.....τριγυρνάμε μέσα στη νύχτα, αναλωνόμαστε από τη φωτιά
                                                                     Γκυ Ντεμπόρ
....ένα χαρούμενο τέρας αξίζει περισσότερο από ένα συναίσθημα ενοχλητικό

 Βολταίρος


....'Η Κλάρα Παολίνα, η βασιλεύουσα πριγκίπισσα, περιτριγυρισμένη από τιμές αλλά φυλακισμένη μέσα στο πιο απαρχαιωμένο πρωτόκολλο'', τόχε αναφέρει ο Σταντάλ στο Μοναστήρι της Πάρμας, - καμιά φορά νομίζω οι γειτονιές είναι βασανιστικές ή άδειες,- χωρίς βλέμματα-, τα βράδια χάνω κι εκείνα τα τελευταία αρρωστιάρικα φώτα του δειλινού, οι σκιές πέφτουν πλαγιαστές σαν απονεκρωμένοι γίγαντες, περιέχουν τη μεγάλη προσποίηση που γεννούν στο μυαλό οι άμορφες σκέψεις που ξαναγυρίζουν στη γη, γονιμοποιώντας το χώμα ή ένα χαμένο νόμισμα σαν την ειμαρμένη, έπειτα φορώ το παλτό μου και παίρνω το ύφος του Πολύφημου, το ένα μάτι μου έχει χαθεί στ' απρόθυμα επεισόδια της ζωής μου, σ' έρωτες που διακύβευσαν την αλήθεια τους σ' ακυβέρνητα μα αστόχαστα ψέμματα, - ο Γκόγκολ μου δανείζει τακτικά στα μεγάλα κρύα το πανωφόρι του, ακόμα και το φάντασμα που το φορούσε τ' αποδιώχνει κι αυτό κι έτσι είμαστε τρεις - εγώ το παλτό και το φάντασμα κοιτώντας κατά τις σπηλιές της Οδύσσειας όπως κανείς περπατάει στο δρόμο και νοιώθει μέρος μιας ιστορίας που δεν κατανόησε ποτέ ή όπως ένα μυθιστόρημα την ώρα που περνάει αλώβητο από την μοναξιά του γιατί οι λέξεις έχουν κάτι, σα ν' αδειάζουν τα μάτια από τη γη που μάζευες χρόνια και στην ουσία είσαι ανύπαρχτος ή όταν πάλι εκείνες οι επικηρυγμένες ώρες που το αίμα χτυπούσε φρενιασμένο κατά τα δέντρα που ακουμπούσε ο ήλιος και τα πουλιά άφηναν ξέφτια από κύκλους στο νερό, μπορεί και νάναι αλήθεια [1]


....στην ουσία είμαι ο Πολύφημος, δεν παίρνω απλά και μόνο το ύφος του όπως είπα πιο πάνω-, αλλά κανείς στους έρωτες κρύβεται από το φόβο της εξορίας, και το παλτό μου είναι γοητευτικό σαν ένα κομψό πουλί που γέρνει στον ώμο της Γαλάτειας για ν' αποδείξει την ευθυμία τού χειμώνα καθώς προσπερνάει την εικόνα του παλιού ναυάγιου στην ακτή, όταν ερημώνει τέτοιο καιρό, - αλλά η Γαλάτεια είναι μικροσκοπική και κάθε τόσο χάνεται, είναι μεγάλη όσο η παλάμη μου,- μια μέρα όμως μου είπε θα μεγαλώσει όσο εκείνο το δέντρο με τα δαμάσκηνα, κι έτσι υποσχέθηκα κι εγώ στην ίδια να μικραίνω και να κοντύνω λίγο ώστε οι γλάροι να κάθονται εύκολα στο κεφάλι μου - κάτι τέτοιο θα ήταν η άλλη ζωή, όπως εκείνες οι παλιές περπατησιές στην ανώνυμη θάλασσα τα μεσημέρια άλλων ανθρώπων, - όποια στιγμή θελήσω θα είναι εκείνη η μαγική πίστη σ' ένα τίποτα, σε κάποιο καθόλου, που ομορφαίνει το τοπίο, επειδή όλα ακούστηκαν στην ώρα τους και τα σκυλιά μου επιστρέφουν με ικανοποίηση-, θα κάναμε πολλά παιδιά θα ζούσαμε μαζί, μπορεί να κατεβαίναμε στην πόλη, οι φλυαρίες θα σταματούσαν κάποτε - τι πείραζε, ας είχα ένα, μοναδικό, μάτι, μου έφτανε να βλέπω μακριά και για κείνη, για όλη την οικογένεια - έτσι τώρα δε μπορείτε να το νιώσετε αυτό το παλτό που μου δώρισε ο Γκόγκολ,- ήταν η αιωνιότητα, όπως μια αθόρυβη επικύρωση ότι όλα θα γίνουν ιερά σαν την πιο ασυνήθιστη λεπτομέρεια που κουβαλάει ιστορίες αιώνων -''οι καμέλιες φέρνουν ατυχία''- έλεγε ο γέρος, μιλώντας με την ακατανόητη υπομονή του χαμένου δίχως μάτια κάθε τόσο, όταν τον πλησίαζα....[2]


....''οι καμέλιες φέρνουν ατυχία'' - εγώ ξέρετε έχω μεγάλη φήμη λόγω της δύναμής μου - γι' αυτό και τ' όνομά μου είναι Πολύφημος, είμαι βοσκός, ζω για πρώτη φορά ένα ειδύλλιο που θα μείνει στην παγκόσμια βουκολική ιστορία-, με την Γαλάτεια, κόρη μιας θαλάσσιας θεότητας, - αλλά τι τα θέλετε, η αμηχανία ενός βοσκού στον έρωτα είναι ίδια μ' αυτήν απέναντι στο ποίμνιό του ή την ξαφνική αλλαγή του καιρού, και θα σάς πω, όταν πολλά θαλασσοπούλια έχαναν το δρόμο εφορμώντας με δύναμη στα βράχια της σπηλιάς μου πέφτοντας νεκρά - είχα ένα επί πλέον κακό σημάδι που με τρόμαζε ακόμα πιο πολύ κι από το άρωμα της καμέλιας,- είχαν ακούσει άλλωστε και πολλοί συγγενείς μου Κύκλωπες για τον πολύτροπο και πολυμήχανο Οδυσσέα που γύριζε απ' τη Τροία-, σαν την κουρσέψανε οι Αχαιοί κι ο ίδιος έριξε βρέφος ακόμα τον Αστυάνακτα από τα τείχη, συνθλίβοντας τον γιο του Έκτορα - βάρβαρος- γνωστός σ' όλα τα λιμάνια και τις στεριές όπου άκουγαν ακόμα για το Σκάμαντρο, πόσα κουφάρια ρούφηξε στα σωθικά του ο ποταμός αυτός,- που ήταν και θεός,- τον έβλεπα στον ύπνο μου, σαν γιος που ήμουνα του Ποσειδώνα,- σάρκα ή αίμα, δυο απορίες μετέωρες στη μέση όταν σέρνεις τη μανία της απολυτότητας και της θεοφαγίας, όπως τα δάχτυλα όταν μπήγονται στο πρόσωπο να περάσει η βροχή απέναντι, κατά τα δέντρα - ή ερημώνεις ή πάλι καθώς στρίβεις ακολουθώντας τ' απομεσήμερο - το νέο φεγγάρι θα φέρει άνεμο, λέει-, και μένεις άφωνος,- η νύχτα έχει σιδερένιες τροχιές κι ένα ολόκληρο κορμί σαν ενέδρα [3]


