Γίνεται πολλές φορές συζήτηση στον δημόσιο χώρο για το πώς θα πέσει η κυβέρνηση. Κυρίως αναρωτιούνται οι συζητητές για το πώς, στο πλαίσιο μιας ορθολογικής ανάλυσης, μπορεί μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή και συμπαγή πλειοψηφία στη Βουλή να πέσει. 

Θυμάμαι τον Σεπτέμβριο του 1981. Τότε πολλοί απορούσαν για το πώς ήταν δυνατόν να χάσει η ΝΔ, αν και έβλεπαν το ΠΑΣΟΚ να έρχεται. Έλεγαν, «Πόσο ν’ ανέβει το ΠΑΣΟΚ από το 25% του 1977, και πόσο να πέσει η ΝΔ από το 42%;» Κι όμως: τον Οκτώβριο το ΠΑΣΟΚ πήρε 48% και η ΝΔ 36%.

Το θέμα είναι φυσικά πώς ένα κραταιό κόμμα εξουσίας χάνει την εξουσία. Αν χάνεις, σίγουρα κάποιος θα βρεθεί να κερδίσει. Κάτι άλλο θα έρθει να πάρει τη θέση του χαμένου. Ο Χέγκελ στη «Φαινομενολογία του Πνεύματος», εξηγώντας το θρίαμβο του Διαφωτισμού πάνω στο προηγούμενο καθεστώς, περιγράφει με έναν πολύ ωραίο τρόπο την πτώση αυτού που φαινόταν παντοδύναμο μέχρι τότε. Λέει λοιπόν πως ένα ωραίο πρωινό, του οποίου το μεσημέρι θα είναι αναίμακτο, με ένα απλό σπρώξιμο του αγκώνα, αυτό το παντοδύναμο οικοδόμημα γίνεται κομμάτια. Αυτό συμβαίνει γιατί ήδη έχει εξαρθρωθεί από μέσα, χωρίς να φαίνεται.

Ας έρθουμε όμως από τη βαριά φιλοσοφία στην πολιτική, αν και στο μυαλό του και ο Χέγκελ την πολιτική είχε. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για το πώς κατέρρευσε η ΕΣΣΔ, άλλες οικονομικές, άλλες γεωπολιτικές, άλλες ιδεολογικές. Πώς όμως ένα καθεστώς που φαντάζει τόσο δυνατό, σχεδόν ανίκητο, καταρρέει σαν χάρτινος πύργος χωρίς να γίνει μία εξέγερση, χωρίς να γίνει κάποιο γεγονός «επαναστατικό», και τελικά με ένα σπρώξιμο του αγκώνα διαλύεται; Τώρα ξέρουμε πως το συγκεκριμένο καθεστώς είχε αρχίσει να εξαρθρώνεται από το 1980 τουλάχιστον. Το ξέρουμε από τα αρχεία αλλά και πρωτογενώς από διηγήσεις των ανθρώπων που ζούσαν εκεί. (Χρησιμοποιώ τη λέξη εξάρθρωση εδώ με την ιατρική έννοια, αγγλιστί dislocation).

Πέρα όμως από τις εξηγήσεις στο πλαίσιο του ορθού λόγου, που συνήθως παρατίθενται a posteriori, υπάρχει κάτι άλλο που δεν εξηγείται σε αυτό το πλαίσιο. Είναι ένα στοιχείο της καθημερινότητας του κάθε ανθρώπου, του κάθε πολίτη, το οποίο δεν αντιπροσωπεύεται στις πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις, και που τίθεται, θα έλεγα, πέραν του ορθού λόγου. Συνδέεται με τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα μιας κοινωνίας, με το πώς αυτή διαμορφώνεται και πώς αλλάζει. Εκεί ακριβώς συντελείται, χωρίς να γίνεται άμεσα κατανοητή, η αλλαγή που επιφέρει την πτώση του καθεστώτος. Σιγά-σιγά εξαρθρώνεται η προηγούμενη δομή εξουσίας και δημιουργείται το αίτημα για κάτι άλλο, κάτι που θα την αντικαταστήσει. Η παλιά δομή δεν μπορεί ν’ αντέξει και καταρρέει.

