Ο Νόαμ Τσόμσκι
στο βιβλίο του «Οι έχοντες και μη κατέχοντες» διευκρινίζει το νέο ρόλο
της Κεντρικής Τράπεζας: «Η κεντρική Τράπεζα ελέγχει βασικά τα επιτόκια. Στη
διάρκεια της ύπαρξής της, έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας διάφορες επιδιώξεις
και έχει εκδώσει διάφορες οδηγίες. Οι επίσημοι σκοποί της ήταν, αρχικά
τουλάχιστον, να μειώσει τον πληθωρισμό και ν’ αυξάνει την απασχόληση. Επομένως,
ένας από τους στόχους της ήταν να βοηθάει την επίτευξη της αποδοτικής πλήρους
απασχόλησης. Αυτό δε σημαίνει μια απασχόληση της τάξης του 100%, αλλά ένα
ποσοστό που να το προσεγγίζει. Σιγά σιγά, άρχισε να δίνει λιγότερη σημασία σ’
αυτό το στόχο. Σήμερα, η βασική της επιδίωξη είναι να εμποδίζει την αύξηση του
πληθωρισμού». (σελ. 176).
Και βέβαια, ο
πληθωρισμός κρίνεται απολύτως ασύμφορος για το κερδοσκοπικό – τοκογλυφικό
κεφάλαιο: «Το σύνολο του ανεξέλεγκτου χρηματιστηριακού κεφαλαίου έχει αυξηθεί
αστρονομικά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Οι μετακινήσεις των κεφαλαίων
γίνονται πολύ γρήγορα, χάρη στις τηλεπικοινωνίες κλπ. Καθημερινά μετακινούνται
έως κι ένα τρισεκατομμύριο δολάρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα κεφάλαια
αυτά αποσκοπούν κυρίως στην κερδοσκοπία εις βάρος των νομισμάτων. Μετακινούνται
σε αγορές όπου το νόμισμα θα παραμείνει σταθερό, υπάρχει υψηλή ανεργία και ο
ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλός, και επομένως είναι αδύνατο να υπάρξουν
πληθωριστικές πιέσεις». (σελ. 176).
Κι αν υπάρχει
απορία για τους λόγους που ο πληθωρισμός απωθεί τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, ο
Τσόμσκι θα γίνει κατατοπιστικός: «Αν κάποιος επενδύει, για παράδειγμα, σε
ομόλογα, ο μεγαλύτερος εχθρός του είναι μια ενδεχόμενη αύξηση του πληθωρισμού,
που σημαίνει μια ενδεχόμενη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Επομένως, θ’ αποφύγει
να επενδύσει σε χώρες που δίνουν κίνητρα για την οικονομική ανάπτυξη». (σελ. 176
–177).
Με άλλα λόγια, η
νομισματική σταθερότητα ενός εκμηδενισμένου πληθωρισμού είναι η απόλυτη εγγύηση
ότι το κερδοσκοπικό κεφάλαιο δε θα χάσει. Ο πληθωρισμός, ως οικονομική
επιπλοκή, μειώνει την αξία του χρήματος, καθώς, όσο αυξάνονται οι τιμές, τόσο
αποδυναμώνεται η πρόσβασή του στα αγαθά. Κατά συνέπεια, αυτός που επενδύει σε
ομόλογα δε θέλει το χρήμα που δεσμεύει να χάνει σε αξία, αλλά να του αποφέρει
τα εξαρχής υπολογισμένα κέρδη στο ακέραιο, χωρίς να υφίσταται φθορές λόγω
πληθωρισμού.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός
είναι σταθερά συνδεδεμένος με την ανάπτυξη. Όσο αυξάνονται οι παραγωγικές
δραστηριότητες (δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και άνοδο των ημερομισθίων),
τόσο θα αυξάνονται και οι τιμές αποδυναμώνοντας την ισχύ του χρήματος. Το
ζήτημα είναι ο πληθωρισμός να κρατιέται σε επίπεδα χαμηλά ή τουλάχιστον να
κινείται ανάλογα με το επίπεδο της διεύρυνσης της απασχόλησης συμβάλλοντας
θετικά στη γενική ευημερία. Ο πληθωρισμός που καλπάζει ξέφρενα υπονομεύει όχι
μόνο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, αλλά και τα ίδια τα μεροκάματα, καθώς
συρρικνώνει την αγοραστική τους δύναμη. Υπό συνθήκες ασύδοτου
πληθωρισμού, ακόμη και η αύξηση των μισθών μπορεί να ισοδυναμεί με
μείωση, αν δεν ισοσκελίζεται με την αντίστοιχη άνοδο στις τιμές των
αγαθών. Η διαρκής μέριμνα για τον έλεγχο του πληθωρισμού κρίνεται απολύτως
απαραίτητη, αν θέλουμε να μιλάμε για μια υγιή οικονομία.