....''οι καμέλιες φέρνουν ατυχία'', λοιπόν,- έπειτα από μερικές μέρες έφτασε στο νησί που κατοικούσαμε ο διαβόητος Οδυσσέας με 12 συντρόφους του,- ο ήλιος είχε ανατείλει πνιχτά και αθόρυβα σα να ξυπνούσε από ένα διεστραμμένο όνειρο,
έκρυψα με τέχνη τη Γαλάτεια γιατί βοήθησε κι ο Νηρέας που ήταν ο πατέρας της, τα καλάμια έλαμπαν ασημένια στο φως σαν πολεμικά λάφυρα και νόμιζα πως ακουγότανε κλαγγές όπλων, ιαχές μάχης και ουρλιαχτά, - και την υπόλοιπη ιστορία την γνωρίζετε σαν μια ''επίσκεψη'' που αφήνει τις πιο άσχημες αναμνήσεις, εγώ γλίτωσα το τομάρι μου άσχετα τι έγραψε μπορεί κι εσκεμμένα ο Όμηρος, - εκείνος ο φλεγόμενος ξύλινος στύλος μπήκε στο μάτι ενός άλλου Κύκλωπα, όχι στο δικό μου- εγώ παραφιλούσα σκεπασμένος από πρόβατα ζωντανά και προβιές αφημένες να λιαστούν για στέγνωμα- κι έπειτα σάς εξήγησα- το μοναδικό μου μάτι είχε ελάχιστη όραση, όπως η ομιλία μιας γυναίκας που κάποτε γίνεται αργή και ήρεμη γεμάτη υστεροβουλία κι ένστιχτο, γύρισα να πάρω μαζί μου τη Γαλάτεια που ακόμα κοιμόταν σε μέρος ασφαλές και απάνεμο και το δέρμα της είχε μια λάμψη απαλή κι αιθέρια, χωρίς κανένα ψεγάδι, σαν Ορφικός Ύμνος και μια γεύση παντοτινού - κάναμε έρωτα μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου και λαγνείας που οδηγούσε σε ανέλπιστη έκσταση τα σώματα και τις ψυχές, κι εκεί στον απολογισμό της μάχης αναγκάστηκα καταπίνοντας 4-5 απο τους μαχητές του Οδυσσέα, έτσι ανάμεσα στην πυκνή σκόνη και την πάλη σώμα με σώμα το πιο παράδοξο ήταν μόνο το φως - καθώς ο ήλιος περνούσε πίσω μας, άκουσα το γέρο ξανά, ''οι καμέλιες φέρνουν ατυχία'', με την ακατανόητη υπομονή του loser,- δίχως μάτια [4].


.....ή πάλι εκείνο το απόγεμα,- θα ήταν-, που δεν θέλησα κανένα μορφασμό ή χαμόγελο, ''φεύγω, σύντροφοι'', τους λέω, ''πώς αισθάνεστε;;'', μού λέει κάποιος, ''είμαι ο άλλος, έχετε πάθει σύγχυση, καταλαβαίνω αυτές εδώ οι μοχθηρίες είναι μέρος του Σύμπαντος, απλά κατεβαίνω στην επόμενη αποβάθρα, κι ό,τι χάνεται, μάς αφήνει και μια βουή, έτσι ν' απασχολείται το μυαλό μας με κάτι που θα γίνει την άλλη φορά - στην Επανάσταση όσων κοιμήθηκαν νωρίς, στην Επανάσταση όσων αγαπήθηκαν νωρίς- στο ηλιοβασίλεμα- κι αισθάνθηκαν τα στόματά τους να στεγνώνουν'', το πιο μεγάλο πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να βρω τα ίδια μέρη - την πάροδο Κιριούσκιν, τη γέφυρα Καλίνκιν, τη γέφυρα Ομπούκωφ, την Καρολίνα Ιβάνοβνα, δηλ. τη Γαλάτεια, και περισσότερο απ' όλους τον Νικολάι Γκόγκολ- όφειλα να επιστρέψω το παλτό, άκουσα ότι και τα φαντάσματα κρυώνουν, - για το επόμενο φάντασμα ή αυτό το ίδιο, ''θα είχε όνομα'', σκέφτηκα, σαν τις ομολογίες στα μπράτσα των γυναικών που ξεχνιούνται την άλλη στιγμή - ή ένα τρένο που θυμίζει τα παλιά νοσοκομεία ή τα υγρά προάστια με το διάφανο τίποτε, - εκείνη η αποταμιευμένη αδιαφορία ''πότε τελικά αναχωρείτε;;''- με την πιο κωμική κατάληξη: ''Συχωρέστε με, κύριοι'', είπε το φάντασμα και μπήκε στη σπηλιά του, υπαινισσόμενο την άβυσσο, - ο κλειδούχος άλλαζε πορεία στην Επανάσταση- γιατί πόσοι ακόμα από μάς ζούνε αληθινά ή ύποπτα κι ο Γκόγκολ θα 'ραβε ένα ακόμα παλτό από τα τόσα ψέμματα - αλλά εδώ επιβάλλεται να πούμε και κάτι πολύ σημαντικό - οι Κοζάκοι ήταν πάντα μεθυσμένοι και χωρίς μεγαλεία πια. [5]                                                                                                                                

Δημοσίευση σχολίου