διήγημα
''......όλοι
βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ'' [1]
Φ. Μ.
ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
Είναι
πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ,
ΑΜΟΡΓΟΣ [2]
...The
gods came now/And bore something away, no sense knows how [3] - θα ήθελα
να γράψω ένα ποίημα όπως ο Γκόγκολ στην τελευταία νουβέλα του - αναρωτιέμαι αν
η υποψία έχει μέσα της μια φονική τρυφερότητα ή μια λευκή νύχτα που αναζητάει
εξεζητημένη ανταπόδοση, φτιάχνω την αναπαράσταση ή την ξεγυμνωμένη μαρτυρία, τη
σάρκα που μάς έθρεψε - οι χειρότερες δοκιμασίες αποτελούν εισόδημα, είναι πάντα
περίπτυξη της πλεκτάνης που έζησα, - αγάπησα τα μονότονα χερσοτόπια τις
μακρινές σκέψεις που γυρίζουν κακόβουλα από χιλιόχρονα ταξίδια- κάποτε θα
υπάρχουν πράγματα που δεν θα διαφέρουν ούτε στην κεραία του σαλιγκαριού - θα
μάς διασκεδάζει η φαινομενική αταραξία κι αμέσως μετά η έρημος, - άφατη, με τα
προσωπικά της ηλιοστάσια - θα φτάσει μέρα το φεγγαρόφωτο ακουμπισμένο ολόγιομα
πάνω στη γη - ''άκου, εμείς είμαστε οι άνθρωποι οι ίδιοι άνθρωποι - ο Θεός μάς
δημιούργησε από τα σώματα των άλλων που χάθηκαν απρόοπτα στο Μεγάλο Ποτάμι''

- μέσα
στη νυχτερινή δροσιά ξαναφέγγει η σελήνη - τ' αντικείμενα είναι πνιγμένα σε μια
αλλόκοτη εκκρεμότητα, καλύτερα να σωπαίνουμε έχει την ίδια σημασία- δεν είμαι
ξυλουργός για να βρεθώ ανάμεσα στις ελπίδες των δέντρων μήτε ράφτης να ντύσω τη
γύμνια της Καρολίνα Ιβάνοβνα * - παλιά είχα ακούσει για μια γυναίκα, έσερνε
μαζί της τα βήματα των πουλιών,- ορίζονται όλα μ' ένα ενδιάμεσο αιφνιδιασμό,
λοιπόν, όπως η απώλεια κάποιου μυστικού παραδείσου -/ ''γνωριστήκαμε ένα
βράδυ χάρη στο εξαιρετικά υγιεινό κλίμα της Πετρούπολης'' - ''δεν σάς φέρνω στη
μνήμη, έχει περάσει καιρός - ξέρετε -, κι έχω παραιτηθεί απ' το να θυμάμαι, οι
βροχές έχουν έσχατα σύνορα τα διαφορετικά ονόματα μιας παραίσθησης'', περπατώ
όπως και πριν ελάχιστα, το σκυλί μου σαν να αιωρείται - έχει κάποιο ελάττωμα,
κουτσαίνει από τη μια πλευρά, ανέπτυξε όμως σπάνιες δεξιότητες, όταν πλησιάζουν
οι καταιγίδες χάνεται σ' ένα μυστικό δωμάτιο - οι λίγες φορές που ταλαιπωρώ το
είδωλό μου στον καθρέφτη, - μοιάζω εξαιρετικά χοϊκός - κάποτε θα σάς μιλήσω
χωρίς προσχεδιασμό γι' αυτό.

...ο
Πρίγκιπας είναι ο σκύλος μου, το πρόσωπό του στρέφεται κυρίως κατά τα δέντρα,
εκεί που πέφτει ο ήλιος, ναρκισσεύεται στα λιγοστά νερά ή στα τυφλά μάτια των
αγαλμάτων- κάθε τόσο μου θύμιζε τον μοιραίο του ρόλο- ο άντρας που πλησίαζε τα
σαράντα ήταν ο Αγαμέμνονας - όταν επέστρεψε έμενε στην πάροδο Κιριούσκιν το
μυαλό του δε σκεφτόταν τίποτα, απόμαχος, το σπίτι ήταν παλιό - ήθελα να μιλώ
μαζί του μόνο γι' αυτά που ήταν ακατανόητα όπως εκείνες οι γλάστρες με τα
ασθενικά φυτά/ μιλούσε σα να είχε στα χέρια του την πιο τρανταχτή απόδειξη ότι
υπάρχει Θεός - σε τι κατάσταση ήταν το κολάρο του το τραχύ γιλέκο το λασπωμένο
σακάκι ή το ασήκωτο παλτό, προ πάντων αυτό, - μεγάλες τσέπες θεόρατες όπως κάποιος
κρατάει τα στοιχήματα που αφορούν την ύπαρξη - έπειτα ένα βράδυ τον άκουσα στο
μεθύσι μου ''πόσο να πιω για να σκοτώσω εκείνο το κωλόπαιδο'', ούρλιαζε χωρίς
αποτέλεσμα, κι εγώ στην ίδια μοίρα ήμουν - είχαν ταπεινώσει το κορμί μου,