Όμως, αυτό απέχει
πάρα πολύ από την προσπάθεια της πλήρους εξάλειψής του, όπως θέλει να πείσει η
Κεντρική Τράπεζα. Ο Τσόμσκι εξηγεί: «Τα επιτόκια που καθορίζονται από την
Κεντρική Τράπεζα θα έχουν την τάση να αυξηθούν, για να μην υπάρχουν κίνητρα για
την οικονομική ανάπτυξη και, επομένως, μια ενδεχόμενη αύξηση του πληθωρισμού –
καθώς η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός έχουν την τάση να συμβαδίζουν. Αυτό θα
μειώσει το ρυθμό ανάπτυξης και θα εμποδίσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Επομένως, αυτό που βασικά επιδιώκουν είναι η αύξηση της ανεργίας. Όταν
αυξάνεται η ανεργία, το κόστος της εργασίας μειώνεται. Υπάρχουν λιγότερες
πιέσεις για την αύξηση μισθών». (σελ. 177).
Με δυο λόγια, οι
επιδιώξεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με την
ανάπτυξη που θα επιφέρει τις παραγωγικές επενδύσεις, την αύξηση της απασχόλησης
και την άνοδο των μισθών. Η άνοδος των επιτοκίων για το κερδοσκοπικό κεφάλαιο
είναι η μεταφορά του πλούτου από τις δυνάμεις της παραγωγής στους εισοδηματίες.
Η οικονομία που στρέφει το ενδιαφέρον της στα συμφέροντα των εισοδηματιών δεν
έχει άλλη επιλογή απ’ την επιδίωξη της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και της
διάλυσης του κράτους πρόνοιας. Ο Τσόμσκι σχολιάζει: «Επομένως, ο στόχος της
πλήρους απασχόλησης, που αρχικά τουλάχιστον ήταν μια από τις επιδιώξεις της
Κεντρικής Τράπεζας, έχει παύσει πλέον να υφίσταται». (σελ. 177).
Κι όταν λέμε
κερδοσκοπικό κεφάλαιο εννοούμε πρωτίστως τα κεφάλαια κάλυψης, πιο γνωστά ως
hedge funds. Ο Edward Chancellor στο βιβλίο «Η άνοδος και η πτώση των
χρηματιστηρίων» πληροφορεί: «Τα κεφάλαια κάλυψης (hedge funds) είναι τα πιο
καθαρά κερδοσκοπικά επενδυτικά οχήματα του τέλους του 20ου αιώνα. Οι
διαχειριστές τους πραγματοποιούν συναλλαγές σε μια ποικιλία αγορών –
συναλλάγματος, εμπορευμάτων, μετοχών και ομολόγων – σε όλο τον κόσμο. Δεν
πραγματοποιούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αλλά έχουν ως στόχο τους να
προβλέπουν τις μεταβολές στις κατευθύνσεις των αγορών ή να παρεμποδίζουν μια
τάση της αγοράς (όπως υποστηρίζουν αυτοί που ασκούν κριτική στα κεφάλαια
κάλυψης)». (σελ. 616).
Ο Γκρέιντερ στο
βιβλίο του «Ο μανιακός καπιταλισμός» ξεκαθαρίζει: «Ο κεντρικός στόχος των
εισοδηματιών ήταν το σταθερό χρήμα – μηδενικός πληθωρισμός αν είναι δυνατό –
και ολόκληρη η πνευματική δομή για τη διαχείριση της οικονομικής ζωής έχει
ανακατασκευαστεί γύρω από αυτή την πρόταση. Όλα τα υπόλοιπα – πωλήσεις,
απασχόληση, κοινωνικές σχέσεις, υποχρεώσεις του δημοσίου τομέα – θεωρούνται
δευτερεύοντα μπροστά στο στόχο να προστατευτεί η σταθερότητα του χρήματος,
παρόλο που το δόγμα κάνει την υπόθεση ότι οι πάντες στην κοινωνία θα ωφεληθούν
μακροπρόθεσμα αν διατηρηθεί αυτή η σταθερότητα». (σελ. 447).
