Του Στέλιου Ελληνιάδη

Στη μεταπολεμική περίοδο, οι καπιταλιστές έχοντας σαν βασικό ατού την αστική δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα, την κοινωνική πρόνοια και την ευημερία που γνώρισε σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς ο δυτικός κόσμος, έπεισαν το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνιών της Δύσης και εμπέδωσαν την πεποίθηση ότι αυτή η κατάσταση όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά θα γίνεται διαρκώς καλύτερη για όλους. Η αύξηση της παραγωγικότητας και του παραγόμενου πλούτου θα εξασφαλίζει την αδιατάρακτη ευμάρεια, με όλο και μεγαλύτερη δικαιοσύνη, με όλο και περισσότερο ελεύθερο χρόνο και ανέσεις, με όλο και μεγαλύτερη ασφάλεια. Ότι αυτή η εξέλιξη είναι η φυσική συνέπεια της οικονομίας της αγοράς όπου όλα αυτορυθμίζονται και αυτοδιορθώνονται.

Η αναπάντεχη κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων το ’90, ανανέωσε αυτό το «αξίωμα» πάνω που είχαν φανεί τα πρώτα σύννεφα και είχαν πέσει οι πρώτες μπόρες στο δυτικό μοντέλο. Αυτό σήμαινε ότι το σύστημα έπαιρνε από κει που δεν το περίμενε κανείς μια παράταση ζωής. Και ταυτόχρονα, οι ελίτ που το διαχειρίζονταν αποκτούσαν μεγαλύτερη ευχέρεια να το αποδομήσουν συρρικνώνοντας τις ευνοϊκές για την κοινωνία ρυθμίσεις για να το φέρουν στα μέτρα των επιδιώξεων τους για μεγαλύτερη κερδοφορία και συσσώρευση. Χωρίς αντίπαλο δέος, η λογική του «μονόδρομου», ή του τέλους της ιστορίας, δύσκολα μπορούσε να αμφισβητηθεί.

Η θέση της Θάτσερ ότι δεν υπάρχει άλλος εναλλακτικός δρόμος πρόσφερε –μετά τη διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ- την καλύτερη κάλυψη όχι μόνο στους θιασώτες του επιθετικού καπιταλισμού, αλλά και στους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες που έψαχναν να βρουν δικαιολογίες και αφορμές για να αυτομολήσουν νόμιμα και χωρίς ενοχές στο στρατόπεδο του νεοφιλελευθερισμού, όπως παραπλανητικά αποκαλούν αυτή την άγρια μορφή καπιταλισμού.

Η διάβρωση του προοδευτικού μπλοκ στην Ευρώπη είχε αρχίσει πριν από τη διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ. Στην μεταπολεμική μορφή και εξέλιξή του το δυτικό μπλοκ ήταν εξαιρετικά δελεαστικό και αφομοιωτικό. Εν καιρώ ειρήνης και ευμάρειας, τα κομμουνιστικά κόμματα κόλλησαν στη στασιμότητα της γραφειοκρατία τους, αποστεώθηκαν και με το πρώτο μεγάλο σοκ θρυμματίστηκαν εύκολα. Αντιθέτως, τα σοσιαλδημοκρατικά, εξαρχής πιο φιλικά στην αστική δημοκρατία, προσπάθησαν να εξανθρωπίσουν το καπιταλιστικό σύστημα με εντυπωσιακά –στην πρώτη φάση-αποτελέσματα. Εντυπωσιακά, αλλά –κόντρα στις προβλέψεις των πιο αισιόδοξων– πρόσκαιρα.


