1. Ζούμε σε μια εποχή με τεράστιες αλλαγές και εκρηκτικές αντιφάσεις. Η καπιταλιστική κρίση επιτάχυνε αναζητήσεις, πειραματισμούς και μετασχηματισμούς από τη μεριά του κεφαλαίου. Τα πυκνά γεγονότα της τελευταίας περιόδου, από την εκλογή Τραμπ μέχρι την άνοδο ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη και από το Brexit της Μ.Βρετανίας μέχρι το δημοψήφισμα της Ιταλίας, θέτουν αντικειμενικά στην ημερήσια διάταξη την αμφισβήτηση αυτού που ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση, καθώς κλυδωνίζονται οι διακρατικές – υπερκρατικές ενώσεις και υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα στις ταξικές μερίδες και τις χώρες που επιμένουν στην ένταση της διεθνοποίησης και σε όσους καλούν στην επιστροφή στα εθνικά σύνορα ή σε κάποιου τύπου εθνικό προστατευτισμό. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση βρίσκεται σε κρίση, το ίδιο και ο νεοφιλελευθερισμός, όμως αυτό που αναπτύσσεται ως απάντηση αφορά κατά βάση αντιδραστικές, ξενοφοβικές και νεοσυντηρητικές πολιτικές. Η γενική ρευστότητα και η απώλεια των σταθερών σημείων αναφοράς που κυριάρχησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, διαμορφώνουν ερωτήματα και προκλήσεις, ενώ ορίζουν μια νέα πολύπλοκη πραγματικότητα. Η εποχή μας και ειδικά η φάση που διανύουμε θέτει ζητήματα με τα οποία μια Αριστερά που θέλει να είναι αντισυστημική οφείλει να αναμετρηθεί.
2. Ο όρος παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιήθηκε από τους αντιπάλους ως το ιδεολογικό πλαίσιο και ταυτόχρονα ο μονόδρομος της «προόδου» μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1991. Οι συστημικές δυνάμεις προπαγάνδισαν αυτό το πλαίσιο-μονόδρομο «πατώντας» πάνω σε αλλαγές και πραγματικά δεδομένα. Μετά το 1991 είχαμε μια επανένωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, μετά από το σχίσμα που δημιούργησαν οι προλεταριακές και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Ταυτόχρονα, με την επανένωση της παγκόσμιας αγοράς, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η άυλη οικονομία και το διαδίκτυο διαμόρφωναν όρους πιο γρήγορης κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, καθώς και δυνατότητες για οργάνωση της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά (σε άλλη χώρα οι πρώτες ύλες, σε άλλη χώρα το εργοστάσιο, σε άλλη χώρα το management, η διαφήμιση κ.ο.κ.). Όλα αυτά στηρίχτηκαν σε εκτεταμένες και βαθιές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή, την εισαγωγή νέων μεταφορντικών τεχνολογικών και οργανωτικών μορφών, τη ριζική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας. Η χρηματοπιστωτική επέκταση υπήρξε ραγδαία. Ιδεολογικά αυτό προβλήθηκε μέσα από το σχήμα της ανάδυσης μιας «παγκόσμιας κοινότητας» στο χώρο του πολιτισμού, των ΜΜΕ και της γνώσης, όπως και μέσα από την προβολή ενός ορισμένου κοσμοπολιτισμού ως ηγεμονικού προτάγματος. Ιστορικά αιτήματα της Αριστεράς, όπως αυτό για εθνική ανεξαρτησία σε κόντρα με τον ιμπεριαλισμό, αντιμετωπίζονταν ως αναχρονισμός μπροστά στο «αίτημα» για παγκοσμιότητα και υπερβαση των συνόρων. Ειδική έκφραση αυτού του φαινομένου στον Ευρωπαϊκό χώρο η πλήρης αποδοχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως αναπόδραστης διαδικασίας και του ευρωπαϊσμού ως αναγκαίου ιδεολογικού ορίζοντα.
3. Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2007-8 συμπύκνωσε τις αντιφάσεις και του όρια του νεοφιλελευθερισμού και των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που είχαν προηγηθεί. Με τη σειρά της παρήγαγε ένα ευρύτερο κύμα αμφισβήτησης της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού που συναντήθηκε με ένα αίτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στην βαθιά πολιτική κρίση και ανυποληψία των συστημικών κομμάτων αλλά και απέναντι στη λογική ότι ορθό είναι αυτό που επιβάλλουν οι αγορές. Αυτό το φαινόμενο αμφισβήτησης διαχέεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, διαμορφώνει πολιτικούς συσχετισμούς, προκαλεί ενδοσυστημικούς τριγμούς ακόμη και στη μητρόπολη του καπιταλισμού, συμβάλλει στην ανάδυση ισχυρών κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων. Η όποια μαζική και λαϊκή αμφισβήτηση δεν έχει προσανατολισμό και σχέδιο, ενώ οι προτάσεις που ακούγονται είναι οριακές προτάσεις βελτίωσης με στόχο τη «ρύθμισης» ενός καπιταλισμού που εξόκειλε και όχι σχέδιο εξόδου από αυτόν. Η αδυναμία της Αριστεράς να τοποθετηθεί σε αυτή τη συγκυρία και να προβάλλει μια στρατηγική που να συνταιριάζει την λαϊκή κυριαρχία με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, επιτρέπει αντιδραστικές και ακροδεξιές δυνάμεις να διεκδικούν την έκφραση αυτής της δυσαρέσκειας. Είναι δυνάμεις που απευθύνουν μια οργισμένη ρητορική, μιλούν εξ ονόματος των μικρομεσαίων στρωμάτων, υπερασπίζονται την εθνική αναδίπλωση, καταγγέλλουν την κατάλυση της δημοκρατίας από τα ΜΜΕ και το κατεστημένο, ενώ σε τίποτα δεν αμφισβητούν τον πυρήνα της συστημικής πολιτικής, τον τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού υπέρ των ισχυρότερων, τον ίδιο τον νεοφιλελευθερισμό, ενώ προβάλλουν, παράλληλα, το αποκρουστικό πρόσωπο του εθνικισμού και του ρατσισμού. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της εμμονής των δυνάμεων των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας και της πλειοψηφίας της Αριστεράς στην καπιταλιστική διεθνοποίηση, την αποδοχή της παντοκρατορίας της αγοράς και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων ως θετική δυνατότητα υπέρβασης του έθνους-κράτους.
4. Στις μέρες μας και ειδικά μετά την εκλογή Τραμπ και τα πρώτα δείγματα της νέας διακυβέρνησης των ΗΠΑ τα ερωτήματα είναι πολλά. Απόσυρση από τη φιλοδοξία για τον απόλυτο έλεγχο και την αμερικάνικη μονοκρατορία; Στροφή στο εσωτερικό πεδίο; Αλλαγή των στρατηγικών συμμαχιών με προσεταιρισμό των Ρώσων και στοχοποίηση των Κινέζων; Τείνουμε σε μια κάποια επιστροφή στην εθνική βάση – τουλάχιστον εκ μέρους ορισμένων μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων; Θα υπάρξει τέλος των διατλαντικών συμφωνιών εμπορίου ή πάγωμά τους και επαναδιαπραγμάτευση; Ποια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και ποιο βάθος ή σταθερότητα μπορεί να έχει; Ότι αυτά τα ερωτήματα τίθενται και είναι ανοιχτά αποτυπώνει ακριβώς ότι είμαστε σε μια εποχή κρίσης και μετάβασης. Η εκλογή Τραμπ σηματοδοτεί μια νέα εποχή, χωρίς τις ισορροπίες και τους μηχανισμούς ρύθμισης μιας προηγούμενης και με τον ίδιο το συνασπισμό εξουσίας της υπερδύναμης να διαπερνάται από συγκρούσεις και οξείες αντιφάσεις. Η αλλαγή της αμερικανικής στάσης για τις συμφωνίες για την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου θα οξύνει αντικειμενικά τους ανταγωνισμούς μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, καθώς θα εντείνεται η προσπάθεια των διαφορετικών πόλων να διαμορφώνουν προνομιακές προσβάσεις σε αγορές, ροές κεφαλαίων, επενδυτικές ευκαιρίες αλλά και να ενισχύουν την εγχώρια παραγωγή τους φλερτάροντας με την εθνική προστασία και αναδίπλωση. Τίθεται το ερώτημα αν μπαίνουμε σε μια περίοδο οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που θα περιλαμβάνουν εμπορικούς πολέμους ή ακόμα και πραγματικά πολεμικά επεισόδια. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτοί οι ανταγωνισμοί θα είναι ελεγχόμενοι στα πλαίσια μιας επαναδιαπραγμάτευσης ισχύος μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας-Ε.Ε. στα πλαίσια της κοινής κατά τα άλλα παγκόσμιας αγοράς ή αν θα τεθούν στην ημερησία διάταξη συγκρούσεις που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη παγκόσμια αγορά ως μορφή της αντικειμενικής τάσης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Βρισκόμαστε σαφώς σε αναστάτωση, αλλά το διεθνοποιημένο πλαίσιο που έχει επιβάλει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός δεν καταργείται, δεν αμφισβητείται στα βασικά του σημεία. Η ανατροπή αυτού του πλαισίου θα ερχόταν με ένα γενικευμένο πόλεμο ή με επανάσταση. Από αυτή την άποψη η «παγκοσμιοποίηση» αμφισβητείται και μετασχηματίζεται (και αυτά εν μέρει) αλλά δεν τελειώνει.
