Είστε ένας σημαντικός διανοητής της εποχής μας, ένα είδος αιώνιου αντιρρησία. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι προσφέρετε «μαθήματα διανοητικής αυτοπροστασίας», ότι δίνετε τα κλειδιά που μας επιτρέπουν να προφυλαχθούμε από κάθε χειραγώγηση...
Νόαμ Τσόμσκι: Είναι ένα καθήκον που εναπόκειται στον καθένα.
Στην πραγματικότητα, ο ρόλος
των διανοουμένων -κι αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια- συνίσταται στο να
κάνουν ό,τι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι,
αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι.
Διαβάζοντάς σας, ανακαλύπτουμε
ότι αγωνίζεστε εναντίον αυτού που ονομάζετε «κατασκευή συναίνεσης». Οι
διανοούμενοι χρησιμεύουν και σ’αυτό;
Η
έκφραση «κατασκευάζω συναίνεση» δεν είναι δική μου. Τη δανείστηκα από τον
Ουόλτερ Λίπμαν, την πιο διακεκριμένη προσωπικότητα της αμερικανικής
δημοσιογραφίας του εικοστού αιώνα, που ήταν κι αυτός ένα προοδευτικό πνεύμα.
Από τη δεκαετία του 1920, επέστησε την προσοχή στη σημασία των τεχνικών που
χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για τον έλεγχο των μαζών και την κατασκευή
συναίνεσης. Οι μηχανισμοί της δημοκρατίας που εφαρμόζουμε είναι σαφείς:Η χώρα πρέπει να κυβερνάται από «υπεύθυνους»
πολίτες, μια πρωτοπορία —κάτι που μας θυμίζει το λενινισμό- κι οι υπόλοιποι
πρέπει απλώς να κάθονται φρόνιμα. Γι’ αυτό, πρέπει να ελέγχονται οι σκέψεις
τους και να τους ομαδοποιούμε σαν στρατιώτες. Παρεμπιπτόντως, αυτοί ακριβώς είναι οι
όροι που χρησιμοποίησε ένας άλλος σημαντικός προοδευτικός διανοητής, ο
Έντουαρντ Μπερνέις, ένας από τους ιδρυτές της τεράστιας βιομηχανίας των
δημοσίων σχέσεων που, όπως ο Αίπμαν, συμμετείχε στην επίσημη μηχανή προπαγάνδας
του Γοΰντροου Ουίλσον.
Από
εκεί άντλησαν πολλές από τις ιδέες τους για την ανάγκη «ελέγχου της κοινής
γνώμης» και για να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες θα μένουν μακριά από τη δημόσια
ζωή. Αυτά τα θέματα είχαν καταστεί θεμελιώδη στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ
στη δεκαετία του 1920.
Γιατί ειδικά σ’ αυτές τις δυο
χώρες;
Ήταν
βιομηχανικές κοινωνίες, όπου υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Όσο
περισσότερο απελευθερώνεται μια κοινωνία, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνει χρήση
βίας και τόσο περισσότερη ενέργεια χρειάζεται να ξοδευτεί για να ελέγχονται οι
απόψεις και η συμπεριφορά.Δεν είναι τυχαίο που η βιομηχανία της
προπαγάνδας γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ.
Τα
ολοκληρωτικά καθεστώτα -ιδιαίτερα η ναζιστικη Γερμανία με τον Γιόζεφ Γκέμπελς-
είχαν κι αυτά σνμμετάσχει έντονα στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της προπαγάνδας,
όμως υπάρχει η αίσθηση ότι τα περιλαμβάνετε λιγότερο στις αναλύσεις σας...