Αφύσικος καπιταλισμός

Ο καπιταλισμός δεν άλλαξε τη φύση του. Ως χαμαιλέων προσαρμόστηκε στο μεταπολεμικό περιβάλλον. Η επιρροή και γοητεία του σοσιαλιστικού μοντέλου είχε κορυφωθεί μετά την εκπληκτική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης κατά του Άξονα και την ασύλληπτη θυσία των λαών της στον παγκόσμιο πόλεμο και με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949. Ούτε οι δυσλειτουργίες του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού είχαν ακόμα εδραιωθεί ούτε οι καπιταλιστικές μητροπόλεις είχαν καθαρή τη φωλιά τους στο εσωτερικό και τις αποικίες τους. Η γερμανική ελίτ ήταν υπόλογη για τα τρομακτικά εγκλήματα πολέμου που είχε διαπράξει, η γαλλική ελίτ προσπαθούσε να αποτινάξει το στίγμα της συνεργασίας με τους ναζί στη διάρκεια του πολέμου και η αγγλική ελίτ προσπαθούσε, όπως και η γαλλική, να ματαιώσει δια πυρός και σιδήρου τις απόπειρες των λαών του Τρίτου Κόσμου (της Κύπρου συμπεριλαμβανομένης) να αποκτήσουν την ανεξαρτησία και αυτοδιάθεσή τους.

Για τις ευρωπαϊκές ελίτ, συνεπικουρούμενες από την άθικτη ελίτ ων ΗΠΑ, η ταχύρρυθμη ανασυγκρότηση και ανόρθωση της δυτικής Ευρώπης μετά τη βιβλική καταστροφή που τα ανταγωνιστικά συμφέροντά τους είχαν προκαλέσει, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου πρωτίστως για τις ίδιες και για το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του. Όχι μόνο η Σοβιετική Ένωση είχε μεγάλη ακτινοβολία παγκόσμια, αλλά και οι κομμουνιστές της Ευρώπης απολάμβαναν την εκτίμηση των λαών επειδή αυτοί σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες. Σε αντίθεση με τους αστούς που είτε από την αρχή εντάξανε τα καθεστώτα τους (περίπου της μισής Ευρώπης) στον Άξονα είτε συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, λούφαξαν ή διέφυγαν στο εξωτερικό για να γυρίσουν μετά το τέλος του πολέμου ατσαλάκωτοι.

Νέοι δικτάτορες στην Ευρώπη δεν ήταν ευπρόσδεκτοι μετά τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και τα νέα καθεστώτα που εγκρίθηκαν ή «φορέθηκαν» στις ευρωπαϊκές χώρες υπό την εποπτεία των στρατιωτικών αρχών με τις ΗΠΑ επικεφαλής, σαν έτοιμα κοστούμια, από τη Γερμανία ως την Ελλάδα, όφειλαν να στήσουν την οικονομία της αγοράς διασκευασμένη με τρόπο που θα την καθιστά πιο ελκυστική από το νικηφόρο σοσιαλιστικό αντι-μοντέλο.

Στη διαδικασία αυτή, μπορεί οι χριστιανοδημοκράτες να αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα των καθεστώτων, αλλά χωρίς τους σοσιαλδημοκράτες το «κοινωνικό κράτος» δεν θα είχε το εύρος που γνώρισε. Σε σημείο που δημιούργησε την ψευδαίσθηση ακόμα και σε αριστερούς ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εξανθρωπιστεί, ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο το σύστημα που είχε γνωρίσει ο κόσμος προπολεμικά, της στυγνής εκμετάλλευσης, της τεράστιας ανισότητας και του διαρκούς πολέμου. Χάρη σ’ αυτόν τον κεντρικά ελεγχόμενο καπιταλισμό με πολλά στοιχεία σοσιαλιστικής υφής, οι κοινωνίες απέκτησαν ένα επίπεδο ασφάλειας και ευημερίας, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής, σε συνθήκες ειρήνης μεταξύ τους, πρωτόγνωρο στην ιστορία.


Αναβίωση του κανιβαλισμού


Όμως, η επιτυχία του «εξανθρωπισμένου» καπιταλισμού εφησύχασε, αλλοίωσε και απορρόφησε τους βασικούς συντελεστές του, τους σοσιαλιστές. Κι όταν άρχισε η οικονομία της αγοράς να απαιτεί περισσότερα, οι εγγενείς στον καπιταλισμό τάσεις για υπερσυγκέντρωση του πλούτου και διεύρυνση των ανισοτήτων, ενισχύθηκαν. Με πιο στενά περιθώρια για ανεμπόδιστη επέκταση και ανάπτυξη, αλλά και πίεση για όλο και μεγαλύτερο κέρδος, οι βλέψεις των ελίτ στράφηκαν στον πλούτο που είχε διανεμηθεί μέσα στην κοινωνία. Κι έτσι ενεργοποιήθηκε ξανά ο σύμφυτος με τον καπιταλισμό κανιβαλισμός.

Τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα θα ήταν τα πρώτα θύματα και με την πάροδο του χρόνου η ανθρωποφαγία θα επεκτεινόταν στα μικρά και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Με την ίδια «λογική» οι πιο αδύναμες χώρες, όχι μόνο οι χαρακτηρισμένες ως εχθρικές αλλά και οι φιλικές και συμμαχικές, θα κατασπαράσσονταν πρώτες για να μειωθεί ή να καθυστερήσει η ένταση της αφαίμαξης στις κοινωνίες των μητροπόλεων, ο καθησυχασμός των οποίων εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λεηλασία των «άλλων», των ξένων, έστω και εταίρων, από τις ελίτ. Οι ελίτ χρειάζονται σχετική σταθερότητα στο εσωτερικό των μητροπόλεων απ’ όπου αντλούν την πολιτική και στρατιωτική ισχύ που είναι απαραίτητη για την κυριαρχία τους στις εσωτερικές και εξωτερικές αγορές. Αυτά σχεδιάζονται, η υλοποίηση τους, όμως, είναι πάντα σχετική, συχνά με πολλές ανεπιθύμητες και απρόβλεπτες παρενέργειες.

Αναταράξεις





Αυτή η διατάραξη των εσωτερικών ισορροπιών, μπορεί να αύξησε τα κέρδη και την υπερσυσσώρευση πλούτου από τις ελίτ, προκαλεί, όμως, πολλές αναταράξεις. Μία απ’ αυτές τις αναταράξεις είναι η απαξίωση έως και αποκαθήλωση των παραδοσιακά ισχυρών πολιτικών δυνάμεων. Γιατί ο κανιβαλισμός που υπέθαλψαν εκούσια ή ακούσια αποδομεί το κράτος πρόνοιας, κατατρώει τα σωθικά των επί μακρόν εφησυχασμένων κοινωνιών και δημιουργεί –όχι πάντα ελεγχόμενες- αντιδράσεις. Εξ ου και η σύγχυση. Εξ ου και τα κινήματα διαμαρτυρίας. Εξ ου και τα ανησυχητικά φαινόμενα της οπισθοδρόμησης και της αποσταθεροποίησης μέσα στις δυσαρεστημένες κοινωνίες.

Η προηγηθείσα υπαναχώρηση των ηγετικών ελίτ, η ανάκληση των κατακτήσεων και η στροφή τους στον επιθετικό καπιταλισμό, καταργεί το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο, επαναφέρει το απεχθές καθεστώς της λιτότητας και ανασφάλειας και στρώνει το έδαφος για κάθε είδους πολιτικά μορφώματα που εκμεταλλεύονται το κοινωνικό άγχος το οποίο ανακάμπτει δριμύτερο καθώς το κενό εμπιστοσύνης μεγαλώνει.

Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στη Γερμανία, τον ισχυρότερο πυρήνα εξουσίας στην Ευρώπη, είναι πολύ χαρακτηριστικά. Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες υφίστανται καθίζηση, όπως συνέβη ακόμη εντονότερα στη Γαλλία. Κοινωνίες ολόκληρες πολιτικά ρευστοποιούνται. Κι αφού η Αριστερά, όπως αυτοπροσδιορίζεται η ενσωματωμένη πλέον στο σύστημα και εξομοιωμένη με τη Δεξιά σοσιαλδημοκρατία, καίει τα τελευταία αποθέματα εναλλακτικότητας και διαφορετικότητας που διέθετε, ενώ στενεύουν οι επιλογές των δυσαρεστημένων πολιτών και ανοίγει ο δρόμος σε κάθε μορφής δημαγωγό.