5. Η εποχή μας έχει πραγματικές δυνατότητες για την παρέμβαση δυνάμεων που αναφέρονται στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και τη σοσιαλιστική προοπτική. Οι δυνατότητες αυτές προκύπτουν μέσα από τον συνδυασμό ανάμεσα στα στοιχεία κρίσης ηγεμονίας του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» (συμπεριλαμβανομένης της «κρίσης της παγκοσμιοποίησης») την οργή απέναντι στη διαρκή κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και το γεγονός ότι η σύγχρονη εργασιακή δύναμη μπορεί να είναι κατακερματισμένη και επισφαλής αλλά ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας στρωμάτων που δεν θέλουν να χάσουν άλλο από το νεοφιλελευθερισμό και υπό κατάλληλες συνθήκες πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης μπορούν να στρατευτούν σε πολιτικές κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο συσχετισμός δύναμης θα κριθεί από το ποια δύναμη και ποια κατεύθυνση θα κερδίσει σήμερα και τα συμπιεζόμενα μικροαστικά στρώματα. Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι ήδη βλέπουμε και τις τάσεις της «προληπτικής αντεπανάστασης» είτε στην ακόμα μεγαλύτερη αυταρχικοποίηση και αντιδημοκρατική θωράκιση, είτε στην επέκταση του ρατσιστικού δηλητήριου που διαιρεί τις υποτελείς τάξεις, είτε στην επανοικειοποίηση από την ακροδεξιά λόγων και αναφορών που ανήκαν στο πεδίο της αριστεράς. Σε αυτό το τοπίο το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν θα μπορέσουν οι δυνάμεις της ζωντανής εργασίας να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, να αρθρώσουν τη δική τους οπτική σε συνεκτικό αφήγημα και πολιτικό σχέδιο, να διαμορφώσουν την ηγεμονία τους πάνω στα παραδοσιακά και νέα μικροαστικά στρώματα και να αναδειχτούν πραγματικά σε «ηγέτιδα τάξη» της κοινωνία ορίζοντας δρόμους ρήξης. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί την ανασύνθεση των συλλογικών μορφών οργάνωσης, διεκδίκησης, πολιτικοποίησης, σκέψης των δυνάμεων της εργασίας απέναντι στις σημερινές μορφές αποδιάρθρωσης, κατακερματισμού, πολιτικής απομόρφωσης. Η ανασύνθεση της έννοιας της κοινωνικών συμφερόντων σε συνδυασμό με τις μορφές (συνδικαλιστικές, πολιτικές ακόμη και πολιτιστικές) που ορίζουν αυτά και τη διεκδίκησή τους γίνεται κρίσιμη προτεραιότητα. Σε αυτή τη σειρά ποικίλων και πολύμορφων καθηκόντων η αναμέτρηση με το πρόβλημα της οργάνωσης, δηλαδή του σύγχρονου κόμματος της ζωντανής εργασίας είναι το κεντρικό.