ένας σάκος
αδειανός με το πρόσωπο στη λεκάνη ξερνώντας - ''κάποιο άθλιο φθινόπωρο
σκέφτομαι αν ζούνε κι άλλοι τα μεσάνυχτα'', έλεγε, ''δεν είχα καιρό να
γλυτώσω''-/''για έναν που κοιμάται παρέα με θεούς αφού θυσιάσει την κόρη του,
είναι απλό''- έφτυσε στο πάτωμα με λύσσα ''με τα ρούχα μου περνώ απαρατήρητος
όπως αυτοί που προφέρουν αμίλητα τ' όνομά τους'' - ''θα του στήσω καρτέρι, θα
φορώ μόνο το παλτό, από μέσα γυμνός σαν αρχαίος αιμομίχτης - πάνω στη γέφυρα
Καλίνκιν θα τον τελειώσω''γελούσε δυνατά σαν κατάδικος- αργά- μυρωδιά από
κυριακάτικη βόλτα - ψέμματα για να ξορκίσω κάτι άλλο τρισχειρότερο, η εξέγερση
χάνει τους ποιητές της- έβγαλε το κεφάλι απ' το παράθυρο- ''ακόμα και τα
πεζούλια γεμίζουν φρίκη'', είπε, ''με ακολουθούν οι παιδικές νύχτες, ο
αγγελιοφόρος άλλαζε μόνος του διευθύνσεις κι έτσι δεν έπαιρνα ποτέ ούτε μια
είδηση''-κι από τότε τον αγάπησα ανέξοδα, όπως αγαπά κανείς έναν νεκρό που
στέκεται πεισματικά στο εικονοστάσι ή στην αυλή γυρεύοντας έρωτες
νοικιασμένους, -πρέπει να εκμεταλλεύεσαι πεισματικά κάθε περίσταση, αλλιώς
πεθαίνουμε- και το ξύλινο πόδι μένει βαμμένο στο χρώμα της σκουριάς όπως το
δέρμα του φιδιού στο πλάι του δέντρου.

...δεν
αξίζει τίποτα για να σταματήσεις -τις περισσότερες φορές ξυπνώντας ανακαλύπτεις
το πτώμα - είναι πρωί με αδύναμες σκιές δεν υπάρχει κανείς να ζητήσει
ερμηνείες, ούτε ένας σωσίας που χάλασε απροειδοποίητα τη γιορτή, ο Αίγισθος
ήταν η πάνκ ορχήστρα - αρχιερατικός μύθος της αποκρουστικής μαγείας του φθόνου-
με το χέρι ή το πόδι του νεκρού βασιλιά βαλσαμωμένα προλέγει το
μέλλον ενώ εγώ τρώω για να ζήσω - άκαμπτα και σκληρά έμοιαζαν έτοιμα να
σπάσουν σαν κλαδάκια, τα μέλη του - στ' αλήθεια ποτέ δεν ήμουν έτοιμος να
μιλήσω για μια μακρινή εποχή, όποια κι αν ήταν - το σώμα του Αγαμέμνονα είχε
εξασθενήσει - καμιά φορά ο Πρίγκιπας τον ακουμπούσε με το στόμα σαν να ήταν
ράμφος

με αυτές τις προφυλάξεις σε δόσεις απειροελάχιστες η
δολοφονία είχε συντελεστεί προ πολλού, του έβαλα κατάσαρκα ένα κομμάτι διπλό
εφημερίδας και πέτρες στις τσέπες του παλτού, όπως και σε μένα - εκείνες τις
νύχτες είχαν ψοφήσει πολλά πουλιά, οι αρουραίοι είχαν δουλειά στην γέφυρα
Καλίνκιν -τους καταλαβαίνω - άσχημο ίσως, τώρα βρίσκομαι πίσω στο σπίτι, η
βροχή χτυπάει τα τζάμια, έπρεπε όλα να φαντάζουν σαν μια μεγάλη αξιοσημείωτη
βεγγέρα - η Κλυταιμνήστρα ως πρώην μανεκέν

κρατούσε ένα
μικρό κομψό πιστόλι ίδιο μ' αυτό που μπορεί να έκλεψε υποθέτω ο Τρέπλεβ απ' τη
μητέρα του Μαντάμ Αρκαντίν - οι ήχοι του τραγουδιού ήταν διαβολεμένα δυνατοί, ο
Αίγισθος ως αρχηγός του συγκροτήματος αγκάλιασε τον Αγαμέμνονα, απ' το παλτό
απότομα, -όπως ένα ετοιμοθάνατο μωρό-, κρατώντας τον σε τροχιά βολής - η
Κλυταιμνήστρα πυροβόλησε έξη φορές χωρίς ν' ακούσει κανείς τίποτα στην
κατάμεστη από κόσμο γέφυρα, - οι τελευταίες σκέψεις του νεκρού ήταν αυτές :
περίπου τα μακριά ντελικάτα νύχια της γυναίκας του τα δροσερά της ακροδάχτυλα -
πιθανώς και το αιδοίο της να είχε αλλάξει θέση - ανάμεσα στον μεσαίο και τον
παράμεσο του χεριού που πυροβόλησε - γύρισα στο σπίτι όπως σάς έλεγα, - έβρεχε
- μεσάνυχτα ή μεσημέρι - δεν μπορούσα να ξέρω - δεν ήταν μεσάνυχτα ή μεσημέρι -
δεν έβρεχε - no sense knows how
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Nikolay
Gogol, το Παλτό, μτφρ. Ορέστης Ορλώφ, εκδόσεις Ars Brevis-Παρά Πέντε, αχρονολόγητο
[* Καρολίνα Ιβάνοβνα, πρόσωπο στο Παλτό]
[2] Νίκος
Γκάτσος, Αμοργός, Ίκαρος 1990
[3]
..............................................Οι θεοί όμως ήρθαν
Και πήραν κάτι μακριά, κανείς δεν πήρε είδηση
Fernandο Pessoa,
Αντίνοος, μτφρ. Κώστας Λάνταβος, Αρμός, 2006
Δημοσίευση σχολίου