ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ[1]
1.
.....γυναικείο χέρι με
οδήγησε από ατελείωτους διαδρόμους και στιλβωμένα πατώματα - Θα είμαι
δίπλα σου αλλά θα είναι σαν να μην υπάρχω - πήρε να μου δείξει εκείνη τη
βροχερή Κυριακή το μουσείο μάς άφησαν από την πίσω πόρτα κάνοντας νόημα με το
κεφάλι - θα γυρίσω τάχα ποτέ μου εκεί κάτω ; στο μουρμούρισμα των πλοίων
στο στέναγμα των κουπιών ή μήπως ήταν η πεμπτουσία της ύπαρξης να
συγκρατεί τις σταγόνες πριν φτάσουν στο έδαφος απλώνοντας την παλάμη ; Η
κουρτίνα ήταν κι αυτή υγρή ή το πρόσωπό μου εξαφανίστηκε σε μια ηθελημένη
ματαιότητα ή τα παλιά παράθυρα με τα μάτια ρίχναν βλέμματα στους εραστές
φιλώντας το σίδερο που τους χώριζε Λησμονήθηκε Έμεινε για πάντα στο
σκοτάδι δε θυμόμουν τη σωστή λέξη μπορεί και να άλλαξε τη φράση επίτηδες τα
φώτα ήταν ακόμα αναμμένα είχα παραβλέψει να σβήσω τους μονοσύλλαβους ήχους
αναβάλλοντας τη μεγάλη ευχαρίστηση κύλησα βαριά πάνω στην άμμο προς τα
σκαλοπάτια με το ψάθινο καπέλο μου σ' εγρήγορση φοβήθηκα τις κινούμενες
σκιές στο ρέμα δεν υπάρχει τίποτε παρά αυτή η εκπληκτική βεβαιότητα του
μοναχικού ανέμου έτσι έπρεπε να ήταν και με τους ανθρώπους χλευάζοντας τη
μοναξιά επέστρεψα στη ζωή απροειδοποίητα - η γυναίκα που ήξερα και θα
μπορούσε : Συνομιλεί με τη νύχτα Ο,τιδήποτε άλλο το έχασε κι αλήθεια ο νεκρός
δεν ενόχλησε δε συνέβη τίποτε- συμπέρασμα : οι ανομολόγητες τύψεις - τα θύματα
είναι στο μουσείο άκουγε τις φωνές πίσω απ' το φράχτη περιπλανήθηκε ως τις
τελευταίες αχτίνες του ήλιου θα έβρισκε καταφύγιο φαγητό και ύπνο σε μικρή
απόσταση απ' την ακτή καθώς ξεθυμαίνει η παλίρροια μ' ελαφρύ χέρι και δάχτυλα
τίναζε τα ροκανίδια κοιτάζει στα μάτια τον Τζόυς κυρίως το ένα χωρίς να
βλέπει-/ ΟΔΥΣΣΕΑΣ : [Μικρή μπρούντζινη περικεφαλαία συνυφασμένη στο ισκιωμένο
δάσος συνεχίζει να διαβάζει να μιλά - χαμογελάει]: ......Γι' αυτό σάς παρακαλώ
μην ανησυχείτε έπρεπε να προσποιηθώ αντιμετώπιζα μια αφέλεια [λίγο φως]
-/ Τ' αγάλματα λυγίζουν
κάποτε - πολύ χλωμός είστε σήμερα - προσπαθώντας να στεριώσει το παλτό του
φτωχού που έπαιζε φλάουτο πρόσωπο λεπτό ινώδες η μυρωδιά απ' το δειλινό
πάνω στο δέρμα που έγερνε οι θεατές κλειδώνονται στα σπίτια όπως η νύχτα όταν
έκλεισε βρισκόμουν σε έσχατη ανάγκη το κύμα έγινε πνιχτό με τη βοή του
ραδιοφώνου τα μεσημέρια όπως ο κήπος όλη μέρα στεγνός - Βάλε τα κλουβιά
δίπλα δίπλα για τέσσερις πέντε μέρες θα συνηθίσουν ο,τι και να 'ναι -
προχωρούσε με κλειστά βλέφαρα νηφάλιος - εδώ χωρίστηκαν - κι αυτό πρόβαλλε
δύσκολο οι κινήσεις αδέξιες έβαλε τα δυνατά του να ισορροπήσει οι καρδιές