6. Η σχέση του διεθνισμού και του αντιμπεριαλισμού είναι ταλαιπωρημένη και πολλαπλά κακοποιημένη με πρωτεύουσα ευθύνη της Αριστεράς. Ο πραγματικός διεθνισμός σήμερα θα ήταν να υπάρξουν ανατροπές στο εθνικό πεδίο που να δίνουν παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή (ας σκεφτούμε την με χιλιάδες προβλήματα Κούβα ή Βενεζουέλα σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα). Ταυτόχρονα οι τέτοιες ανατροπές πρέπει να αμφισβητούν το υπάρχον παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο απαντώντας στην πράξη αν υπάρχει δυνατότητα εξόδου από το τοξικό περιβάλλον της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης. Τέτοιες ανατροπές, πραγματικές, ρεαλιστικές, αντιφατικές, που όμως δεν παραμένουν στο επίπεδο της διακήρυξης ή της αναμονής στο να αλλάξουν οι συσχετισμοί παντού και μαγικά, θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα διεθνισμό που να ενώνει λαϊκές τάξεις και στρώματα υπερασπίζοντας τα συμφέροντά τους. Δε μπορεί να υπάρξει υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων χωρίς ρήξη με την παγκοσμιοποίηση και τις περιφερειακές της εκδοχές. Φιλολαϊκή πολιτική και αποδοχή της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, του διεθνοποιημένου νεοφιλελευθερισμού και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Αυτό το συμπέρασμα είναι τραγικά επιβεβαιωμένο από το πρόσφατο ελληνικό παράδειγμα. Η κατεύθυνση της ανατροπής σε εθνικό επίπεδο, της ρήξης και διεξόδου από το παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο και της συγκρότηση διεθνούς κινήματος, πρέπει να προσανατολίζει τη δράση των κομμουνιστικών, αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση για συγκρότηση νέων διεθνών συμμαχιών, η αποτροπή των προσπαθειών (από την πλευρά των ιμπεριαλιστών) απομόνωσης και εξόντωσης όποιας χώρας προσπαθεί να έρθει σε ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές δομές, ακόμα και νέες διακρατικές συμφωνίες (όπως έπραξαν στη Λ. Αμερική), είναι ουσιαστικά και συμπληρωματικά στοιχεία αυτού του διεθνισμού. Σε αυτό το φόντο η υπεράσπιση των εθνικών κρατών ως τόπων στους οποίους διεξάγεται η ταξική πάλη και όπου μπορούν να διαμορφωθούν όροι και συνθήκες ρήξης, δεν έχει καμιά σχέση με τον εθνικισμό, την πατριδοκαπηλία και το σωβινισμό. Πηγαίνει χέρι χέρι με μια διεθνιστική και δημοκρατική αντίληψη του λαού, του συλλογικού υποκειμένου της ρήξης, ως της ενότητας μέσα στον αγώνα των υποτελών τάξεων σε ένα γεωγραφικό χώρο, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή, θρησκεία, φύλο.
7. Παρά την ένταση της αντιπαράθεσης εντός των αστικών δυνάμεων, είναι σαφές ότι οι διάφορες αντιδραστικές εκδοχές αμφισβήτησης του προηγούμενου μοντέλου διεθνοποίησης σε κανένα βαθμό δεν συγκρούονται με τον πυρήνα του σύγχρονου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού. Στην Ευρώπη οι δυνάμεις που χαρακτηρίζονται ως «ακροδεξιές» ή «λαϊκιστικές» είναι πλήρως ενταγμένες στην ευρωενωσιακή λογική όπου κυβερνούν (π.χ. στην Ανατολική Ευρώπη), ενώ την ίδια στιγμή κανένα από αυτά τα μορφώματα δεν θέτει καθαρά το ζήτημα της διάλυσης της ευρωζώνης, ούτε κάποιο σχέδιο οικοδόμησης και εθνικής συγκρότησης, πέρα και έξω από το μόνο αποδεκτό πλαίσιο, αυτό της ευρωενωσιακής ολοκλήρωσης. Το ακραίο όριο αυτών των δυνάμεων είναι να περιοριστούν οι συνέπειες για κάθε χώρα, να αμυνθούν στα σύνορα του έθνους – κράτους τους, με τη λογική «να μη χάσουμε εμείς». Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα θα ήταν καταστροφικές για την Αριστερά λογικές δημοκρατικής συστράτευσης με τις καθεστωτικές, εξίσου αντιδημοκρατικές και νεοφιλελεύθερες, παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές ή κεντροδεξιές δυνάμεις ενάντια σε παραφωνίες τύπου Τραμπ ή Λεπέν. Η ανεξάρτητη στάση της Αριστεράς και των κινημάτων είναι προϋπόθεση στην αντιπαράθεση με όλες τις παραλλαγές της αστικής πολιτικής Δεν μπορεί και δεν πρέπει η Αριστερά να εγκλωβιστεί σε ένα ενδοαστικό και ενδοιμπεριαλιστικό δίπολο «κοσμοπολίτες – εθνικιστές». Απαιτείται μιας άλλη κατεύθυνση που να συνταιριάζει τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό με το διεθνισμό και την κοινωνική χειραφέτηση. Και αυτή η συζήτηση χρειάζεται και σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.