Είναι πάγια
τακτική της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας να παρουσιάζει τα συμφέροντα ελαχίστων
ως γενικό καλό: «Οι κάτοχοι πλούτου, βεβαίως, ωφελήθηκαν άμεσα από αυτό το
καθεστώς, εφόσον υπερασπίστηκε την αξία των συσσωρευμένων αποταμιεύσεών τους
και παρήγαγε τα υψηλότερα επιτόκια που απολαμβάνουν οι πιστωτές». (σελ. 447).
Η βασική επιδίωξη
του χρηματιστηριακού κεφαλαίου να διαλύσει κάθε παραγωγική ανάπτυξη
αναγκάζοντας την οικονομική μεγέθυνση να πάρει όσο πιο αργούς ρυθμούς γίνεται
κατάφερε να στραγγίσει τη ρευστότητα των κρατών: «Η με αργούς ρυθμούς
οικονομική μεγέθυνση οδήγησε με τη σειρά της τις κυβερνήσεις σε όλο και
βαρύτερο δανεισμό, εφόσον οι απογοητευτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης αναπόφευκτα
υπονόμευσαν τα φορολογικά έσοδα, ενώ παράλληλα αύξησαν το κόστος των δαπανών
για την κοινωνική πρόνοια. Το καθεστώς των εισοδηματιών προέτρεψε επανειλημμένα
τις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν τις προτεραιότητες των δαπανών τους – δηλαδή να
καταργήσουν τα επιδόματα προς τις τάξεις των εξαρτημένων πολιτών –, αλλά τα
ελλείμματα διατηρούνταν και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες μάλιστα αυξήθηκαν». (σελ.
449).
Ο προσανατολισμός
της οικονομίας είναι σαφής: Την προτεραιότητα δεν την έχουν οι ανάγκες της
κοινωνίας, αλλά τα κέρδη των τοκογλυφικών κεφαλαίων, που συνεχώς αυξάνονται σε
βάρος της: «Ενώ ρητορικά η κάθε κυβέρνηση δέχτηκε την ανάγκη για δράση, ο
πολιτικός δισταγμός αντανακλά την έλλειψη κάθε απόδειξης ότι η βοήθεια του
δημοσίου που έχει περιοριστεί θα μπορούσε να αντικατασταθεί από νέες θέσεις
εργασίας και από αύξηση των εισοδημάτων στην ιδιωτική οικονομία». (σελ. 449).
Φυσικά, η
νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα των εισοδηματιών δε σταμάτησε να υπόσχεται τις
καλές μέρες που θα έρθουν: «Εν τω μεταξύ οι μεγάλες οικονομίες βίωναν τη συνεχή
διεύρυνση της στρατιάς των μονίμως ανέργων – επίσημα 35 εκατομμύρια, αλλά
σχεδόν διπλάσιοι αν συνυπολογίζονταν και οι περιθωριοποιημένοι εργάτες – και οι
εργαζόμενες οικογένειες υπέφεραν από τη συνεχή διάβρωση του εισοδήματός τους
και την αυξανόμενη ανασφάλεια». (σελ. 448). Για τον Γκρέιντερ «η λογική με την
οποία λειτουργεί το καθεστώς των εισοδηματιών ουσιαστικά εγγυάται αυτό το
αποτέλεσμα». (σελ. 448).
Τα συγκρουόμενα
συμφέροντα της οικονομικής ανάπτυξης και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι
ξεκάθαρα, όπως ξεκάθαρη είναι και η τελική επικράτηση των κερδοσκόπων: «… το
πρακτικό αποτέλεσμα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι να αιχμαλωτίσει τις
προηγμένες οικονομίες και τις κυβερνήσεις τους σε μια σπειροειδή κίνηση,
επιτρέποντάς τους μόνο κακές επιλογές. Όπως οι κάτοχοι ομολογιών, σε γενικές
γραμμές, έτσι και η νέα κυβερνητική συναίνεση συμπέρανε με κατηγορηματικό τρόπο
ότι η ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση είναι επικίνδυνη – απειλητική για τη
σταθερή χρηματοπιστωτική τάξη – έτσι οι χώρες έχουν εμποδιστεί αποτελεσματικά
μα λαμβάνουν μέτρα που ίσως θα περιόριζαν τη μόνιμη ανεργία ή θα συγκρατούσαν
τη φθίνουσα πορεία των ημερομισθίων». (σελ. 449).
