Όταν η κοινωνία πείθεται συλλογικά ότι είναι ανόητη, διεφθαρμένη και ανίκανη, οπότε είναι η ίδια ένοχος για τα δεινά που της συμβαίνουν (κακή συνείδηση), τότε εξουδετερώνεται πλήρως – αφού αυτός που νοιώθει ένοχος δεν είναι σε θέση να αγωνισθεί, να πλημμυρίσει τους δρόμους και να επαναστατήσει.
.
«Δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι, ούτε η σκέψη μας είναι – γεγονός που τεκμηριώνεται σήμερα στην Ελλάδα, όπου παρά το ότι βαδίζει με γρήγορα βήματα στα σκουπίδια της ιστορίας, δεν αντιδράει απολύτως κανένας, δεν φαίνεται καμία μελλοντική προοπτική υγιούς εξέγερσης, ενώ οι «μελλοθάνατοι» σιωπούν όπως τα πρόβατα που οδηγούνται πειθήνια στη σφαγή. Ουσιαστικά λοιπόν προγραμματιζόμαστε, με την έννοια ότι μας μαθαίνουν πώς θα θέλαμε να είμαστε – έτσι ώστε να νομίζουμε ότι εμείς επιλέξαμε ελεύθερα τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και ενεργούμε ή παραμένουμε παθητικοί«.
Άποψη
Η λέξη «πλύση εγκεφάλου» είναι μία σύγχρονη έκφραση, η οποία αναφέρεται στην ψυχική χειραγώγηση που ασκείται σε ένα ή περισσότερα άτομα, με στόχο να υποκινήσει τον ή τους χειραγωγούμενους να υποταχθούν ασυνείδητα σε προκαθορισμένες απόψεις και ενέργειες – κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ με τη χρήση βίας.
Περαιτέρω, παρά το ότι μέσω της «πλύσης εγκεφάλου» δεν πλένεται, καθώς επίσης δεν απομακρύνεται τίποτα αλλά, αντίθετα, «λερώνεται» η σκέψη με την προσθήκη ξένων στοιχείων που προγραμματίζουν τον εγκέφαλο εν αγνοία του, πρόκειται πλέον για έναν όρο που δεν μπορεί να αποφευχθεί – υπενθυμίζοντας πως η έρευνα και η χρησιμοποίηση της χειραγώγησης ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της ανθρωπότητας.
Εν τούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες βιώνουμε μία κατακόρυφη άνοδο της χρήσης των συνεχώς εξελισσομένων μεθόδων χειραγώγησης – μέσω των οποίων γίνεται πολύ δύσκολο για τους απλούς ανθρώπους να διακρίνουν τα ουσιώδη σύνορα, μεταξύ της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας.
Ελάχιστοι είναι μόνο σε θέση να εφαρμόσουν τα ευρήματα της σύγχρονης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας, για να καθοδηγήσουν την αντίληψη και τη συνείδηση μας προς την επιθυμητή από τους εντολείς τους πλαστή πραγματικότητα – κοιτάζοντας τότε από έξω τη «μήτρα» (matrix), στην οποία είμαστε φυλακισμένοι όλοι οι υπόλοιποι. Η κατανόηση της διαδικασίας και της κατάστασης αυτής μοιάζει ήδη με τον από-προγραμματισμό του εγκεφάλου μας – με την απελευθέρωση του δηλαδή από τις έξωθεν επιρροές, με στόχο να δραπετεύσει από τη φυλακή της χειραγώγησης, από τη «μήτρα» (matrix) δηλαδή, στην οποία έχει τοποθετηθεί.
Στο ξεκίνημα βέβαια της ανθρώπινης ιστορίας, η καθοδήγηση του πλήθους μέσω της φυλάκισης του στο matrix επιτυγχανόταν με τη βοήθεια της βίας – κάτι που έπαψε πλέον να είναι αρκετό, μετά την έναρξη της εποχής του Διαφωτισμού. Ένα επόμενο βήμα συνέβη γύρω στο 1850, όπου ξεκίνησε η πρώτη βιομηχανική επανάσταση – ενώ οι δύο επιστήμονες που έθεσαν τις βάσεις της σύγχρονης χειραγώγησης, ακούσια φυσικά, δεν είναι άλλοι από τους πατέρες της αναλυτικής ψυχολογίας S. Freud και C.G.Junk.
Από το επιστημονικό έργο του τελευταίου είναι γνωστό το ότι, ο άνθρωπος μπορεί να επηρεασθεί πολύ εύκολα από οπτικά ερεθίσματα – ενώ το συλλογικό ασυνείδητο διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Χωρίς τώρα να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, οι δέκα βασικότερες στρατηγικές της χειραγώγησης είναι οι εξής:
.