Δεξιά στροφή

Η απαξίωση της Αριστεράς είναι συνέπεια της σταθερής στροφής της προς τα δεξιά. Και όποια ακόμα στήριξη παρέχει η κοινωνία στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας είναι ο απόηχος από την εποχή που αυτοί υπερασπίζονταν την ειρήνη και το κοινωνικό κράτος. Η κατάρρευση και διάλυση της πανίσχυρης ιταλικής Αριστεράς, σοσιαλιστικής και κομμουνιστογενούς, συνδέεται όχι με κάποιας μορφής αριστερό εξτρεμισμό, αλλά με την όλο και πιο δεξιόστροφη μετάλλαξή της.

Όσο κι αν κάθε προοδευτικός άνθρωπος επιζητεί πάντα κάτι καλύτερο, θα ήταν λάθος να μην αναγνωρίσουμε ότι μεταπολεμικά, στην Ευρώπη, με καθεστώς ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς, η Αριστερά, οριζόμενη με πολύ γενικά και ελαστικά κριτήρια, συνεπικουρούμενη από την πίεση που ασκούσαν τα πιο «ορθόδοξα» κόμματα, κατάφερε να βελτιώσει όχι μόνο οικονομικά, αλλά και θεσμικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τη ζωή για πολύ πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Η Αριστερά συμπίεσε σε αξιοσημείωτο βαθμό τον καπιταλισμό και περιόρισε τις παρενέργειες του. Αλλά στη διαδικασία αυτή, ξεχαρβαλώθηκε και αλλοτριώθηκε η ίδια.

Οι πολιτικές δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στο μεταπολεμικό «θαύμα», έγιναν οι φορείς της κατεδάφισης του σε συνέργεια με την πιο καθαρόαιμη Δεξιά. Κι όσο προσπαθούν να επιβιώσουν ξηλώνοντας το οικοδόμημα τόσο βαθαίνουν την κρίση και αποξενώνουν την κοινωνία. Οι αντιδράσεις, από ανασφάλεια, στρίμωγμα, απογοήτευση, αδιέξοδο και απόγνωση που εκδηλώνονται με μορφή διαμαρτυρίας, εκδίκησης, τιμωρίας, νοσταλγίας, ψευδαίσθησης, ίσως και αυτοκαταστροφής, είναι συχνά τυφλές και απρόβλεπτες.

Οι φορείς της Αριστεράς έχουν τεράστια ευθύνη. Μεταλλάχτηκαν και πούλησαν τον εαυτό τους στο διάβολο του «νεοφιλελευθερισμού». Και ευθύνονται για τις χαοτικές καταστάσεις στις οποίες οδηγούνται οι κοινωνίες που επί δεκαετίες τούς εμπιστεύθηκαν την τύχη τους.

Ανολοκλήρωτες προσπάθειες

Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν σε όλα τα κράτη που ανήκαν στο ανατολικό μπλοκ (Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία κ.λπ.), οι πολίτες, που σήμερα εμφανίζονται παραδομένοι στα εθνικιστικά, ρατσιστικά και θρησκόληπτα πολιτικά μορφώματα τύπου Κατσίνσκι, έδωσαν πολλές ευκαιρίες στα φερόμενα ως σοσιαλιστικά πρώην κομμουνιστικά κόμματα δίνοντας τους την εξουσία να κυβερνήσουν τις χώρες αυτές μέχρι να αποκαλυφθεί το μέγεθος της ανικανότητας και διαφθοράς τους.

Οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές στη Νότια Αμερική, αλλά και εκεί, τα αριστερά κόμματα έκαναν δουλειά, αλλά ανολοκλήρωτη, όχι, βέβαια, μόνο με δική τους ευθύνη. Στη Βραζιλία, πέρα από τα αισχρά πραξικοπήματα της Δεξιάς (καθαίρεση της προέδρου Ρουσέφ, φυλάκιση του λαοφιλούς πρώην προέδρου Λούλα κ.λπ.), το Εργατικό Κόμμα πληρώνει την μερική μόνο αποδέσμευση του από τη Δεξιά. Αλλά και η διατηρηθείσα σημαντική επιρροή του στην κοινωνία οφείλεται στα ευεργετικά για τους πιο αδύναμους μέτρα που έλαβε κυβερνώντας. Τελικά, όμως, ηττάται στις κάλπες γιατί, για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους, δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο τολμηρά το αριστερό του πρόγραμμα.

