Το ήξεραν όλοι ότι θα ήταν η πιο σημαντική μάχη του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου. Ότι αυτή μάλιστα, κατά πάσα πιθανότητα, θα έκρινε και την έκβασή του. Παράλληλα όμως ήξεραν ότι θα ήταν κι η πιο δύσκολη. Από τη μια η κατασκευασμένα κάτω από την καθοδήγηση Γερμανών ειδικών, τα οποία θεωρούνταν μορφολογία του εδάφους κι από την άλλη τα περίφημα Βουλγαρικά οχυρά, με επίγνωση ότι οι απώλειες, οι θυσίες καλύτερα, θα ήταν μεγάλες, αλλά συνάμα απ’ όλους στην Ευρώπη απόρθητα. Κι ο Ελληνικός στρατός βάδιζε προς το Κιλκίς, και με την βεβαιότητα πως άλλη λύση δεν υπήρχε.
Ποιος να μπορεί άραγε να ανιχνεύσει τα συναισθήματα του φαντάρου παραμονή της μάχης. Ν’ αφουγκραστεί τις σκέψεις του. Απόφαση από σίδερο και σιωπηλή αναμονή. Ένα γράμμα στους γονείς, στην αρραβωνιαστικιά. Κι ο ήλιος να γέρνει πίσω απ’ τα βουνά σαν κάθε βράδυ και το πορφυρό του κάτι από θα του ανήκει. Κι ύστερα πάλι να σκέφτεται πως αυτό δεν είναι το σημαντικό. αίμα να θυμίζει. Κι αυτός ν’ αναρωτιέται, για το αν και το αυριανό το δειλινό Αληθινά σπουδαίο είναι το αυριανό το δειλινό ν’ ανήκει στην πατρίδα.
Λίγο πιο πέρα, στη σκηνή του Επιτελείου, ο Αρχιστράτηγος,
Βασιλιάς Κωνσταντίνος, απευθύνεται στους αξιωματικούς του σκυθρωπός: “Πολλούς από σας ίσως σας βλέπω δια τελευταίαν φοράν! Σκεφθήτε κύριοι ότι θα γίνει άμιλλα θανάτου!”
Ήταν Ιούνιος του 1913. Η μάχη κράτησε τρεις μέρες. Από τις 19 έως τις 21 του μήνα. Κι ήταν σκληρή, επίμονη, πολυαίμακτη. Σωστά την αποκάλεσαν γιγαντομαχία. Με την ξιφολόγχη στο χέρι. Σώμα με σώμα. Στην πεδιάδα, στο οχύρωμα, στον λόφο...
Κι ο Αντισυνταγματάρχης Αντώνιος Καμάρας ήταν αυτός που έλαβε την διαταγή από τον Μέραρχό του, για την κατάληψη του λόφου του θανάτου.
Η απάντησή του: “Μάλιστα Μέραρχέ μου. Το 605 θα πέσει και καλήν αντάμωσιν εις τον άλλον κόσμον.”
Κι έπεσε το 605. Μαζί του κι ο Καμάρας. Έπεσε κι ο ήρωας Συνταγματάρχης Αντώνιος Καμπάνης και τόσοι άλλοι...
Σαν τέλειωσε η μάχη έγινε κι ο απολογισμός. 32 οι νεκροί αξιωματικοί και 57 οι τραυματίες. Αντίστοιχα 749 οι στρατιώτες οι νεκροί και 3811 οι τραυματίες. Σαν έτοιμοι από καιρό, καθώς θα έλεγε κι ο ποιητής, έπεσαν για την πατρίδα.
Λίγες μέρες αργότερα, σε κάποιο σπίτι της Αθήνας, έφτανε ένα γράμμα απ’ το μέτωπο. Ένα γράμμα που έμελλε να διαβαστεί εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες φορές, απ’ όλους τους, αφού ήταν τα τελευταία λόγια του νεκρού πια στρατιώτη:
“Αγαπημένοι μου γονείς
Μου γράφετε αν υποφέρω. Οι κόποι και τα βάσανα δεν έχουν καμία σημασία για μας. Μου λέτε ακόμη ότι φοβάστε για τη μάχη κι ότι προσεύχεστε να ζήσω. Για την πατρίδα να φοβάστε και να νοιάζεστε. Τα μέρη αυτά είναι χίλιες φορές πληρωμένα με αίμα και πάλι ελεύθερα δεν είναι. Κάθε βουνό χρέος. Μπορεί εδώ κι ο τάφος μας...” και κάμπος είναι στολισμένα με σταυρούς. Εδώ είναι η θέση που μας έταξε το...
Κι ο πατέρας δεν μπόρεσε να συνεχίσει κι ας διάβαζε το γράμμα για πολλοστή φορά. Ήταν ένας κόμπος που ανέβαινε στον λαιμό και τον έπνιγε. Κι όχι, δεν ήταν λύπη. Ήταν περηφάνια και συγκίνηση. Ήταν έξαρση και
ανάταση ψυχής. Της δικής του ψυχής που, όπως κάθε μέρα, ήδη βρισκόταν στο μέτωπο.
Μπούζας Κώστας
Δημοσίευση σχολίου