(1) Η αντιστροφή της προσοχής (παραπλάνηση): Πρόκειται για σκόπιμες ειδήσεις που «πωλούνται» ως οι σημαντικότερες, έχοντας όμως στόχο να κρύψουν τις πραγματικά σημαντικές – όπως στο παράδειγμα της αναθεώρησης του συντάγματος, για να μη δοθεί προσοχή στα νέα μέτρα φτωχοποίησης των Πολιτών, καθώς επίσης στη λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής (μέσω τωναφελληνισμένων τραπεζών) περιουσίας των Ελλήνων.
(2) Η σκόπιμη δημιουργία προβλημάτων, για τα οποία παρέχονται ταυτόχρονα οι ήδη προετοιμασμένες λύσεις: Για να επιτευχθεί ένας δύσκολος στόχος, προκαλούνται ορισμένες προβληματικές καταστάσεις, αφού διαφορετικά ο πληθυσμός επαναστατεί.
Για παράδειγμα, με σκοπό το ριζικό περιορισμό των κεκτημένων της πλειοψηφίας (μισθοί, κοινωνικό κράτος κλπ.), «παράγει» κανείς μία οικονομική κρίση, ενοχοποιώντας τους Πολίτες για τη δημιουργία της – παρέχοντας ταυτόχρονα «λύσεις», όπως η αύξηση της ποσότητας χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες δεν αφήνουν μεν το σύστημα να καταρρεύσει, αλλά αυξάνουν τη λεηλασία των πολλών που δεν αντιδρούν, επειδή δεν κατανοούν τι ακριβώς συμβαίνει.
Η «λύση» της κρίσης που προκλήθηκε σκόπιμα στην Ελλάδα ήταν κατ’ αναλογία η Τρόικα, μέσω της οποίας ολοκληρώνεται η λεηλασία της – ενώ ακόμη και σήμερα πλήθος εγχώριων ΜΜΕ επιμένουν να χειραγωγούν τους Έλληνες, ισχυριζόμενα πως η ευθύνη της χρεοκοπίας τους είναι δική τους, παρά το ότι αλλεπάλληλες εκθέσεις του ΔΝΤ όπως η πρόσφατη (πηγή), οδηγούν στα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα.
(3) Η διαβάθμιση των δυσάρεστων αλλαγών: Η σταδιακή αλλαγή προς το χειρότερο των υπηρεσιών που προσφέρει το δημόσιο είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί, σε σχέση με την άμεση και απότομη – επειδή η μάζα, όταν μία κατάσταση διαρκεί πολύ, τείνει να πέσει στην παγίδα του «όλα θα περάσουν και θα γίνουν καλύτερα».
Παράδειγμα η επιβολή των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων στην Ελλάδα σταδιακά μετά το 2010, όπου δημιουργούταν η εσφαλμένη εντύπωση στους Πολίτες ότι, οι εκάστοτε κυβερνήσεις τους προστάτευαν καθυστερώντας – ή πως η κρίση θα είχε καταπολεμηθεί, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτές οι καθυστερήσεις, παρά το ότι στην Πορτογαλία τεκμηριώθηκε πως δεν ισχύει. Ως εκ τούτου, δεν δινόταν καμία σημασία στα πραγματικά νούμερα, τα οποία τεκμηριώνουν ακριβώς το αντίθετο (ανάλυση).
(4) Η αναβολή των επιδιωκόμενων αλλαγών: Πρόκειται για τη μετάθεση στο μέλλον εκείνων των αλλαγών που, εάν υιοθετούταν βραχυπρόθεσμα, θα προκαλούσαν μαζικές αντιδράσεις ή/και θα απορρίπτονταν από το σύνολο του πληθυσμού. Μέσω της αναβολής τους αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα αποδοχής τους εκ μέρους των ανθρώπων, επειδή έτσι συνηθίζουν καλύτερα στην ιδέα.
Παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος ακόμη και σε χώρες πλούσιες όπως η Γερμανία, οι οποίες αναβάλλονται μεν, αλλά τελικά επιβάλλονται (όπως θα συμβεί και στη Γαλλία, με τους εργατικούς νόμους). Επίσης η πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί ήδη σε όλους τους Έλληνες κάτω των 60 ετών, σύμφωνα με την οποία δεν πρόκειται να πάρουν σύνταξη ή στην καλύτερη περίπτωση θα είναι σημαντικά μειωμένη – γεγονός που διευκολύνει φυσικά την πολιτική των δανειστών.
(5) Η ομιλία στις μάζες σαν να πρόκειται για μικρά παιδιά: Όταν απευθύνεται κανείς στους ανθρώπους μιλώντας τους σαν να είναι παιδιά, τότε νοιώθουν ανάλογα ασήμαντοι – οπότε έχει τη δυνατότητα να τους πει ευκολότερα δυσάρεστες αλήθειες. Ισχύει εν προκειμένω το ότι, όσο πιο ψεύτης είναι κανείς, τόσο πιο εύκολα πείθει – γεγονός που διαπιστώνεται συχνά στην Ελλάδα, όσον αφορά το εκλογικό κοινό και τους πολιτικούς που στέλνει στην εξουσία.