Είναι μια διαδικασία που μπορεί να κρατήσει λίγο χρόνο ή πολύ, αλλά είναι σιωπηρή στη μεγάλη έκτασή της. Αρκεί όμως ένα γεγονός με μικρή —σε πρώτη ανάγνωση— σημασία, που μπορεί να αποβεί αυτό το σπρώξιμο με τον αγκώνα. Είναι δύσκολο να περιγραφεί εξαρχής κι ακόμα πιο δύσκολο να αναγνωστεί πριν γίνει. Μια λάθος κίνηση εκ μέρους της εξουσίας, φαινομενικά ασήμαντη, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και φέρνει την πτώση. Ας θυμηθούμε εδώ τη γνωστή ρήση του Ευάγγελου Γιαννόπουλου, «Μα, να χάσουμε για ένα κωλόσπιτο;»

Πώς λειτουργεί η εξουσία; Η πολιτική εξ ορισμού έχει κάτι που κείται εκτός του ορθού λόγου. Είναι η βία. Η πολιτική είναι άσκηση εξουσίας, και η εξουσία ενέχει βία. Η επιλογή μιας ατελούς λύσης έναντι μιας άλλης είναι, τελικά, άσκηση βίας. Με αυτή την έννοια, δεν αντιπροσωπεύεται στο πλαίσιο του ορθού λόγου. Έχει ένα εγγενές στοιχείο αυθαιρεσίας. Η αυθαιρεσία αυτή, υπό συνθήκες εξάρθρωσης του πολιτικού, δημιουργεί τις αντιδράσεις που φέρνουν την πτώση. Έρχεται αυτή η αυθαιρεσία, το μη αντιπροσωπεύσιμο στοιχείο, και ακουμπά στον καθημερινό τρόπο ζωής του πολίτη —ένα άλλο μη αντιπροσωπεύσιμο στοιχείο— και τον επηρεάζει. Προσοχή εδώ. Δεν είναι το σαφές κυβερνητικό μέτρο, όπως π.χ. ένας φόρος, που προκαλεί την αντίδραση, αλλά η άδηλη επίδρασή του στον τρόπο ζωής, στο πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται τη δική του ζωή και τη ζωή της οικογένειάς του. Αγγίζει κάτι βαθύτερο και πυροδοτεί τις εξελίξεις. Είναι τότε το χρονικό σημείο που η συγκεκριμένη δομή εξουσίας/κυβέρνησης φαίνεται αδύναμη. 

Αδύναμη να απαντήσει στον πολίτη, αδύναμη να δώσει στοιχειωδώς πειστικές λύσεις, αδύναμη να κάνει τον πολίτη να ταυτιστεί μαζί της. Αυτό είναι το σημείο χωρίς επιστροφή. Από εκεί και πέρα, η πτώση είναι προδιαγεγγραμένη.

Ποιος είναι ο ρόλος της αντιπολίτευσης εδώ; Ποιος είναι ο ρόλος του καινούριου ώστε να φαίνεται πειστική εναλλακτική πρόταση. Μα τίποτε άλλο από την περικύκλωση του σημείου που στέκει εκτός του ορθού λόγου. Επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, πρέπει να το κυκλώνουμε, να το φωτίζουμε χωρίς να το υποδεικνύουμε ευκρινώς — γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε. 

Αυτό που μπορεί ο άλλος, η αντιπολίτευση, να κάνει είναι να υπογραμμίζει συνεχώς την αυθαιρεσία, την αδυναμία, την τραυματική ανικανότητα. Να δείχνει την πληγή που όλα αυτά ανοίγουν στον τρόπο ζωής του κάθε πολίτη, στην καθημερινότητα του. Δεν χρειάζονται νούμερα, στατιστικές και πολλά λόγια. Αρκεί ο προβολέας να πέφτει στην πληγή του αδύνατου.

Τότε από το πουθενά, ένα πρωινό, θα έρθει το χτύπημα του αγκώνα.

Γράφει ο Δημήτρης Ζεγγίνης


Δημοσίευση σχολίου