Και βέβαια όταν
γίνεται λόγος για «σπειροειδή κίνηση» εννοείται ο κύκλος των οικονομικών
σχέσεων, αφού η συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης και η αυξανόμενη ανεργία
δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αποδυνάμωση των εισφορών και στην ακατάσχετη
αύξηση του κρατικού ελλείμματος. Τα κράτη βρίσκονταν σε όλο και μεγαλύτερη
εξάρτηση από το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, αφού ο δανεισμός από αυτά γινόταν όλο
και πιο απαραίτητος: «Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις με τη σειρά τους ήταν
υποχρεωμένες να δεχτούν την τιμωρία της υψηλής ανεργίας σαν ένα αντίτιμο που
καταβάλλεται για να διατηρήσουν τη θέση τους ως αξιόπιστοι δανειολήπτες. Αν η
οικονομική μεγέθυνση κρατιόταν σε μέτριους ή χαμηλούς ρυθμούς, υπήρχε το
ενδεχόμενο οι αγορές ομολόγων να πειστούν να μειώσουν τα μακροχρόνια επιτόκια.
Πάντως η φυσική συνέπεια του αργού ρυθμού μεγέθυνσης ήταν η περαιτέρω αύξηση
του ελλείμματος, δηλαδή η αύξηση του δανεισμού». (σελ. 450).
Αυτού του είδους
ο τοκογλυφικός δανεισμός δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα από την τελική
ομηρία. Η διαρκής πτώση της κρατικής οικονομίας έκανε τους κατόχους των
ομολόγων ακόμη πιο ισχυρούς: «… για να προστατεύσουν τον εαυτό τους οι κάτοχοι
ομολόγων απαίτησαν ένα “πριμ ρίσκου”, μια επιπλέον αμοιβή σαν κίνητρο για τον
κίνδυνο που διατρέχουν συνεχίζοντας να δανείζουν, δηλαδή ζητούσαν μεγαλύτερο
επιτόκιο για τα ομόλογα με τα οποία δανείζονται χώρες ύποπτες για ανικανότητα
αποπληρωμής. Η επιπλέον πληρωμή των εισοδηματιών βεβαίως επαύξησε το πρόβλημα
για τις χώρες που δανείζονται και ενέτεινε τα προβλήματα του αυξανόμενου
ελλείμματος. Στα μισά της δεκαετίας του 1990, αυτή η διαδικασία είχε φέρει
σχεδόν κάθε κυβέρνηση στην τάξη των υπόπτων για ανικανότητα πληρωμής». (σελ.
450).
Ο
νεοφιλελευθερισμός της κερδοσκοπίας (στο όνομα της ελευθερίας των αγορών),
κάνει τα πάντα για να συρρικνώσει τις πραγματικές επενδύσεις (που θα γεννήσουν
θέσεις εργασίας) προς όφελος του χρηματοπιστωτικού εισοδήματος, διατεινόμενος
ότι δήθεν στοχεύει στην ανάπτυξη. Η ανάπτυξη δεν είναι συμφέρουσα για το
χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Αυτός είναι και ο λόγος που γίνονται τα πάντα, ώστε
να μην έλθει ποτέ. Οι επενδύσεις στα ανεπτυγμένα κράτη πρέπει να καταστούν
απολύτως ασύμφορες. Η Ασία και η Αφρική είναι απείρως προτιμότερες για τέτοιες
δουλειές: «Η σοβαρότερη συνέπεια από την τάξη πραγμάτων που επιβάλλουν οι
εισοδηματίες, ίσως σοβαρότερη από αυτές στα ημερομίσθια και στους ισολογισμούς
των εταιρειών, είναι ότι με αποτελεσματικότητα αποτρέπει τη δημιουργία νέου
κεφαλαίου. Επειδή η οικονομία εμποδίζεται στα ανώτερα επίπεδα μεγέθυνσής της,
τα κίνητρα για νέες επενδύσεις υπονομεύονται. Οι εταιρείες και οι επενδυτές που
παρακολουθούσαν την εγχώρια ζήτηση και την παραγωγική ικανότητα έμαθαν να
δέχονται ότι όταν επιταχύνεται ο ρυθμός της ζήτησης η Κεντρική Τράπεζα και η
αγορά ομολόγων θα παρεμβαίνει και θα την καταπνίγει, περιορίζοντας τη μεγάλη
επιχειρηματική δραστηριότητα. Με αυτές τις συνθήκες, μόνο οι απερίσκεπτοι
βιάζονται να χτίσουν νέα εργοστάσια, εφόσον η αύξηση της ζήτησης γρήγορα θα
περιοριστεί από τις αρχές». (σελ. 451).
