Πώς γίνεται όλοι τους να
ξεκινούν με διαφορετικές μεν, εξίσου σωστές δε διαπιστώσεις και να καταλήγουν
στο ίδιο καταστροφικό σφάλμα; Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση. Με σημείο εκκίνησης διαπιστώσεις
καθ’ όλα λογικές, αν και μεταξύ τους διαφορετικές, καταλήγουν όλοι τους στις
ίδιες πολιτικές απόλυτου παραλογισμού.
Το ΔΝΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι
απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση χρέους καθώς η καθυστέρησή του οδηγεί με
μαθηματική ακρίβεια σε δυσθεώρητη λιτότητα (στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος
μεγαλύτερο του 1,5%) η οποία καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει από την ελληνική
οικονομία. Ομως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του Βερολίνου σε οποιαδήποτε
σκέψη αναδιάρθρωσης χρέους ικανή να αναιρέσει την καταστροφική λιτότητα.
Τότε το ΔΝΤ, στη βάση της πολιτικής του
εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια
καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως, δεδομένου ότι η αναδιάρθρωση χρέους δεν θα
γίνει, η μαθηματική «εξίσωση» του προγράμματος όντως απαιτεί σκληρότατη
λιτότητα. Και για να μείνει στο πρόγραμμα το ίδιο, αποφεύγοντας την κατάρρευσή
του, το ΔΝΤ απαιτεί μέτρα συμβατά με τη σκληρότατη λιτότητα. Τέλος, το ΔΝΤ
προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά με τη σωστή
διαπίστωση ότι απαιτείται μεγαλύτερος σεβασμός στις προτεραιότητες των Αθηνών,
ιδίως σε θέματα όπως τα εργασιακά, όπου η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά ζητά
την εφαρμογή αυτών που ισχύουν σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η ίδια η
Γερμανία - του ευρωπαϊκού κεκτημένου δηλαδή. Ομως αμέσως μετά, έρχονται το βέτο
του Βερολίνου και οι απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη βάση της
πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη
από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως για να κλείσει η αξιολόγηση με τρόπο
που να μη διακινδυνεύσει κι άλλο την ακεραιότητα της Ε.Ε., η Αθήνα θα πρέπει να
αποδεχθεί «μεταρρυθμίσεις» που δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τέλος, η
Επιτροπή προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μεταρρυθμίσεων
αυτών!
Η ΕΚΤ ξεκινά με τη σωστή διαπίστωση ότι
απαιτείται άμεσα αναδιάρθρωση ιδιωτικών χρεών ώστε να γίνει επανεκκίνηση της
παροχής πίστης από τις ελληνικές τράπεζες στις επιχειρήσεις.
Για να συμβεί αυτό απαιτούνται (α) μια
δημόσια «κακή» τράπεζα η οποία να απορροφήσει μεγάλο μέρος των «κόκκινων»
δανείων (όπως συνέβη στη Γερμανία και στην Ισπανία), (β) άρση των capital
controls και (γ) ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (αγορά από
την ΕΚΤ ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) ώστε να δημιουργηθεί κλίμα
αισιοδοξίας.
Ομως αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του
Βερολίνου και για τις τρεις αυτές απαραίτητες κινήσεις. Τότε η ΕΚΤ, στη βάση
της πολιτικής του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι
καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει ότι το μόνο που της μένει να
κάνει είναι να προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων και
των μεταρρυθμίσεων που υπαγορεύει η τρόικα στην Αθήνα.
Οπερ μεθερμηνευόμενον, να κρατά την
ελληνική κοινωνία νεκροζώντανη σε κατάσταση ημι-συμμετοχής στην ευρωζώνη, με
capital controls, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά χρέη στο πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης και με την απειλή νέου κλεισίματος των τραπεζών ενεργή.
Η ελληνική κυβέρνηση ξεκινά με τη σωστή
διαπίστωση ότι απαιτείται τέλος στη μόνιμη αβεβαιότητα που παράγουν ένα
χρηματοδοτικό πρόγραμμα και ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα του οποίου τα
«μαθηματικά» δεν βγαίνουν και των οποίων τα προαπαιτούμενα εξαθλιώνουν τους πιο
αδύναμους των Ελλήνων. Γι’ αυτό ζητά λιγότερη λιτότητα, «κάτι» για το χρέος και
αντίμετρα που να αντισταθμίζουν τα μέτρα.
Ομως, αμέσως μετά, έρχεται το βέτο του
Βερολίνου σε οποιαδήποτε τέτοια σκέψη. Τότε η κυβέρνηση, στη βάση της πολιτικής
του εφικτού και της άποψης ότι μια κακή συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια
καλύτερη στο μέλλον, καταλήγει πως θα υπογράψει ό,τι της φέρουν. Τέλος, η
κυβέρνηση προτείνει εαυτόν ως τον μόνο αξιόπιστο εφαρμοστή των μέτρων αυτών!
Παρατήρησες, αναγνώστη, τι κοινό έχει το
σκεπτικό του ΔΝΤ με εκείνο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και της ελληνικής
κυβέρνησης; Ποιο είναι εκείνο το κοινό συστατικό που οδηγεί και τους τέσσερις
σε πολιτικές που οι ίδιοι κρίνουν ότι εντείνουν την κρίση; Δεν είναι άλλο από
την «πολιτική του εφικτού» και την άποψη ότι «μια κακή συμφωνία τώρα είναι
καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον»!
Αυτή η προσήλωση στη «μετριοπάθεια» και
στον «ρεαλισμό του εφικτού», σε συνδυασμό με το πατροπαράδοτο (από το 2010 και
την εποχή Παπακωνσταντίνου) δόγμα «νυν υπέρ πάντων η επόμενη δόση», οδηγεί το
ΔΝΤ, την Επιτροπή, την ΕΚΤ και την ελληνική κυβέρνηση να απαιτούν ο καθένας για
πάρτη του την πρωτοκαθεδρία στην εφαρμογή μέτρων τα οποία γνωρίζουν ότι
αναπαράγουν την καθίζηση της ελληνικής κοινωνικής οικονομίας.
Και καλά το ΔΝΤ και η ΕΚΤ, άντε και η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για τους «θεσμούς» αυτούς, το ζητούμενο είναι όντως η
πρωτοκαθεδρία στο ελληνικό πρόγραμμα κι ας πρόκειται για πρόγραμμα σχεδιασμένο
να αποτύχει. Ομως για όποιον το ζητούμενο είναι η επιστροφή της Ελλάδας στη
βιωσιμότητα, μία είναι η λύση: η απόρριψη του απατηλού ψεύδους ότι «μια κακή
συμφωνία τώρα είναι καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον».
Συμπέρασμα: Το «κάλλιο πέντε και στο χέρι»
δεν ισχύει στη μνημονιακή Ελλάδα.
Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές «κάλλιο
πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Ομως η λαϊκή ρήση έχει βάση μόνο
όταν πρόκειται για τη χρονική ακολουθία οφελών, όχι απωλειών.
Πράγματι, εάν είναι να πάρουμε κάτι καλό
σήμερα που το έχουμε ανάγκη, ίσως αξίζει να το κάνουμε αντί να περιμένουμε κάτι
καλύτερο που μπορεί να έρθει ή μπορεί και να μην έρθει στο μέλλον. Οντως, το
βέλτιστο μπορεί να αποδειχθεί ο χειρότερος εχθρός του καλού.
Ομως, αυτή η ρήση, αυτή η λογική, δεν μας
αφορά σήμερα ως χώρα. Και δεν μας αφορά επειδή η επιλογή μας δεν είναι μεταξύ
του καλού και του καλύτερου αλλά μεταξύ του κακού σήμερα και του χειρότερου
αύριο – μεταξύ μιας πρόσκαιρης ανακούφισης στη βάση αντικοινωνικών μέτρων που
θα βαθύνουν την κρίση σύντομα και μιας σύγκρουσης με τον παραλογισμό σήμερα που
αποτελεί προαπαιτούμενο για την επιστροφή στη λογική και τον τερματισμό
πολιτικών που βαθαίνουν την κρίση στο διηνεκές.
Για να το πω στη γλώσσα της οικονομίας, η
ρήξη που κάποιοι από εμάς (συμπεριλαμβανομένων του πρωθυπουργού και του
υπουργού του επί των Οικονομικών) θεωρούσαμε προτιμότερη ακόμη μιας κακής,
μνημονιακής συμφωνίας είναι η μόνη πραγματική επένδυση στο μέλλον της πατρίδας.
Ας θυμηθούμε τον ορισμό του όρου «επένδυση»: Πρόκειται για την επιλογή να
στερηθούμε κάτι σήμερα ώστε να έχουμε ένα μεγαλύτερο όφελος στο μέλλον.
Υπάρχει πλέον αμφιβολία, ακόμα και με τα
κριτήρια του ΔΝΤ, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, ότι η μόνη επένδυση στο μέλλον
είναι η απόρριψη του απατηλού ψεύδους πως «μια κακή συμφωνία τώρα είναι
καλύτερη από μια καλύτερη στο μέλλον»;
Δημοσίευση σχολίου