Σε όλους τους παλαιούς πολιτισμούς, το δέντρο θεωρήθηκε ότι εκφράζει το σύνολο της φυσικής εκδήλωσης, αφού στην ύπαρξή του συμβάλλουν όλα τα στοιχεία της φύσης. Έτσι οι ρίζες βυθίζονται στη γη, ο κορμός και τα κλαδιά απλώνονται στο αέρα φτάνοντας ψηλά, σα να θέλουν να αγγίξουν τον ουρανό, τρέφεται από το υπόγειο νερό και φυσικά χρειάζεται απαραίτητα για να ζήσει τον ήλιο, δηλαδή το πυρ. Παράλληλα οι δακτύλιοί του μετρούν τον χρόνο.
Επόμενο λοιπόν ήταν να ενταχθεί από τους διάφορους αρχαίους λαούς στο τελετουργικό πολλών εορταστικών εκδηλώσεών τους, αλλά και να θεωρηθεί ως ιερό σύμβολο στα πλαίσια της θρησκευτικής έκφρασής τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η ύπαρξη τόσων «ιερών» δέντρων στην Αρχαία Ελλάδα, όπως η ιερή φηγός της Δωδώνης, η δάφνη του Απόλλωνα στους Δελφούς και η αγριελιά του Ηρακλέους. Ο Πλάτων, μάλιστα, περιγράφει τον άνθρωπο σαν δέντρο, του οποίου οι ρίζες βρίσκονται στον ουρανό και τα κλαδιά στη γη. Το ανεστραμμένο δέντρο βέβαια χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο, κατά καιρούς, από διάφορους λαούς, όπως οι Ινδοί, οι Λάπωνες, και οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αυστραλίας, αλλά και θρησκείες, όπως ο Βουδισμός και το Ισλάμ.
Για να ξαναγυρίσουμε στην Αρχαία Ελλάδα, ο στολισμός του αποτέλεσε έθιμο της Διονυσιακής Λατρείας. Ένα κλαδί αειθαλούς δέντρου -για παράδειγμα ελιάς- η ειρεσιώνη, στολιζόταν με φρούτα εποχής, μπάλες και κορδέλες και ήταν σύμβολο «της ωραίας ζωής που θάλλει». Πιστευόταν ότι έπαιρναν από την ζωντάνια του οι κάτοικοι του σπιτικού. Το έθιμο διατηρήθηκε και στην Ρωμαϊκή περίοδο, κατά την οποία κρεμούσαν πράσινα στεφάνια έξω από τα σπίτια, αλλά και στην Βυζαντινή, όταν στόλιζαν φαναράκια με στεφάνια από δάφνες και μυρτιές.
Στη νεώτερη εποχή, ξαναβρίσκουμε το δέντρο ως σύμβολο, στην Γερμανία, το 1600 μ.Χ. Το έθιμο αναβιώνει από τους ξυλοκόπους και σιγά σιγά οι Γερμανοί αρχίζουν να το στολίζουν κάθε χρόνο, με ημερομηνία έναρξης την γιορτή του Αγίου Νικολάου. Απ’ αυτούς η συνήθεια διαδόθηκε στην Γαλλία, στην Αυστροουγγαρία, στο Βέλγιο και στην Αγγλία.
Στην σύγχρονη Ελλάδα ήρθε το 1833, με τον Όθωνα και την Αμαλία, οι οποίοι για πρώτη φορά στόλισαν δέντρο στα Ανάκτορα, σαν σύμβολο των Χριστουγέννων. Σαν διαδεδομένο όμως λαϊκό έθιμο το βρίσκουμε μετά το 1940. Από αυτήν την εποχή και ύστερα, ενσωματώνεται στην λαϊκή μας παράδοση και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των εορτών.
Και συμβολίζει τον κόσμο ολόκληρο, την Δημιουργία. Την γέννηση και την αναγέννηση. Την ζωή την ίδια, την οποία μας καλεί να σεβαστούμε. Και κάθε φως στα κλαδιά του συμβολίζει και μια ψυχή, γι’ αυτό και συνήθως έχει το σχήμα κεριού. Κι όλα μαζί, καθώς αναβοσβήνουν, μιλούν για το άλλο φως, το Θείο. Και τα δώρα που κρέμονται στα κλαδιά του, δεν είναι άλλα από τα δώρα που μας χαρίζει απλόχερα η Δημιουργία, με το κάλλος και την πληρότητά της.
Κι
έτσι όπως καθόμαστε γύρω από το τραπέζι, που’ ναι γεμάτο απ’ όλα αυτά που θέλει
η παράδοση, πορτοκάλια, δεμένα με κορδέλες, πανέρια με φρέσκους καρπούς,
κάστανα, καρύδια και μήλα, εκεί, στο σαλόνι που’ ναι στολισμένο με πρασινάδες,
μυρτιές, κουμαριές και σκίνα, όπως επίσης επιβάλλει η παράδοση, το βλέμμα μας
όλο και πέφτει στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας. Και δεν μπορούμε να μην του
αναγνωρίσουμε, πως επάξια κατέχει την θέση στο κέντρο της γιορτής. Με μια
ιστορία τόσων χιλιάδων χρόνων, το δίχως άλλο την δικαιούται.
Κώστας Μπούζας
Δημοσίευση σχολίου