8. Η κρίση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνεχίζεται και βαθαίνει. Ένα ολόκληρο βαθιά αντιδραστικό οικοδόμημα φτιαγμένο για να «συνταγματοποιήσει» το νεοφιλελευθερισμό, να ενισχύει τη θέση των χωρών του «κέντρου» και κυρίως τη Γερμανία σε βάρος της περιφέρειας και να θωρακίσει τη στρατηγική του κεφαλαίου απέναντι στις υποτελείς τάξεις μέσα από την κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας, σήμερα είναι αντιμέτωπο με τα ίδια τα όρια και τις αντιφάσεις του. Από το Brexit μέχρι την κρίση των κομμάτων και των δυνάμεων που ταυτίστηκαν με τους ευρωμονοδρόμους πληθαίνουν τα σημάδια μιας πραγματικής κρίσης ηγεμονίας του ευρωπαϊσμού ως βασικής αστικής στρατηγικής. Η πρόσφατη συνάντηση των «4» με την προτροπή για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων σφραγίζει αυτήν την κρίση και δημιουργεί όρους φυγόκεντρων δυνάμεων και συνολικής κρίσης της ΕΕ. Ταυτόχρονα, καταγράφεται μια ολοένα και μεγαλύτερη απονομιμοποίηση της ευρωζώνης και της ΕΕ που ταυτίζεται στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων με τη κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας και το νεοφιλελεύθερισμό. Αυτό έρχεται να συναντηθεί με την αυξανόμενη πολιτική κρίση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αποτέλεσμα της ανυποληψίας των συστημικών κομμάτων, κεντροδεξιών και σοσιαλδημοκρατικών, και της αίσθησης ότι η μόνη πλέον πολιτική είναι ο «αυτόματος πιλότος» των αγορών και των «κοφτών» της ΕΕ. Το γεγονός ότι σήμερα αντιφατικά ακροδεξιά, λαϊκίστικα ή απολίτικα μορφώματα προσπαθούν να καπηλευτούν αυτές τις δυναμικές, δεν θα πρέπει να μας κάνει να δούμε φοβικά τις μαζικές και λαϊκές αντιδράσεις απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Σήμερα η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του ευρώ και η ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας είναι οι αναντικατάστατες αφετηρίες οποιασδήποτε φιλολαϊκής εναλλακτικής κατεύθυνσης. Όμως, η ψυχαναγκαστική ευρωφιλία της Αριστεράς δεν της επιτρέπει να ηγηθεί της λαϊκής δυσαρέσκειας για να μετατρέψει την κρίση νομιμοποίησης της ΕΕ σε μια αλυσίδα ρήξεων και ανατροπών. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ελεύθερου ζωτικού χώρου στον οποίο αναπτύσσεται ο κυνικός «ευρωσκεπτικισμός» μιας αυταρχικής και ρατσιστικής Ακροδεξιάς. Περισσότερο παρά ποτέ χρειάζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο να συντονιστούν οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις και κινήματα και να επικεντρώσουν στους κρίσιμους κόμβους της ρήξης με το ευρωσύστημα ξεκινώντας από τη ρήξη με την ευρωζώνη.
9. Στην κοντινή μας περιοχή τα πράγματα αλλάζουν με αφετηρία τις εξελίξεις στο Συριακό. Μια πιεσμένη από τις αντιφάσεις της, εσωτερικές και εξωτερικές, Τουρκία γίνεται όλο και πιο επιθετική και «αναθεωρητική» στις απαιτήσεις της. Στο Κυπριακό η λύση που προτείνεται παραπέμπει σε μια συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας και ιμπεριαλιστικής επίβλεψης που θυμίζει το Σχέδιο Ανάν. Σε αυτό το τοπίο η προσπάθεια να παρουσιαστεί ο ευρωατλαντικός καταναγκασμός της κυβέρνησης αλλά και της συστημικής αντιπολίτευσης ως λύση «ασφάλειας» απλώς εγκυμονεί περαιτέρω κινδύνους. Οι δρόμοι ελέγχου των ενεργειακών πόρων παραμένουν κρίσιμο πεδίο ανταγωνισμών για το σύγχρονο ιμπεριαλισμό. Περισσότερο παρά ποτέ η εθνική ανεξαρτησία και η αποδέσμευση από ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και δίκτυα γίνεται η αναντικατάστατη αφετηρία για τη διασφάλιση της ειρήνης. Το