Η συνάντηση των τεσσάρων ηγετών της Ε.Ε. την περασμένη Δευτέρα στο Παρίσι επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως επίδειξη αποφασιστικότητας ενός ισχυρού πυρήνα χωρών που αγκαλιάζουν την ιδέα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων ως προωθητικό όραμα για το βάθεμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε μια περίοδο που αυτή κλονίζεται τόσο από το Brexit και από την ανοιχτή αμφισβήτηση του ευρώ από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ (μια χώρα που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πήρε την πρωτοβουλία για την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση») όσο και από την κρίση νομιμοποίησης του ευρωπαϊκού οράματος που τροφοδοτεί διάφορες παραλλαγές «ευρωσκεπτικιστικών» απόψεων.
Όμως η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο
σύνθετη και δύσκολη. Καταρχάς, η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» είναι ήδη εδώ
και μάλιστα από καιρό. Οι πραγματικές πολώσεις ανάμεσα στις χώρες του κέντρου
και της περιφέρειας όπως και η διάκριση ανάμεσα σε χώρες της ευρωζώνης και
χώρες που δεν επιλέγουν το κοινό νόμισμα ούτως ή άλλως δημιουργούσαν
διαφορετικές ταχύτητες. Έπειτα, πλευρές της ολοκλήρωσης όπως η πολιτική ένωση
και η κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας ποτέ δεν ξεπέρασαν το στάδιο των
διακηρύξεων. Σε κρίσιμα θέματα όπως το μεταναστευτικό - προσφυγικό,
κάθε άλλο παρά υπήρξε κοινή στάση. Ο «βαλκανικός διάδρομος» έκλεισε με
πρωτοβουλία κρατών και όχι με κοινή απόφαση, ενώ π.χ. η Ουγγαρία συνεχίζει ανενόχλητη
να υψώνει «τείχη του αίσχους» στα σύνορά της. Η Ουγγαρία ή η Πολωνία μπορούν,
χωρίς κανένα ευρωπαϊκό εμπόδιο, να παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Πάνω στις σχέσεις με τη Ρωσία οι γραμμές παραμένουν τεθλασμένες. Η Πολωνία ζητά
να αντικατασταθεί ο... Πολωνός πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επειδή δεν
τον συμπαθεί το κυβερνών κόμμα. Επιπλέον, η βασική διαφορά ταχύτητας δεν αφορά
γενικά κι αφηρημένα τη σχέση του «πυρήνα» με τις υπόλοιπες χώρες αλλά πρωτίστως
την ίδια Γερμανία, που παραμένει ο βασικός ωφελούμενος, ως προς το
πλεονασματικό ισοζύγιο και τους ρυθμούς ανάπτυξης, εντός της δομικά άνισης
αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης.
Φυσικά, αυτή η διαπίστωση δεν γίνεται
για να υποτιμήσουμε τη σημασία της συνάντησης. Άλλωστε, εάν όντως κάτι θα
αποτελούσε τομή, αυτό θα ήταν η λογική των «πολλών ταχυτήτων» μέσα στην
ευρωζώνη πια, δηλαδή διαφορετικοί ρυθμοί συντονισμού οικονομικής πολιτικής
εντός του κοινού νομίσματος.
Με αυτή την έννοια, έχει ενδιαφέρον να
στραφούμε στο κείμενο που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τίτλο «Λευκή
Βίβλος για το μέλλον της Ε.Ε. Αναστοχασμοί και σενάρια για την Ε.Ε.-27 το
2025». Εκεί θα δούμε αποτυπωμένη την αναμέτρηση με αυτή την πραγματικότητα και
τα ενδεχόμενα που ανοίγονται.
Το πρώτο σενάριο που προτείνουν για το
2025 είναι πρακτικά να μην αλλάξει τίποτα. Παρότι το παρουσιάζουν ως πορεία
«σταδιακής προόδου» και σχετικά αυξημένης συνεργασίας είναι σαφές ότι το
αντιμετωπίζουν ως ένα αρνητικό σενάριο που μάλλον θα σωρεύσει κρισιακές
δυναμικές.
Το δεύτερο σενάριο το ονομάζουν «τίποτα
πέρα από την ενιαία αγορά». Εδώ είναι ένα σενάριο όπου η ολοκλήρωση δεν
προχωράει ιδιαίτερα πέρα από την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων,
όπου η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων δεν είναι πλήρως εγγυημένη και όπου
διαδικασίες όπως η πολιτική ενοποίηση ή η κοινή πολιτική εξωτερικών και άμυνας
δεν προχωρούν, ούτε η κοινή αντιμετώπιση του προσφυγικού. Εδώ προφανώς η έμμεση
παραδοχή είναι και το ενδεχόμενο περιπτώσεων εξόδου από το κοινό νόμισμα. Το
σενάριο αυτό παρουσιάζεται ως το πλέον αρνητικό και δίνεται έμφαση στην έλλειψη
συντονισμού στο περιβάλλον ή στην ύπαρξη συνοριακών ελέγχων που θα δυσκολεύουν
τα ταξίδια.
Στους αντίποδες αυτών βρίσκεται το
πέμπτο σενάριο, το οποίο παραπέμπει σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη όπου βαθαίνει η
ενιαία αγορά, επιτυγχάνεται η οικονομική, χρηματοοικονομική και δημοσιονομική
ένωση, διαμορφώνεται κοινή πολιτική ασύλου και κοινή πολιτική εξωτερικών και
άμυνας και συνολικά ενισχύονται οι διαδικασίες απόφασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ευχολόγιο που οι συντάκτες του
γνωρίζουν ότι θα παραμείνει ανεφάρμοστο.
Τα σενάρια με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον
είναι το τρίτο και το τέταρτο γιατί αντανακλούν πραγματικά ενδεχόμενα αλλά και
επιδιώξεις.
Το τρίτο σενάριο, το αποκαλούμενο
«αυτοί που θέλουν περισσότερα κάνουν περισσότερα», είναι η Ευρώπη των πολλών
ταχυτήτων. Η ενιαία αγορά βαθαίνει αλλά ορισμένα κράτη-μέλη δοκιμάζουν να
επιβάλουν κοινά πρότυπα στη φορολογία, στις κοινωνικές πολιτικές, στα ζητήματα
ασφάλειας, στις πολιτικές για τη μετανάστευση, στην εξωτερική και αμυντική
πολιτική έχοντας ως αντάλλαγμα και χωριστό επιπλέον προϋπολογισμό για τις χώρες
που «αποφασίζουν να κάνουν περισσότερα».
Το τέταρτο σενάριο, που μοιάζει να
είναι και αυτό που προτιμά η Κομισιόν, αποκαλείται «να κάνουμε λιγότερα
περισσότερο αποτελεσματικά» και επικεντρώνεται σε συγκεκριμένους τομείς δράσης:
διεθνείς εμπορικές συμφωνίες που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε
επίπεδο Ε.Ε., πολιτική ασύλου, συνόρων και αντιτρομοκρατικής συνεργασίας, κοινή
εξωτερική πολιτική. Παράλληλα, στους τομείς αρμοδιότητάς τους, οι ευρωπαϊκοί
θεσμοί αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αρμοδιότητα και δυνατότητα επιβολής.
Τι βγαίνει από αυτό το ντοκουμέντο;
Καταρχάς μια εκρηκτική σιωπή για οτιδήποτε θα μπορούσε να παραπέμπει είτε σε
μια πραγματική βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών, στη δικαιότερη κατανομή του
πλούτου, στην ανάπτυξη με δικαιοσύνη ή στη δημοκρατία και τη δυνατότητα οι
κοινωνίες να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Σε όλα τα σενάρια, η τρέχουσα εκδοχή
άγριου νεοφιλελευθερισμού όπως και ο δομικά αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της
Ε.Ε. θεωρούνται δεδομένες και απαράγραπτες πλευρές της πραγματικότητας. Σε αυτό
προστίθεται και μια έντονη αίσθηση απώθησης του ενδεχομένου η κρίση
νομιμοποίησης και η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος να πάρει ακόμα πιο
εκρηκτικά χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το φόντο η συνάντηση των
τεσσάρων ηγετών της «πρώτης ταχύτητας» δείχνει ακριβώς να θέλει να παρουσιάσει
την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» ως απάντηση την κρίση. Ωστόσο, αυτό δεν
πρέπει να το δούμε ούτε ως αυτονόητο ούτε ως εύκολο.
Καταρχάς, η ίδια έννοια του προωθητικού
πυρήνα της Ε.Ε. δεν είναι δεδομένη. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο ότι από τους
τέσσερις ηγέτες ο μεν Γάλλος πρόεδρος είναι ουσιαστικά υπηρεσιακός και σύντομα
αποχωρεί, η δε Ιταλία είναι πιθανό να πάει σε πρόωρες εκλογές. Αναφερόμαστε
στις αντιφατικές εσωτερικές δυναμικές των χωρών: στη Γαλλία παραμένει ανοιχτό
το πώς θα αναδειχτεί ένας «συστημικός» υποψήφιος για να πάρει στο δεύτερο γύρο
την προεδρία απέναντι στη Μαρίν Λεπέν, στην Ιταλία η καταγραφή
«ευρωσκεπτικιστικών» απόψεων θα είναι έντονη όποτε γίνουν εκλογές, ενώ η
Ισπανία πολύ πρόσφατα εξήλθε τυπικά από τα μνημόνια και εξακολουθεί να έχει
σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Επιπλέον, πλην της Γερμανίας, όλες οι άλλες
χώρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τις πολιτικές λιτότητας, την ώρα που ιδίως το
ιταλικό χρέος παραμένει μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα.
Ωστόσο, πέραν αυτού, ακόμα και μια
λογική βαθέματος της συνεργασίας της «πρώτης ταχύτητας» θα απαιτούσε από την
ίδια τη Γερμανία πρώτα και κύρια να αναλάβει το κόστος του ηγείσθαι αυτής της
διαδικασίας. Μόνο που αυτό θα απαιτούσε να ξεπεραστεί το παράδοξο της
γερμανικής ηγεμονίας στη Ευρώπη. Η Γερμανία θέλει να απολαμβάνει τα
πλεονεκτήματα της ηγετικής θέσης χωρίς να πληρώνει το κόστος της ηγεσίας. Κάθε
σκέψη για χαλάρωση της λιτότητας κατατάσσεται στην ανόσια για το γερμανικό
πολιτικό σύστημα έννοια της «μεταβιβαστικής ένωσης», ενώ την ίδια ώρα
απορρίπτεται προκαταβολικά κάθε σκέψη για πραγματικά αποφασιστικούς
«ομοσπονδιακούς» ευρωπαϊκούς θεσμούς για χάρη της απλής γενίκευσης των
«αυτόματων» τιμωρητικών μηχανισμών για όσους αποκλίνουν από τους δείκτες. Όμως
έτσι δεν συγκροτείται ούτε η «πρώτη ταχύτητα» ούτε βέβαια ανακόπτεται το
ευρωσκεπτικιστικό κύμα.
Την ίδια στιγμή, τέτοιες συναντήσεις
για τις χώρες των... υπόλοιπων ταχυτήτων σημαίνουν ακόμα πιο επιθετικές
πολιτικές. Σημαίνουν στην πραγματικότητα την παγίωση αυτοματοποιημένων
μνημονιακών μηχανισμών οποτεδήποτε θα υπάρχει απόκλιση, όπως και τη διατήρηση
της σημερινής συνθήκης, όπου οι χώρες μικρότερης παραγωγικότητας και
ανταγωνιστικότητας εντός της ευρωζώνης θα προχωρούν οικειοθελώς σε αλλεπάλληλες
παραλλαγές εσωτερικών υποτιμήσεων για να μπορούν να διεκδικήσουν αναβάθμιση σε
καλύτερη ταχύτητα.
Όλα αυτά διαμορφώνουν την εικόνα μιας
Ευρώπης που διαχειρίζεται την αμηχανία της απέναντι στην ένταση της δικής της
κρίσης εντός ενός κόσμου που αλλάζει, με την καταφυγή σε μια ακόμα πιο
δυστοπική εκδοχή ολοκλήρωσης που τελικά θα επιταχύνει την ίδια της την κρίση.
Ότι οι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» και οι «ευρωπαϊκές ηγεσίες» την ώρα που τα σημάδια
της βαθιάς κρίσης της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» πληθαίνουν αδυνατούν να
στοχαστούν και το βάθος της κρίσης και τη δυνατότητα υπέρβασης αποτυπώνει
σίγουρα τη διανοητική εμπλοκή της ελίτ των εγκλωβισμένων στο «tunnel vision»
ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Αποτυπώνει όμως και το πραγματικό κενό που
αφήνει σε ολόκληρη την Ευρώπη η απουσία μιας αριστεράς που δεν θα επιτρέπει
στην ακροδεξιά να καπηλεύεται τη δυσπιστία απέναντι στην Ε.Ε., μιας αριστεράς
που θα διεκδικεί τη ρήξη με το ευρωσύστημα ως αφετηρία πολιτικών χειραφέτησης
και μετασχηματισμού.
Δημοσίευση σχολίου