Σωστά
και υπάρχουν σημαντικές αιτίες γι’ αυτά. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι
περισσότερο διαφανή, ερμηνεύονται πιο εύκολα και, τελικά, είναι λιγότερο
ενδιαφέροντα. Επιπλέον, δεν έχουν ανάγκη να είναι πολύ αποτελεσματικά, γιατί
κρατουν πάντα σε εφεδρεία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τον καταναγκασμό και
το φόβο. Εξάλλου, οι μελέτες που έχω διαβάσει δείχνουν ότι είναι πολύ λιγότερο
αποτελεσματικά. Κι ακόμη, αναπτύχθηκαν αργότερα, υιοθετώντας καμιά φορά το
μοντέλο δυτικών κρατών.
Κατά
τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, πρώτα οι Βρετανοί κι υστέρα οι Αμερικανοί
δημιούργησαν σημαντικά όργανα κυβερνητικής προπαγάνδας: το βρετανικό υπουργείο
Πληροφοριών και την Επιτροπή για τη Δημόσια Ενημέρωση του Γούντροου Ουίλσον.
Φυσικά, ο στόχος της Μεγάλης Βρετανίας ήταν να πείσει τις ΗΠΑ να μπουν στον
πόλεμο. Η προπαγάνδα της απευθυνόταν κυρίως στους Αμερικανούς διανοουμένους και
εκπλήρωσε το σκοπό της απόλυτα.
Στη
συνέχεια, σπουδαίοι προοδευτικοί διανοούμενοι αλλη-λοσυγχαίρονταν για το ρόλο
που είχαν παίξει προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία,
έγραφαν, που ένας πόλεμος ξεκίνησε όχι από τα στρατιωτικά ή τα οικονομικά
συμφέροντα, αλλά από «τους έξυπνους ανθρώπους του έθνους», οι οποίοι, συχνά, το
μόνο που έκαναν ήταν να επαναλαμβάνουν τα παραμυθία των βρετανικών υπηρεσιών
προπαγάνδας. Εκείνη την εποχή, ο αμερικανικός λαός ήταν αντίθετος με την είσοδο
των ΗΠΑ σ’ έναν ευρωπαϊκό πόλεμο. Το όργανο προπαγάνδας του Ουίλσον πέτυχε να
μετατρέψει ένα λαό βασικά ειρηνόφιλο σε μια ορδή φανατικών κατά της Γερμανίας.
Αυτό το αποτέλεσμα έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Αμερικανούς διανοούμενους,
αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο. Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων γεννήθηκε
κυρίως από αυτές τις επιτυχίες στον έλεγχο των ιδεών και της συμπεριφοράς από
την προπαγάνδα, όπως το έλεγαν φωναχτά εκείνη την εποχή. Μόνο στη δεκαετία του
1930, ο όρος θα πέσει σε δυσμένεια και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως όταν
αναφερόμαστε σε εχθρούς.
Αυτή η προπαγάνδα δεν
εξαπάτησε μόνο τους Αμερικανούς. Οι Γερμανοί τη χρησιμοποίησαν σε μεγάλο
βαθμό...
Οι
Γερμανοί υπερεθνικόφρονες εντυπωσιάστηκαν κι αυτοί πολύ. Εκτιμώντας προφανώς
ότι η αγγλοαμερικανική προπαγάνδα -που ξεπερνούσε κατά πολύ αυτή της Γερμανίας
σε εύρος και σε παραποίηση- ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες της νίκης των
συμμαχικών δυνάμεων, ο Χίτλερ ορκίστηκε ότι την επόμενη φορά η Γερμανία θα
κατόρθωνε ν’ ανταποδώσει τα ίδια. Γνωρίζουμε τι συνέβη. Οι μπολσεβίκοι, επίσης,
εντυπωσιάστηκαν από τα κατορθώματα της προπαγάνδας των δημοκρατικών χωρών και
επιχείρησαν να ε-μπνευσθούν από αυτά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η προπαγάνδα
τους ήταν πολύ άτεχνη.