γεγονός ότι ο κόσμος γίνεται περισσότερο «πολυπολικός» και αναδεικνύονται δυνάμεις μερικής αμφισβήτησης της αμερικανικής μονοκρατορίας δίνει περιθώρια για μια άλλη ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική αλλά δεν πρέπει να οδηγήσει στη λογική της αναζήτησης μόνιμου συμμάχου-προστάτη ή χώρας αναφοράς. Το «να στηριζόμαστε» στις δικές μας δυνάμεις αποκτά ξεχωριστή και ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα. Μία πρωτοβουλία δημιουργίας ενός αντιιμπεριαλιστικού χώρου στην περιοχή μας, από δυνάμεις και κινήματα της Μ. Ανατολής, των Βαλκανίων, της Μεσογείου, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
10. Τα ελπιδοφόρα ΟΧΙ των λαών εκφράζουν την υλική, πραγματική βάση που έχει η μαζική αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό. Την ίδια στιγμή η άνοδος ακροδεξιών απόψεων αποδεικνύει ότι το κενό δεν διαρκεί πολύ, καλύπτεται από κάποιους, αν κάποιοι άλλοι δεν πάρουν τις αναγκαίες και βαθιές πρωτοβουλίες για να το καλύψουν. Σήμερα αναζητείται μια Αριστερά που να μπορεί να αντιληφθεί τις υπαρκτές και εν δυνάμει θετικές κοινωνικές διεργασίες αμφισβήτησης του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και των περιφερειακών εκδοχών του (ΕΕ, συμφωνίες, συνθήκες κλπ), να προχωρήσει σε θεωρητική και πολιτική τομή με ένα παρελθόν που βαρύνεται από την αποδοχή της «παγκοσμιοποίησης», να ηγηθεί ενός νέου και πιο ουσιαστικού κύκλου αγώνων που να διεκδικούν τη ρήξη με τον ιμπεριαλισμό αλλά και να ανοίγουν το δρόμο για την αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού, συνδέοντας διαλεκτικά εθνική ανεξαρτησία και σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική.
11. Ακριβώς για αυτό το λόγο είναι πολύ κομβικό το μεταβατικό πρόγραμμα, το βάθεμα και η επεξεργασία του. Αυτό είναι που μπορεί να κάνει την στρατηγική της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό εναλλακτική αφήγηση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Δεν είναι ένα αιτηματολόγιο, ούτε απλώς ένας «οδικός χάρτης». Ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να παίρνει διαζύγιο από τον οικονομισμό και τον παραγωγισμό της παραδοσιακής Αριστεράς, να μην επενδύει σε συμμαχίες με μερίδες του κεφαλαίου, να πατάει σε μια διαρκή όξυνση της ταξικής πάλης σε όλα τα επίπεδα, συνδυάζοντας στην ρήξη με το ευρώ, τα μνημόνια, με τις εθνικοποιήσεις και την απελευθέρωση πρακτικών αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου με μια «συντακτική διαδικασία» που στην πραγματικότητα να διευκολύνει το ξεδίπλωμα πρωτότυπων μορφών «δυαδικής εξουσίας». Γι’ αυτό το λόγο και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται απλώς ως πρόγραμμα μιας «αριστερής κυβέρνησης», χωρίς να υποτιμάμε καθόλου το στόχο της κατάληψης της κυβερνητικής και πολιτικής εξουσίας, αλλά ως μια διαδικασία όξυνσης των ταξικών αγώνων και βαθιών μετασχηματισμών που να φέρνουν τις δυνάμεις της εργασίας σε καλύτερη θέση ώστε να διαμορφώνουν όρους της δικής τους ηγεμονίας και όρους μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Η κατεύθυνση αυτή απαιτεί προχωρήματα καθώς και απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα για το αν και πώς υπάρχει η δυνατότητα μια ή περισσότερες χώρες να έρθουν σε ρήξη με διεθνές οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο που να είναι βιώσιμο και ταυτόχρονα ανθεκτικό στις πιέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Από αυτή την άποψη τόσο η προγραμματική όσο και η πραγματική πολιτική προετοιμασία είναι απαραίτητες.