Κι αν κάποιος
ενδιαφέρεται για αριθμούς, ο Γκρέιντερ είναι πρόθυμος να δώσει: «Το πραγματικό
κέρδος από την κατοχή ομολόγων των ΗΠΑ ήταν 8,2% τη δεκαετία του 1990 σε
σύγκριση με το 6,7% στη δεκαετία του 1980 και 8,8% στη διάρκεια της
επεισοδιακής δεκαετίας του 1920, όταν η νομισματική πολιτική ήταν επίσης άκρως
περιοριστική. Ο σύγχρονος θρίαμβος των εισοδηματιών εκφράστηκε σε αυτούς τους
αριθμούς καθότι κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα η μέση πραγματική απόδοση
μακροπρόθεσμης ομολογίας ήταν μόνο 1,6%. Με άλλα λόγια, οι πιστωτές λαμβάνουν
σήμερα αποδόσεις του πλούτου τους πενταπλάσιες της μέσης τιμής, ενώ οι
πραγματικές οικονομίες λειτουργούν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, οι μισθοί του
εργατικού δυναμικού μειώνονται και οι χώρες έχουν βυθιστεί στα χρέη». (σελ.
452).
Πρόκειται για το
θρίαμβο της τοκογλυφίας που απομυζεί το παραγωγικό κεφάλαιο στο όνομα της
ανάπτυξης. Ο χρηματοπιστωτικός κόσμος είναι πλέον τόσο ισχυρός που μπορεί να
εκβιάζει κυβερνήσεις προκαλώντας οικονομικά εμφράγματα: «Η Σουηδία ένιωσε το
μαστίγωμα της αγοράς το καλοκαίρι του 1994 όταν μεγάλοι θεσμικοί αγοραστές των
ομολόγων της, ξαφνικά, κατέβηκαν σε απεργία, ανακοινώνοντας ότι δε θα αγόραζαν
πια. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αυξήθηκαν εκείνη τη χρονιά κατά τέσσερις
ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες σε διψήφια νούμερα, το μεγαλύτερο κόστος
δανεισμού σε σχέση με κάθε άλλη βιομηχανικά προηγμένη χώρα εκτός από την
Ιταλία. Παρόλο που η Σουηδία είχε εκλέξει μια συντηρητική κυβέρνηση
αποφασισμένη να περιορίσει το φημισμένο κράτος πρόνοιας, το ετήσιο έλλειμμα
ήταν ακόμα μεγαλύτερο από το 10% του ΑΕΠ και το συσσωρευμένο χρέος του δημοσίου
είχε μεγαλώσει εκρηκτικά από 44% του ΑΕΠ το 1990 σε 95% το 1995». (σελ. 461).
Τι θα μπορούσε να
κάνει η σουηδική κυβέρνηση; «Για να δώσει τέλος στο μποϋκοτάζ που έκαναν οι
κάτοχοι ομολόγων, η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας αναγκάστηκε να περιορίσει την
πίστωση ακόμη περισσότερο και ο πρωθυπουργός γρήγορα ανακοίνωσε σχέδια για
περαιτέρω περικοπές των δαπανών. Ακόμη όμως η οικονομία της Σουηδίας – κάποτε
μοντέλο μίας σταθερής ακμάζουσας σοσιαλιστικής δημοκρατίας – βρισκόταν ήδη σε
πλήρη ύφεση με ανεργία καθηλωμένη στο 16%. Τα νέα μέτρα επιδείνωσαν την
κατάσταση. Στις επόμενες εκλογές οι Σουηδοί ψηφοφόροι επανέφεραν στην εξουσία
τους σοσιαλιστές, παρόλο που κι αυτοί θα αντιμετώπιζαν το ίδιο δίλημμα». (σελ.
462).
Ο Edward
Chancellor μας πληροφορεί και πάλι: «Οι κριτικές εναντίον των κεφαλαίων κάλυψης
αυξήθηκαν μετά από την ασιατική κρίση του 1997, όταν πολλά κεφάλαια κάλυψης
κατηγορήθηκαν ότι συνασπίστηκαν για να ρίξουν τις αγορές. Ο Μοχάμαντ Μαχαθίρ,
πρωθυπουργός της Μαλαισίας, υποστήριξε ότι οι διαχειριστές των κεφαλαίων
κάλυψης» (hedge funds) «ήταν “οι ληστές της παγκόσμιας οικονομίας”». (σελ.