χτυπούσαν βίαια στα στήθη των τριών τρομαγμένων πουλιών Συνηθισμένος - κοιμάμαι
στον καθαρό αέρα έμαθα να μη σκοτίζομαι για τη ζωή το μόνο που ενοχλούσε
μερικές φορές οι δυνατές ριπές των ανέμων ο Τζόυς σε θέση άνετη σκιαγραφεί
την εμφάνισή του επί σκηνής πλάι στο δρόμο έχοντας ξεγελάσει τον γέρο-Ωκεανό
ή τον Οδυσσέα Μια αφέγγαρη νύχτα θα διέσχιζε τον κόσμο για το χατήρι
κάποιας άλλης αντί να πάει στην Καρολίνα Ιβάνοβνα[2] το πρόσωπο κολλημένο
στο τζάμι έκπληξη τελικά κόβει το νήμα του τερματισμού η αλήθεια ενώ υποφώσκει
μέσα του : Ο Παπαγάλος Που Σκούζει [3] πέταξε απ' το κλουβί τη στιγμή
του συσσιτίου τροφή για τον ίδιο ασυγκίνητος τα φύλλα ήταν καλυμμένα
με πυκνό στρώμα διάφανου πάγου - Πολύ χλωμός είστε σήμερα - επανέλαβε η
Καρολίνα Ιβάνοβνα το επεισόδιο στοίχειωσε πάνω του με τρόπο
έντονο ακολούθησε τη μακριά άσπρη εσάρπα της σαν απ' το φως του φεγγαριού
όταν υποχώρησε η νύχτα Ο Οδυσσέας υπήρξε λάτρης κάθε κατοικίδιου εκείνη η
θλιβερή αγνότητα να βρίσκει κανείς διασκέδαση στη ζωή και στις συνήθειες των
ζώων Ο Τζόυς κοιμήθηκε με το κλουβί στο μαξιλάρι του. Δικαιοσύνη.
2.
.......χρόνια μετά το θάνατό
μου εκείνη κάθεται στο ίδιο σημείο αξεπέραστα μια εγκαταλελειμμένη ύπαρξη στην
αμετάλλακτη φωτιά
Πιστεύει πως βρίσκομαι ακόμα
εν ζωή ταξιδεύοντας δώθε κείθε μ' ένα θάρρος πολύ σπάνιο σκέφτηκα ότι αυτό
που έκανε έμοιαζε φριχτό έγκλημα στον εαυτό της προκαλώντας φόβο προς όλους
εμάς τους δειλούς μια τεθλιμμένη σύζυγος στο λίκνο των κυμάτων τ' αγάλματα
υποστήριζε ο Τζόυς παρέμεναν συντρίμμια οκνηρά είδωλα - κλειδωμένα
καλωσορίσματα - ή σφοδρή επιθυμία για διάφορες ακρότητες σε γιορτές σε
όμορφες ώρες σε σπλαχνικές σιωπές και δεν είναι δική μας δουλειά να το
διελευκάνουμε έτσι έφτασαν οι νύχτες του επόμενου χειμώνα το σκυλί μου
έσκαβε τούνελ περνούσε κάτω από το φράχτη ή ροκάνιζε καλαμιές - μην το λες
είπε έχεις ιδωμένα περίεργα πράγματα - ένα πολυπόθητο όνειρό μου Τετάρτης ή
Σαββάτου έπαιρνε σάρκα και οστά ο σερβιτόρος χλομός σαν χιόνι μπορούσες να
τον πάρεις για φάντασμα τα πουλιά ήταν ανήσυχα το πρωί βρήκε το κλουβί γεμάτο
αίματα έπειτα ήρθε κι εκείνος ο άλλος ο άνθρωπος με το φλάουτο θα του
βρίσκαμε εισιτήριο δωρεάν μετάβασης κι επιστροφής
ένα βάρος που δεν το αψηφάς
υπήρχαν λίγες κατοικίες μακριά η μια από την άλλη κι αν η κίνηση δημιουργούσε
τον δρόμο ή το αντίθετο ; - ανήξερο - διαφαίνονταν η έκφραση αμφιβολίας
στα πρόσωπά τους το ένα γινόταν καράβι το άλλο σπίτι το άλλο λουλούδι Όταν
λοιπόν σε κυνηγούν εσύ δεν το βλέπεις πέρασαν μήνες πολλοί πριν συμβεί κάτι που
θύμιζε τον Οδυσσέα σπάνια περνούσε τη νύχτα μακριά - το κάπου είναι ένα
