Τον έλεγαν «το άσπρο κοστούμι» καθώς ανηφόριζε για τους δικούς του λόγους την Πανεπιστημίου στην Κατοχή.
Υπήρχαν και τότε εστιατόρια, μόνο που δεν πολυρωτούσες τι
ακριβώς έτρωγες-ήταν ανθυγιεινό για το καλό σου γούστο, όσο απόμενε. Για τους
πολλούς ,υπήρχαν συσσίτια και όπως οι μεσαιωνικοί άνθρωποι κουβαλούσαν στη ζώνη
το κουτάλι τους, πολλοί δεν αποχωρίζονταν την καραβάνα.
Χειροποίητοι τροχοί λοταρίας, παρταόλες και παπατζήδες
συμπλήρωναν την ταπετσαρία πολλών τοίχων. Θέατρα, σινεμάδες και βαριετέ, είχαν
κόσμο. Όσο βάραινε η ατμόσφαιρα, πελατείες συνωστίζονταν σε γραφεία σπουδαίων
προσώπων, όταν κάποιος ήξερε κάποιον και μεσολαβούσε να βγεί από τα κρατητήρια
κάποιος που τσίμπησαν οι αστυφύλακες και υπέδειξαν οι ρουφιάνοι.
Αλλά ήταν όλα κανονικά. Και τα κλουβιά με ομήρους μπροστά
στις μηχανές των τραίνων, και συχνά η μηχανή πίσω, για να θρυμματίζονται τα
βαγόνια με τους παρακατιανούς.
Με διαφόρους τρόπους, αυτοί που είχαν συγγενείς σε χωριά,
έκρυβαν κάτω από το ντιβάνι τους, υπό την κλάρα, τενεκεδάκια με αλεύρι και άλλα
τρόφιμα. Στα ταπεινά σπίτια των χωριών, έβλεπες κομμότες και κηροπήγια,
φουστανάκια της βόλτας κρεμασμένα με συρμάτινη κρεμάστρα από καρφί στην πόρτα,
ένα βιολί σε θήκη, στο συρτάρι ένα κουτί με κολλιέ ,δαχτυλίδια και
σταυρουδάκια, ανταλλαγές για ένα μπουκάλι λάδι η ένα τσουβαλάκι με δυo οκάδες
σιτάρι.
Ήταν κατάρα να είσαι «εκδηλωμένος». Στην αρχή, κυνηγούσαν με
τον νόμο του Βενιζέλου.Αργότερα, οι φάκελοι απόκτησαν βάθος και ποσότητες
καταγγελιών, αφού οι χαφιέδες κάλυπταν την ζήτηση.
Σε όλη τη δεκαετία του 30, οι εκδηλωμένοι μετρήθηκαν και
ζυγίζονταν. Οι ίδιοι φάκελοι εμπλουτίστηκαν στην Κατοχή. Σπαράγματά τους,
συνέχισαν να υπάρχουν ώς την μεταπολίτευση και παραπέρα.
Ακόμη και σε αυτόν τον ζόφο της Κατοχής, υπήρχε τρόπος να σε
σβήσουν, έστω προσωρινά, από την κατάδοση και την ομηρεία. 'Ηθελε λίρες,
μισόγυμνα σώματα γυναικών σε όρθια πηδήματα στο πλυσταριό,εκχωρήσεις κάθε τύπου
για να γλυτώσει ο συγγενής.
Στις επαρχιακές πόλεις, οι ηθοποιοί έφευγαν από τις
χαμοκέλες που νοίκιαζαν για να παίξουν στο θέατρο ή στο μεγάλο καφενείο, όπου
έμπαιναν κουβαλώντας πάντοτε ένα καλάθι.
Όταν η παράσταση πήγαινε καλά, επέστρεφαν με είδος σε
τρόφιμα, συχνά αυγά και ζαρζαβάτια, λαχανίδες και καμιά κονσέρβα από πατημένη
αποθήκη.
Βάρκες με κουπί ανέβαιναν κανάλια και ήρεμα ποτάμια με
διάφορα χρήσιμα είδη και επέστρεφαν με τσουβάλια στάρια και καλαμπόκια,
πληρώνοντας στους σκοπούς των γεφυρών και στα περίπολα, το ρεγάλο τους.