12. Όλα αυτά απαιτούν και μια άλλη κατάσταση στις ίδιες τις δυνάμεις της εργασίας τις συλλογικές μορφές οργάνωσης και αντίστασής τους. Δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε συγκρότηση μιας ευρύτερης συμμαχίας και συσπείρωσης κοινωνικών δυνάμεων για έναν άλλο δρόμο αντίστασης, ρήξης και μετασχηματισμού χωρίς μια ανασύνθεση των δυνάμεων της εργασίας, του κόσμου του μόχθου, σε όλη την πολλαπλότητα εντάξεων, πρακτικών και ταυτοτήτων που αυτός σήμερα εντοπίζεται και αναγνωρίζεται. Το να αποκτήσει όλος αυτός ο κόσμος, σε όλο το φάσμα από τους επισφαλείς μισθωτούς της γενιάς των 400 και τα μπλοκάκια μέχρι τον κόσμο της εξειδικευμένης γνώσης και της πολιτιστικής δημιουργίας και από τους μετανάστες στη Μανωλάδα μέχρι τα υπαρκτά ακόμη κομμάτια βιομηχανικής εργατικής τάξης συνείδηση κοινών συμφερόντων κι αυτοπεποίθηση, το να γυρίσει την πλάτη στο ρατσισμό, το να διαμορφώσει κοινές αγωνιστικές πρακτικές παραμένει συνθήκη αναντικατάστατη. Δεν θα είναι εύκολο, θα απαιτήσει τις πρωτότυπες μορφές ενός νέου ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και νέες μορφές επικοινωνίας, συντονισμού και δράσης. Ωστόσο, χωρίς μια τέτοια διεργασία ο δρόμος για ένα νέο ιστορικό μπλοκ θα παραμένει μακρύς.
13. Πολιτικά όλα αυτά απαιτούν την αναγκαία συνάντηση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αναφέρονται στη ρήξη σε κοινό μέτωπο. Οι κομμουνιστές δεν μπορούν παρά να είναι πρωτοπόροι στην οικοδόμηση του ενιαίου μετώπου της εποχής μας, να μπορούν να διαμορφώνουν τα πεδία συνάντησης των διαφορετικών κινημάτων, ρευμάτων, κοινωνικών κομματιών, αναζητήσεων, οραματισμών. Αλλά το μέτωπο δεν μπορεί να είναι ούτε κυρίως ούτε πρωτίστως εκλογικό. Ούτε «προγραμματικό» με τον τρόπο που τέθηκε κατά καιρούς ως άλλοθι για να μην προχωρήσουν βήματα ενότητας. Το μέτωπο δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά αντιφατικό, διαφορετικά δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του πεδίου στο οποίο όντως θα αναδεχτεί η ηγεμονία της επαναστατικής γραμμής και για αυτό πρέπει να είναι και βαθιά δημοκρατικό. Το μέτωπο αυτό σήμερα παραμένει ακόμη ζητούμενο και αντιλαμβανόμαστε και τη δυσπιστία πολλών αγωνιστών απέναντι σε υπαρκτά σχήματα και τη δομική ανεπάρκεια των τωρινών σχημάτων.
14. Όλες αυτές οι προκλήσεις συγκεφαλαιώνονται στο αίτημα ανασύνθεσης της κομμουνιστικής Αριστεράς. Τα ελλείμματα στη εμβάθυνση του προγράμματος, τα κενά στη γραμμή μαζών, οι εναλλαγές ρεφορμιστικών αυταπατών και σεχταριστικών αναδιπλώσεων, η αδυναμία ανασύνθεσης μαζικών κινηματικών μορφών, η ατολμία σε σχέση με τη συγκρότηση του Ενιαίου Μετώπου της εποχής μας όλα αυτά αναδεικνύουν ένα πραγματικό έλλειμμα κομμουνιστικής Αριστεράς. Η υποχώρηση ή αναδίπλωση των επαναστατικών δυνάμεων, η διαρκής αποκομμουνιστικοποίηση του χώρου της Αριστεράς, οι διάφορες παραλλαγές θεωρητικού αντικομμουνισμού ενίοτε και με «ριζοσπαστικό» πρόσημο, συνέβαλαν σε αυτό. Όπως συνέβαλε και η ρεφορμιστική και συχνά καθεστωτική μετάλλαξη μεγάλου μέρους του ιστορικού ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Χρειάζονται νέοι τρόποι πολιτικής πρακτικής που να μην μαϊμουδίζουν την αστική πολιτική, που να μπορούν να εντάξουν πρωτοπόρες αγωνίστριες και αγωνιστές, που να ελκύουν τη νεολαία, να μπορούν να ανοίγονται πραγματικά προς τις μάζες, να τις αφουγκράζονται, να μαθαίνουν διαρκώς από αυτές. Η ανάδυση του κομμουνιστικού ρεύματος, της επαναστατικής γραμμής μέσα στο εργατικό κίνημα, ιστορικά είχε πέρα απο τη συνέχεια και την δοκιμασία και το χαρακτήρα τομής και ρήξης με προηγούμενες λογικές που είχαν ηττηθεί και γι’ αυτό και σήμερα ένας σύγχρονος λενινισμός δεν μπορεί να έχει μόνο το χαρακτήρα της συνέχειας, αλλά και της αντίστασης στη βολική επανάληψη και στη συνήθεια ή στις δυνάμεις αδράνειας που προκύπτουν από την ήττα του 20ου αιώνα. Χρειάζεται η λογική και πρακτική της επαναστατικής ανανέωσης, της αυτοκριτικής, της ριζικής πρωτοτυπίας, της πάλης για μια πραγματική «πολιτιστική επανάσταση» μέσα στο χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Χωρίς απογειώσεις, με επίγνωση ορίων, με διαρκή προσπάθεια για τριβή και γείωση μέσα στα υπαρκτά μέτωπα της ταξικής πάλης, εκεί όπου δοκιμάζεται αλλά και μπορεί να αλλάξει η ζωή των ανθρώπων.