(6) Η έμφαση (επικέντρωση) στα συναισθήματα και όχι στη λογική: Με τη στροφή προς το συναίσθημα εμποδίζεται η κριτική σκέψη, σε βαθμό που δεν μπορεί να φαντασθεί κανείς. Παράδειγμα, η έμφαση στα χείλη του πρωθυπουργού με την έρπη, αντί στα καταστροφικά αποτελέσματα των δήθεν διαπραγματεύσεων του με τους δανειστές τον Ιούλιο του 2015 – ή στη σημερινή ρητορική του περί της υιοθέτησης δημοψηφισμάτων, όταν είναι ο μοναδικός στην ιστορία που δεν σεβάστηκε το δημοψήφισμα του 2015.
(7) Η διατήρηση της κοινωνίας σε άγνοια: Προφανώς οι μάζες δεν πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν τις μεθόδους, καθώς επίσης τις τεχνικές ελέγχου που εξασφαλίζουν τη χειραγώγηση τους. Στα πλαίσια αυτά, όλοι όσοι προσπαθούν να τις «ξυπνήσουν» είτε συκοφαντούνται μεθοδικά, είτε διακωμωδούνται, είτε χαρακτηρίζονται ως οπαδοί θεωριών συνομωσίας – έτσι ώστε να μην εισακούγονται ποτέ.
(8) Η χειραγώγηση της σκέψης του λαού, έτσι ώστε να πεισθεί πως είναι μία θλιβερή μετριότητα: Όταν οι άνθρωποι πείθονται ότι, είναι «μοντέρνο» να συμπεριφέρονται ανόητα, χυδαία και ματαιόδοξα, τότε είναι πολύ εύκολη η καθοδήγηση τους.
Παράδειγμα ο τρόπος ομιλίας και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στην ελληνική κοινωνία και στη Βουλή, οι οποίες μειώνουν δραστικά το πολιτισμικό επίπεδο της χώρας – οπότε δεν σημειώνονται αναταραχές και εξεγέρσεις, παρά τη ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου. Με απλά λόγια, η ευγένεια δεν συμβαδίζει με την παθητική αποδοχή της φτωχοποίησης – οπότε απαιτείται η μείωση του πολιτισμικού επιπέδου, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να επιβληθεί.
(9) Μετάλλαξη της αντίστασης σε ένα συναίσθημα κακής συνείδησης: Χωρίς καμία ενέργεια, δεν υπάρχει καμία άμυνα – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου είναι ανόητο να περιμένει κανείς κάτι καλύτερο, αφού δεν ενεργεί οπότε δεν αμύνεται. Όταν η κοινωνία τώρα πείθεται συλλογικά ότι είναι ανόητη, διεφθαρμένη και ανίκανη, οπότε είναι η ίδια ένοχος για τα δεινά που της συμβαίνουν (κακή συνείδηση), τότε εξουδετερώνεται πλήρως – αφού αυτός που νοιώθει ένοχος δεν είναι σε θέση να αγωνισθεί, να εξεγερθεί και να επαναστατήσει.
(10) Η γνώση των ανθρώπων καλύτερα από τους ίδιους: Τις τελευταίες δεκαετίες οι γνώσεις στη Νευρολογία (έρευνα του εγκεφάλου), στην Κοινωνιολογία και στην Ψυχολογία έχουν αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό – οπότε η απόσταση που χωρίζει τα πολύ υψηλά εισοδηματικά στρώματα από τη μάζα είναι πια τεράστια. Ως εκ τούτου, ακόμη και η μεσαία τάξη έχει μείνει πολύ πίσω διανοητικά – οπότε είναι σημαντικά ευκολότερη η χειραγώγηση, ο έλεγχος και επομένως η «ληστεία» της.
.Κλείνοντας, θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι, η πρώτη προτεραιότητα όλων όσων θέλουν να αποφύγουν την «πλύση εγκεφάλου» που τους ασκείται καθημερινά, είναι η προσεκτική επιλογή των ΜΜΕ, από τα οποία ενημερώνονται – κάτι που όμως απαιτεί πολύ μεγάλη προσοχή, αφού πρόκειται για κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Σε κάθε περίπτωση, οποιοδήποτε μέσο αντιλαμβανόμαστε πως υποστηρίζει κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποια οικονομικά συμφέροντα, πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο – αφού κάθε άλλο παρά ενημερώνει αντικειμενικά, ενώ δεν είναι τόσο απλό να το διακρίνουμε.
Βιβλιογραφία: Stendhal
analyst.gr
Δημοσίευση σχολίου