Μέσα δεν πάει καλά. Ο νέος μήνας βρήκε την Τουρκία του Tayyip Erdoğan, αντιμέτωπη όχι μόνο με τις κατά παράδοση δυναμικές, και πάντοτε υπό βίαιη καταστολή, διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς, που φέτος είχαν ως απολογισμό έναν νεκρό και 207 συλληφθέντες, αλλά και με την όξυνση των συγκρούσεων για το κουρδικό: επίθεση βομβίστριας αυτοκτονίας των Γερακιών για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν (TAK) κοντά στο Μεγάλο τζαμί της Προύσας με 13 τραυματίες, θάνατος 4 στρατιωτών και τραυματισμός άλλων 14 σε ενέδρες των ανταρτών του εκτός νόμου Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (ΡΚΚ) στις επαρχίες Σιρνάκ και Μάρντιν, συνεδρίαση την Δευτέρα του υπουργικού συμβουλίου υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, για έκτη φορά από την ανάληψη των καθηκόντων του, με αντικείμενο της προκλήσεις ασφαλείας κ.ο.κ.
Και όμως: έξω, η Τουρκία μπορεί να επαίρεται ότι πάει καλά. Και να δοκιμάζει την προβολή της ισχύος της, όχι σε κάποια γωνία του χάρτη του Αιγαίου, αλλά στην κρισιμότερη περιοχή του κόσμου.
Τα εγκαίνια, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Τούρκου πρωθυπουργού Ahmet Davutoğlu στην Ντόχα την περασμένη Πέμπτη, τουρκικής στρατιωτικής βάσης στο Κατάρ, όπου θα σταθμεύουν 3000 οπλίτες και αξιωματικοί, σηματοδοτεί ένα αποφασιστικό βήμα στη "νεο-οθωμανική” των ιθυνόντων της γείτονος.
Η κίνηση αυτή είναι κατάφορτη συμβολισμών. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από το 1915, όταν οι οθωμανικής δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη χερσόνησο του Κατάρ, ενώ το τουρκικό ναυτικό δεν είχε παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό από το 1550, όταν ηττήθηκε στον ανταγωνισμό με την Πορτογαλική Αυτοκρατορία για τον έλεγχο των θαλασσίων οδών προς την Ινδία.
Ωστόσο, πέραν των ιστορικών αναλογιών, η κίνηση της Τουρκίας να αποκτήσει βάση στον Περσικό Κόλπο στηρίζεται σε ένα στρατηγικό υπολογισμό. Το Κατάρ αποτελεί τη βάση της Central Command, ήτοι της διακλαδικής περιφερειακής διοίκησης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Η αεροπορική βάση των ΗΠΑ στο Al Udeid είναι η μεγαλύτερη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, με προσωπικό που φτάνει τις 10.000.
Η τουρκική στρατιωτική παρουσία στο Κατάρ αποτελεί χειρονομία στήιξης της ανεξαρτησίας του Κατάρ έναντι του ισχυρού γείτονα και ανταγωνιστή του, της Σαουδικής Αραβίας, που ποτέ δεν έκρυψε τον απώτερο στόχο της να το ενσωματώσει. Όλα αυτά αποκτούν και ιδιαίτερη σημασία ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ το 2022.
Η αναβαθμισμένη αυτή συνεργασία ανάμεσα στην Τουρκία και το Κατάρ προφανώς δεν είναι άσχετη από το ότι και οι δύο χώρες αποτέλεσαν τους "πάτρωνες” των σχεδίων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας για τη Μέση Ανατολή, όπως αυτά ξεδιπλώθηκαν μετά τις εξεγέρσεις της "Αραβικής Άνοιξης” - δηλαδή την προσπάθεια να αναδειχθεί το πολιτικό Ισλάμ ως ο μεγάλος ωφελημένος από το αναδυόμενο δημοκρατικό αίτημα.
Αυτό υπογράμμισε και ο Ahmet Davutoğlu όταν έσπευσε να δηλώσει στους δημοσιογράφους στη Ντόχα ότι Τουρκία και Κατάρ μοιράζονται το "ίδιο όραμα” και οι πολιτικές των δύο χωρών επόι των εξελίξεων στη Συρία, την Υεμένη και τη Λιβύη "συμπίπτουν πλήρως”.
Μπορεί τα σχέδια αυτά να βρέθηκαν εν μέρει σε υποχώρηση μετά την ανατροπή της υποστηριζόμενης από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα κυβέρνησης Morsi στην Αίγυπτο και την εγκαθίδρυση, με τη στήριξη και των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, της κυβέρνησης του Abdel Fattah el-Sisi, καθώς και την καταδίκη της πολιτικής του Κατάρ από τα άλλα μέλη του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου το 2014, ωστόσο υπάρχουν αλλά πεδία όπου Άγκυρα και Ντόχα έχουν κοινές επιδιώξεις.
Η νέα κλιμάκωση των πολεμικών εντάσεων στη Συρία, όπου το Ισλαμικό Κράτος επιτίθεται με ρουκέτες στην τουρκική παραμεθόριο πόλη Κιλίς, το συριακό καθεστώς σε συνεργασία με τις ρωσικές δυνάμεις κλιμακώνει τις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του Χαλεπίου και οι ΗΠΑ δείχνουν να ενισχύουν ολοένα και περισσότερο τις δυνάμεις του κουρδικού PYD, καθιστά επιτακτική για την Τουρκία την επιμονή στην ενίσχυση των λεγόμενων "μετριοπαθών” ισλαμιστικών δυνάμεων στη Συρία, σε μια προσπάθεια να φέρει ξανά στο προσκήνιο το αίτημα για "αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό, σε μια συγκυρία όπου και ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα δηλώνει ότι "θα ήταν λάθος να σταλούν δυτικά στρατεύματα στη Συρία για να ανατρέψουν τον Άσαντ”.
Βέβαια, όσο διαφαίνεται μια σύγκλιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία ως προς τους όρους διαμόρφωσης μιας πολιτικής λύσης στη συριακή κρίση είναι προφανές ότι τέτοιες κινήσεις δεν θα μπορούν να έχουν μια άμεση επίπτωση στη διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το βάθος τους.
Με το να διασχίσει ακόμη μία από τις "κόκκινες γραμμές” της κεμαλικής πολιτικής παράδοσης, που ήθελε την Τουρκία να κρατιέται πεισματικά έξω από τους κλυδωνισμούς της Μέσης Ανατολής, η σημερινή τουρκική ηγεσία σπεύδει να αποκτήσει στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή όπου διεκδικούν πρόσβαση τόσο οι παγκόσμιες όσο και οι περιφερειακές δυνάμεις. Πλάι στην κατοχυρωμένη παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, η Ρωσία έχει πια εξασφαλίσει τις δικές της βάσεις στην Λατάκια και την Ταρτούς της Συρίας, η Κίνα έχει λιμενικές διευκολύνσεις στο Γκουαντάρ του Πακιστάν και στο Τζιμπουτί, η Γαλλία εγκαινίασε στρατιωτική βάση στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Βρετανία στο Μπαχρέιν, ενώ και το Ιράν διεκδικεί να αναβαθμίσει τη θέση του. Εξ ού και η τουρκική προώθηση δεν αποτελεί μόνο προσπάθεια απάντησης στην αλλαγή του δεδομένων της συριακής κρίσης, αλλά και συνολικότερη επένδυση σε έναν αναβαθμισμένο ρόλο στον νέο συσχετισμό, συμπεριλαμβανομένης και μιας νέας σχέσης με τις ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι την ώρα που η ελληνική διπλωματία και άμυνα επικεντρώνει την προσοχή της σε ζητήματα όπως οι βραχονησίδες, η τουρκική ηγεσία, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εξακολουθεί να είναι σε θέση να παίρνει πρωτοβουλίες που προβάλλουν τη διεκδίκησή της να θεωρείται σημαντική περιφερειακή δύναμη.
capital.gr

Δημοσίευση σχολίου