Η Μαύρη αγορά έγινε νόμιμη εμπορία, από τους ίδιους
ανθρώπους, με το ίδιο θράσος, εξάλλου, αυτοί ήξεραν από που να βρίσκουν
εμπόρευμα.
Έβγαιναν βιβλία, έβγαιναν ραντεβού, έκαναν εκδρομές με
πατατοκεφτέδες, οδοιπορούσαν ερωτευμένοι και τραγουδιάρηδες.
Κι έπειτα, ξέχασαν «το άσπρο κοστούμι» και που τους έβαζαν
χέρι οι καταδότες.Είχαν αγριέψει τα πράματα και οι «εκδηλωμένοι» έλειπαν από το
προσκλητήριο.Άλλοι στο βουνό, άλλοι στην εξορία.
Το άσπρο κοστούμι, όταν τελείωσε η σειρά των
πρωθυπουργησίμων, μέσα από ακατάσχετα καρφώματα του ενός προς τον άλλον,
κυβέρνησε με τη σειρά του και απόκτησε Ίδρυμα αρχείο, μνήμη, θυμόσοφα λόγια,
δάκρυα την κατάλληλη στιγμή και έφυγε με το ίδιο λαμπρό παράστημα.
Γιατί ήταν Κατοχή και η Κατοχή, έτσι ήταν.
Αυτό που απέμεινε, για τριάντα τουλάχιστον χρόνια, ήταν η
επωδός των γερόντων «δε ζήσατε κατοχή, τσογλανάκια» και μεις μάθαμε να φιλάμε
την φετα το ψωμί που έπεφτε στο χώμα, πριν να το τινάξουμε με τα ακροδάχτυλα
για να τα φάμε.
Ακόμη και τότε, όταν χτυπούσε η καμπάνα του εσπερινού,
ασφαλής ένδειξη πως ήταν η ώρα του ομαδικού παιχνιδιού, βγαίναμε ο καθείς με
την Τάξη του:
χάσικη διπλή φέτα με βούτυρο-μαρμελάδα ή βουτυρόμελο.
Ψωμοτύρι. Ένας με ψωμί κασέρι, ο καλύτερος. Το κασέρι , ιδρωμένη η επιφάνειά
του από τη ζέστη,μύριζε βαριά. Οι αλλοι, ψωμί με ζάχαρη ή με ζάχαρη και καφέ,
ελαφρά νοτισμένο. Και οι ντροπιάρηδες μισή φετίτσα μαύρο πιτυρούχο με μία ελιά
.Μία.
Όταν φτάσουμε στο πάτο του βαρελιού, να θυμάστε πως δεν θα
επικρατήσει χάος, δεν θα γίνει της πουτάνας, δεν θα υπάρξουν παραπάνω από τριών
ημερών μπουκαρίσματα και πετροβολητά.
Θα ξεμυτίσουν οι σωτήρες-υπάλληλοι, οι αγαθοί απατεώνες που
θα διατάζουν τους πιστολάδες «αφήστε τον κόσμο να μπεί στο άδειο μαγαζί»,
θα σου αγοράζουν το κινητό για τρεις γκοφρέτες.
Με την καραβάνα και το μαχαίρι της κουζίνας για κανένα
βρώσιμο χορταράκι που ξέφυγε στο παρατημένο γκαζόν, θα χαζεύουμε την κίνηση
στους δρόμους, τα σιωπηλά πληθη που θα χαζεύουν επίσης, μια παρέα με
υπερμαλάκες που θα κατεβάζουν τον άμπακο στο αυτοκίνητό τους ακούγοντας την
τελευταία επιτυχία της μόδας και τραγουδώντας παράφωνα.
Θα σκεφτόμαστε, κάποια φευγαλέα στιγμή, σκηνές εκδίκησης και
αντεκδίκησης. Μάταια, όλα.
Διότι η πόλη είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου ,μετά
τον θάνατο.
Δημοσίευση σχολίου