διήγημα
''......όλοι
βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ'' [1]
Είναι
πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ,
ΑΜΟΡΓΟΣ [2]
- μέσα
στη νυχτερινή δροσιά ξαναφέγγει η σελήνη - τ' αντικείμενα είναι πνιγμένα σε μια
αλλόκοτη εκκρεμότητα, καλύτερα να σωπαίνουμε έχει την ίδια σημασία- δεν είμαι
ξυλουργός για να βρεθώ ανάμεσα στις ελπίδες των δέντρων μήτε ράφτης να ντύσω τη
γύμνια της Καρολίνα Ιβάνοβνα * - παλιά είχα ακούσει για μια γυναίκα, έσερνε
μαζί της τα βήματα των πουλιών,- ορίζονται όλα μ' ένα ενδιάμεσο αιφνιδιασμό,
λοιπόν, όπως η απώλεια κάποιου μυστικού παραδείσου -/ ''γνωριστήκαμε ένα
βράδυ χάρη στο εξαιρετικά υγιεινό κλίμα της Πετρούπολης'' - ''δεν σάς φέρνω στη
μνήμη, έχει περάσει καιρός - ξέρετε -, κι έχω παραιτηθεί απ' το να θυμάμαι, οι
βροχές έχουν έσχατα σύνορα τα διαφορετικά ονόματα μιας παραίσθησης'', περπατώ
όπως και πριν ελάχιστα, το σκυλί μου σαν να αιωρείται - έχει κάποιο ελάττωμα,
κουτσαίνει από τη μια πλευρά, ανέπτυξε όμως σπάνιες δεξιότητες, όταν πλησιάζουν
οι καταιγίδες χάνεται σ' ένα μυστικό δωμάτιο - οι λίγες φορές που ταλαιπωρώ το
είδωλό μου στον καθρέφτη, - μοιάζω εξαιρετικά χοϊκός - κάποτε θα σάς μιλήσω
χωρίς προσχεδιασμό γι' αυτό.
...ο
Πρίγκιπας είναι ο σκύλος μου, το πρόσωπό του στρέφεται κυρίως κατά τα δέντρα,
εκεί που πέφτει ο ήλιος, ναρκισσεύεται στα λιγοστά νερά ή στα τυφλά μάτια των
αγαλμάτων- κάθε τόσο μου θύμιζε τον μοιραίο του ρόλο- ο άντρας που πλησίαζε τα
σαράντα ήταν ο Αγαμέμνονας - όταν επέστρεψε έμενε στην πάροδο Κιριούσκιν το
μυαλό του δε σκεφτόταν τίποτα, απόμαχος, το σπίτι ήταν παλιό - ήθελα να μιλώ
μαζί του μόνο γι' αυτά που ήταν ακατανόητα όπως εκείνες οι γλάστρες με τα
ασθενικά φυτά/ μιλούσε σα να είχε στα χέρια του την πιο τρανταχτή απόδειξη ότι
υπάρχει Θεός - σε τι κατάσταση ήταν το κολάρο του το τραχύ γιλέκο το λασπωμένο
σακάκι ή το ασήκωτο παλτό, προ πάντων αυτό, - μεγάλες τσέπες θεόρατες όπως κάποιος
κρατάει τα στοιχήματα που αφορούν την ύπαρξη - έπειτα ένα βράδυ τον άκουσα στο
μεθύσι μου ''πόσο να πιω για να σκοτώσω εκείνο το κωλόπαιδο'', ούρλιαζε χωρίς
αποτέλεσμα, κι εγώ στην ίδια μοίρα ήμουν - είχαν ταπεινώσει το κορμί μου,
...δεν
αξίζει τίποτα για να σταματήσεις -τις περισσότερες φορές ξυπνώντας ανακαλύπτεις
το πτώμα - είναι πρωί με αδύναμες σκιές δεν υπάρχει κανείς να ζητήσει
ερμηνείες, ούτε ένας σωσίας που χάλασε απροειδοποίητα τη γιορτή, ο Αίγισθος
ήταν η πάνκ ορχήστρα - αρχιερατικός μύθος της αποκρουστικής μαγείας του φθόνου-
με το χέρι ή το πόδι του νεκρού βασιλιά βαλσαμωμένα προλέγει το
μέλλον ενώ εγώ τρώω για να ζήσω - άκαμπτα και σκληρά έμοιαζαν έτοιμα να
σπάσουν σαν κλαδάκια, τα μέλη του - στ' αλήθεια ποτέ δεν ήμουν έτοιμος να
μιλήσω για μια μακρινή εποχή, όποια κι αν ήταν - το σώμα του Αγαμέμνονα είχε
εξασθενήσει - καμιά φορά ο Πρίγκιπας τον ακουμπούσε με το στόμα σαν να ήταν
ράμφος
κρατούσε ένα
μικρό κομψό πιστόλι ίδιο μ' αυτό που μπορεί να έκλεψε υποθέτω ο Τρέπλεβ απ' τη
μητέρα του Μαντάμ Αρκαντίν - οι ήχοι του τραγουδιού ήταν διαβολεμένα δυνατοί, ο
Αίγισθος ως αρχηγός του συγκροτήματος αγκάλιασε τον Αγαμέμνονα, απ' το παλτό
απότομα, -όπως ένα ετοιμοθάνατο μωρό-, κρατώντας τον σε τροχιά βολής - η
Κλυταιμνήστρα πυροβόλησε έξη φορές χωρίς ν' ακούσει κανείς τίποτα στην
κατάμεστη από κόσμο γέφυρα, - οι τελευταίες σκέψεις του νεκρού ήταν αυτές :
περίπου τα μακριά ντελικάτα νύχια της γυναίκας του τα δροσερά της ακροδάχτυλα -
πιθανώς και το αιδοίο της να είχε αλλάξει θέση - ανάμεσα στον μεσαίο και τον
παράμεσο του χεριού που πυροβόλησε - γύρισα στο σπίτι όπως σάς έλεγα, - έβρεχε
- μεσάνυχτα ή μεσημέρι - δεν μπορούσα να ξέρω - δεν ήταν μεσάνυχτα ή μεσημέρι -
δεν έβρεχε - no sense knows how
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Nikolay
Gogol, το Παλτό, μτφρ. Ορέστης Ορλώφ, εκδόσεις Ars Brevis-Παρά Πέντε, αχρονολόγητο
[* Καρολίνα Ιβάνοβνα, πρόσωπο στο Παλτό]
[2] Νίκος
Γκάτσος, Αμοργός, Ίκαρος 1990
[3]
..............................................Οι θεοί όμως ήρθαν
Και πήραν κάτι μακριά, κανείς δεν πήρε είδηση
Fernandο Pessoa,
Αντίνοος, μτφρ. Κώστας Λάνταβος, Αρμός, 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου