Σκύβει και σου δίνει εκείνο που σου έπεσε. Μα αν δεν ήταν αυτός, θα το είχες χάσει. Περνάς, και σου χαρίζει ένα χαμόγελο γιατί το νιώθει, γιατί δεν κοστίζει, γιατί βγαίνει αβίαστα από μέσα του. Δε στο χρωστάει. Το νιώθει και στο προσφέρει. «Παρ’ το να σου φτιάξει τη μέρα», φωνάζουν τα μάτια του. Κι έπειτα, εκείνη που προσφέρθηκε να σε εξυπηρετήσει κι ας μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια. Μπορούσε να σε αγνοήσει, να μη σε κοιτάξει, να κάνει πως είναι απασχολημένη.


Ο περιπτεράς που ξέρει τι παίρνεις προτού το ζητήσεις κι ο άγνωστος πλανόδιος που σε χαιρετάει κι ας μην τον ξέρεις. Να σου, κι εκείνος που σε άφησε να περάσεις στο φανάρι. Κι ας είχε κίνηση, κι ας ήταν ώρα αιχμής. Σε άφησε, από ευγένεια, να φύγεις πρώτος. Λες και ήξερε πως βιαζόσουν. Μπορεί να είχε περισσευούμενα δύο λεπτά υπομονής περισσότερα από σένα. Παρ’ τα να κάνεις τη δουλειά σου. Ένας καφές κέρασμα λίγο παρακάτω, από κάτι γνωστούς που χάρηκαν που σε είδαν, με αντάλλαγμα κάποιες λέξεις που τις πήρε ο αέρας. Ένα φαγητό σε ένα τάπερ με γρήγορες δαγκωνιές κρύβει όση δύναμη χρειάζεσαι για να συνεχίσεις.

Ένα «να προσέχεις» κι ένα «πάρε όταν φτάσεις», έτσι φυσικά κι αυτόματα. Εισερχόμενες χωρίς λόγο κι αφορμή, για να ακούσουν τη φωνή σου και να δουν αν είσαι καλά. Γιατί έτσι. Ένα μήνυμα από έναν έρωτα και δεκάδες αναμνήσεις που γεμίζουν το δωμάτιο. Λίγος αέρας για να αναπνεύσεις κι ένα μπράβο ξεκούδουνο για τη δουλειά που έφερες εις πέρας με επιτυχία. Ένα ποτό για να χαλαρώσουν τα νεύρα και λίγα γέλια με φίλους αληθινούς. Λόγια λίγα, απαραίτητα αν δεν το τραβάει το κλίμα και μια καρπαζιά στην πλάτη για το δρόμο.

Ένας γείτονας που μιλάει επιτηδευμένα. «Τι κάνετε; Καλό βράδυ», και κλειδιά που ακούγονται σε διπλανούς ορόφους. Κι έπειτα, ησυχία. Παντού κι απ’ το πουθενά.

Ένας σκασμός όμορφοι άνθρωποι. Γύρω, πίσω, πλάι. Εκεί που δεν το περιμένεις, έρχονται. Εκεί που τους ζητάς, χάνονται. Αναρίθμητοι, όμορφοι άνθρωποι. Φοβισμένοι, σκυθρωποί, λαβωμένοι, πικραμένοι. Βλέμματα θολά και λίγο τρελαμένα, κουβέντες μέσα απ’ τα δόντια, βαβούρα στο μυαλό. Περπατούν κι εξαφανίζονται. Παντού και πουθενά.

Μια χούφτα όμορφοι άνθρωποι. Με τα δικά τους. Τα καλά τους, τα στραβά τους, τα θέματά τους. Άρρωστοι, υγιείς, γερασμένοι, κουρασμένοι, χωρισμένοι, παντρεμένοι, γονείς κι έφηβοι. Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, κόκκινοι. Διαφορετικοί με μια ομοιότητα που τρομάζει. Πάντα όμορφοι με έναν τρόπο προσωπικό και τόσο μοναδικό.

Άνθρωποι βουβοί, καταθλιπτικοί, γελαστοί, πρωτευουσιάνοι, επαρχιώτες. Μεγαλωμένοι στα πούπουλα ή στα αγκάθια, με σκοπούς, με σκέψεις, με οράματα κι ελπίδες. Άνθρωποι με απώλειες, με χαμένους συγγενείς, φίλους, έρωτες. Με πληγές και τραύματα, με σημάδια κρυφά και σταυρούς αβάσταχτους. Με λόγια ανείπωτα και παράπονα για όλα ή τίποτε. Με περηφάνια ή γκρίνια. Πολεμιστές ή παραδομένοι. Με πόδια που σέρνουν κορμιά και χέρια που σηκώνουν βαρίδια.

Ένας κόσμος άνθρωποι. Με ένα καλό λόγο κι έναν κακό. Ένα «χαίρεται» κι ένα «άι στον αγύριστο». Με ειλικρίνεια και μπέσα, με ομορφιά. Άνθρωποι που συναντάς και σου φτιάχνουν τη μέρα. Κάνουν τη ζωή σου καλύτερη, λίγο πιο χρωματιστή, λίγο πιο φασαριόζα. Άνθρωποι που προσπερνάς κι ας είναι το μόνο σου δεδομένο σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς.

Όμορφοι άνθρωποι που δίνουν και προσφέρουν και κάνουν πίσω και στέκονται δίπλα. Άνθρωποι που, αν δεν τους είχες, τίποτε δε θα ήταν ίδιο. Άνθρωποι που σε βελτιώνουν, που σε αλλάζουν, που σε ομορφαίνουν.

Άνθρωποι σαν και σένα που συχνά ξεχνάς πόσο όμορφος είσαι.
  Της Κατερίνας Χηνάρη


Δημοσίευση σχολίου