619).
Όμως, και σε
ολόκληρη την Ευρώπη η κατάσταση δεν είναι ενθαρρυντική. Ο Γκρέιντερ επικαλείται
τα στοιχεία του Ρομπ Τζόνσον: «”Η Σουηδία και η Φιλανδία είναι η κορυφή του
παγόβουνου και βιώνουν τη χειρότερη κρίση από τη δεκαετία του 1930” , εξήγησε […] ο Ρομπ
Τζόνσον. “Το έλλειμμα της Φιλανδίας αποτελεί το 14% του ΑΕΠ, αλλά φροντίζει για
τους ανέργους. Το Βέλγιο έχει τεράστιο χρέος της τάξης του 135% του ΑΕΠ, αλλά
το έλλειμμά του διαμορφώνεται κυρίως από τους τόκους που πρέπει να πληρώσει,
και η ανεργία είναι στο 15%. Η Ιταλία κατέρρευσε ένα χρόνο νωρίτερα όταν τα
ιταλικά ομόλογα συντρίφτηκαν. …οι πληρωμές των τόκων στην Ιταλία
αντιπροσωπεύουν τώρα περίπου το 12% του ΑΕΠ. Τα δύο τελευταία χρόνια το βιοτικό
επίπεδο στην Ιταλία έχει συντριβεί – οι φόροι έχουν αυξηθεί, οι πραγματικοί
μισθοί έχουν μειωθεί και οι εμπορικές συναλλαγές είναι υποτονικές”». (σελ.
462).
Από την πλευρά
του ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο βιβλίο «Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου» δίνει κάποια
στοιχεία επιπλέον: «Το 1982 […] ξέσπασε μια κρίση χρέους σε πολλές
αναπτυσσόμενες χώρες, με το Μεξικό ως παράδειγμα προς αποφυγή, το οποίο έκανε
το λάθος να δανειστεί με επαχθείς όρους από επενδυτικούς τραπεζίτες της Νέας
Υόρκης. Η αθέτηση του χρέους του θα κατέστρεφε τους Νεοϋορκέζους τραπεζίτες,
οπότε το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το ΔΝΤ διέσωσαν το Μεξικό για να
ξεπληρώσει τους τραπεζίτες, αλλά συγχρόνως επέβαλαν στη χώρα τόσο σκληρά μέτρα
λιτότητας, που είχαν ως αποτέλεσμα πτώση 25% στις βιοτικές συνθήκες. Η συνήθης
τακτική έκτοτε είναι “σώσε τις τράπεζες και βάρα το λαό”. Αυτό συνέβη και στην
Ελλάδα στις αρχές του 2010, αλλά και στην Ιρλανδία το φθινόπωρο του ίδιου
έτους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ήταν οι τράπεζες της Γερμανίας και της
Γαλλίας που διέτρεχαν κίνδυνο, ενώ η Ιρλανδία ήταν εκτεθειμένη κυρίως σε
βρετανικές τράπεζες. Η πτώση στις βιοτικές συνθήκες των Ελλήνων υπήρξε απτή και
οι Ιρλανδοί ακολουθούν με βήμα ταχύ». (σελ. 260).
Το τελικό
συμπέρασμα του Χάρβεϊ για Ελλάδα και Ιρλανδία είναι απαισιόδοξο: «Η λιτότητα
τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ιρλανδία έχει μπλοκάρει την οικονομική ανάκαμψη
των δύο χωρών, έχει επιβαρύνει τα χρέη τους και προμηνύει μια καθοδική πορεία
ατέρμονης λιτότητας». (σελ. 261). Κι αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του
τοκογλυφικού δανεισμού. Η αμετάκλητη κατάρρευση του δανειζόμενου, ώστε να
στραγγιστεί όλος ο εθνικός του πλούτος. Κι όλο αυτό προσπαθώντας να πείσουν ότι
δήθεν ενδιαφέρονται για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Το να φορολογήσουν τα
κερδοσκοπικά κεφάλαια ούτε λόγος. Οι φόροι αφορούν μόνο τους λαούς που πρέπει
να πληρώνουν τους κερδοσκόπους.
