές ώστε να
αποκατασταθεί η τάξη στον πλανήτη, θεμέλιο της οποίας θεωρούσε τη δική της
υπεροχή.
Αντιθέτως, είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη ταπείνωση
την οποία υπέστη η Ελλάδα, το 1922, δεν μετατράπηκε σε δράση εναντίον κάποιων
εξωτερικών υπαιτίων. Το αγκάθι βυθίστηκε στη σάρκα του έθνους. Οι τυφεκισμοί
των ενόχων στο Γουδί ήταν η πράξη με την οποία οι Ελληνες έδειξαν ότι στο
διχασμό δίνουν μια "καθαρκτική" αποστολή. Θέλουν πάση θυσία να
χωριστεί ο εαυτός τους σε δύο μέρη, το υγιές και το νοσηρό και με την αποβολή
του νοσηρού μέρους να μείνει καθαρό εσαεί το άλλο. Πρόκειται βέβαια για
αυταπάτη. Μετά την Καταστροφή του '22 αποκαλύφθηκε ένα είδος ντροπής, φάνηκε
ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού ένιωσε πως ήταν κατώτερου ποιού (ηθικού
και ψυχικού) απ' αυτό που ήθελε να είναι. Επρεπε λοιπόν να διορθωθεί η εικόνα
του στα ίδια του τα μάτια και διάλεγε τις δίκες και τις εκτελέσεις για να το
πετύχει», λέει ο Β. Καραποστόλης. Και καταλήγει:
Ξεπεσμός και εξύψωση
«Μας καταδιώκουν πιο πολύ οι ενοχές απ' ό,τι τους Γερμανούς.
Γι' αυτό, άλλωστε, στην Ελλάδα εκδηλώνεται κατά καιρούς μια ισχυρή ανάγκη για
εξιλέωση. Το 1940 ήταν η κορυφαία απόδειξη αυτής της ανάγκης. Ενας ολόκληρος
λαός, αποκρούοντας ενωμένος την ιταλική εισβολή, θέλησε να εξιλεωθεί για τους
διχασμούς στους οποίους είχε παραδοθεί στο παρελθόν».
Υπάρχουν όμως αισιόδοξες προβλέψεις για να υπερβεί η
κοινωνία το αδιέξοδο όπου οδηγείται; «Κάθε κρίση την ακολουθεί ένα αίσθημα
ξεπεσμού και κάθε ξεπεσμό μια ανάγκη για επανεξύψωση», λέει ο Β. Καραποστόλης.
«Το ζήτημα σήμερα είναι αν θα μπούμε και πάλι στον κύκλο της αυτοκαταδίκης και
αλληλοεξόντωσης ή θα βρούμε τα απαραίτητα σημεία ενότητας έξω από τον κύκλο. Τα
ψυχικά γνωρίσματα ενός λαού δεν αλλάζουν εύκολα, αυτό δείχνει η ιστορία του
πολιτισμού, και οι Ελληνες δεν έχουν ισχυρή τάση (ή και την ικανότητα) να
επιτίθενται εναντίον κάποιων "κατώτερων". Τουλάχιστον όμως ας μην
επιτίθενται οι μισοί εναντίον των άλλων μισών με αφορμή ή και με το πρόσχημα
ότι πρέπει επιτέλους να γίνει αυτοκριτική. Αλλο αυτοκριτική και άλλο η
αυταρέσκεια της μεμψιμοιρίας. Αλλο να ζητάμε την τιμωρία κάποιων διεφθαρμένων
και άλλο να γίνεται πεποίθηση ότι η διαφθορά είναι "μέσα στο αίμα
μας". Το χειρότερο είναι αυτό: να μας αρέσει να διαμαρτυρόμαστε γι' αυτό
που ποτέ δεν αλλάζει».
Οταν ένα κράτος δεν μπορεί να προσφέρει συλλογικό όραμα,
όταν έχει χάσει το ηθικό και την ηθική του, αναπόφευκτο είναι να εντείνεται η
κρίση της πολιτικής και ο αντικοινοβουλευτισμός, εκτιμά ο Ν. Παναγιωτόπουλος.
Πιστεύει επίσης ότι δεν αποκλείεται «να υπάρξει έξαρση του "εθνικού"
και του "πατριωτικού" σε αντίθεση με το "ξένο", όπου θα
εκφράζεται η θέληση να επιβεβαιωθεί ο έλεγχος του επιμερισμού κρατικών πηγών κοινωνικής
και οικονομικής ενέργειας, καθώς και η αξίωση να δοθεί προτεραιότητα στους
"καθαρούς Ελληνες". Και βέβαια, αυτή η πολύ βαθιά δυσαρέσκεια είναι
εξαιρετικά πιθανό να ενισχύσει τις δημαγωγικές πολιτικές, οι οποίες θα
επιδιώξουν να αυξήσουν τις δυνάμεις τους».
Αντιθέτως, μετά την οργή και την απογοήτευση κι αφού
περάσουμε μια περίοδο «πένθους», ο Γ. Σκαμπαρδώνης βλέπει να αναδύεται «ένα
λυτρωτικό αίσθημα αυτοσυνείδησης, που ελπίζω θα οδηγήσει σε μια νέα πίστη. Η
πίστη για επιβίωση και το κίνητρο να νικήσεις αυτή την κατάσταση δίνει μια
στόχευση, μια κοινή γραμμή, έναν προσανατολισμό, που οδηγεί τον ελληνισμό σε
ψυχική σύγκλιση». *