one thing for Joyce's back
Και μέσ' απ' τη
χλόη οι δρόμοι σέρνονται μίλια...
Τόποι 'δω, τόποι
'κει, με φώτα, στέρνες και χώμα,
Απειλητικοί,
φοβεροί, ξεπεσμένοι, ψόφια βασίλεια...
HUGO VON HOFMANSTAHL
Η μπαλάντα της εξωτερικής ζωής[1α]
Άντρες-γυναίκες
σωριασμένοι στα τραπέζια ανά δύο
Σταυρωτά. Γυμνοί,
δίχως μαρτύρια. Χυμένο μάτι.
GOTTFRIED BENN, Ρέκβιεμ [1β]
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ :
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ο ΠΑΙΧΤΗΣ
1.
ΣΚΗΝΙΚΟ : ......η
θάλασσα Η φωνή : ''άφησέ με ν' ανάψω το φως'' ηχεί
συνεχώς αλλοιωμένη περίπου νύχτα
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.......από ένστικτο ψιθύρισα η γενέτειρά μου με τίποτε
άλλο εκτός απ' τη ζωή που αρνιόμουν και οι νύχτες στην από κει μεριά του φράχτη
ανάμεσα στα λιγοστά ξέφωτα δεν έκλαψα η γη φαινόταν ότι έγερνε στο
ξημέρωμα ''θα σκοτεινιάσει όταν φτάσουμε'' έλεγα μονότονα
Ακολουθούν ορισμένα συμπεράσματα που γίνονται αμέσως σκελετοί ένα βαθύ γκρίζο
πρόσωπο που πραγματώνεται στην αδικία μπορεί να είναι η σκιά που περιμένει στη
μυρωδιά της μούχλας η μοναξιά αποκτά με τον καιρό το χρώμα μιας παρουσίας
''Σάς ψάχνω Μου είπαν ότι ξέρετε πού βρίσκεται το
κάθε πράγμα στο απόλυτο σκοτάδι όπως ο δολοφόνος ενώ σκοτώνει για κάτι
προφητικό σε νεαρή ηλικία''
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.....[παύση-γελάει] το παλιό σκονισμένο δωμάτιο ακουμπούσε απαλά στα
βλέφαρα [μικρή παύση] Τρελέ θεότρελε είναι αναγκαίο να
μεθύσεις αγνοούμενος άρα νεκρός Ο αέρας δεν
είχε να ξεπουλήσει ούτε μια βελόνα αισθανόμουν τη ζεστασιά να διεισδύει στα
μάτια Όταν αφήνει τα μαλλιά ξέπλεκα σουβλιά στο κορμί
της ομίχλης ξεμακραίνει πως μια μέρα αυτό δεν θα με πληγώνει δεν
θα μάς πληγώνει
Αιώνιο
Λέρωνε τα σεντόνια σε αμέριμνα πανδοχεία ή εκείνος ο ανεπαίσθητος σπασμός στο
σώμα σταματημένο μετά το εμβατήριο ''σε νομίζαμε πεθαμένο''
είπα ''αλλά τελικά μάς αθώωσαν έπρεπε να υπάρξουμε
λησμονημένοι'' παρ' ολ' αυτά μόλις άνοιξα την πόρτα οπισθοχώρησα ελαφρά
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
......σύντροφοι το σπίτι βρίσκεται ακόμα εκεί και παίζει μουσική
και δεν πρέπει ποτέ να πάψει να είναι σπίτι
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.....τι εννοείτε ; [παύση] μπορείτε να μπείτε [χαμογελάει]
ετοιμαστείτε θα μείνουν όλοι άφωνοι κι εγώ βλέπετε ξεθάβω τις νοσηρές
υπηρέτριες μεταναστεύω για το διπλανό δωμάτιο με τους πηχυαίους τίτλους
του εφήμερου την άμορφη ασάφεια της απέναντι νύχτας
2.
ΣΚΗΝΙΚΟ : .......η
σκιά του ανθρώπου που περίμενε να γυρίσω μετά αρχίζει να χτυπάει
το ρολόι
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.......δεν ήταν εύκολο ταξίδι θα κυλήσουν οι ώρες σα να ήταν μια ολόκληρη εποχή
το βράδυ των γενεθλίων τα πυροτεχνήματα
έχω εξοικειωθεί με το παράλογο όπως μια καθησυχαστική ερωμένη τα δέντρα
έχουν μοιρολόγια τίποτα σπουδαίο είμαι κωμικός θα μου ταίριαζε η δουλειά σε
τσίρκο θυμάμαι το σκυλί μου στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού κληρονομούσε
αθέλητα τις έσχατες αυθεντίες του ψεύδους ήμουν ο τελευταίος μάρτυρας ''Εσείς
τι είδατε ;'' μου λέει τότε απάντησα καθαρά από
συστολή ''ακουγόταν κόσμος που κουβέντιαζε κύριοι
δικαστές είχα στραφεί προς το παράθυρο αυτοκίνητα και πεζοί
προσπερνούσαν ο θυρωρός μιλούσε με ανυπόκριτη εμπάθεια για τον εκλιπόντα κι
έτσι κάθε πράγμα έπαιζε το μοιραίο του χαρτί κι από τη μέρα που ηλικιώθηκα τα
παιδικά παιχνίδια κέρδισαν τη θέωση απροειδοποίητα'' τους είπα
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.......[μικρή παύση] μου προτείνετε να προστατέψω ο,τι με συντρίβει
βρίσκεται συγκαλυμμένο αυτό και μόνο
έγειρα στα κάγκελα για να προσέξω καλύτερα το σακατεμένο κορμί
ζυγιασμένο οι λάσπες ριζώνουν όπως σ' ένα ζεστό φθινόπωρο κάθε
παράθυρο και δέντρο ανεξιχνίαστα φιλικά όταν θέλουν να σε μαγέψουν ή η είσοδος
με τη δική της δροσιά ανομολόγητη τώρα μπορώ
κατηφορίζω την πλαγιά καθώς παραστέκεται η γαλήνη έσβησα με προσοχή τα
δαχτυλικά μου αποτυπώματα όπου θα περνάει ο χρόνος Δεν με
αναγνωρίζει κανείς ''εσείς δεν είστε;'' με αποχαιρέτησαν σαν άγαλμα αρτιμελές
μα αξιοθρήνητο Σάς επιθύμησα σύντροφοι
ο ήλιος με στηρίζει αφιλοκερδώς μέχρι που παρασέρνομαι ανελέητα
ανεμοστρόβιλοι τα πουλιά ψάχνουν φωλιές μάς ανοίγουν τα μάτια Χυμένα Μάτια Θα
χωρέσουν τα πρόσωπα αγνώστων λοιπών στοιχείων ανάμεσα στα ερέβη των
ζωντανών Συνήθως Κυριακή πρωί Στέρνες και χώμα ξεπεσμένοι
ψόφια βασίλεια δικά μας
3.
ΣΚΗΝΙΚΟ :
......βαδίζοντας πάτησα και συνέτριψα ένα ποτήρι Πέρα απ΄το ορατό
Ακίνητος Ησυχία Τοπίο με ρουλέτα Ο παίχτης
: βουβός
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
......εξ άλλου ήταν μια αλήθεια ο δεσμοφύλακας καταλάβαινε πως ήταν παρείσαχτος
καμιά φορά αναρωτιόταν για κάτι ακατανόητο αλλά την επόμενη μέρα επαναλάμβανε
τα ίδια μιλώντας με ασυνήθιστη φιλοδοξία ''ξέρω'' μου λέει
''οι τρεις μουσικοί θα γυρίσουν την πλάτη στους ελεήμονες να το
θυμάστε όπως κάνουν τα καλοκαιρινά απογεύματα'' και μόνο εγώ ρωτούσα πώς
πάνε τα πράγματα ή σκεφτόμουν τη γυναίκα που είχε ευλογήσει την ταπείνωση και
συχνά δεν έριχνα ούτε μια ματιά στον επισκέπτη μέχρι την ώρα που έφευγε
[παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
......και ω η χαμένη τους νιότη ανησυχώ πέφτω διαρκώς
σε λάθη όπως η προκατάληψη ανάμεσα στην τύψη και την αναστάτωση θυμήθηκα ο,τι
κακό είχε γίνει ''το μέλλον είναι κίβδηλο διπρόσωπο'' μου λέει ''αλλά πρέπει να
καταγράψω την αιώνια νοσταλγία όπως ένας ύπουλος παράπλευρος στενός δρόμος όπου
προσεύχομαι για το αδύνατο ή την παλιά πόρτα με τον αθέατο κόσμο που
συχωρέσαμε''[παύση]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
......ήταν κι εκείνη η όμορφη ερημιά με τα σημάδια του σπαραγμού σαν
μεταμέλεια ο θάνατος γνωρίζει τα μυστικά για τους αυτόχειρες
η κακοσμία του ιδρώτα της θύμιζε τις διαστροφές που ξυπνάνε μόλις μάς
ακουμπήσει ο τοίχος με τα καρφιά ή το σκοτεινό βάθος του μαγαζιού που
κοντοστέκονται προκλητικά τα όργια του περασμένου αιώνα ή εκείνο το βιαστικό
σκυλί με τις ουράνιες επισκέψεις που αγνοήσαμε
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :
.......έτσι το βράδυ θα ξαναπαίξω στη ρουλέτα τη μικρή αόρατη ζυγαριά της
δικαιοσύνης ωστόσο είχα χρέος ν' απαντήσω αν κλαίνε οι μεθυσμένοι τους
πεθαμένους ξημερώματα κι έπειτα η ενοχή η αποκηρυγμένη αθωότητα των
λυγμών σύντροφοι έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος ο μαύρος
παγωμένος ίλιγγος έγραψε τ' όνομά τους στα τραπέζια σωριασμένοι άντρες-γυναίκες
σταυρωτά δίχως μαρτύρια και με χυμένα μάτια
Σκοτάδι Φως ΑΥΛΑΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1α] : Απόδοση για
το ''Δ'' : ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, Πέντε εξπρεσσιονιστές ποιητές τ.
10-11, 1985
[1β] : ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
ο.π.
Δημοσίευση σχολίου