χαμηλό κτίσμα στριμωγμένο ανάμεσα σε φαρδιά κτίρια στην πάροδο της
εκκλησίας Η ΣΚΙΑ ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ή Ο ΤΖΌΥΣ ΙΗΣΟΥΊΤΗΣ : .....μην προσεύχεσαι για
μένα Μαίρη εγώ έχω σωθεί προσευχήσου για όσους έχουν χαθεί στο σκοτάδι [Σταματά
να κοιτάξει][Φως]
.....το βιβλίο κλεισμένο και
μπορεί τα μάτια σφαλιστά Ο Τζόυς ταχυδρόμος - σαν αγγελιοφόρος έπρεπε να
διαθέτει ξεχωριστά χαρίσματα
η κοπέλα κοιμόταν προς το
μέρος της πόρτας ο καθρέφτης αντανακλούσε το χαμόγελό της η απόσταση
φαινόταν να μεγαλώνει - μια γυναίκα που κοιμάται ήρεμα φτάνει στον προορισμό
της μ' ολόκληρο το κορμί - το αναγνώρισα απύθμενη όπως κάτι ασυνήθιστο
ξετυλίγεται έξω χωρίς αυτήν - η ομίχλη - επειδή είναι φτιαγμένη από εφιάλτες
και γκρίζα θέληση κι η φωτιά αποκτά δροσιά ρίχνοντας πικροδάφνες αφήνω τον
εαυτό μου με ταλανίζουν ή τον κατέχουν οι χίμαιρες κάποια στιγμή τελείως
λάθος για την υπόθεσή μας χωρίς παλτό είχα ανέβει στης Καρολίνα Ιβάνοβνα -προς
τα πού πήγαινα ; - ανέγγιχτος - αυτή η υγρασία θα έκαμνε ακόμα και τους
δαίμονες να βήχουν ομολόγησε ο Φουκούρα [4] ψέλλιζε τη λιγοστή φτωχή
ιδιοχτησία που είχε θαρρείς ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή του - Πολύ
χλομός είστε σήμερα - Ο Τζόυς τον έβλεπα να χάνεται λες και το σώμα του
ούρλιαζε ήταν τώρα το δικό μου δεξί χέρι η δική μου θέληση με την ψυχή του σαν
να έβγαινε - ολοκληρωτικός επίσημος πρόσωπο σημαντικό ότι κάποιος τον είχε
πιάσει γερά από τον γιακά σαν το πανί ακυβέρνητου πλοίου στο
αποχαιρετιστήριο γράμμα έγραψε αυτά τα λόγια : όταν πεθάνω θα είναι δύσκολο να
λιώσει ο καθρέφτης - ο τρόμος του σημαντικού προσώπου ξεπέρασε κάθε όριο ο
Οδυσσέας άνοιξε το στόμα του και η απαίσια μπόχα του τάφου τον χτύπησε
κατάμουτρα : Για να μην τους ακούς - είπε - το χέρι της γυναίκας κράτησε το
μπράτσο του είχε σταματήσει η βροχή αυτό το ήξερε κιόλας - στη δύση ένα
ωραίο κόκκινο ανέβαινε κάθε στιγμή και πιο ψηλά
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ο ΗΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΠΉΝΩΡ
[βλ. ΚΊΧΛΗ]
[2]πρόσωπο σΤΟ ΠΑΛΤΟ του
Nikolay Gogol
[3]πορτρέτο που συνομιλεί [ο
Παπαγάλος Που Σκούζει] - ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ : Truman Kapote, στο ''η λέξη''
τ.38/1984, μτφρ.-εισαγωγή Ρούμπη Θεοφανοπούλου
[4]πρόσωπο βλ. Γιασουνάρι
Καουαμπάτα, Το Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών, μτφρ. Εύη
Κουκουμπάνη-Πολυτίμου, Καστανιώτης 2010
[φωτογραφίες : Nicolas
Bruno, Surreal Self /Πηγή : Pinterest]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου