Είχαν ήδη σχηματίσει τον κύκλο. Πιασμένοι χέρι χέρι. Τα πρόσωπά τους στεγνά, βασανισμένα. Τα ζυγωματικά πεταγμένα έξω, τα μάτια άδεια, με μια σπίθα θα ‘λεγες να πασχίζει στιγμές στιγμές να βγει στην επιφάνεια.
- Δημήτρης
- Παρών...
Ήταν το πρωινό
προσκλητήριο κάτι σαν μια τελετή απονομής επαίνου για τη νίκη. Μια ακόμη νύχτα
είχε περάσει κι αυτοί βρίσκονταν εκεί. Πόση δύναμη έκρυβε μέσα του εκείνο το
παρών. Μα και πόση πάλη, πόση αγωνία, πόσα φαντάσματα...
Θεραπευτική
κοινότητα Ιθάκη. Η Ιθάκη τους. Για όλους αυτούς που δεν είχαν φροντίσει να
κλείσουν τ’ αυτιά τους την ώρα που τραγουδούσαν οι σειρήνες κι έτσι
φυλακίστηκαν στον ψεύτικο παράδεισο. Κι ύστερα ανακάλυψαν πως μόνο παράδεισος
δεν ήταν. Κόλαση ήταν σκοτεινή. Άβυσσος μ’ όλη την σημασία της λέξης.
- Σταμάτης.
- Παρών...
Τους είχαν πει για
τα ναρκωτικά, ως πού θα τους ανέβαζαν, μα δεν τους είπαν πού θα τους γκρέμιζαν
αμέσως μετά. Τους είχαν πει ότι θα τα ‘παιρναν για να ταξιδεύουν, μα δεν τους
είπαν ότι ύστερα από τις πρώτες φορές, θα τα ‘παιρναν απλά και μόνο για
να μην πονούν. Τους είχαν πει ότι θα μπορούσαν να τα κόψουν όποια στιγμή
ήθελαν, μα δεν τους είπαν για το σύνδρομο στέρησης. Και όχι μόνο το σωματικό
που κρατάει λίγες μέρες, μα και το ψυχικό που διαρκεί μήνες. Απογοήτευση,
κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας...
Ναι, η ψυχή τους η
ίδια ήταν αυτή που πονούσε αφόρητα τώρα κι αυτόν τον πόνο ήταν που πολεμούσαν,
πιασμένοι χέρι χέρι, εκεί στην Ιθάκη. Τουλάχιστον όμως τώρα αγωνίζονταν και
κάθε μέρα τους έφερνε πιο κοντά στην οριστική λύτρωση. Τους μέχρι χθες δεσμώτες
του ιλίγγου.
- Γιώργος.
- Παρών...
Πόσα περνούν τώρα
απ’ το μυαλό του. Η πρώτη φορά, να έτσι, από περιέργεια. Κι ύστερα ακολούθησαν
κι άλλες. Και τα ναρκωτικά να γίνονται όλο και πιο βαριά, μιας και το βαποράκι
δεν είχε πια σχεδόν ποτέ ελαφρά. Τέλειωναν γρήγορα του ‘χε πει. Κι η εξάρτηση
ν’ αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Στο τέλος ήρθαν κι οι ενέσεις. Και χρειαζόταν
τόσες δόσεις. Τόσα λεφτά. Στην αρχή έκλεβε απ’ το σπίτι. Αργότερα άρχισαν κι οι
διαρρήξεις. Κρύος ιδρώτας κι ο φόβος να δαγκώνει την ψυχή σαν το ανήμερο θεριό.
Και η καρδιά να σπαρταρά, σαν έτοιμη να σπάσει. Κι η δόση με χέρια που ‘τρεμαν,
για να περάσει ο πόνος. Κι ύστερα ένας ύπνος βαθύς, λήθαργος σωστός, ανακούφιση
έστω και προσωρινή για το βασανισμένο του κορμί. Ως την επόμενη φορά..
- Άγγελος.
- Παρών...
Ναι, ήταν παρών.
Λίγο προτού φτάσει στο τέλος, λες και του έδωσε κουράγιο ο Θεός και μπόρεσε και
μάζεψε τα κομμάτια του, στέριωσε τα πόδια του που ‘τρεμαν απ’ την εξάντληση,
στήριξε όρθιο το ισχνό του κορμί, άνοιξε τα θολά του μάτια και μ’ όσα υπόλοιπα
δύναμης του είχαν απομείνει, με σπασμένη φωνή, ψιθυριστά σχεδόν συλλάβισε την
μεγάλη λέξη: Όχι...
- Γιάννης.
- Παρών...
Ναι, ήταν παρών κι
αυτός. Γιατί η ζωή είναι όμορφη, φτάνει να μπορέσεις να το δεις κι αυτό για να
το καταφέρεις, πρέπει ν’ ανοίξεις διάπλατα τα μάτια της ψυχής σου. Και είναι
σίγουρα έτσι. Το λένε, αυτόπτες μάρτυρες, αυτοί που κυριολεκτικά έρχονται πίσω
από την άλλη όχθη. Οι πρώην δεσμώτες του ιλίγγου.
Κώστας
Μπούζας
Δημοσίευση σχολίου