15. Την ίδια ώρα που χρειάζεται αντιπαράθεση με όλη τη σκουριά και τη γραφειοκρατία μορφών οργάνωσης και κόμματος του παρελθόντος, χρειάζεται επίσης αποφασιστική πολεμική σε κάθε μορφή που εμφανίζει σαν πολύ νέα την πολύ παλιά, αδιέξοδη και καταστροφική πολιτική της άρνησης της οργανωμένης συλλογικότητας. Η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος οφείλει να οδηγήσει σε ανασύνθεση και όχι σε διάλυση, σε συγκρότηση και όχι σε αποδιάρθρωση, σε καινοτόμα επιμονή στο συλλογικό και όχι σε επιστροφή στον ατομοκεντρισμό. Η συζήτηση για την Κομμουνιστική Αριστερά της εποχής μας δεν μπορεί παρά να βάζει σε πρώτο πλάνο δοκιμασίες, εγχειρήματα και προβληματισμούς για την κάλυψη του κενού του πολιτικού υποκειμένου, του φορέα ή του κόμματος που θα διακρίνεται από την επιμονή για την κοινωνική ανατροπή.
16. Έχει έρθει η ώρα να ανοίξει η συζήτηση την κομμουνιστική Αριστερά της εποχής μας. Με άνοιγμα του θεωρητικού διαλόγου, με προσπάθεια για παραγωγή άποψης, γνώσης και επεξεργασίας, με κοινές πρωτοβουλίες για το κίνημα και για το μέτωπο, με επαφή και πειραματισμούς στις σχέσεις με τα λαικά στρώματα και τις επικίνδυνες τάξεις. Με προσπάθεια να μη μείνουμε για άλλη μια φορά απλώς σε ανοίγματα ανεκπλήρωτα και εκκινήσεις μετέωρες ή ανολοκλήρωτες. Με πραγματικά βήματα που να διαμορφώνουν άλλη κατάσταση και άλλο συσχετισμό. Η διαμόρφωση μορφών και πρακτικών ενός χώρου διαλόγου, συζήτησης και δοκιμασίας για την κομμουνιστική Αριστερά της εποχής μας, το πρόγραμμα, το κίνημα και την ανασυγκρότησή της, όπως και μορφές που μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια κατεύθυνση (ιστοσελίδα διαλόγου, συναντήσεις διαλόγου για το πρόγραμμα, το κίνημα και τη στρατηγική, εκδόσεις) μπορούν να συμβάλουν στο άνοιγμα και βάθεμα της συζήτησης. Η παράλληλη προσπάθεια για οικοδόμηση ενός ευρύτερου μετώπου και κινήματος για την ρήξη με το ευρωσύστημα και τον άλλο δρόμο αλλά και η από κοινού συμβολή σε πρωτοβουλίες μέσα στο κίνημα μπορεί να συνδέσει αυτή τη διαδικασία με πραγματικές κοινωνικές διεργασίες. Σε αυτό θέλουμε να συμβάλουμε ως Πρωτοβουλία για την Κομμουνιστική Αριστερά και σε κανένα βαθμό δεν θεωρούμε ότι η συζήτηση αυτή περιορίζεται στις δυνάμεις και τους αγωνιστές που μέχρι στιγμής συμμετέχουν στην πρωτοβουλία μας.

* Δημόσια τοποθέτηση της Πρωτοβουλίας για την Kομμουνιστική Aριστερά με αφορμή την εκδήλωση με τίτλο «Ρήγματα στην παγκόσμια ισορροπία. Κίνδυνοι και προκλήσεις για τους λαούς» που διοργανώνεται στην ΑΣΟΕΕ την Παρασκευή 17 Μαρτίου, στις 18:30, με ομιλητές τον Μανόλη Αρκολάκη, τον Βασίλη Λιόση και τον Χρίστο Τουλιάτο.


Δημοσίευση σχολίου