Θέλω
να το τονίσω για άλλη μια φορά: όταν οι κοινωνίες εκδημοκρατίζονται, όταν ο
καταναγκασμός παύει να είναι εύκολα χρησιμοποιούμενο όργανο ελέγχου και
περιθωριοποίησης τότε, πολύ φυσικά, οι εκλεκτοί στρέφονται στην προπαγάνδα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, όχι απλώς
φυσικό, αλλά και απολύτως συνειδητό, που έχει αναλυθεί ευρέως σε επιστημονικές
και άλλες εργασίες που εκθειάζουν τη χρήση της προπαγάνδας.
Οι
μεγάλες εταιρείες δημοσίων σχέσεων, διαφήμισης, γραφικών τεχνών,
κινηματογράφου, τηλεόρασης... έχουν σαν πρωταρχική λειτουργία τον έλεγχο του
νου. Πρέπει
να δημιουργήσουν «τεχνητές ανάγκες», έτσι ώστε οι άνθρωποι να αφοσιώνονται στην
ικανοποίησή τους, καθένας από την πλευρά του, απομονωμένοι μεταξύ τους.
Οι διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων έχουν μια πολύ πραγματιστική προσέγγιση:
«Πρέπει να προσανατολίσουμε τον κόσμο προς τα επιπόλαια πράγματα της ζωής, όπως
η κατανάλωση». Πρέπει να δημιουργηθουν τεχνητά τείχη, να κλειστεί ο κόσμος εκεί
μέσα και να απομονωθεί ο ένας απ’ τον άλλο.
Τίποτα
από όλα αυτά δεν είναι πολύ καινούριο, είτε πρόκειται για τα μέσα ενημέρωσης
είτε για τη διαφήμιση ή τις τέχνες. Αυτό που είναι καινούριο είναι η κλίμακα
εφαρμογής του στις μέρες μας. Προηγουμένως, αυτός ο ρόλος είχε ανατεθεί στους
διανοουμένους, στους κατόχους της γνώσης.
Και
στους ιερείς;
Ναι,
ο Μέγας Ιεροεξεταστής του Ντοστογιέφσκι έδωσε ένα υπέροχο λογοτεχνικό
παράδειγμα. Αυτό το ξαναβρίσκουμε στη Βίβλο, όπου ο «προφήτης» ουσιαστικά
υποδεικνύει τον «διανοούμενο».
Τι εννοείτε ακριβώς με τον όρο
«διανοούμενος»;
Αφορά μάλλον μια στάση, παρά
μια κατηγορία ανθρώπων: αυτή που συνίσταται στην πληροφόρηση, τη σοβαρή σκέψη
πάνω στα ανθρώπινα, τη σαφή έκφραση της αντίληψης και τη διορατικότητα.
Γνωρίζω
ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχολική παιδεία αλλά είναι, τουλάχιστον στα μάτια
μου, αξιοθαύμαστοι διανοούμενοι. Και γνωρίζω σεβάσμιους πανεπιστημιακούς και
συγγραφείς που απέχουν πολύ από το να ανταποκριθούν σ’ αυτό το ιδανικό.
Οι
«αναγνωρισμένοι διανοούμενοι» είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Με αυτόν τον όρο,
εννοώ εκείνους που, μέσα στο δικό τους σύστημα εξουσίας, έχουν τιμηθεί με τον
τίτλο των «υπεύθυνων διανοουμένων», εξάλλου έτσι ακριβώς χαρακτηρίζουν τον
εαυτό τους στη Δύση. Καμιά φορά, τους αποκαλούν «τεχνοκράτες διανοούμενους»,
για να τους ξεχωρίσουν από τους «ανατρεπτικούς διανοούμενους» που σπείρουν την
αναστάτωση και είναι «ανεύθυνοι».
Όταν
μιλάμε για εχθρικές χώρες, γίνεται μια ανατροπή αξιών: καταγγέλλουμε τους
τεχνοκράτες διανοουμένους, τους οποίους θεωρούμε «κομισάριους» και
«γραφειοκράτες» και τιμούμε τους ανατρεπτικούς διανοουμένους, τους
διαφωνούντες, που είναι περιφρονημένοι και κατατρεγμένοι στην ίδια τους τη
χώρα.
Τέτοιες
διακρίσεις υπήρχαν από την αρχαιότητα. Για παράδειγμα, στη Βίβλο υπάρχει μια
αρκετά ασαφής εβραϊκή λέξη: νάμηι. Στη Δύση, μεταφράστηκε ως «προφήτης». Στην
πραγματικότητα, υποδηλώνει το διανοούμενο. Εκείνοι που αποκαλούνταν προφήτες
επιδίδονταν σε πολιτικές αναλύσεις και εκφωνούσαν κρίσεις σχετικές με την
ηθική. Την εποχή της Βίβλου, ήταν μισητοί και περιφρονημένοι. Τους έριχναν στη
φυλακή ή τους έστελναν στην έρημο, γιατί διαφωνούσαν. Αρκετούς αιώνες αργότερα,
αναγνωρίστηκαν οι αρετές τους και τους θεώρησαν προφήτες.
Εκείνη
την εποχή τιμούσαν τους κόλακες και τους υποκριτές κι όχι αυτούς που θα
τιμούσαν πολύ αργότερα σαν αληθινούς προφήτες. Στον εικοστό αιώνα, υπάρχει το
γένος των διανοουμένων που φυλακίστηκαν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής και που
δολοφονήθηκαν στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Για παράδειγμα, η περίπτωση των
έξι Ιησουιτών από το Σαλβαδόρ που δεν γνωρίζει κανείς στην Ευρώπη γιατί
σκοτώθηκαν από κομάντος εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς* κι αυτό βέβαια δεν
είναι έγκλημα. Έχουν περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από τότε και μόλις που θα
βρείτε λίγες λέξεις στον Τύπο γι’ αυτούς τους φόνους. Είναι σκάνδαλο. Αλλά έτσι
συνέβαινε πάντα στην Ιστορία.
Μπορείτε να ξαναμιλήσετε γι’
αυτούς τους χρόνους;
Στις
16 Νοεμβρίου 1989, έγινε μια φοβερή σφαγή στο Σαλβαδόρ. Ανάμεσα στα θύματα
υπήρχαν έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι, ένας από τους οποίους
διεύθυνε το κυριότερο πανεπιστήμιο της χώρας.
Εκτελέστηκαν
εξ επαφής από επίλεκτους κομάντος εκπαιδευμένους από τον αμερικανικό στρατό.
Αυτοί οι μισθοφόροι κομάντος (της ταξιαρχίας Ατλακάτλ) αποτελούσαν μια
ιδιαζόντως βίαιη συνισταμένη των δυνάμεων που έφεραν την ευθύνη για πάρα πολλές
σφαγές στη χώρα, ειδικά για το φόνο του αρχιεπισκόπου Ρομέρο και για τη σφαγή
δεκάδων χιλιάδων χωρικών.
Όταν
έξι σπουδαίοι Λατινοαμερικάνοι διανοούμενοι δολοφονούνται από στρατιώτες
εκπαιδευμένους από τους Αμερικανούς, είναι καταπληκτικό το να διαπιστώνεις πόσο
αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αντίθετα, αν ο Βάκλαβ Χάβελ μπει στη φυλακή, τότε
όλος ο κόσμος ξεσηκώνεται.
Όμως κι ο Χάβελ πέρασε τέσσερα
χρόνια στη φυλακή για τις ιδέες του!
Προφανώς
ήταν σκάνδαλο και οι μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες συμμετείχαμε
όλοι οι Δυτικοί ήταν απολύτως δικαιολογημένες. Όμως, η μεταχείριση των
διανοουμένων μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής είναι πολύ χειρότερη από
εκείνη που τους επιφύλασσε η μετασταλινική Ρωσία. Μα οι Ευρωπαίοι αδιαφορούν
γι’ αυτό.