Στη Βενεζουέλα, η πιο ριζοσπαστική φιλολαϊκή πολιτική του Τσάβες και του Μαδούρο (που έχουν νικήσει σε πάνω από δέκα εκλογικές αναμετρήσεις!), τους έχει κρατήσει με δημοκρατικές διαδικασίες στην εξουσία παρ’ όλο που υφίστανται ακραίες επιθέσεις σαμποτάζ, αποκλεισμών, κυρώσεων, απειλών και κάθε είδους υπονομευτικών ενεργειών από τις ΗΠΑ. Συνυπολογίζοντας και την εμπειρία της Αργεντινής, είναι φανερό ότι οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις χάνουν ερείσματα όταν οι αριστερές τους πολιτικές εφαρμόζονται μερικώς.

Σκαλοπάτι της Δεξιάς

Στην Ελλάδα, είναι θλιβερό ότι η Αριστερά δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί ούτε τις θέσεις, ούτε το χαρακτήρα της για να ηγηθεί μιας εναλλακτικής προοδευτικής πανευρωπαϊκής πρότασης. Θλιβερό, γιατί έφτασε πολύ κοντά, αλλά –όπως φάνηκε καθαρά εκ των υστέρων- δεν είχε τα φόντα να το φέρει αυτό σε πέρας. Έμεινε από πνευματικά καύσιμα κι αυτό που κυριάρχησε αποτελεί έκφραση ενός καθυστερημένου και ξεπερασμένου πολιτικού μορφώματος που επιβιώνει παρασιτικά με την προσκόλληση του στο ευρωπαϊκό μοντέλο που βρίσκεται ήδη σε παρακμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως απόστημα περισσότερο της σοσιαλδημοκρατίας παρά του κομμουνιστικού μπλοκ, προσπαθεί να αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού σε φάση που το μοντέλο είναι πανευρωπαϊκά σε κρίση και αποσύνθεση.

Πέρα από την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, η απόπειρα είναι από τη μάνα της σισύφεια, καταδικασμένη εκ των προτέρων να αποτύχει εξαντλώντας και τα έσχατα αποθέματα της κοινωνίας και του τόπου. Και, ασφαλώς, ανοίγοντας τη λεωφόρο για την επαναφορά των υπολειμμάτων του παλαιού πολιτικού συστήματος, υπαίτιου για την καταστροφή της Ελλάδας. Τα πολιτικά κόμματα της Δεξιάς, με όλες τους τις παραλλαγές, αιμοδοτούνται από τη μειωμένη αξιοπιστία και τις πολιτικές που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν γίνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης, στον ΣΥΡΙΖΑ θα το οφείλει.

Το θετικό

Το θετικό είναι ότι οι κοινωνίες είναι εμβολιασμένες με την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος. Οι πολίτες είτε έχουν αριστερή είτε δεξιά πολιτική τοποθέτηση, επιζητούν συνειδητά ή ασυνείδητα τη διαφύλαξη του κοινωνικού κράτους. Αυτή είναι μια βιωμένη εμπειρία στην Ευρώπη, ανατολική και δυτική, την οποία οι εμβαπτισμένοι πλέον στο νεοφιλελευθερισμό χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να διαγράψουν από τη συλλογική μνήμη και πεποίθηση όσο κι αν τη δυσφημούν και την ακυρώνουν.

Γι’ αυτό, οι κάθε λογής δημαγωγοί εάν δεν την υπηρετήσουν όπως διατείνονται υφαρπάζοντας από την Αριστερά τις θέσεις και τα αιτήματα από τα οποία αυτή στην πράξη απομακρύνθηκε, δεν θα ευδοκιμήσουν σε βάθος χρόνου όση ζημιά κι αν προκαλέσουν, που δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή που προξένησαν οι προκάτοχοί τους. Οι κοινωνίες έχουν ένα μέτρο σύγκρισης που μπορεί και να τις σώσει από τους απατεώνες και από τον αφανισμό. Και οι νέες υγιείς πολιτικές δυνάμεις που κάποια στιγμή θα αναδειχτούν μόνο αν επενδύσουν σ’ αυτή τη θετική εμπειρία έχουν μέλλον.




Δημοσίευση σχολίου