Η απαισιοδοξία τού
Ζολώτα επαληθεύεται το 1979, καθώς ξεσπάει μια δεύτερη πετρελαιική κρίση,
χειρότερη από την προηγούμενη. Από τον Νοέμβριο του 1978 έχει εκδηλωθεί στο
Ιράν η ισλαμική επανάσταση των αγιατολλάχ και 37.000 εργαζόμενοι στα
διυλιστήρια έχουν κατεβεί σε απεργία διαρκείας, ρίχνοντας την ημερήσια παραγωγή
ιρανικού πετρελαίου από 6 εκατ. σε 1,5 εκατ. βαρέλια. Στις 16 Ιανουαρίου 1979 ο
Σάχης φεύγει από την χώρα και τέσσερις μέρες αργότερα η Σαουδική Αραβία
αποφασίζει να μειώσει και την δική της παραγωγή. Η τιμή του πετρελαίου
εκτινάσσεται κατά 36%.
Η ΤτΕ έχει ήδη
κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας για πληθωριστική έκρηξη και
εκτροχιασμό του προϋπολογισμού. Ο Ζολώτας μιλάει για κρίσιμες διαστάσεις στο
πρόβλημα του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών. Ακόμη, επισημαίνει την διόγκωση της
παραοικονομίας, την οποία θεωρεί ως βασικό στοιχείο του νεοπλουτισμού και την
χαρακτηρίζει ως "οικονομικά ιδιαίτερα επιβλαβή διότι τα εξ αυτής εισοδήματα τρέπονται
κατά κανόνα εις επιδεικτικήν κατανάλωσιν και κυρίως εις ζήτησιν εισαγομένων
ειδών". Τέλος, προτείνει την αναμόρφωση της λειτουργίας
των ΔΕΚΟ με εκλογίκευση της λειτουργίας τους και μείωση των ελλειμμάτων τους.
Όμως, η πολιτική
συγκυρία πνίγει την φωνή τού διοικητή τής ΤτΕ. Με το ΠαΣοΚ να έρχεται ακάθεκτο
προς την εξουσία και τον Καραμανλή να στρέφεται προς την προεδρία τής
δημοκρατίας, ο Ράλλης που τον διαδέχεται στην πρωθυπουργία και στην ηγεσία τής
Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί να σώσει την παρτίδα υιοθετώντας πολιτική υποσχέσεων
και παροχών. Η παράνοια διογκώνεται: αφού η δεξιά
μοιράζει λεφτά, φαντάσου τι έχει να γίνει όταν βγουν οι σοσιαλιστές... Η κατανάλωση αυξάνεται, η παραγωγή
μειώνεται, ο πληθωρισμός τραβάει την ανηφόρα και ο Ζολώτας τραβάει όσα μαλλιά
τού έχουν απομείνει: "οι πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία συνεχίζονται αμείωτες και οι
διαταρακτικές τους επιδράσεις στη νομισματική κυκλοφορία (εσωτερική και
εξωτερική) αλλά και στην οικονομική συμπεριφορά των ιδιωτών εξακολουθούν να
εμφανίζουν οξύτητα".
Προσπαθώντας να τιθασσεύσει
τον πληθωρισμό, η Τράπεζα της Ελλάδος μηχανεύεται τρόπους περιορισμού τής
νομισματικής κυκλοφορίας. Έτσι, αυξάνει τα επιτόκια καταθέσεων κατά 4 μονάδες,
των εντόκων γραμματίων κατά 3 και των τραπεζικών ομολόγων κατά 5, με αντίστοιχη
αύξηση στα επιτόκια καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων αλλά και των δανείων
προς το εμπόριο. Λίγο πριν τις εκλογές τού 1981, ο Ζολώτας στέλνει στον Ράλλη
ένα έγγραφο-φωτιά όπου προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός του 1980 θα κλείσει με
έλλειμμα 20 δισ. δραχμών ενώ η κυβέρνηση περίμενε πως θα είναι πλεονασματικός
κατά 6 δισ., προσθέτοντας ότι "το συνολικό άνοιγμα της δημοσιονομικής διαχειρίσεως θα φθάσει το
1981 στα 169 δισ. δρχ. έναντι 126 δισ. δρχ. του 1980 και 93,4 δισ. δρχ. του
1979".
Η σημαντικώτερη
διαπίστωση του Ζολώτα ήταν ότι η ελληνική οικονομία έπασχε από την εξαιρετικά
επικίνδυνη ασθένεια που λέγεται στασιμοπληθωρισμός. Με τον τιμάριθμο να τρέχει με υπερδιπλάσια
ταχύτητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο κόσμος κατανάλωνε αντί να αποταμιεύει
"για να μη φάει τα λεφτά ο πληθωρισμός". Παράλληλα, η κυβέρνηση,
προκειμένου να τονώσει τις επενδύσεις, σκόρπιζε φτηνό χρήμα μέσω επιδοτήσεων
κάθε είδους αλλά ελάχιστο από αυτό το χρήμα πήγαινε πραγματικά σε επενδύσεις:
με τα τραπεζικά επιτόκια να βρίσκονται ψηλά, οι "επενδυτές" έπαιρναν
το φτηνό χρήμα και απλώς το κατέθεταν σε κάποιους τραπεζικούς λογαριασμούς
προκειμένου να καρπωθούν άκοπα την διαφορά του επιτοκίου. Πρόκειται για την
χαρακτηριστικώτερη εικόνα κατάντιας της ελληνικής οικονομίας, για την οποία
(παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα εδώ και χρόνια) σίγουρα δεν ευθύνονται οι
κυβερνήσεις τού ΠαΣοΚ.
Αυτή η υπέρμετρη
κατανάλωση "έφτιαχνε" τα νούμερα αλλά δεν μπορούσε να συσκοτίσει την
ουσία. Μπορεί η κυβέρνηση να επαιρόταν ότι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ έφτασε
το 25% αλλά η ΤτΕ ήταν καταπέλτης: μόνο 1% συνιστούσε αύξηση πραγματικών
εισοδημάτων! Το υπόλοιπο 24% αντιστοιχούσε στον πληθωρισμό.
Στις εκλογές της
18ης Οκτωβρίου 1981, το ΠαΣοΚ κέρδισε, όπως ήταν αναμενόμενο. Δυο μέρες
αργότερα, ο Ζολώτας στέλνει στον υπουργό συντονισμού Απόστολο Λάζαρη έγγραφο
αγωνίας, το οποίο άρχιζε με την φράση "η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι κρίσιμη". Στο έγγραφο αυτό ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει για
πολλοστή φορά την εσφαλμένη πιστωτική επέκταση, την υπέρμετρη αύξηση της
ρευστότητας και την λανθασμένη δημοσιονομική πολιτική του παρελθόντος,
υπογραμμίζει την μείωση της ανταγωνιστικότητας και την πτώση της
παραγωγικότητας, διαπιστώνει ότι η πραγματική οικονομία έχει μπει σε ύφεση,
σημειώνει ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έχουν πέσει κάτω από το
επίπεδο ασφαλείας, εκδηλώνει έντονη ανησυχία για την πορεία τού ισοζυγίου
εξωτερικών συναλλαγών, εκτιμά ότι ο δανεισμός αποτελεί σοβαρή απειλή για την
σταθερότητα και θεωρεί ως εκ των ων ουκ άνευ την μείωση των δαπανών της
κεντρικής κυβέρνησης.
Στο ίδιο έγγραφο, ο
Ζολώτας δεν διστάζει να προχωρήσει σε υποδείξεις σχετικά με ένα πρόγραμμα
οικονομικής σταθεροποίησης που θα έπρεπε να μπει αμέσως σε εφαρμογή. Είναι
σαφές ότι με αυτό το έγγραφο ο διοικητής της ΤτΕ επιχειρούσε να επηρεάσει την
οικονομική πολιτική που, λίγες μέρες αργότερα, θα παρουσίαζε η νεοεκλεγείσα
κυβέρνηση στις προγραμματικές δηλώσεις της. Όπως εκμυστηρευόταν στις προσωπικές
του συζητήσεις, ο Ζολώτας θεωρούσε την διαφαινόμενη οικονομική πολιτική τού
ΠαΣοΚ ως φιλολαϊκή αλλά αδιέξοδη και ατελέσφορη.
Μάταια ο διοικητής
τής ΤτΕ περιμένει απάντηση από τον υπουργό συντονισμού. Στις 3 Νομεβρίου 1981,
ο Ξενοφών Ζολώτας υποβάλλει την παραίτησή του και αποχωρεί οριστικά από την
τράπεζα, στο τιμόνι της οποίας βρέθηκε συνολικά επί 19,5 χρόνια. Στην θέση του
τοποθετείται αυθημερόν ένας κεφαλλονίτης οικονομολόγος, στον οποίο ο Ανδρέας
Παπανδρέου είχε αναθέσει την σύνταξη του οικονομικού προγράμματος της
κυβέρνησής του: ο Γεράσιμος Αρσένης.
Δημοσίευση σχολίου