Ο Τσόμσκι κάνει
μια αναφορά σ’ ένα άρθρο που έχει γράψει ο Ντέιβιντ Φίλιξ: «Αφορά το λεγόμενο
φόρο του Τόμπιν, τον οποίο είχε προτείνει το 1978 ο Τζέιμς Τόμπιν, ο καθηγητής
οικονομικών του Γέιλ που έχει κερδίσει το βραβείο Νόμπελ. Ο Τόμπιν είχε
προτείνει την επιβολή αυτού του φόρου σ’ ένα πολύ γνωστό λόγο του, τον οποίο
εκφώνησε όταν έγινε πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης. Αν και οι
μετέπειτα εξελίξεις στη διεθνή οικονομία ήταν ακόμα στα αρχικά στάδιά τους, ο
Τόμπιν είχε επισημάνει ότι η ροή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και η αύξησή
του θα είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και των μισθών, και
κατ’ επέκταση θα οδηγούσαν στην αύξηση της ανισότητας και στη συγκέντρωση του
πλούτου σε πιο περιορισμένα στρώματα του πληθυσμού. Είχε προτείνει την επιβολή,
σε διεθνή κλίμακα, ενός φόρου που θα περιόριζε το ρυθμό των μετακινήσεων του
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο αποσκοπεί μόνο να κερδοσκοπεί σε βάρος
των νομισμάτων. Ο φόρος αυτός ονομάστηκε φόρος του Τόμπιν». (σελ. 177 – 178).
Φυσικά, κάτι
τέτοιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ: «Για μερικά χρόνια, υπήρχε η ιδέα να υποβληθεί
στον ΟΗΕ η πρόταση για την επιβολή αυτού του φόρου, όμως τελικά δεν
υιοθετήθηκε. Ο Ντέιβιντ Φίλιξ επισημαίνει στο άρθρο του ότι, αν και κανείς δεν
μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα, ο φόρος του Τόμπιν θα μπορούσε να είναι
αποτελεσματικός, θα μπορούσε πραγματικά να μεταστρέψει το κεφάλαιο από τις
οικονομικά άχρηστες κερδοσκοπικές επιδιώξεις, στην πραγματικότητα […] σε
περισσότερο παραγωγικές επενδύσεις. […] Όμως, ακόμη και οι τομείς του ιδιωτικού
κεφαλαίου που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το φόρο, δεν τον
υποστήριξαν». (σελ. 178).
Το αποτέλεσμα
ήταν απολύτως αναμενόμενο. Ο Edward Chancellor παραθέτει: «Καθώς δεν
αντιμετώπιζαν […] την απειλή της ρύθμισης, τα κεφάλαια κάλυψης» (hedge funds)
«αυξήθηκαν και ο αριθμός τους, που ήταν μικρότερος από 200 το 1990, αυξήθηκε σε
περίπου 1.200 το καλοκαίρι του 2008. Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, τα υπό
διαχείριση κεφάλαια αυξήθηκαν από 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε περίπου 120
δισεκατομμύρια κεφάλαια». (σελ. 618).
Όσο για την
πολιτική βούληση να προστατευτεί ο λαός από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις του
κεφαλαίου, ο Χάρβεϊ είναι απολύτως σαφής: «… η τακτική “βάρα το λαό”, […]
υπήρξε ανέκαθεν στοιχείο της στρατηγικής της δεξιάς και της καπιταλιστικής
τάξης. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν ήταν υπεύθυνος για ένα πελώριο έλλειμμα τη δεκαετία
του ’80, εξαιτίας της αναμέτρησης εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ένωση. Επίσης,
περιέκοψε τη φορολόγηση των κορυφαίων εισοδηματιών των ΗΠΑ από 72% κοντά στο
30%. Όπως ο Ντέιβιντ Στόκμαν, διευθυντής προϋπολογισμού του Ρέιγκαν, ομολόγησε
κατόπιν, το σχέδιο ήταν να ανεβάσουν το χρέος κι έπειτα να το χρησιμοποιήσουν
ως δικαιολογία για την ελάττωση ή και την κατεδάφιση της κοινωνικής προστασίας
και των προγραμμάτων πρόνοιας». (σελ. 261 – 262).