Λίγο
μετά το φόνο αυτών των διανοουμένων του Σαλβαδόρ, ο Βάκλαβ Χάβελ ήρθε στις ΗΠΑ
και μίλησε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη Γερουσία που συγκεντρώθηκαν στο
Κογκρέσο. Επευφημήθηκε από τους γερουσιαστές και τους βουλευτές τους οποίους
αποκάλεσε αγωνιστές της ελευθερίας. Σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, οι σχολιαστές
ριγούσαν από θαυμασμό, «Ζονμε σε μια ρομαντική εποχή», έγραψε ο Άντονι Λιουις
στους New York Tims, εκφράζοντας έτσι την κοινή γνώμη. Οι αρθρογράφοι του
εγχώριου Τύπου αναρωτιόνταν γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν τόσο
αξιοπρόσεκτες προσωπικότητες, έτοιμες να μας καλύψουν με εγκώμια, ενώ μόλις
είχαμε σκοτώσει έξι σπουδαίους διανοουμένους, χωρίς να λογαριάσουμε και
χιλιάδες άλλους ανθρώπους. Ζούμε σ’ ένα σουρεαλιστικό κόσμο!
Φανταστείτε
ότι στρατιώτες εκπαιδευμένοι από τους Ρώσους σκοτώνουν έξι Τσέχους
διανοουμένους, μεταξύ αυτών και τον Χάβελ, και ότι μετά από μερικές εβδομάδες,
ένας κομουνιστής από το Σαλβαδόρ πάει στη Ρωσία, μιλάει στη Δουμά και
επευφημείται ζωηρά όταν συγχαίρει τους βουλευτές, που παραληρούν από
ενθουσιασμό, για το ρόλο τους στην υπεράσπιση της ελευθερίας!
0 αμερικανικός Τύπος μίλησε γι
αυτό;
Ένας
φίλος μου έκανε μια έρευνα μέσω μιας βάσης δεδομένων, για να δει τι είχαν πει
τα μέσα ενημέρωσης με την ευκαιρία της δεκάτης επετείου του φόνου αυτών των έξι
Ιησουιτών, το 1999. Τα ονόματά τους δεν είχαν καν αναφερθεί στον αμερικανικό
Τύπο. Γνώριζε ο κόσμος τα ονόματα αυτών των διανοουμένων, είχε διαβάσει τίποτα
για το φόνο τους; Όχι. Αντίθετα, μπορούν να αναφέρουν ονομαστικά τους
διαφωνουντες της Ανατολικής Ευρώπης; Σίγουρα ναι.
Οι
θαρραλέοι διαφωνούντες θα πρέπει να τιμουνται, είτε είναι θύματα μιας αμείλικτης
καταπίεσης μέσα στη σφαίρα επιρροής των εχθρών μας είτε δολοφονούνται κτηνωδώς
μέσα στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Το ίδιο συνέβη στη Γαλλία με την υπόθεση
Ντρέιφους. Σήμερα, λέμε πως οι διανοούμενοι υποστήριξαν τον Ζολά, μα, στην
πραγματικότητα, εκείνη την εποχή η πλειονότητά τους υποστήριζε την κυβέρνηση.
Λέτε συχνά πως ο ρόλος των
διανοουμένων έπρεπε να είναι η έκφραση της αλήθειας. Πως ορίζετε την αλήθεια;
Πάρτε
αυτό το βιβλίο: Είναι πάνω στον καναπέ. Είναι λοιπόν αλήθεια αν πούμε ότι αυτό
το βιβλίο είναι πάνω στον καναπέ. Αυτή είναι η αλήθεια. Μια δήλωση είναι
αληθινή όταν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Οι αληθινές δηλώσεις δεν
διαμορφώνονται εύκολα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα. Όταν προσεγγίζετε μια
ακριβή ερμηνεία, προσεγγίζετε την αλήθεια.
Από
το βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι 'Δύο ώρες διαύγειας'
Δημοσίευση σχολίου