του Νίκου Αλεξίου

«Κάθε μορφής κατεστημένο της αστικής τάξης περιφρουρεί τα προνόμια του. Ελέγχει την πολιτική κι όλες τις εξουσίες κάτω απ’ την υποκριτική δικαιολογία ότι διασφαλίζει τον νόμο και την τάξη.

Όταν όμως λέει νόμο, εννοεί τους καταπιεστικούς θεσμούς που κατοχυρώνουν τα συμφέροντα του και τάξη είναι οι ποικιλώνυμοι φρουροί που με ευτελή αμοιβή και πολύ δουλικότητα το εξυπηρετούν. Μα, έρχονται ιστορικές στιγμές που αμφισβητούνται τα προνόμια και σκουριάζουν οι πανοπλίες των φρουρών.
Τότε το κατεστημένο δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Δεν έχει περιθώρια να υποδυθεί ούτε τον φιλάνθρωπο ούτε τον πατριώτη. Μετέρχεται κάθε μορφής βίας καταλύει νόμους, μεθοδεύει βασανιστήρια, ξεπουλά ιστορικά εθνικά συμφέροντα (κυπριακή τραγωδία). Οργανώνεται η πνευματική αντίδραση, οξύνεται και εξυπηρετείται από κάθε είδους καιροσκοπικούς μικροκονδυλοφόρους.
Επειδή ο πόθος για τη λευτεριά είναι οικουμενικός ρυθμός ζωής, οι κρατούντες τον καπηλεύονται, ψευδολογώντας ότι τάχα κινδυνεύει η λευτεριά της σκέψης και της συνείδησης. Ξαφνικά ανακαλύπτουν την ιερότητα της τέχνης που κινδυνεύει από επιδρομές βαρβάρων στο άβατο άλσος της και σαλπίζουν συναγερμό για τη σωτηρία της. Λένε πως δίχως αυτούς η τέχνη θα πέσει  στα δόκανα της στράτευσης και της καθοδήγησης. Μα είναι πραγματικά ελεύθερη η τέχνη;
Είναι δηλαδή φαινόμενο δίχως προσδιοριστικά σύνορα; Τάχατε είναι τόσο ανεξάρτητη που κινείται στον τόπο και στο χρόνο με εξωκοινωνική και εξωγήινη υπόσταση; Η στοιχειώδης ιστορική γνώση μας πληροφορεί πως η τέχνη είναι μορφή με τα δικά της μέσα στενά  πάντα συνδεμένη με την κοινωνία που τη δημιουργεί. Ότι η τέχνη αλλάζει κατευθύνσεις σε μεγάλες χρονικές περιόδους , γιατί συμπορεύεται στο ίδιο κανάλι με τα προβλήματα που απασχολούν κάθε φορά τον άνθρωπο. Τα προέχοντα προβλήματα όχι για να τα λύσει η τέχνη λογικά αλλά για  να καταγράψει  τις συναισθηματικές παραδοχές ή τις απωθήσεις τους. Κι όταν ακόμα η τέχνη δεν έχει προσλάβει τη λειτουργικότητα που απόκτησε σε προηγμένες κοινωνίες , όταν χρησιμοποιείται για εξευμενισμό των φυσικών στοιχείων ή σαν φυλαχτό και σκιάχτρο των κακών πνευμάτων (τοτέμ – σπηλαιογραφίες – ξόανα) γεννιέται από τις αντιλήψεις της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής ,της γεμάτης από φοβίες και δεισιδαιμονίες.
Η κοινωνική  της γέννησης καθορίζει και τον κλάδο της τέχνης, που της είναι κάθε φορά προσφορότερος να την εξυπηρετήσει.
Οι Αιγύπτιοι έκαναν τη θαυμαστή νεκρική τέχνη, γιατί πίστευαν πως ο άνθρωπος θ’ αντιμετωπίσει μεταθανάτια τις ίδιες ανάγκες ζωής, πως θ’ ασχοληθεί και στα ίδια επαγγελματικά του έργα (ταρίχευση – πυραμίδες – βασιλικοί τάφοι –νεκρικά κτερίσματα).
Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με το αξίωμα μέτρον πάντων ο άνθρωπος, θεοποίησε το ανθρώπινο κορμί. Έδωσε για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού ανθρώπινη μορφή και στους θεούς του. Ανάπτυξε την γλυπτική ,σμίλευσε την αγαλματοποιία που ήταν κατάλληλη ν’ ανθοφορήσει το ανθρώπινο σώμα και χάραξε την ιστορία και τα κατορθώματά του πάνω σ’ ανάγλυφα.
Η γλυπτική ήταν ο πιο κατάλληλος κλάδος της τέχνης για ν’ απεικονίσει την ανθρώπινη ύπαρξη στη φυσική της κατάσταση. Ο χριστιανισμός αγνόησε τη γλυπτική που με τις τρεις διαστάσεις και τον όγκο της έδινε την παραίσθηση του πραγματικού, ανάπτυξε τη δισδιάστατη ζωγραφική. Η ζωγραφική με την ευλυγισία του υλικού της μπορούσε ν’ αποδόσει τα μεταφυσικά της οράματα.
Να προχωρήσει «πέραν του οπτικού δρώμενου» προς το αόρατο, το ανιχνευόμενο δήθεν μόνο διαισθητικά.
Κι ο ισλαμικός κόσμος, ίσως από αδυναμία να συλλάβει ή να μορφοποιήσει ιδέες, ανάπτυξε με πρωτοτυπία και μαστοριά τον κλάδο της διακοσμητικής.
Κι η δυτική τέχνη από την Αναγέννηση ,αναπτύσσοντας τον ορθολογισμό και την επιστημονική παρατήρηση ,οδήγησε την τέχνη στην ψευδαίσθηση της πραγματικότητας – στο νατουραλισμό.
Πού οφείλονται τούτες οι βαθιές μεταλλαγές στην τέχνη ; Γιατί εγκατέλειψε το ρυθμικό σύμμετρο ,την αρμονία ,την «θέλγουσα» ηρεμία του αρχαίου ελληνικού κόσμου και βυθίστηκε με το χριστιανισμό στη φλεγόμενη ταραχή της ψυχής και στην εσωστρεφή έκταση του οραματιστού; Δεν υπάρχει καμμιά άλλη εξήγηση παρά μόνο ότι η τέχνη ακολουθεί απ’  την αποστολή της τις κοινωνικές μεταλλαγές. Είναι ο ευπαθής σεισμογράφος των κοινωνικών συμβάντων. Κι όταν οι κοινωνίες αντικαθιστούν τις παλιωμένες ιδέες τους, μετατοπίζουν τους στόχους τους με άλλους καταλληλότερους για την προκοπή τους, αλλάζοντας  και το πρόσωπο της τέχνης. Ολόκληρη χιλιετηρίδα η βυζαντινή τέχνη ,αγνόησε την ύπαρξη του φυσικού κόσμου , γιατί οι στόχοι που έθεταν ήταν «επέκεινα του κόσμου τούτου».
Είναι λοιπόν η τέχνη ένα δένδρο που οι ρίζες του ποτίζονται στα κατάβαθα της εκάστοτε κοινωνικής συνείδησης και χωρίς καμμιά εξωτερική προσταγή, γεννιέται, αναπτύσσεται και δεσμεύεται απ’ αυτή.  Μέσα σ’ αυτό το χώρο προσδιορίζονται τα πλαίσια της ελευθερίας της. Κι όταν η κοινωνική συνείδηση είναι ομόφωνη ,η τέχνη ακολουθεί μία μοναδική κοίτη (Βυζάντιο – Αίγυπτος).Όταν όμως είναι διχασμένη , κι υπάρχουν αντιμαχόμενες θέσεις για τη ζωή και τον άνθρωπο ,τότε η τέχνη διχάζεται, σπάει σε κομμάτια, παίρνει αγωνιστικό χαρακτήρα.
Ένα τμήμα της τέχνης εξακολουθεί να οραματίζεται με νόστο το παρελθόν,  θρηνεί για ότι χάθηκε και προσπαθεί να το αναβιώσει. Μια άλλη τάση ακολουθεί την εύκολη λύση της εξυπηρέτησης του κατεστημένου, και τέλος υπάρχουν οι ζωντανές τάσεις που κριτικάρουν, ξεσκεπάζουν ,παίρνουν θέση.
Μα οι τελευταίες τούτες τάσεις χαρακτηρίζονται από το κατεστημένο ,τέχνη στρατευμένη ,πολιτικοποιημένη, ανελεύθερη γιατί  αμφισβητεί την εξουσία του. Φωνάζει λοιπόν με όλα  τα μεγάφωνα της «φύλακες γρηγορείτε –κινδυνεύει η ελευθερία της τέχνης».
Μα δεν ξέρω αν χαρακτηρίζουν την τέχνη υπόδουλο, όταν απεικόνιζε μόνο βασιλιάδες – αυλικούς – πάπες – καρδινάλιους – στρατηγούς και τραπεζίτες.
Όταν επιδιώκει να παρασύρει τον καταπιεζόμενο σε ψυχικό εφησυχασμό να τον ουδετεροποιήσει να τον απομακρύνει απ’ τα προβλήματά του.
Υπάρχει όμως μια «άβατος περιοχή» που καμιά δύναμη εξωτερική δεν μπορεί να την παραβιάσει. Δεν υπάρχει εξουσία που να διατάζει «κάμετε τέχνη» και μάλιστα «τέτοιου είδους τέχνη».  Γιατί ο φορέας της τέχνης, ο  καλλιτέχνης , δεν μπορεί να κάνει βιώσιμη δημιουργία, αν δεν είναι ο ίδιος φορέας βιωμάτων όχι μόνο ατομικού αλλά υπερατομικού ενδιαφέροντος, που είναι δηλαδή εκφραστής κάποιας κοινωνικής συνείδησης.
Γιατί για να είναι τέχνη πρέπει να είναι μια  καινούργια δημιουργία πέραν την γνωστής ,να είναι μια καινούργια γένεση.  Και κανείς δεν μπορεί να διατάξει –τη γένεση.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (14/8/1976)

Δημοσίευση σχολίου