Κι αν κάποιος
νομίζει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, ο Χάρβεϊ θα αναφερθεί και στη στάση του
Μπους: «Ο πρόεδρος Μπους [… … …] ακολούθησε το παράδειγμα του Ρέιγκαν κατά
γράμμα. Μετέτρεψε ένα πλεόνασμα προϋπολογισμού από τα τέλη της δεκαετίας του
’90 σε ένα πελώριο έλλειμμα μεταξύ 2001 και 2009, πυροδοτώντας δύο πολέμους
κατ’ επιλογήν, περνώντας ένα φαρμακευτικό πακέτο Medicare ως δώρο στις μεγάλες
φαρμακοβιομηχανίες και παρέχοντας τεράστιες φοροελαφρύνσεις στους πλούσιους. Η
φοροελάφρυνση, δήλωναν οι άνθρωποι του Μπους, θα πλήρωνε από μόνη της,
επισπεύδοντας τις επενδύσεις. Το γεγονός αυτό ουδέποτε συνέβη (απλώς επέτεινε
την κερδοσκοπία). Οι πόλεμοι, έλεγαν, θα πλήρωναν κι αυτοί από μόνοι τους μέσω
των ιρακινών πετρελαίων. Όταν, ήδη από το 2003, εκτιμητές έλεγαν ότι ο πόλεμος
μπορεί να στοίχιζε 200 δις δολάρια, τους επιτέθηκαν άγρια, χαρακτηρίζοντάς τους
απάτριδες αντιρρησίες. Οι πόλεμοι στοίχισαν τελικά πάνω από 2 τρις δολάρια,
ωστόσο κανείς δε θορυβούταν επί προεδρίας Μπους διότι, όπως έλεγε κι ο
αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι, “Ο Ρέιγκαν μας έμαθε ότι τα ελλείμματα δεν έχουν
σημασία”». (σελ. 262).
Το τι λεφτά
έβγαλαν ιδιωτικές εταιρείες από τον πόλεμο στο Ιράκ είναι ένα άλλο θέμα. Κι
αυτός ίσως είναι ένας λόγος που οι εταιρείες παραγωγής προϊόντων και παροχής
υπηρεσιών δε συνέπλευσαν με το φόρο του Τόμπιν για να φορολογηθεί το
κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Ο Τσόμσκι παραπέμπει ξανά στο Φίλιξ: «Ο
Ντέιβιντ Φίλιξ υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι ότι το ταξικό συμφέρον τους
υπερίσχυσε του στενότερου ενδιαφέροντός τους για κέρδος. Το ταξικό συμφέρον
τους που υπερίσχυσε είναι η χρησιμοποίηση της δημοσιονομικής κρίσης των κρατών
για να υπονομεύσουν το κοινωνικό συμβόλαιο που υπήρχε – για ν’ αναιρέσουν όσα
είχε κερδίσει η εργατική τάξη, δηλαδή την κοινωνική πρόνοια, τα συνδικαλιστικά
δικαιώματα, τα εργατικά δικαιώματα κλπ. Αυτό το ταξικό συμφέρον είναι τόσο ισχυρό,
ώστε ακόμα και τομείς που θα είχαν επωφεληθεί είναι διατεθειμένοι να
χρησιμοποιήσουν τη δημοσιονομική κρίση με σκοπό τον περιορισμό του ρυθμού
αύξησης των επενδύσεων. Πιστεύω ότι είναι μια αρκετά πειστική αιτιολόγηση. Η
Κεντρική Τράπεζα δεν είναι παρά ένα επί μέρους όργανο στην εκτέλεση του σχεδίου
τους». (σελ. 178).
Μια άλλη εξήγηση
θα μπορούσε να είναι ότι οι πολυεθνικές εταιρείες με τη δυνατότητα να παράγουν
όπου θέλουν (και με όποιες συνθήκες θέλουν) σε συνδυασμό με τη φορολογική
διαφυγή που τους προσφέρεται δε βγαίνουν καθόλου ζημιωμένες. Το νεοφιλελεύθερο
πνεύμα ξέρει καλά να ανταμείβει τους ισχυρούς. Η πίττα έχει κομμάτια για όλους…
Νόαμ Τσόμσκι: «Οι
έχοντες και οι μη κατέχοντες», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα
1999.
Ουίλιαμ Γκρέιντερ:
«Ο μανιακός καπιταλισμός», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, σειρά ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ, Αθήνα 1999.
Ντέιβιντ Χάρβεϊ:
«Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού», εκδόσεις
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2011.
Edward Chancellor:
«Η Άνοδος και η Πτώση των Χρηματιστηρίων, μια συνοπτική ιστορία της
κερδοσκοπίας», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου