Συλλογιστείτε το σκοτάδι και την παγωνιά
Σε τούτη την κοιλάδα που ηχεί απ' τους θρήνους.

Brecht, Η όπερα της πεντάρας



.....πέφτεις ή πέφτουν επάνω σου, ένα κομμάτι σπονδυλικής στήλης βγαίνει - αλλάζει θέση, εννοείς μαζί και όλα τα ελαφρυντικά της αγκαλιάς που δεν βρίσκει την κατάλληλη νύχτα, - υπάρχουν κάποιοι πόνοι που θα σε κάνουν κωμικό του δρόμου, να βγάζεις φωτιές από το στόμα ρουφώντας αίμα, καθαρό φωτιστικό πετρέλαιο συλλαβίζει μαζί σου στις φλέβες, - φεύγεις- τα δωμάτια περιέχουν υγρές μοναξιές και τολμηρές θεογονίες και το αριστερό χέρι θάναι, λέει, αυτό που τραβάει τη σκανδάλη -σίγουρα κοιμάσαι βαθύτερα, αναγνωρίζεις το χάος ή τη δροσιά μιας γυναίκας αόριστης σαν δρομολόγιο που έχει περάσει ήδη απ' την άλλη μεριά του κήπου, οι ηλικιωμένοι θα συμμεριστούν ό.τι ανακοινώσεις τελευταία στιγμή - ''έχω ένα στραβό δόντι'', της λέω-''έμεινε έτσι για να κοιμάμαι όπως τ' απαξιωμένα μεσάνυχτα, όταν συντελείται η μετανάστευση'', ξαφνικα πεθαίνεις - θέλεις να φυτέψεις μια σφαίρα ο ίδιος στο απονεκρωμένο μυαλό την καρδιά που δεν κινείται -''να και μια από μένα, ρε πούστη, για ό,τι δεν έγινε'' - σ' αυτές τις περιπτώσεις η βροχή και η θάλασσα αληθεύουν περισσότερο γιατί δε θυμάσαι, έρχεσαι ακόμα από ένα μέρος άγνωστο, μερικά όνειρα σε βρίσκουν από μόνα τους, χωρίς χάπια, χωρίς έλεος, χωρίς εκείνη,- το λεωφορείο- η νύχτα, είναι αυτή που στρίβει, όχι κάτι άλλο,- ''θα λείψω'', τους λέω, ''όσοι θα έρθουν έχουν την ίδια σύμβαση με τους θεούς'', η άλλη κρατούσε μυστικά ''για να την γνωρίσω καλύτερα'', έλεγε, κι έχωνε βαθιά στο αιδοίο της παιδικά παιχνίδια, ρολόγια τσέπης και φτηνά δαχτυλίδια - μια μέρα θα με χώριζε- έτσι θα είχε όλα τα ενθύμια των πολέμων με μια απλή κίνηση, - οι θάνατοι στις γειτονιές αυτές, δε σε ρωτάνε, είναι όλα κανονισμένα από πριν



- σού λέει ''πέρασες καλά, γαμιόλη, 40, 50 60, 70 , 80 χρόνια - θάπρεπε να είχες πάρει την πρωτοβουλία να την κάνεις από μόνος σου, αλλά κάθε φορά χεζόσουν πάνω σου - περίμενες το ιωβηλαίο για γαμημένους, τώρα ήρθε εκείνο το φθινόπωρο που δεν ήθελες να υποπτεύεσαι, - έχεις τελειώσει, - στα ξακουστά ναυάγια όπως η ''Κίχλη'' οι μικροαστοί σαν εσένα επεδίωκαν την  πιο γυαλιστερή λήκυθο, -την πιο λευκή, την πιο παρθένα- εδώ σε περιμένουν φέρετρα από ξύλο φτηνιάρικο να επιστεγάσεις όσα δεν καταπιάστηκες, μαλάκα μου,- κι εκείνη και η άλλη και η δήθεν- δε θα ξανακοιμόταν ποτέ μαζί σου αν ξέρανε τις μηχανές που σκαρφίστηκες, όταν ανάσαινες βαριά σαν απάτη- ήσουν διακριτικός, -δε λέω- όσο μια γκόμενα που ξεχνάει το κυλοτάκι της στο πόμολο της κρεβατοκάμαρας, λοιπόν, - σε θάψανε- με θάψανε,- με θάψατε- όσο πρέπει βαθιά- την σωστή ώρα, αλλιώς θα μύριζες,- πάνω που ήταν να πάρεις μέρος στην καλύτερη παρτούζα, καθάρισες, φώναξαν τον γιατρό και διαπιστώνουν τη νεκρίλα σου, - εσένα λέω, -εγώ - δηλαδή εμένα, δηλαδή όλ' αυτά, ένα Purgatorio a la Dante με όλες τις σήραγγες υπόγειου μίσους- λοιπόν, ξεκουράσου, φίλε μου- ο ήλιος στήνει άλλου είδους ενέδρες, ανάμεσα σε σαρκώδη φύλλα κι έντομα τροπικών ηδονών, η νύχτα σου θα κερδίσει τις μορφές των αγαλμάτων - μελαγχολικά τελεσίγραφα απ' τη νοσταλγία της αληθινής ζωής, τότε που καταστρώναμε σχέδια αγοράζοντας καρπούς από την ανεπίκαιρη νιότη μας,  γονιμοποιώντας επικλήσεις που λίμνασαν σ' άγνωστες τοποθεσίες- πρέπει να ζητήσω την εκταφή μου και ν' απαιτήσω αποζημίωση για την ασεβή συμπεριφορά στο ταξίδι μου, στα διαπύλια και στα πορθμεία  [1+2]


.....γιατί κάπου σταματάει η σαγήνη της ποίησης;;,- όσα χρόνια έζησα έμεινα αφρόντιστος, τώρα διεκδικούν οι τυμβωρύχοι την εντάφια προσωπίδα μου, τον καημό σκαλισμένο στα βάθη της θάλασσας που λιποταχτεί- όταν δυσκολεύομαι να διαβάσω τα χειρόγραφα των άλλων, αισθάνομαι πως δεν μπορώ να κατοικήσω την ουτοπία τους - χάνω την ευκαιρία και την ουσία της μοναδικής συγκατοίκησης σε κάποιο άβατο και άφατο κόσμο, και τότε, λέω, ''ίσως γνωριστούμε καλύτερα, το επόμενο καλοκαίρι'',- θ' ακούμε τους παλιούς διαλόγους που κάναμε σα μετάγγιση του καιρού που χάθηκε, οι δολοφόνοι θα είναι εξόριστοι, δε θα θυμόμαστε τίποτα, όλα θα είναι αθώα και το γέλιο καινούριο, - εγώ, ξέρετε, αγαπώ τα σκυλιά γιατί πρέπει να έχω κάτι πάντα και γι' αυτά, για τον τόπο μου,  προσφέρουν μια περίεργη κυριαρχία της μνήμης, αλλά κατά βάθος σε καλούν να μιλήσεις με την βροχή, το καπέλλο σου ή το παλιό αδιάβροχο κι όταν όλα σβήνουνε ''τετέλεσται'' - ''μη με κατηγορείς που έβαζα μπριγιαντίνη στα μεγάλα σόου και άναβα κεριά, μου αρέσει να συνεργάζομαι μαζί σου γιατί είσαι γαμιόλης κι αποπληρώνω τα χρέη μου'', και μ' αυτά τα λόγια πέθαινα - ''σου χρωστώ ό,τι είμαι Πρίγκιπα, κι αυτό το κομμάτι χαλαζία στη τσέπη μου είναι που περισσεύει από όσα έκλεψα για να στεγάσω την ενοχή μου'', -''σάς φέρνω αυτά από την άκρη του κήπου, ιδού, τα ψάθινα καπέλα είναι ο θάνατος, - ''παγίδες του ήλιου'', στον ''Αμλετ'' και στον ''Γλάρο'', υπάρχει θέατρο μέσα στο θέατρο για να επαληθεύουμε τα παράλληλα σύμπαντα και τις κουβέντες στο δρόμο, που χάνονται, όπως τα φύλλα των δέντρων, ενώ διασχίζεις το σύνορο - προσπαθώ να κάνω τις λιγότερες σκέψεις για τον εαυτό μου - μια μέρα με τον Τζόυς είναι ό,τι και μια μέρα με την Βιρτζίνια Γουλφ, εξ αιτίας της κυρίας Νταλογουέι - η Κλαρίσα Νταλογουέι - έρωτες που φτάνουν από έναν χρόνο συρρικνωμένο σε πτυχώσεις, ξανά και ξανά, - αυτοτροφοδοτούμενες προφητείες, που επαναλαμβάνουν την ίδια σκληρότητα, κάποιες φορές ακόμα και οι τοποθεσίες είναι ίδιες, οι εφιάλτες - για παράδειγμα- αν τα γραφτά ενός συγγραφέα δεν προκαλούν το ίδιο το πεπρωμένο του,- τον ερχομό μιας Επανάστασης ή τον θάνατο- αυτοί οι πόθοι ειναι κλεισμένοι σε απίθανα συρτάρια, στη διάρκεια μιας μέρας ή μιας αιωνιότητας, που στο κάτω-κάτω ταυτίζονται - εγώ είμαι ήδη πολύ μακριά, δέχομαι ότι έχω μια εξωκοσμική απαίσια όψη, σάς έχω πεί ότι συναινώ στην αποτελεσματικη εκταφή μου, γιατί εκεί εμφανίζονται όσοι ήταν οι θεσμοί και οι οπαδοί των θεσμών, τα μυστικά τους, - όσοι κατέστρεψαν την ευτυχία των άλλων επικαλούμενοι την ευλογία του καλού Θεού, δηλαδή στέρησαν ο,τι υπήρχε ελεύθερο- όπως η Ελίζα που περίμενε στη στάση με υποτιθέμενη κομψότητα- περίμενε άδικα, της τόλεγα, αυτοί που στέρησαν τους άλλους ο,τιδήποτε είναι τ' αξέχαστα τρωκτικά - οι ποντικοί καταλαβαίνουν από ελευθερία όταν γλύφουν τις ουρές τους από το λάδι των άλλων, συνήθως όσων χειροκροτούν ασταμάτητα το σκαρφάλωμά τους, - θα είμαι μόνος σκέφτηκα, μια φιγούρα που δεν συναντάει κανέναν το σούρουπο, αλλά που ωστόσο συνηγόρησε στην εκταφή του [3+4]


.....''πρόσεξε'', είπα, μέσα μου,- ''κάθε κουβέντα σου λογίζεται παραχώρηση, το άλλοθι για κάθε έγκλημα περιέχει απέραντη φιλία, όπως ένα παλιό γραμμόφωνο που δεν μπορεί να προδώσει πλέον τίποτα- τα χαρακτηριστικά αλλοιωμένα, η φωνή, η ζήλεια, ο φθόνος έρπουν στην ατμόσφαιρα- μια βουή που ξεχύνεται ασταμάτητα, ένα ηλίθιο φορτηγό που σκιάζει κάθε ήχο '', όταν έφυγα σκέφτηκα,''υπάρχει η στιγμή που ζεις τους παγετώνες των άλλων'', -συνήθως γίνεται έτσι


Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Σάς έφερα το καπέλο. Και το αδιάβροχο. Ήταν στο φράχτη. Κάνετε σαν να πρόκειται να βρέξει.
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Ποτέ δεν ξέρει κανείς,- αυτά, όμως, και τα τρία- με το μπαστούνι μαζί, λειτουργούν σαν άμυνα,- κάτι που θα έρθει αναπάντεχα αν και δεν μάς σώζουν- είναι η πρόφαση της προστασίας γενικά, κάτι, ΚΑΤΙ, συμβολικό που ο δολοφόνος θα το έχει σαν σημάδι ανατροπής, μια απροσδόκητη  φυγή
                                                                         [παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Στην ουσία δεν μάς σώζει τίποτα
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ :Κάτι;; Τι θα είναι αυτό;;; Ένα πρόσωπο, μια καταιγίδα;;
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Ίσως και τα δυο μαζί. Συνήθως ένας άγνωστος πλησιάζει και τότε είναι το τέλος
                                                                         [παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Ακριβώς. Μια κραυγή - ουρανομήκης. Θα μείνει μόνο αυτή μέχρι τη συντέλεια...
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Αυτός ο ίδιος φόνος θα επαναληφθεί πολλές φορές στο μέλλον, το ίδιο συμβάν, σαν σε κρυμμένους καθρέφτες- φαίνεται να είμαστε οι αιχμές μιας μαντικής στο Νέο Μεσαίωνα που καλπάζει,- οι Μοίρες θα μάς τιμωρήσουν μ' έναν ανεπίγνωστο θάνατο κάθε φορά, - μια ξαφνική απώλεια, όπως τα Σαββατόβραδα του Οκτωβρίου στους αδιέξοδους δρόμους των προαστίων, τόσο απρόσμενα...
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Κι εγώ θα είμαι κάθε φορά ξαπλωμένος σ' ένα διαφορετικό νεκροτομείο - όσο ζω θα υποφέρω από πονοκεφάλους, φριχτούς πονοκεφάλους, - η ύπνωση θα με ανακούφιζε, αλλά δεν θάθελα ν' αντικρύσω το παρελθόν, άραγε ειναι δυνατό κάποιος να τροποποιήσει το παρελθόν του;; Τουλάχιστο να το κάνει ανεκτό. Έστω μια φορά;;
                                                                          [μικρή παύση]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Υπάρχει πάντα μια κίνηση, μια ομιλία, - που κανείς δεν υποπτεύεται όσο ζει... είναι η τελευταία
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Ένα έγκλημα,- ένα δέντρο που κρύβει τα πάντα - κανείς δεν σκέφτεται, δεν προλαβαίνει-η τελευταία χειρονομία - αυτό που συνοψίζει ένας γέρος στο πέρασμά του, απότομο, κατακόρυφο - ο θάνατος είναι κατακόρυφος
                                                                           [παύση]
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Θα πούνε, ''κουβαλήσαμε αυτό το τεράστιο σώμα μέσα στη νύχτα, - ούτε που κατάλαβε ότι ήταν νεκρός''
- θα διεκδικήσουν μια a priori αθωότητα, ο δολοφόνος θα φοράει γάντια, δεν θ' αφήσει ίχνη - [5+6]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ : Μέσα απ' την συντριβή θα υψώνει το δικό του είδωλο
                                                                          [μικρή παύση]


....στην εκταφή θα είναι όλοι,- η γυναικεία συντροφικότητα στο γεύμα θα εξημερώσει κάθε ήθος και πένθος, εγώ ως νεκρός και πρώην αλκοολικός θα προσπαθήσω να κλέψω λίγο καπνό πολυτελείας, θα παραμερίσω αρκετούς μ' ευτραφείς γαστέρες και ξέπνοες σκέψεις, - οι νύχτες χαρίζουν τις ιδεολογίες της μοναξιάς, τις ιδεοληψίες του έρωτα και τις απάτες της μεταφυσικής, απλά ανακαλύπτεις τον εαυτό σου ριγμένο σ' ενα λάκκο, ένα πτώμα στο πιο ψεύτικο κι αναζωογονητικό φεγγαρόφωτο - κάποιος πρέπει ν' αντιδράσει στην προσβλητική εμφάνιση του νεκρού, στην απαξιωμένη κοινή του θέα, - ένας συγγενής, ένας φίλος, ένας δικαστής, κάποιος που θα μηνύσει το γραφείο κηδειών, - δυστυχώς δεν πρόλαβα, μια αξιοθαύμαστη κλινική με καλλονές νοσοκόμες- επιστρέφω από τους αδιάπτωτους στίχους νεκρόφιλων ποιητών, οι νεκροί δεν προκαλούν αλγεινή εντύπωση, όπως ο Ιησούς επί των κυμάτων,- γέλασα- η ανάκριση την εποχή εκείνη, όπως σήμερα οι φιλότιμες υπηρεσίες των άρχών - δεν απέδωσε, - ο αυτόχειρας ήμουν εγώ- μεταμφιεσμένος σε ράθυμο μελαγχολικό δολοφόνο, - φυσικά είχα βάλει στο μάτι το μπουκάλι με το κονιάκ, στην άκρη του αιώνα. [7]


Δημοσίευση σχολίου